Τετάρτη 17 Ιουνίου 2020

Παράδεισος καί γῆ εἶναι ἕνα! Στανιλοάε Δημήτριος (Πρεσβύτερος(+))





Νά πίνει κανείς πνευματικά ἀπό ἕνα πρόσωπο, σημαίνει κοινωνία μαζί του. Νά πίνει πνευματικά ἀπό τό πρόσωπο τοῦ Χριστοῦ, σημαίνει νά κοινωνεῖ μέ μία πηγή ἀτελεύτητης πνευματικῆς δύναμης, πού ἔκανε ἄφθαρτο καί τό σῶμα πού προσέλαβε καί τά σώματα ἐκείνων, πού κοινωνοῦν μαζί της. Τό ἀναστημένο σῶμα τοῦ Χριστοῦ ἔχει πνευματωθεῖ ἀπό τή δύναμη τοῦ θεωμένου πνεύματός του. Κι αὐτή ἡ πνευματοποιημένη κατάσταση τό πνευματώνει σέ τέτοιο βαθμό, πού δέν νοεῖται πιά ὡς ἀδιαπέραστο ἀντικείμενο, ἀλλά, μέ τό νά ἔχει ἀφομοιώσει τήν ἰδιότητα τοῦ ρευστοῦ ὑποκειμένου, (νοεῖται) ὡς διεισδυτικό καί μεταδόσιμο, ἱκανό νά ἐσωτερικευθεῖ στά ἄλλα ὑποκείμενα, ὡς τό καθαυτό πνευματικό ὑποκείμενο. «Τήν ἑαυτοῦ σάρκα λύχνου τρόπον ἐξάψας τῷ φωτί τῆς ἑαυτοῦ θεότητας», λέγει ὁ ἅγιος Μάξιμος ὁ Ὁμολογητής. Τό σῶμα γίνεται φωτεινό ὅπως ἡ θεότητά του, καθώς αὐτή τό φωτίζει, ἤ ὅπως ἡ θεωμένη φύση τοῦ Χριστοῦ.

Μέσα σ’ αὐτές τίς συνθῆκες, τό ὅριο ἀνάμεσα στό ὑποκείμενο καί τό ἀντικείμενο ὑπερβαίνεται. Ἀκόμη καί τά ὅρια ἀνάμεσα στό ἐγώ καί στό ἐσύ ὑπερβαίνονται, χωρίς νά συγχέονται. Εἶσαι μέσα μου, μέσα στό ὑποκείμενό μου κι ἐγώ γίνομαι ὑποκείμενο μέσα σου. Ὅλα εἶναι μέσα στήν ὑποκειμενικότητά μου, χωρίς νά χάνουν τήν πραγματικότητά τους ἤ τήν ἀντικειμενικότητά τους μέσα μου, ἄλλα νά βρίσκουν ὅλη τους τή σημασία καί τό βάθος καί νά παραμένουν πηγή ἀστείρευτή τοῦ πλούτου μου.


Ἡ ἰδέα τῆς πανενότητας τῆς δημιουργίας ἐν Θεῷ (ἄνθρωποι, ἄγγελοι, φύση), ἔχει ἐκφραστεῖ ἀπό τόν ἅγιο Ἀθανάσιο μέ τόν ἀκόλουθο τρόπο: «Ὁ Λόγος, πού δι’ αὐτοῦ κι ἐν αὐτῷ δημιουργήθηκαν τά πάντα, ὁδηγεῖ ἐκ νέου ὁλόκληρη τήν κτίση -πού εἶχε ἐγκαταλείψει τήν κίνηση πού τῆς εἶχε δοθεῖ (νά ἀκολουθεῖ) -καί τήν ἀνασυστήνει καί τήν συνάγει. Οἱ διαιρέσεις πού φάνηκαν μέσα στή κτίση, ἀπό τό χωρισμό τῶν στοιχείων -πού ἦταν προορισμένα νά συγκρατοῦν τή κτίση σ’ ἕνα ὅλον καί νά μήν τήν ἀφήνουν νά διαιρεθεῖ- ξεπεράστηκαν στό Χριστό καί ἡ ἑνοποιός ἐξουσία πραγματοποιημένη μέσα του, ἐνεργεῖ ἑνοποιητικά μέσα σ’ ὅλη τή δημιουργία. Μέ τό θάνατο καί τήν ἀνάστασή του ἀπομάκρυνε τό χωρισμό ἀνάμεσα στόν παράδεισο καί στόν κόσμο, πού φάνηκε μετά τήν πτώση καί ἄνοιξε στό ἀνθρώπινο γένος τόν ἀπαγορευμένο παράδεισο, γιατί Αὐτός ὁ Ἴδιος ξαναγυρνᾶ μετά τήν ἀνάσταση στή γῆ καί δείχνει πώς παράδεισος καί γῆ εἶναι ἕνα. Μέ τήν Ἀνάληψη στόν οὐρανό, ἑνώνει, τόν οὐρανό μέ τή γῆ καί ὑψώνει τό ἀνθρώπινο σῶμα, πού προσέλαβε, τό ἀποτελεσμένο ἀπό τήν ἴδια οὐσία καί ὕλη μέ τό δικό μας. Ἀνεβαίνοντας μαζί μέ τή ψυχή καί τό σῶμα ψηλότερα ἀπό τίς ἀγγελικές χοροστασίες, ἀποκαθιστᾶ τήν ἑνότητα ἀνάμεσα στόν αἰσθητό κόσμο καί στό νοητό καί ἐξασφαλίζει τήν ἁρμονία ὁλόκληρης τῆς κτίσης». (J, Meyendorff, Le Christ dans la theoologie byzantine, Cerf, Paris 1969 p. 194)

Τά πάντα βρῆκαν τό πλῆρες φῶς τοῦ σκοποῦ τους μέ τήν ἀνάσταση. Ἄνοιξε ὁ παράδεισος τῆς πλήρους κοινωνίας ἀνάμεσα στούς ἀνθρώπους καί τό Θεό καί ἀναμεταξύ τους. Χάρη σ’ αὐτό, τώρα ὅλοι δοξάζουν συνειδητά ἤ ἀσυνείδητα τό Χριστό. «Πεφώτισται τά σύμπαντα τῇ Ἀναστάσει σου, Κύριε, καί ὁ Παράδεισος πάλιν ἠνέωκται πᾶσα δέ ἡ κτίσις ἀνευφημοῦσα σε, ὕμνον σοι καθ’ ἑκάστην προσφέρει» (Ἀναστάσιμο στιχηρό τῶν Αἴνων γ’ ἤχου). Ὁ ὕμνος τῆς Ἐκκλησίας ἐκφράζει τήν ἐμπειρία τῆς οἰκουμενικῆς ἀπαρχῆς μιᾶς πλήρους κοινωνίας τῶν πάντων (πανενότητας) σάν παρόρμηση, πού κάνει τούς πιστούς ν’ ἀγκαλιάζονται, νά ἀποκαλοῦν ἀδελφούς καί τούς ἐχθρούς τους ἀκόμη, νά ἀλληλοσυγχωροῦνται: «Ἀναστάσεως ἡμέρα, καί λαμπρυνθῶμεν τῇ πανηγύρει καί ἀλλήλους περιπτυξώμεθα. Εἴπωμεν, ἀδελφοί, καί τοῖς μισοῦσιν ἠμᾶς· συγχωρήσωμεν πάντα τῇ Ἀναστάσει…» (Δοξαστικό Κυριακῆς τοῦ Πάσχα).

Ἡ διαφάνεια τῶν σωμάτων, ἐπειδή ἀντιστοιχεῖ στή διαφάνεια τῶν ψυχῶν, σημαίνει μία ὁλοκληρωτική ἐσωτερική οἰκειότητα.

Μέσα σέ αὐτή τήν ἀμοιβαία καί βαθειά ἐσωτερικότητα τῶν προσώπων, πού ἔχει γιά κεντρικό ὑποκείμενο τό Χριστό, Αὐτός δέν εἶναι μόνο ἡ πηγή τοῦ ζῶντος ὕδατος μίας ἀνακαινισμένης αἰώνια καί ἀνεξάντλητης ὕπαρξης, σέ ὅλο τόν πλοῦτο καί τήν ἀνεξάντλητη ἀνανέωσή της, ἀλλά ἀκόμη εἶναι ἡ πηγή τοῦ φωτός πού φωτίζει ὁλόκληρη τήν πραγματικότητα, πού ἔχει γίνει κοινωνία τῶν πάντων (πανενότητα). Αὐτή ἡ ἐν προσώπῳ κοινωνία τῶν πάντων φωτίζεται ἀπό ἕνα φῶς ἰσοδύναμο μέ τήν τέλεια ἁπλότητα, μέ τήν καθαρότητα, μέ τήν ἁγιότητα αὐτῆς τῆς τέλειας καί παγκόσμιας κοινωνίας. Ὅπου δέν ὑπάρχει καθαρότητα μέσα στίς σχέσεις, δέν ὑπάρχει οὔτε ἡ πλήρης κοινωνία καί ἀντίστροφα.

Ὁ Χριστός εἶναι τό φῶς ὡς θεανθρώπινο πρόσωπο, πού ἀνακαλύπτεται πλήρως. Ἀνακαλύπτεται ἀπό τήν ἀναστημένη ἀνθρωπότητα, σέ ὅλο τό ἀπέραντο βάθος μέ τήν ἰδιότητα τῆς δημιουργικῆς αἰτίας, πού συντηρεῖ τά πάντα μέσα στήν ἑνότητα, γιατί ἀπό Αὐτόν πηγάζει ἡ καθαρότητα τῆς ἀπέραντα γενναιόδωρης ἀγάπης γιά ὅλους καί γιά ὅλα. Αὐτή ἡ ἁγιότητα τῆς πλήρους κοινωνίας πού ἀρχίζει, πού πηγάζει ἀπό τήν ἀνάσταση τοῦ Χριστοῦ, γεμίζει τόν κόσμο στή μέση τῆς νύχτας, μέ μία ἀτμόσφαιρα ἁγιότητας, φωτεινότητας, διαφάνειας καί προσέγγισης. Ὅλα αὐτά γεννοῦν τό ὁλικό συναίσθημα τῆς εἰρήνης πού ὑπερβαίνει τόν κόσμο. Ὁ οὐρανός εἰσχωρεῖ μέσα στόν κόσμο καί τόν φαιδρύνει, ὅπως στήν ἀρχή, δίνοντάς του τό μεγαλεῖο της γιορτῆς: «Ὡς ὄντως ἱερά καί πανέορτος αὕτη ἡ σωτήριος νῦξ καί φωταυγής, τῆς λαμπροφόρου ἡμέρας τῆς ἐγέρσεως οὖσα προάγγελος ἐν ᾗ τό ἄχρονον φῶς ἐκ τάφου σωματικῶς πᾶσιν ἐπέλαμψεν» (ζ’ ὠδή Κανόνα Ἀναστάσεως).

Ἡ γιορτή τοῦ Πάσχα βιώνεται σάν μία ὁλική ὑπέρβαση, πού πραγματοποιεῖ ἡ κτίση μέσα στόν ἀναστημένο Χριστό. Αὐτή ἡ ὑπέρβαση –ποὺ ὀνομάζεται ἀπ’ τήν Ἐκκλησία Πάσχα- βιώνεται μέσα σέ ἄφατη χαρά. Οἱ θαυμαστές ἰδιότητες αὐτῆς τῆς ζωῆς τοῦ ἐπέκεινα, στήν ὁποία μεταβάλλει τήν ἐπίγεια ζωή ἡ ἀνάσταση, ἐκφράστηκαν ἀπό τήν Ἐκκλησία μέ μία σειρά κατηγοριῶν χωρίς τέλος καί μέ τίς ὁποῖες ἡ Ἐκκλησία προσπαθεῖ νά περιγράψει τήν ἀπερίγραπτη τάξη, τήν ἐντελῶς καινούργια καί ἀπέραντα πλούσια αὐτῆς τῆς ζωῆς: «Πάσχα ἱερόν ἡμῖν σήμερον ἀναδέδεικται• Πάσχα καινόν, ἅγιον Πάσχα μυστικόν· Πάσχα πανσεβάσμιον Πάσχα Χριστός ὁ λυτρωτής· Πάσχα ἄμωμον Πάσχα μέγα, Πάσχα τῶν πιστῶν Πάσχα τό πύλας ἡμῖν τοῦ Παραδείσου ἀνοῖξαν, Πάσχα πάντας ἁγιάζον πιστούς» (θ’ ὠδή Κανόνα Ἀναστάσεως).

Ἤδη ἀναφέραμε ὅτι ὁ ἅγιος Μάξιμος ὁ Ὁμολογητής, εἶδε στό ἀναστημένο σῶμα τοῦ Κυρίου, ἕνα λυχνάρι πνευματικοποιημένο, ἀπ’ ὅπου ἀκτινοβολεῖ ἡ θεότητα ἀνεμπόδιστα. Ἡ ὑμνολογία τῆς Ἐκκλησίας προσθέτει σ’ αὐτό τό γεγονός, ὅτι αὐτή ἡ λειτουργία τοῦ ἀναστημένου σώματος τοῦ Χριστοῦ, ἀποτελεῖ τόν ὑψηλότερο βαθμό, τόν ὁποῖο μπορεῖ νά φθάσει ἕνα ἀνθρώπινο σῶμα. Εἶναι ὁ ἐσχατολογικός βαθμός, στόν ὁποῖο θά ὑψωθοῦν τά σώματα ὅλων. Τό φῶς πού ἀκτινοβολεῖ ἀπό τό σῶμα τοῦ Χριστοῦ εἶναι τό ἀνέσπερο φῶς τοῦ μέλλοντος αἰῶνος. Ὁ Χριστός εἶναι ἔτσι τό τέλος τῶν αἰώνων. Στήν ἀνθρωπότητά του συμπυκνώνεται συνάμα καί τό φῶς, στό ὁποῖο θά ὑψωθεῖ ὁλόκληρη ἡ ἀνθρωπότητα, μέσα ἀπό τίς ἱστορικές της προσπάθειες. Βλέπουμε ἀκόμη στό Χριστό τό ἀποτέλεσμα τῆς δικῆς μας μελλοντικῆς ἱστορίας. Ὅλα τά σκοτάδια, ἀκόμα κι αὐτά ποὺ μπορεῖ νά προβάλλει ἡ κόλαση, σκοτάδια μέσα στά ὁποῖα συμπυκνώνονται καί τά ἱστορικά ἁμαρτήματα τῶν ἀνθρώπων, θά κλειστοῦν αὐστηρά στή κόλαση. Ἄν ὑπάρχει ἀκόμη κόλαση δέν μπορεῖ πιά νά ρίχνει πάνω στό κόσμο καμιά σκιά, τίποτε τό χωρίς νόημα. Οἱ δεσμοί της μέ τό κόσμο θά κοποῦν. Ἀναμφίβολα, πρόκειται γιά τό κόσμο ἐκείνων πού πίστεψαν στήν ἀνάσταση τοῦ Χριστοῦ, γιατί σ’ αὐτό τό κόσμο, πού τό ὅριο μεταξύ ὑποκειμενικότητας καί ἀντικειμενικότητας ἔχει ξεπεραστεῖ, ἡ ἀντικειμενικότητα ἔχει μεταμορφωθεῖ πραγματικά ἀπό τήν ὑποκειμενικότητα τῆς πίστης, ἀπό τό φῶς τῆς πίστης. Τά σκοτάδια τῆς κόλασης θά ἔχουν κι αὐτά ἀκόμη μία ἀντικειμενικότητα, πού δύσκολα χωρίζεται ἀπό τή φαντασία ὅσων ἀλλοίωσαν ὁλοκληρωτικά τό εἶναι τους, κόβοντας τούς δεσμούς μέ τήν αὐθεντική πραγματικότητα. Δέν θά εἶναι μία ἀντικειμενική ἀλλοίωση τῆς πραγματικότητας καί τοῦ φωτός, στό ὁποῖο ὑψώθηκε ἡ ἐν Θεῷ πραγματικότητα. Ἀλλά, ἐνῶ οἱ ἀναστημένοι θά μεταμορφώσουν τήν πραγματικότητα, κάνοντάς την ὑποκειμενική, σύμφωνα μέ τή δική τους θεωμένη κατάσταση, ἀντίθετα οἱ κάτοικοι τῆς κόλασης θά σχηματίσουν μία ὑποκειμενική εἰκόνα τῆς πραγματικότητας, ἀλλοιωμένη, χωρίς νά τήν τροποποιήσουν ἀντικειμενικά.

Ἀντίστοιχα τό φῶς τοῦ μέλλοντος αἰῶνος, παρόν μετά τήν ἀνάσταση τοῦ Χριστοῦ, δέν θά εἶναι ἕνα ἀπρόσωπο φῶς, δηλαδή ἕνα σύστημα λογικῶν ἀρχῶν αἰωνίων, πλήρως ἀποκαλυμμένων.

Θά εἶναι τό φῶς τοῦ ἀνώτερου Προσώπου, ταυτόχρονα θείου καί ἀνθρώπινου. Ἑπομένως καί ἡ πνευματική θαλπωρή τῆς ὑψηλότερης ἀγάπης τοῦ Θεοῦ, γίνεται συγκεκριμένη κατά τρόπον ἀνθρώπινο, ἀφοῦ ὁ Θεός ἔγινε καί παραμένει στόν αἰώνα καί ἄνθρωπος. «Ἑσπερινήν προσκύνησιν προσφέρομέν σοι τῷ ἀνεσπέρῳ φωτί, τῷ ἐπί τέλει τῶν αἰώνων, ὡς ἐν ἐσόπτρῳ διά σαρκός λάμψαντι τῷ κόσμῳ καί μέχρις Ἅδου κατελθόντι καί τό ἐκεῖσε σκότος λύσαντι, καί τό φῶς τῆς Ἀναστάσεως τοῖς ἔθνεσι δείξαντι, Φωτοδότα Κύριε, δόξα σοι» (Στιχηρό Ἑσπερινοῦ Τετάρτης Πάσχα).




Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου