Τετάρτη 17 Ιουνίου 2020

Ἡ Ἁγια Γραφὴ καὶ ἡ γνώση Hopko Thomas Fr.




Σὰν φανέρωση τοῦ Θεοῦ, ἡ βαθύτερη σημασία τῆς Ἁγίας Γραφῆς ἔγκειται ὄχι ἁπλῶς στὸ τί λέγει γιὰ τὸ Θεό, ἀλλὰ στὸ πῶς ἀποφέρει ἀληθῆ γνώση τοῦ Θεοῦ, μὲ τὸ νὰ φέρει τὸν ἄνθρωπο σὲ ζωντανὴ κοινωνία μὲ Αὐτόν. Στὴν Ἐκκλησία ἡ Ἁγία Γραφὴ ὑπάρχει σὰν ἕνα μέσο γιὰ τὴν ἕνωση τοῦ ἀνθρώπου καὶ τὴν ἐκ μέρους του γνώση τῆς θείας πραγματικότητας καὶ πάσης ἐν Θεῷ πραγματικότητας. Ἡ Ἁγία Γραφὴ μπορεῖ νὰ ὀνομασθεῖ συμβολικὸ βιβλίο στὴν κυριολεξία, τὸ ὁποῖο ἑνώνει τὸ θεῖο καὶ τὸ ἀνθρώπινο. Μπορεῖ νὰ ὀνομασθεῖ μυστικὸ βιβλίο, μὲ τὴν ἔννοια ὅτι μετέχει στὸ μυστήριο τοῦ Χριστοῦ, τὸ μυστήριο τὸ ὁποῖο εἶναι ὁ Χριστὸς καὶ ἡ Ἐκκλησία, ἀληθινὰ τὸ μυστήριο παντὸς ὅ,τι ὑπάρχει. Μέσα σ’ αὐτὸ τὸ μυστήριο, ἡ Ἁγία Γραφὴ εἶναι τὸ λογικὸ ὄργανο ποὺ ἑνώνει τὸ Θεὸ καὶ τὸν ἄνθρωπο στὸ ἐπίπεδο τοῦ λόγου, ὁ ὁποῖος στὴν παράδοση καὶ τῆς Ἁγίας Γραφῆς καὶ τῆς Ἐκκλησίας τῆς Παλαιᾶς καὶ τῆς Καινῆς Διαθήκης δὲν συνεπάγεται ἁπλὴ πληροφοριοδότηση ἤ κοινοποίηση δεδομένων, ἀλλὰ ἀποκάλυψη καὶ παρουσία τοῦ ἰδίου τοῦ ὑποκειμένου. Στὴν ἁγιογραφικὴ παράδοση ὁ Θεὸς εἶναι παρὼν μέσα στὸ Λόγο Του καὶ διὰ τοῦ Λόγου Του ταυτίζεται μὲ αὐτόν. Ἕνας ποὺ βρίσκεται σὲ ἐπαφὴ μὲ τὸ Λόγο Του εἶναι σὲ ἐπαφὴ μαζί Του. Τὸ ἴδιο συμβαίνει καὶ μὲ τὸν ἄνθρωπο. Ὁ λόγος εἶναι μιὰ αὐτοφανέρωση, μιὰ ἀποκάλυψη, μιὰ παρουσία, μιὰ δύναμη, ἕνας τρόπος ἐπικοινωνίας καὶ ἕνωσης ἀνάμεσα στὸν ἀκροατὴ καὶ τὸν ὁμιλητή. Καὶ ὅμως ἔχει ἐπίσης καθ’ ἑαυτὸν μιὰ κάποια ὑπόσταση δική του, ἕνα εἶδος αὐτο-ἀνεξαρτησίας. ἅπαξ καὶ προφερθεῖ, ἡ ὁποία τοῦ ἐπιτρέπει ὅλο καὶ περισσότερο νὰ εἶναι αὐτὸ ποὺ εἶναι καὶ νὰ ἐκτελεῖ τὶς λειτουργίες του.

Ὁ λόγος κάνει δυνατὴ μιὰ ζωντανὴ σχέση μὲ τὸ ὑποκείμενό του καὶ ἔτσι κάνει δυνατὸ ἐκεῖνο ποὺ ἡ ἐκκλησιαστικὴ καὶ ἁγιογραφικὴ παράδοση ἔχει πάντοτε κατανοήσει σὰν γνώση, δηλαδὴ τὴ συνειδητὴ γνώση τοῦ ὅτι εἶναι κανεὶς σὲ ζωντανὴ σχέση καὶ σὲ ὑπαρξιακὰ συγκεκριμένη κοινωνία μὲ τὸ γνωσθὲν ἀντικείμενο· μιὰ κατάσταση ἤ πράξη ποὺ ἀπαιτεῖ γιὰ τὴν ὁλοκλήρωσή της πνευματικὲς ἰδιότητες στὸ γνωρίζοντα, ἄλλες ἀπὸ ἐκεῖνες ἑνὸς καθαρὰ διανοητικοῦ χαρακτήρα, καὶ ἐπίσης μιὰ ὀντολογικὴ συσχέτιση ἀνάμεσα στὸ γνωρίζοντα καὶ στὸ γνωσθὲν ἀντικείμενο. Σὲ σχέση μὲ τὸ Θεό, ὁ ἄνθρωπος μπορεῖ ἀληθινὰ νὰ γνωρίσει τὸ Θεό, διότι δημιουργήθηκε κατ’ εἰκόνα καὶ ὁμοίωσιν Αὐτοῦ, γιὰ νὰ ἀκούει τὸ Λόγο Του καὶ νὰ ζεῖ καὶ νὰ γνωρίζει διὰ τοῦ Πνεύματός Του. Ἔτσι ὑπάρχει μιὰ οὐσιαστικὴ κατάσταση «ἐσωτερικῆς δόμησης» στὸν ἄνθρωπο, ποὺ οἰκοδομήθηκε ἀπὸ τὸν ἴδιο τὸ Θεό, ἡ ὁποία ἐπιτρέπει στὸν ἄνθρωπο ἀληθινὰ νὰ γνωρίσει τὸ Θεὸ καὶ νὰ τελειοποιήσει τὴν ὕπαρξή του δι’ αὐτῆς τῆς γνώσης.

Ἀλλὰ ὑπάρχει καὶ μιὰ ὑπαρξιακὴ κατάσταση ἀναγκαία γιὰ τὸν ἄνθρωπο, γιὰ νὰ γνωρίσει τὸ Θεό. Ὁ ἄνθρωπος πρέπει νὰ εἶναι ἀληθὴς πρὸς τὴ φύση του. Πρέπει προσωπικὰ καὶ ἐλεύθερα νὰ θέλει νὰ εἶναι ὅ,τι δημιουργήθηκε νὰ εἶναι καὶ νὰ κάνει ἐκεῖνο γιὰ τὸ ὁποῖο δημιουργήθηκε, δηλαδὴ νὰ προοδεύει καὶ νὰ ἀναπτύσσεται αἰώνια σὲ ἕνωση μὲ τὸ Θεὸ καὶ πάντα ἐν Αὐτῷ, ἀποκτώντας ὁλοένα καὶ πιὸ τέλεια τὸ πλῆρες φάσμα τῶν θείων χαρακτηριστικῶν ζωή, ἀλήθεια, σοφία, ἀγαθότητα, ἁγνότητα, καθαρότητα, κάλλος, χαρά... καὶ κυρίως ἀγάπη. Γιὰ νὰ γνωρίσει λοιπὸν τὸ Θεὸ ὁ ἄνθρωπος, πρέπει ἐνεργὰ νὰ διατηρεῖ καὶ νὰ ἀναπτύσσει τὴ φύση του σὰν τὴ θεία εἰκόνα καὶ ὁμοίωση. Μία διαφθαρεῖσα, διεστραμμένη, παραμορφωμένη εἰκόνα, κενὴ ἀπὸ θεῖο φῶς, ἀναπτυσσόμενη στὸ σκοτάδι καὶ στὴν τυφλότητα λόγω τῆς ἁμαρτίας, προφανῶς δὲν μπορεῖ νὰ γνωρίσει τὸ Θεό, ποὺ εἶναι τὸ ἀρχέτυπο παντὸς ὅ,τι εἶναι ζῶν, ἀληθὲς καὶ καλό. Ἔτσι ὑπάρχει ἡ ὑπαρξιακὴ κατάσταση τῆς ἠθικῆς καὶ πνευματικῆς χρηστότητας ποὺ εἶναι μιὰ ἀπόλυτα ἀναγκαία προϋπόθεση γιὰ γνώση. Χωρὶς αὐτὴ τὴν κατάσταση καὶ πνευματικὴ στάση - καθαρότητα, τιμιότητα, εἰλικρίνεια, ἀπόσπαση ἀπὸ τὰ κοσμικὰ - δὲν ὑπάρχει πιθανότητα γιὰ πνευματικὴ γνώση Ἡ ἴδια ἡ Ἁγία Γραφὴ μαρτυρεῖ γι’ αὐτό, ὅπως τὸ κάνει καὶ ὁ Ἰησοῦς ποὺ παρουσιάζεται στὶς σελίδες της, ὁ ὁποῖος στὴν προφητικὴ παράδοση, κατηγορεῖ τὸν ἀγνοοῦντα ὄχι ἁπλῶς γιὰ στέρηση γεγονότων ἤ κατάλληλης πληροφόρησης ἤ ἐκπαίδευσης ἤ διανοητικῆς ἱκανότητας, ἀλλὰ γιὰ ἑκούσια ἀνοησία, τυφλότητα καὶ ἁμαρτία. Στὴν ἁγιογραφικὴ καὶ ἐκκλησιαστικὴ ἄποψη, ὁ ἄνθρωπος ποὺ ἀγνοεῖ τὸ Θεό, τὸν ἀγνοεῖ ἐσκεμμένα γιὰ κακοὺς λόγους. Ἀρνεῖται νὰ καταλάβει. Εἶναι ἕνας ἀνόητος ποὺ ἀγαπᾶ περισσότερο τὸ σκοτάδι ἀπὸ τὸ φῶς. Πρόδωσε τὴν ἀνθρώπινη φύση του καὶ τὸ καθῆκον του. Χωρὶς τέτοια ἄποψη τῆς γνωστικῆς λειτουργίας καὶ δυνατότητας τοῦ ἀνθρώπου, εἶναι ἀδύνατο νὰ καταλάβει κανεὶς ὄχι μόνο τοὺς Προφῆτες τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης καὶ τοὺς Πατέρες τῆς Ἐκκλησίας, ἀλλὰ καὶ τὸν ἴδιο τὸν Ἰησοῦ.

Γιὰ νὰ ἐπιστρέψουμε στὸ παρὸν θέμα ποὺ μᾶς ἐνδιαφέρει, σ’ αὐτὸ τὸ σημεῖο ἐπαναλαμβάνουμε, ὅτι εἶναι ἡ μαρτυρία τῆς Ἐκκλησίας, ὅτι ὅλη ἡ Ἁγία Γραφὴ ἀποκαλύπει τὸ Θεὸ καὶ τὸν κάνει γνωστὸν ἐν τῷ Λόγω Toυ· ὅτι στὴν Ἁγία Γραφὴ καὶ διὰ τῆς Ἁγίας Γραφῆς (ὅπως αὐτὴ ζεῖ στὴν κοινότητα τῶν ἀνθρώπων τοῦ Θεοῦ, διὰ τοῦ Χριστοῦ, τοῦ ἐνσαρκωθέντος Λόγου, καὶ διὰ τοῦ Ἁγίου Πνεύματος) ὁ ἄνθρωπος μπορεῖ νὰ φθάσει σὲ γνήσια γνώση τοῦ ἴδιου τοῦ Θεοῦ, ἐν κοινωνίᾳ μὲ Αὐτόν. Σ’ αὐτή, λοιπὸν τὴν προοπτικὴ ἡ τελικὴ σημασία τῆς Ἁγίας Γραφῆς φαίνεται νὰ μὴν ἔγκειται ἐντὸς αὐτῆς ὡς κειμένου ἤ συλλογῆς κειμένων. Ἡ τελική της σημασία καὶ σκοπὸς ἔγκειται στὴν ἴδια τὴν πραγματικότητα, τὴν πραγματικότητα γιὰ τὴν ὁποία μαρτυρεῖ, τὴν πραγματικότητα τοῦ Θεοῦ καὶ πάντων τῶν ἐν Αὐτῷ. Ὁ σκοπὸς τῆς Ἁγίας Γραφῆς εἶναι νὰ ἀποκαλύπτει τὸ Θεό, νὰ δείχνει πιὸ πέρα ἀπὸ τὸν ἑαυτό της, πρὸς τὸ Θεό, νὰ Τὸν προσδιορίζει, νὰ Τὸν ἀποκαλύπτει, νὰ ὁδηγεῖ τὸν ἄνθρωπο σὲ ζωντανὴ κοινωνία μαζί Του, νὰ ὁδηγεῖ τὸν ἄνθρωπο στὴν ἀληθινὴ γνώση. Δία μέσου τῆς Ἁγίας Γραφῆς ὁ ἄνθρωπος πρέπει νὰ βλέπει, νὰ ἀκούει, νὰ γεύεται καὶ ἀκόμα νὰ ἀγγίζει τὸ Λόγο τῆς Ζωῆς, ποὺ εἶναι ὁ ἴδιος ὁ Θεός, ἡ βάση καὶ ὁ σκοπὸς παντὸς ὅ,τι ὑπάρχει.

Ὁ Ἅγιος Γρηγόριος ὁ Νύσσης, γιὰ νὰ χρησιμοποιήσουμε πάλι τὰ λόγια του, θέτει αὐτὸ τὸ κρίσιμο σημεῖο μὲ αὐτὸ τὸν τρόπο σὲ δύο ξεχωριστὲς ἐργασίες:

«...οἱ Προφῆτες, οἱ Εὐαγγελιστὲς καὶ οἱ Ἀπόστολοι... ὅλοι αὐτοὶ ἔχουν γίνει ποταμοὶ γιά μᾶς, κυλώντας τὰ νερὰ τους ὅσο μακρυὰ μποροῦν ἀπὸ σκοτεινά, κρυμμένα καὶ ἀόρατα θησαυροφυλάκια. Ἂν καὶ καθένας ἀπὸ αὐτοὺς εἶναι πλήρης μέχρις ὑπερεκχείλισης ἀπὸ τὸ ἄπειρο μέγεθος καὶ βάθος τοῦ δόγματος, ἐν τούτοις δὲν εἶναι παρὰ ἁπλῶς σταγόνες δρόσου σὲ σύγκριση μὲ τὴν πραγματικὴ Ἀλήθεια.

Ἔχω ἀκούσει ὅτι οἱ θεόπνευστες Γραφὲς ἀποκαλύπτουν θαυμάσια πράγματα σχετικὰ μὲ τὰ περὶ τὴν ὑπερβατικὴ φύση· κι ὅμως τί εἶναι αὐτὰ ὅταν συγκριθοῦν μὲ τὴν ἴδια τὴ Φύση; Διότι ἀκόμα κι ἂν μποροῦσα νὰ κατανοήσω ὅλα ὅσα λέγουν οἱ Γραφὲς καὶ τότε ἀκόμα ἐκεῖνο τὸ ὁποῖο σημαίνεται εἶναι περισσότερο... Ἔτσι συμβαίνει καὶ μὲ τὰ λόγια ποὺ λέγουν οἱ Ἅγιες Γραφὲς γιὰ τὸ Θεό, τὰ ὁποῖα ἑρμηνεύθηκαν σὲ μᾶς ἀπὸ ἀνθρώπους ἐμπνευσμένους ἀπὸ τὸ Ἅγιο Πνεῦμα. Ἐὰν μετρηθοῦν μὲ τὴ δική μας ἀντίληψη εἶναι πράγματι ὑπεράνω κάθε μεγαλείου κι ὅμως δὲν πλησιάζουν τὸ μεγαλεῖο τῆς ἀλήθειας... τί εἶναι συγκρινόμενα μὲ τὴν πραγματικότητα;»

Ἡ Ἁγία Γραφὴ δὲν ὑποτιμᾶται ἀπὸ τὸν ἅγιο οὔτε ἀπὸ τὴν Ἐκκλησία, ἡ ὁποία διατηρεῖ καὶ τὴν Ἁγία Γραφὴ καὶ μιὰ τέτοια ἐκτίμηση γι’ αὐτήν, μὲ πολὺ σεβασμό. Τὸ ἀντίθετο. Ἡ πραγματικότητα εἶναι πολὺ πιὸ μεγάλη ἀπὸ ὅλα ὅσα ἡ Ἁγία Γραφὴ μπορεῖ νὰ ἐκφράσει. Ἀκόμα ἡ Ἁγία Γραφὴ δηλώνει καὶ πάλι μὲ διάφορους τρόπους καὶ σὲ διάφορους βαθμοὺς πληρότητας, ἀκριβῶς αὐτὴ τὴν πραγματικότητα. Εἶναι διὰ τῆς Ἁγίας Γραφῆς ποὺ αὐτὴ ἡ πραγματικότητα προσεγγίζεται. Εἶναι μέσῳ τῆς ζώσης ἐν τῇ Ἐκκλησίᾳ Ἁγίας Γραφῆς ποὺ αὐτὴ ἡ πραγματικότητα ἀποκαλύπτεται, βιοῦται καὶ γνωρίζεται.

Ἡ γνώση ποὺ ἡ Ἁγία Γραφὴ καθιστᾶ δυνατὴ στὴν Ἐκκλησία εἶναι πραγματικὴ γνώση. Μπορεῖ νὰ ἐλεγχθεῖ, ὅπως κάθε γνώση μόνο σὲ σχέση μὲ τὸ ἴδιο τὸ ἀντικείμενο τῆς γνώσης, μόνο μὲ ζωντανὴ ἐπιβεβαίωση διὰ τῆς ἐπαφῆς καὶ προσωπικῆς ἐμπειρίας. Ἕνα βιβλίο σχετικὰ μὲ τὰ ἄτομα, γιὰ παράδειγμα, μπορεῖ νὰ ἐκτιμηθεῖ μόνο ὅταν ἕνας εἶναι σὲ ἐπαφὴ μὲ πραγματικὰ ἄτομα. Χωρὶς τέτοια ἐμπειρία, κείμενα σχετικὰ μὲ ἄτομα πιθανὸν νὰ τύχουν ἐμπιστοσύνης ἤ μή, νὰ γίνουν πιστευτὰ ἤ νὰ τεθοῦν ὑπὸ ἀμφισβήτηση ἀλλὰ τίποτε περισσότερο. Ἡ γνώση ἔρχεται ἀποκλειστικὰ μὲ τρόπους ἄμεσης ἐμπειρίας. Μόνο στὸ φῶς τέτοιας ἐμπειρίας λόγοι ποὺ ἀφοροῦν τὸ ἀντικείμενο μποροῦν νὰ ἐλεγχθοῦν καὶ νὰ κριθοῦν.

Κάθε βιβλίο ποὺ ἀξιοῖ ὅτι πραγματεύεται τὴν πραγματικότητα, ἀκόμα καὶ τὴν πνευματική, ἤ θεία πραγματικότητα, χρησιμοποιεῖται κατὰ δύο τρόπους ὅσον ἀφορᾶ τὴ γνώση. Ἀπὸ τὴ μία τὸ κείμενο μπορεῖ νὰ φωτίσει τὴν πραγματικότητα. Μπορεῖ νὰ εἰσαγάγει τὸν ἄνθρωπο σ’ αὐτήν, νὰ δημιουργήσει τὴν ἐπιθυμία στοὺς ἀνθρώπους νὰ τὴ γνωρίσουν, νὰ κάνει μερικὲς περιγραφές της καὶ ἐπεξηγήσεις, νὰ κάνει θεωρίες γι’ αὐτὴ σὲ σχέση μὲ τὶς ἰδιότητες καὶ δυνατότητές της, τὶς σχέσεις της μὲ ἄλλες πραγματικότητες κ.τ.λ. Μπορεῖ νὰ ἐπιτρέπει στοὺς ἀνθρώπους νὰ τὴν ἀναγνωρίζουν, ὅταν αὐτοὶ πραγματικὰ τὴ συναντοῦν. Ἀπὸ τὴν ἄλλη, ἡ ἴδια ἡ πραγματικότητα μπορεῖ νὰ φωτίσει τὸ κείμενο ποὺ γράφτηκε γι’ αὐτήν. Μπορεῖ νὰ ἐπιτρέψει ὥστε τὸ κείμενο νὰ ἐκτιμηθεῖ καὶ νὰ κριθεῖ ὡς πρὸς τὴν ἀλήθειά του, ὡς πρὸς τὴν ἀξία του, ὡς πρὸς τὴν ἀκρίβειά του, τὴν ἐπάρκειά του καὶ τὸ νόημα τῶν ἐννοιῶν, εἰκόνων, λόγων, συμβόλων, λογικῶν ἀναπτύξεων του κ.τ.λ. Σὲ κείμενα ποὺ ἀσχολοῦνται μὲ τὴν πνευματικὴ πραγματικότητα, λόγω τῆς φύσης μιᾶς τέτοιας πραγματικότητας, τὸ ζητούμενο ἀντικείμενο μπορεῖ νὰ βρεθεῖ ἄμεσα ἐντός τοῦ ἰδίου τοῦ κειμένου καὶ διὰ τοῦ ἰδίου τοῦ κειμένου.

Αὐτὴ εἶναι ἰδιαίτερα ἡ περίπτωση βιβλίων ποὺ ἀσχολοῦνται π.χ. μὲ καλλιτεχνικά, ποιητικά, φιλοσοφικὰ καὶ θρησκευτικὰ θέματα, καθὼς καὶ κειμένων στὰ ὁποία οἱ συγγραφεῖς σκοπεύουν νὰ ἀποκαλύψουν τοὺς ἑαυτούς τους, τὶς δικές τους ἰδέες καὶ γνῶμες. Ἀλλὰ σὲ κάθε περίπτωση, τὰ λόγια τοῦ βιβλίου δὲν ἀποτελοῦν ποτὲ αὐτοσκοπό. Ἀναπόφευκτα δείχνουν πιὸ πέρα ἀπὸ τὸν ἑαυτό τους σὰν λόγια πρὸς τὶς πραγματικότητες. Μὲ τὸ νὰ σταματήσει κανεὶς στὸ ἐπίπεδο τῶν λόγων, ποτὲ δὲν ἔρχεται στὴ γνώση.

Τὴν Ἁγια Γραφὴ μπορεῖ κανεὶς νὰ τὴν ἐμπιστευθεῖ. Ἀλλὰ ἴσως τὰ ἐπιχειρήματα γιὰ νὰ τὸ κάνει, σὲ αὐστηρὰ ἀνθρώπινο ἐπίπεδο, δὲν εἶναι πολὺ πιὸ πειστικὰ ἀπὸ ἐκεῖνα τὰ ἐπιχειρήματα ποὺ θὰ ὑποστήριζαν ὅτι τὸ βιβλίο θὰ πρέπει νὰ ἀμφισβητηθεῖ. Ἐν πάσει περιπτώσει, τὸ βασικὸ σημεῖο ἐδῶ εἶναι ὅτι ἡ ἐμπιστοσύνη δὲν εἶναι ἀρκετή. Αὐτὸ εἶναι ἕνα μήνυμα τῆς ἴδιας τῆς Ἁγίας Γραφῆς. Ὁ ἄνθρωπος δημιουργήθηκε γιὰ νὰ γνωρίζει. Καὶ ἡ Ἁγία Γραφὴ ἀποφέρει γνώση.

Ὁ ἄνθρωπος πρέπει νὰ βρίσκεται σὲ ζωντανὴ ἐπαφὴ καὶ κοινωνία μὲ τὴν πραγματικότητα γιὰ τὴν ὁποία ἡ Ἁγία Γραφὴ μιλᾶ καὶ γιὰ τὴν ὁποία μαρτυρᾶ. Ὁ ἄνθρωπος πρέπει νὰ φθάσει στὸ σημεῖο ποὺ νὰ ἔχει τὴ γνώση τῆς ἀλήθειας (νὰ γνωρίσει τὸ Θεὸ καὶ τὸν Ἰησοῦ Χριστὸ τὸν ὁποῖο ἀπέστειλε) ἡ ὁποία, σύμφωνα μὲ τὶς γραφές, εἶναι ἡ αἰώνια ζωή. Αὐτὴ ἡ γνώση εἶναι δυνατή. Ἐντός τῆς Ἐκκλησίας ἡ Ἁγία Γραφὴ καθιστᾶ αὐτὴ τὴ γνώση δυνατή. Διότι, ὅπως ἕνα κείμενο σχετικὰ μὲ τὰ ἄτομα ἤ μὲ τὴν ἀγάπη ἀποφέρει γνώση μόνο ὅταν δι’ αὐτοῦ ἔλθει κανεὶς σὲ ἐπαφὴ μὲ τὸ πραγματικὸ ἄτομο ἤ ἔχει ἐμπειρίες ἀγάπης, καὶ ὅπως τὸ ἴδιο κείμενο μπορεῖ νὰ κριθεῖ ἐπιστημονικὰ μόνο μὲ βάση τὴ γνώση τῆς ἴδιας τῆς πραγματικότητας (σύμφωνα μὲ τὸν τρόπο ποὺ τὸ ἀντικείμενο τῆς γνώσης καθιστᾶ ἑαυτὸ γνωστὸ στὴν πραγματικότητα), ἔτσι καὶ ἡ Ἁγία Γραφὴ ἔχει σημασία μόνο ὅταν διαφωτίζει τὴ θεία πραγματικότητα, ὅταν τὴν ἀποκαλύπτει στὸν ἄνθρωπο καὶ τὸν ὁδηγᾶ σὲ κοινωνία μὲ αὐτὴν κι ἔτσι πάλιν ἡ Ἁγία Γραφὴ μπορεῖ νὰ κριθεῖ καὶ νὰ κριτικαρισθεῖ μόνο σὲ σχέση μὲ τὴ γνώση τῆς πραγματικότητας, τὴν ὁποία ἀξιοῖ ὅτι ἀποκαλύπτει, καὶ μόνο μὲ τὸν τρόπο μὲ τὸν ὁποῖο ἀξιοῖ ὅτι τὸ κάνει, δηλαδὴ στὴ μυστικὴ ζωὴ τῆς Χριστιανικῆς Ἐκκλησίας. Ἔτσι, ἡ Ἁγία Γραφὴ μπορεῖ νὰ γίνει δεκτὴ ἤ νὰ ἀπορριφθεῖ, νὰ τὴν ἀρνηθεῖ κανεὶς ἤ νὰ τὴ βεβαιώσει μόνο μὲ βάση τὴν ἐμπειρία (ἤ τὴν ἔλλειψη αὐτῆς) τοῦ Θεοῦ καὶ ὅλων τῶν ἐν Αὐτῷ ἐν τῇ Ἐκκλησίᾳ, γιὰ τὴν ὁποία ἡ Ἁγία Γραφὴ εἶναι ἕνα ὁλοκληρωμένο στοιχεῖο καὶ ἡ ὁποία ἀξιοῖ ὅτι ἀποφέρει ἐμπειρία ἐκείνων γιὰ τὰ ὁποῖα ἡ Ἁγία Γραφὴ μιλᾶ.

Μετάφραση: Χρίστος Δημητριάδης

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου