Μπήκαμε, μὲ τοῦ Θεοῦ
τὴν βοήθεια, στὸ φθινόπωρο. Σὲ πολλὰ μέρη τῆς πατρίδας μας τὴν Παναγία ποὺ
γιορτάζουμε στὶς 8 Σεπτεμβρίου τὴν ὀνομάζουν Παναγία ἡ Βροντιανή, γιατὶ αὐτὴν
τὴν ἐποχὴ ἀρχίζουν τὰ προμηνύματα τοῦ χειμῶνα· ὄχι μόνο τοῦ φυσικοῦ χειμῶνα,
ἀλλὰ τώρα καὶ τοῦ πνευματικοῦ. Πολλοὶ μπουμπουνίζουν ὅτι ἑτοιμάζονται νὰ κάνουν
ἐπίθεση δριμύτατη στὸν Δοχειαρίτη ἡγούμενο. Πράγματι, τὴν χρειάζομαι. Γνωρίζω
ὅτι εἶμαι ἕνα ξεροντούβαρο καὶ κάθε λυσσαλέος ἄνεμος μπορεῖ νὰ μὲ διαπεράση,
ἀλλὰ -δόξα τῷ Θεῷ- πιστεύω ὅτι οἱ Γεροντάδες μου καλὰ δόμησαν αὐτὸ τὸ κτίσμα.
Δὲν ἔχει βέβαια ἐπιχρίσματα, δὲν ἔχει σοβάδες, γιατὶ αὐτοὺς ἔπρεπε νὰ τοὺς
τοποθετήσω ἐγώ. Ράθυμος ὤν, οὐδέποτε τὸ ἐπεχείρησα. Ἂς φαίνεται, εἶπα, ἡ
ξερολιθιά, ὅπως στὰ πεζούλια καὶ στὰ δαμάκια τῆς πατρίδας μου· κρατάει τὸ χῶμα
καὶ ριζώνει τ᾽ ἀμπέλι κι ἡ ἐλιά.
Πέμπτη 21 Σεπτεμβρίου 2017
«Αίρεσις είναι η δηλητηριώδης τροφή της ψυχής»: Αυτή την τροφή τρώνε όσοι κοινωνούν με τους Οικουμενιστές και από τους Οικουμενιστές!
ΣΗΜΕΙΟΝ ΤΩΝ ΚΑΙΡΩΝ:
«ο κόσμος σήμερον δεν δίδει σημασίαν εις την σοβαρότητα του εκ της αιρέσεως κινδύνου».
... Αίρεσις είναι η δηλητηριώδης τροφή της ψυχής· είναι
η νοθεία των σωτηρίων φαρμάκων· είναι η υποκλοπή της ιεράς
παρακαταθήκης· είναι η παραχάραξις των νομισμάτων της αληθείας· είναι η
παραποίησις του τελείου· είναι η παρέκλισις εκ της ορθής γραμμής την
οποίαν χαράσσει ο λόγος του Θεού. Αίρεσις είναι
η παραδοχή θρησκευτικών ιδεών, τας οποίας η Εκκλησία καταδικάζει ως
ψευδείς και αντικειμένας εις την ορθήν αυτής πίστιν. Αίρεσις είναι
έγκλημα κατά του κύρους και της αυθεντίας της Εκκλησίας την οποίαν ο
Χριστός ίδρυσεν ως στύλον και εδραίωμα της αληθείας.
Αλλ' ο κόσμος σήμερον δεν δίδει σημασίαν εις την σοβαρότητα του εκ της αιρέσεως κινδύνου.
Σημείον και τούτο των καιρών.
Ω κόσμε! Προσέχεις τα μικρά. Προσέχεις το γάλα σου να είναι
γνήσιον, η τροφή σου να είναι καθαρά και βιταμινούχος, τα φάρμακά σου να
είναι δραστήρια, τα νομίσματά σου και τα χαρτονομίσματά σου να μη είναι
κίβδηλα, τα αρχαιολογικά σου μνημεία να μην υποστούν την παραμικράν
φθοράν, τα μέσα συγκοινωνίας, με τα οποία κάνεις τα ταξίδια σου, να μην
παρεκκλίνουν από τας γραμμάς των.
Όλα τα προσέχεις. Εκτός ενός. Της Ορθοδόξου Πίστεως. Αυτή
δεν σ' ενδιαφέρει. Αλλοίμονο, κόσμε, με τας αντιλήψεις που έχεις, και
με την αδιαφορία σου. Έτσι αδιαφορών δια τα μέγιστα και ύψιστα, θα
καταπέσης εις τα βάραθρα του ορθολογισμού, του υλισμού, της απιστίας και
της αθεΐας και τότε θα καταλάβης τι είναι η Ορθοδοξία, την οποία
περιφρόνησες.
Σεις δε, πισταί ψυχαί, όσαι υπελείφθητε εις τον αιώνα μας, μη
παρασύρεσθε από τα μοντέρνα ρεύματα του κόσμου, μη πτοείσθε από τα πλήθη
των εχθρών, των κύκλω συνεπιτιθεμένων, αλλά μείνατε σταθεροί τη ΑΠΑΞ
παραδοθείση τοις αγίοις πίστει και έστε έτοιμοι ν' αγωνισθήτε τον αγώνα
τον καλόν. Η Ορθοδοξία ζη, και ο τελικός θρίαμβος ανήκει σ' αυτήν".
Μητροπολίτης Φλωρίνης Αυγουστίνος
"Χριστιανική Σπίθα", Ιαν. 1969
«Αίρεση είναι και το να συνευδοκείς με την στάση σου και να καλύπτεις την δράση των αιρετικών»!
ΜΕΡΙΚΑ ΕΡΩΤΗΜΑΤΑ ΠΟΥ ΔΕΝ ΑΠΑΝΤΟΥΝ ΟΙ ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΤΕΣ ΚΑΙ ΤΑ ΠΕΡΙ ΑΥΤΩΝ ΠΕΡΙΒΑΛΛΟΝΤΑ
Γράφει: Ο Αρχιμ. Παΐσιος Παπαδόπουλος Ηγούμενος της Ιεράς Μονής Αγίου Γρηγορίου του Παλαμά Φιλώτα
Πολλοί
άνθρωποι που βλέπουν τον σάλο που ξέσπασε στην τοπική Εκκλησία και μας
ακούν να ομιλούμε ή να γράφουμε για την αίρεση του Οικουμενισμού ενώ
ψιλιάστηκαν ότι κάτι τρέχει δεν μπορούν να μάθουν τί ακριβώς συμβαίνει,
διότι ο επίσκοπος Φλωρίνης, όπως και οι άλλοι κατά κανόνα επίσκοποι των
ιερών Μητροπόλεων, ως εκ τούτου και οι παπάδες καθώς και οι
ιεροκήρυκες, εκ προθέσεως, δεν ενημερώνουν το χριστεπώνυμο πλήρωμα για
εκείνα που συνέβησαν στην «Αγία -τάχα- και Μεγάλη Σύνοδο».
Οι περισσότεροι στον κλήρο αλλά και οι θεολόγοι πήραν γραμμή δια των
μητροπολιτών τους από το Πατριαρχείο να σιωπούν ή και να μην ομιλούν με
ευκρίνεια για την Σύνοδο αυτή που έγινε στο Κολυμβάρι. Γι’ αυτό και όταν
χρειάζεται να δώσουν εξηγήσεις αποκρύπτουν αρκετά από τα γεγονότα και
δεν παρουσιάζουν συνολικά σφαιρική την εικόνα της κατάστασης σχετικά με
τα κάτωθι:
· Γιατί στην Σύνοδο στο κολυμβάρι δεν
προσήλθαν τα τέσσερα πατριαρχεία Ρωσίας, Γεωργίας, Βουλγαρίας και Αντιόχειας
που εκπροσωπουν τουλάχιστον τα 2/3 του χριστιανικού πληθυσμού στον κόσμο;
· Γιατί δεν συμμετείχαν σ’ αυτή την Σύνοδο
όλοι οι επίσκοποι ως η ιεραρχία εκάστης Εκκλησίας αλλά μόνο 24 από κάθε Εκκλησία,
το επιτρέπουν αυτό οι ιεροί κανόνες;
· Γιατί δεν είχαν δικαίωμα ψήφου τελικά ούτε
και αυτοί οι επίσκοποι που συμμετείχαν αλλά μόνο οι προκαθήμενοι;
· Γνωρίζεται ότι οι ψήφοι ήταν λιγότεροι (10)
από ένα δεκαπενταμελές ενός σχολείου;
· Γιατί η Σύνοδος χρηματοδοτήθηκε από το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο, τί
πόσο χορηγήθηκε;
· Γιατί πρόσωπο της CIA συνεργαζόταν
μάλιστα κατά τις συνεδρίες με την
πατριαρχική επιτροπή στην εν λόγω Σύνοδο;
· Γιατί ενώ αποφασίσθηκε συνοδικά από την Ιεραρχία
της Εκκλησία της Ελλάδος να μην χαρακτηρισθούν ως Εκκλησίες οι άλλες ομολογίες δεν
τηρήθηκε τελικά η συγκεκριμένη απόφαση της Συνόδου, έγινε αυτοαναίρεση;
· Γιατί εξοβελίσθηκε από την ατζέντα της
θεματολογίας το ζήτημα του παλαιού ημερολογίου στην οποία χρόνια
συμπεριλαμβανόταν;
· Αφού λοιπούν εσείς, όπως ισχυρίζεσθε, δεν
θέλετε τα σχίσματα γιατί τα διατηρείτε; Δεν ήταν θέμα άξιο λόγου για να
ενδιαφερθεί η Σύνοδος γι’ αυτό που σχίζει την ορθόδοξη Εκκλησία περισσότερο από
έναν αιώνα;
· Αν
από αγάπη θέλετε να ενωθούμε με τους αιρετικούς γιατί δεν θέλετε να ενωθούμε και
με τους παλαιοημερολογίτας που είναι ορθόδοξοι; [σ.σ.: Ἐφ' ὅσον εἶναι ὀρθόδοξοι οἱ Παλαιοημερολογίτες, γιατί δὲν ἀποδέχονται καὶ δὲν κοινωνοῦν τοὺς Ὀρθοδόξους πιστοὺς τοῦ Νέου Ἡμερολογίου, ποὺ
ἔχουν ἀποτειχιστεῖ ἀπὸ τὴν αἵρεση τοῦ Οἰκουμενισμοῦ; Γιατί ἔχουν
ἀναγάγει σὲ θέμα Πίστεως τὸ Ἡμερολόγιο; Δὲν ἀποδυναμώνεται ἔτσι ὁ ἀγώνας
ἐναντίον τῆς Παναιρέσεως; Δὲν "ρίχνουν νερὸ στὸ μύλο" τῶν
Οἰκουμενιστῶν;].
· Μήπως τελικά το παλαιό ημερολόγιο είναι ένα
εμπόδιο να μας ενώσετε με τους παπικούς και τις όποιες άλλες αιρέσεις γι’ αυτό
και δεν το λύνετε;
· Γιατί τόση σπουδή να ενωθούμε με τους
παπικούς και τις άλλες αιρέσεις αφού δεν διόρθωσαν τις δογματικές τους
κακοδοξίες σε θέματα πίστεως;
· Σας έχει εξηγήσει ποτέ κανείς ότι αιρετικός
δεν καθίσταται μόνο όποιος κηρύττει κακοδοξία αλλά και ο ποιμένας εκείνος που
δεν αντιδρά την ώρα που φανερά προωθείται η αίρεση αλλ’ απεναντίας στηρίζει τον
αιρετικό στις ενέργειές του;
· Γιατί
ο επίσκοπός μας, ενώ λέει ότι είναι ορθόδοξος δεν αντέδρασε στην Σύνοδο της
Ιεραρχίας όταν εγκρίθηκαν οι αποφάσεις της Κολυμβάριας Ψευτοσυνόδου;
· Γιατί
δεν παίρνει τουλάχιστον τώρα σαφή θέση ως προς τις αποφάσεις της Κολυμβάριας
ψευτοσυνόδου;
· Γιατί
διώκει τους ορθόδοξους πατέρες δύο ιερών μονών;
· Σας έχει εξηγήσει κανείς τί σημαίνει η
διατύπωσις του κανονικού δικαίου ότι «ὁ κοινωνῶν ἀκοινωνήτω ἀκοινώνητος
ἔσται», αφορά την μόλυνση της
πίστεώς σας ως προς το δόγμα, όταν ο επίσκοπος μνημονεύει τον οικουμενικό
Πατριάρχη που
Όταν σας αδικούν οι άνθρωποι... να ξέρετε ότι αποκτάτε μετοχές στον Ουρανό π. Ἐπιφάνιος Θεοδωρόπουλος
π. Ἐπιφάνιος Θεοδωρόπουλος
Οι άνθρωποι έχουν πολλά ελαττώματα και ιδιοτροπίες. Να τους διορθώσουμε όλους, είναι αδύνατον. Δεν μένει, λοιπόν, άλλη λύση από το να μάθουμε να υπομένουμε και να τους ανεχόμαστε όλους.Αρκετοί άνθρωποι είναι αγνώμονες. Αν περιμένουμε ανταπόδοση, θα στεναχωρηθούμε. Αν όμως δεν περιμένουμε, τότε θα είμαστε ήρεμοι.Από τους ανθρώπους, να δεχόμαστε ό,τι μας δίνουν.Σε κάποιον προσφέρεις ένα πέλαγος αγάπης. Κι αυτός ανταποκρίνεται με τον εξής τρόπο: παίρνει ένα σταγονόμετρο και σου λέει: “Άνοιξε τα χέρια σου!… Μια…, δύο…, τρεις…”, και σου δίνει δύο–τρεις σταγόνες αγάπης!Τί, να κάνουμε;! Δεκτό κι αυτό!Όταν σας αδικούν οι άνθρωποι, να ξέρετε ότι αποκτάτε μετοχές στον Ουρανό. Όταν μας αδικούν οι άνθρωποι, μας δικαιώνει ο Θεός. Γενικά, τους ανθρώπους να τους δεχόμαστε όπως είναι και όχι όπως θα θέλαμε εμείς να είναι…
Πηγή: Προσκυνητής
Τετάρτη 20 Σεπτεμβρίου 2017
Όσιος Παΐσιος Βελιτσκόφσκυ (1722-1794)
Σύντομα βιογραφικά στοιχεία.
Γεννήθηκε το 1722 στην Πολτάβα της Ουκρανίας, ο κατά κόσμον Πέτρος,
από πατέρα ιερέα και μητέρα πού αργότερα έγινε μοναχή. Δεκαπέντε ετών
μετέβη στη μονή Λιοΰμπεσκ και κατόπιν στη Μεγάλη Λαύρα του Κιέβου.
Πνευματικό οδηγό είχε τον ησυχαστή Βασίλειο, συγγραφέα και μεταφραστή
νηπτικών έργων. Το 1742, ύστερα άπό διωγμούς Ουνιτών στην πατρίδα του,
μετέβη στη Βλαχία και μόνασε εκεί επί τετραετία, λαμβάνοντας τ΄ όνομα
Πλάτων. Το 1746 αναχώρησε για το πολυπόθητο Άγιον Όρος.Ασκήθηκε στην Καψάλα, όπου εκάρη μοναχός άπό τον Γέροντα του Βασίλειο με τ΄ όνομα Παΐσιος. Το 1758 χειροτονήθηκε διάκονος και ιερεύς και απέκτησε δωδεκαμελή συνοδεία. Κατόπιν πήγε με τη συνοδεία του στο Κελλί του Προφήτου Ηλιού, το όποιο μετέτρεψε σε σκήτη, πού ανήκει στη μονή Παντοκράτορος. Απέκτησε περί τους πενήντα καλούς μαθητές, για τους οποίους συνέταξε τυπικό κατά την αγιορείτικη τάξη, και άρχισε τις μεταφράσεις των Πατέρων της Εκκλησίας στα σλαβικά, όπως Ισαάκ του Σύρου και Γρηγορίου του Σιναΐτου, διδάσκοντας σε όλους την ευχή του Ιησού. Το τελευταίο εξάμηνο της αγιορείτικης ζωής του το διήλθε στην Ιερά μονή Σίμωνος Πέτρας (1762). Μετά άπό δεκαεπτά χρόνων παραμονή στον ιερό Άθωνα, ο όσιος Παΐσιος επέστρεψε το 1763 στη Μολδαβία παίρνοντας μαζί του αρκετούς μοναχούς.
Εγκαταστάθηκε στη μονή Δραγκομίρνα και απέκτησε πολλούς μαθητές Ρώσους, Ρουμάνους και Βουλγάρους. Τους δίδασκε καθη μερινά στη γλώσσα τους να τηρούν πενία, υπακοή, ταπεινοφροσύνη, σιωπή και να εντρυφούν στη μελέτη των νηπτικών πατέρων. Έγινε ηγούμενος της αρχαίας μονής του Νεάμτς, την οποία κατέστησε σπουδαίο πνευματικό κέντρο, με τις μεταφράσεις Ελλήνων Πατέρων και ασκητών και τη ζωή της ευχής του Ιησού. Αξιοσημείωτη είναι ή μετάφραση της Φιλοκαλίας (1793). Τη φήμη του αγίου Γέροντος Παϊσίου ακούγοντας ο άγιος Νικόδημος ο Αγιορείτης θέλησε να γίνει μαθητής του, μα εμποδίσθηκε από διάφορες συμπτώσεις κι επέστρεψε στο Άγιον Όρος.
Στη μονή Νεάμτς ανεπαύθη ειρηνικά στις 15 Νοεμβρίου 1794 ο μεγάλος στάρετς, για το έργο του οποίου μιλούν πολλοί με δικαιολογημένο θαυμασμό. Υπήρξε αναζωογονητής του μοναχισμού στη Ρουμανία και τη Ρωσία. Οι πολυάριθμοι και αξιόλογοι μαθητές του έγιναν, μετά την κοίμηση του, κήρυκες των διδαχών του. Οι μονές Δραγομίρνα, Σέκου και Νεάμτς ήταν τα κέντρα της λαμπρής ασκητικοφιλολογικής κινήσεως κατά τον 18ο και 19ο αιώνα, όπου οι μαθητές του, με τη νηπτική τους εργασία και τ΄ ανεπτυγμένα φιλολογικά τους κριτήρια, μόχθησαν για την πνευματική ανύψωση της Μολδαβίας. Το πνεύμα των ιεροπρεπών Κολλυβάδων μετέφερε ο όσιος Παΐσιος στα Βαλκάνια και τη Ρωσία. Τιμάται ιδιαίτερα από τους Ρώσους και τους Ρουμάνους. Η επίσημη αναγνώριση της αγιότητας του έγινε από το Πατριαρχείο Μόσχας το 1988 και από το Πατριαρχείο Ρουμανίας το 1992.
Την πρώτη βιογραφία του έγραψε το 1817 ο μαθητής του μοναχός Μητροφάνης, πού στηρίχθηκε στην αυτοβιογραφία του οσίου Παϊσίου και στις προσωπικές αναμνήσεις του. Ακολούθησαν αρκετές άλλες, πού κυκλοφόρησαν ευρύτατα στα ρουμανικά και ρωσικά και μεταφράσθηκαν στα ελληνικά.
Η μνήμη του τιμάται στις 15 Νοεμβρίου.
Πηγή: Μοναχού Μωϋσέως Αγιορείτου, Άγιοι Αγίου Όρους
Εκδόσεις Μυγδονία, Θεσσαλονίκη, 2007
————————————————————
Μικρό απάνθισμα από τις διδασκαλίες του Αγίου.
Α.῾Η ᾿Αδιάλειπτος Προσευχὴ καὶ ἡ Εὐχὴ τοῦ ᾿Ιησοῦ
(Απ’ο το βιβλιο –Τα κρίνα του Αγρού-Κεφάλαια κδʹ)
«᾿Εθερμάνθη ἡ καρδία μου ἐντός μου, καὶ ἐν τῇ μελέτῃ μου ἐκκαυθήσεται πῦρ» (Ψαλμ. ληʹ 4
* * *
α. Νὰ εἶσαι σταθερὰ προσηλωμένος στὸν Θεό, διότι ᾿Εκεῖνος θὰ,σὲ καθοδηγήση στὸ κάθε τι καὶ θὰ σοῦ ἀποκαλύψη, διὰ τοῦ ῾Αγίου Πνεύματος, ὅλα τὰ ἐπουράνια καὶ τὰ ἐπίγεια μυστήρια.
β. ῾Ο νοῦς μας δὲν εἶναι δυνατὸν νὰ εἶναι σταθερὰ καὶ ἀπόλυτα προσηλωμένος στὸν Θεό, ἂν δὲν ἀποκτήσουμε τὶς ἑξῆς τρεῖς ἀρετές: τὴν ἀγάπη σὲ Αὐτὸν καὶ τοὺς ἀνθρώπους, τὴν ἐγκράτεια κα τὴν ἀδιάλειπτη προσευχή.
γ. ῾Η ἀγάπη ἐξορίζει τὴν ὀργή, ἡ ἐγκράτεια ἐξασθενίζει τὴν σαρκικὴ ἐπιθυμία καὶ ἡ ἀδιάλειπτος προσευχὴ διώκει ἀπὸ τὸν νοῦ τοὺς λογισμούς, φυγαδεύουσα ταυτόχρονα τὴν ἐχθρότητα καὶ τὴν ἔπαρσι.
δ. ῾Η Εὐχὴ τοῦ ᾿Ιησοῦ εἶναι ἐργασία κοινὴ τῶν ᾿Αγγέλων καὶ τῶν ἀνθρώπων· μὲ τὴν προσευχὴ αὐτὴ οἱ ἄνθρωποι πλησιάζουν σύντομα τὴν ζωὴ τῶν ᾿Αγγέλων.
ε. ῾Η Εὐχὴ τοῦ ᾿Ιησοῦ εἶναι ἡ πηγὴ ὅλων τῶν καλῶν ἔργων καὶ ἀρετῶν καὶ ἐξορίζει μακρυὰ ἀπὸ τὸν ἄνθρωπο τὰ σκοτεινὰ πάθη·
ἀπόκτησε αὐτήν, καὶ πρὶν νὰ ἀποθάνης θὰ ἀποκτήσης ψυχὴ ἀγγελικήϛ. ῾Η Εὐχὴ τοῦ ᾿Ιησοῦ εἶναι θεϊκὴ ἀγαλλίασις. Εἶναι πολύτιμη σὰν ξίφος. Κανένα ἄλλο πνευματικὸ ὅπλο δὲν δύναται νὰ ἀναχαιτίση τόσο ἀποτελεσματικὰ τοὺς δαίμονας· κατακαίει αὐτούς, ὅπως ἡ φωτιὰτὰ βάτα.
ζ. Αὐτὴ ἡ προσευχὴ ἀναφλέγει ὁλόκληρο τὸν ἐσωτερικὸ ἄνθρωπο καὶ τοῦ φέρνει ἀνέκφραστη χαρὰ καὶ εὐφροσύνη· ἔτσι, ἀπὸ τὴν [πνευματικὴ] ἡδονὴ καὶ τὴν γλυκύτητα, ὁ ἄνθρωπος ἀδιαφορεῖ γιὰ τὴν ζωὴ αὐτὴ καὶ θεωρεῖ κάθε τι γήϊνο σὰν χῶμα καὶ στάκτη.
η. ῞Οποιος μὲ πόθο καὶ χωρὶς διακοπή, σὰν τὴν ἀνάσα ποὺ βγαίνει ἀπὸ τὰ στήθη του, ἐπαναλαμβάνει τὴν Εὐχὴ τοῦ ᾿Ιησοῦ, τὸ «Κύριε ᾿Ιησοῦ Χριστέ, Υἱὲ τοῦ Θεοῦ, ἐλέησόν με!», σύντομα θὰ γίνη κατοικητήριο τῆς ῾Αγίας Τριάδος, τοῦ Πατρὸς καὶ τοῦ Υἱοῦ καὶ τοῦ ῾Αγίου Πνεύματος, ἡ ῾Οποία «μονὴν παρ᾿ αὐτῷ ποιήσει» (πρβλ. ᾿Ιω.ιδʹ 23).
θ. Τότε ἡ Εὐχὴ τοῦ ᾿Ιησοῦ θὰ καταβροχθίζη τὴν καρδιὰ καὶ ἡ καρδιὰ τὴν Εὐχή· τότε ὁ ἄνθρωπος, ἀσκώντας νύκτα καὶ ἡμέρα τὴν εὐλογημένη αὐτὴν ἐργασία, θὰ λυτρωθῆ ἀπὸ ὅλες τὶς παγίδες τοῦ ἐχθροῦ.
Λέγε ἀκατάπαυστα τήν εὐχή “Κύριε Ἰησοῦ Χριστέ, ἐλέησόν με” μέ τή γλῶσσα καί μέ τόν νοῦ.
Λέγε ακατάπαυστα την ευχή “Κύριε Ιησού Χριστέ, ελέησόν με” με τη γλώσσα και με τον νου.
Η ευχή του Ιησού είναι εργασία κοινή των αγγέλων και των ανθρώπων. Με την προσευχή αυτή οι άνθρωποι πλησιάζουν σύντομα την ζωή των αγγέλων. Η ευχή είναι η πηγή όλων των καλών έργων και αρετών και εξορίζει μακριά από τον άνθρωπο τα σκοτεινά πάθη.Σε σύντομο χρόνο κάνει τον άνθρωπο ικανό να αποκτήσει τη χάρη του Αγίου Πνεύματος. Απόκτησε την, και πριν πεθάνεις θα αποκτήσεις ψυχή Αγγελική. Η ευχή είναι θεϊκή αγαλλίαση. Κανένα άλλο πνευματικό όπλο δε μπορεί να αναχαιτίσει τόσο αποτελεσματικά τους δαίμονες. Τους κατακαίει όπως η φωτιά τα βάτα.
(Οσίου Παϊσίου Βελιτσκόφσκυ)
Η ευχή του Ιησού είναι εργασία κοινή των αγγέλων και των ανθρώπων. Με την προσευχή αυτή οι άνθρωποι πλησιάζουν σύντομα την ζωή των αγγέλων. Η ευχή είναι η πηγή όλων των καλών έργων και αρετών και εξορίζει μακριά από τον άνθρωπο τα σκοτεινά πάθη.Σε σύντομο χρόνο κάνει τον άνθρωπο ικανό να αποκτήσει τη χάρη του Αγίου Πνεύματος. Απόκτησε την, και πριν πεθάνεις θα αποκτήσεις ψυχή Αγγελική. Η ευχή είναι θεϊκή αγαλλίαση. Κανένα άλλο πνευματικό όπλο δε μπορεί να αναχαιτίσει τόσο αποτελεσματικά τους δαίμονες. Τους κατακαίει όπως η φωτιά τα βάτα.
(Οσίου Παϊσίου Βελιτσκόφσκυ)
http://talantoblog.blogspot.gr/2014/04/blog-post_9348.html
Ἡ αὐτοβιογραφία μου. Ὅσιος Παΐσιος Βελιτσκόφσκι (1722-1749) Μέρος 3ο
ΕΠΙΣΚΕΨΗ ΣΤΗ ΣΚΗΤΗ ΚΙΤΑΕΦ
Τον τέταρτο χρόνο, στη διάρκεια
όλου του χειμώνα, μέχρι και αυτό το τέλος της σχολικής χρονιάς, πού
κλείνει στις 15 Ιουλίου, μολονότι φοιτούσα στα μαθήματα, ωστόσο δεν το
έκανα με την προηγούμενη θέρμη, διότι ή αγάπη για τον μοναχισμό
υπερίσχυε στην ψυχή μου, και δεν με έσπρωχνε πια στο να φοιτώ στα
μαθήματα, παρά με εξωθούσε στο να απαρνηθώ τον κόσμο και όσο το δυνατό
γρηγορότερα να γίνω μοναχός. Σ’ αυτό μάλιστα με παρότρυνε ακόμη
περισσότερο και ένα περιστατικό πού συνέβη τότε: Κατά τη διάρκεια του
χειμώνα, δύο από τούς μαθητές της Σχολής έφυγαν κρυφά, άγνωστο πού, και
ύστερα από αρκετό χρόνο κατάλαβα πώς έφυγαν για χάρη του μοναχισμού, και
ότι βρίσκονται σέ μια σκήτη της Σπηλαιωτικής Λαύρας του Κιέβου, πού
λέγεται Κιτάεφ .
Τό αὐτόγραφο τῆς αὐτοβιογραφίας τοῦ ὁσίου Παϊσίου τοῦ Βελιτσκόφσκι
Τό αὐτόγραφο τῆς αὐτοβιογραφίας τοῦ ὁσίου Παϊσίου τοῦ Βελιτσκόφσκι
Ἡ αὐτοβιογραφία μου. Ὅσιος Παΐσιος Βελιτσκοφσκι
Η ΑΥΤΟΒΙΟΓΡΑΦΙΑ ΜΟΥ. ΟΣΙΟΣ ΠΑΙΣΙΟΣ ΒΕΛΙΤΣΚΟΦΣΚΙ (1722-1794) ΜΕΡΟΣ 4. ΕΝΑΣ ΝΕΑΡΟΣ ΟΡΘΟΔΟΞΟΣ ΝΕΟΜΑΡΤΥΡΑΣ
ΕΝΑΣ ΝΕΑΡΟΣ ΟΡΘΟΔΟΞΟΣ ΝΕΟΜΑΡΤΥΡΑΣ
Βγαίνοντας
από τη σκήτη πήραμε τον δρόμο προς τά επάνω, όπου υπήρχε μία τεράστια
επίπεδη πεδιάδα, και ο αέρας ήταν πολύ ευχάριστος. Αμέσως λοιπόν άρχισα
να αισθάνομαι καλυτέρευση της αρρώστιας μου, σιγά σιγά να δυναμώνω στο
σώμα και να περπατάω ευκολότερα και ανετότερα και από όλη μου την ψυχή
ανέπεμπα ευχαριστίες στην καλοσύνη τού Θεού γιατί δεν με εγκατέλειψε έως
το τέλος. Ενώ λοιπόν βάδιζα πανευτυχής με τούς μοναχούς εκείνους, από
το μεσημέρι ντύθηκε ό ουρανός με πολύ σκοτεινά και βαριά σύννεφα, πού
μόλις τά είδαν οι σύντροφοί μου άρχισαν να περπατούν πολύ γρήγορα για να
αποφύγουν τη βροχή. Εγώ όμως, μή μπορώντας να πηγαίνω μαζί τους τόσο
γρήγορα, απόμεινα μόνος, οπότε ξαφνικά άρχισε να έρχεται μεγάλη
καταιγίδα με τρομερό θόρυβο χαλαζιού, ξέσπασε δέ μεγάλη βροχή με
τρομερές αστραπές και βροντές.
Ἡ αὐτοβιογραφία μου.Ὅσιος Παΐσιος Βελιτσκόφσκι (1722-1794). Με τόν ἐρημίτη Ἡσύχιο
Η ΑΥΤΟΒΙΟΓΡΑΦΙΑ ΜΟΥ. ΟΣΙΟΣ ΠΑΙΣΙΟΣ ΒΕΛΙΤΣΚΟΦΣΚΙ (1722-1794) ΜΕΡΟΣ 5.
ΜΕ ΤΟΝ ΕΡΗΜΙΤΗ ΗΣΥΧΙΟ
Όταν
τα άκουσαν αυτά οι συνοδοιπόροι μου εκείνοι μοναχοί, φοβήθηκαν να
συνεχίσουν τον δρόμο. Εγκαταλείποντας την απόφασή τους να πάνε στη
Μολδαβία, κατέβηκαν παρακάτω, στα ορθόδοξα μοναστήρια πού βρίσκονται
κοντά στον Δνείπερο, από τα οποία δύο είναι υπό τη δικαιοδοσία του
ιερότατου μητροπολίτη Κίεβου και δύο του ιερότατου μητροπολίτη
Περεγιασλάβ. Πήγα και εγώ μαζί τους λυπούμενος διότι, για τους λόγους
που είπα, δεν μπόρεσα να πάω στη Μολδαβία. Όταν πλησιάσαμε στα βουνά
Μσένσκι, στα οποία βρίσκεται και ένα από τα προαναφερθέντα μοναστήρια ,
εκεί σ’ ένα χωριό κοντά στα βουνά εκείνα, συνάντησα έναν ιερομόναχο με
τον οποίο και παρέμεινα, ενώ οι σύντροφοί μου συνέχισαν τον δρόμο τους.
Αφού ξεκουράστηκα σ’ εκείνο το χωριό μερικές ήμερες, αυτός ο ιερομόναχος
άρχισε να μου μιλάει για κάποιον ενάρετο ερημίτη πού λεγόταν Ησύχιος, ο
οποίος, κατοικώντας σ’ ένα νησάκι πού υπήρχε στο ποτάμι πού έτρεχε από
τά βουνά, ασκείτο για τη σωτηρία της ψυχής του.Μόλις
το άκουσα αυτό, μου γεννήθηκε η ολόψυχη επιθυμία όχι μόνο να τον δώ
αλλά, αν ήταν δυνατό, και να ζήσω μαζί του. ’Άρχισα λοιπόν επίμονα να
τον παρακαλώ να με οδηγήσει σ’ αυτόν.
Πραγματικά ανταποκρίθηκε στην
παράκλησή μου και πήγαμε μαζί στον ερημίτη εκείνον, ο οποίος μας δέχθηκε
με πολλή αγάπη και, αφού μας έβαλε να αναπαυτούμε από τον δρόμο, ο
ιερομόναχος με άφησε εκεί και ο ίδιος έφυγε.
Παρέμεινα εκεί μερικές ημέρες και
ωφελήθηκε πολύ η ψυχή μου, διότι ο αληθινός αυτός δούλος του Θεού και
ένθερμος εργάτης των εντολών Του είχε μια ανείπωτη αγάπη και ζήλο για
τον λόγο του Θεού και τις διδαχές των θεοφόρων πατέρων μας, επιδιδόταν
μάλιστα και στην επιμελή αντιγραφή πατερικών βιβλίων, για την ωφέλεια
της ψυχής του. Το είδος του ζήλου πού είχε γι’ αυτά τά βιβλία μπορεί να
φανεί από το εξής: Κάποτε άκουσε για κάποιο δυσεύρετο ψυχωφελέστατα
πατερικό βιβλίο, ότι υπήρχε σέ ένα μοναστήρι της επαρχίας τού Τσερνίγοβ,
το οποίο βρισκόταν μακριά από αυτή την πόλη, επάνω στο βουνό.
Πήγε λοιπόν εκεί με σπουδή, και
με πολλές και επίμονες παρακλήσεις ζήτησε από τον ηγούμενο και τη σύναξη
της μονής να τού δώσουν το βιβλίο εκείνο για να το αντιγράψει, το οποίο
χάριν της σφοδρής του επιθυμίας και με τη συνέργεια του Θεού του
δόθηκε. Το πήρε λοιπόν και το έφερε στο κελί του και, αφού το αντέγραψε
με όλη του την προσοχή, το επέστρεψε στο μοναστήρι, και ευχαρίστησε τον
ηγούμενο και τη σύναξη της ιερής εκείνης μονής για αυτή την ευεργεσία
πού του έκαναν. Ύστερα επέστρεψε στο κελί του, χαίροντας και
ευχαριστώντας τον Θεό, διότι τον αξίωσε να αποκτήσει τέτοιον ψυχωφελή
θησαυρό. Δεν υπολόγιζε καθόλου τον μακρύ δρόμο πού έκανε για να πάρει
και να επιστρέψει το βιβλίο, ο όποιος συνολικά ήταν γύρω στις δύο
χιλιάδες βέρστια. Τόσος ήταν ο ζήλος του για τον λόγο του Θεού!
Η βλάβη όμως στην όρασή του από την
αντιγραφή των πατερικών βιβλίων ήταν τόση, πού ακόμη και τα μεγάλα
γράμματα με δυσκολία τα έβλεπε για να τα αντιγράψει.
Βλέποντας λοιπόν ότι έχει τέτοιο
ζήλο για τον λόγο του Θεού και για τη διδασκαλία των θεοφόρων πατέρων
μας, έκρινα ότι, αν παρέδιδα τον εαυτό μου σέ παρόμοιο δούλο του Θεού,
με αληθινή πνευματική και σωματική υπακοή, θα μπορούσε, εφόσον
φωτιζόμουν από τη θεία χάρη, να με οδηγήσει στον αληθινό δρόμο της
σωτηρίας. Άρχισα λοιπόν να τον παρακαλώ επίμονα να με δεχτεί στην ιερή
υπακοή, υποσχόμενος να τον υπακούω στα πάντα αυτός όμως με κανέναν τρόπο
δεν ήθελε να με δεχθεί, και άρχισε να μου λέει: «Εγώ, τέκνο μου, είμαι
άνθρωπος αμαρτωλός, εμπαθής και ανάξιος. Αν τη δική μου ελεεινή ψυχή δεν
μπορώ να οδηγήσω στον δρόμο τού Θεού, πώς θα τολμήσω να δεχθώ εσένα; Το
έργο αυτό δεν είναι στα δικά μου μέτρα, γι’ αυτό, σέ παρακαλώ, μην με
πιέζεις». Εγώ ο δύστυχος, σκεπτόμενος ότι λόγω ταπεινώσεως δεν θέλει να
με δεχθεί στην υπακοή του, ακόμη πιο επίμονα τον παρακαλούσα, πέφτοντας
στα ιερά του πόδια με δάκρυα πολλά, ώστε να με δεχθεί, άλλ’ αυτός δεν
ήθελε να το κάνει.
Τότε, βλέποντας αυτό, και μη
θέλοντας να τον πιέσω υπέρ το δέον, πήγα στο χωριό από όπου είχα έρθει
και, μη βρίσκοντας εκείνον τον ιερομόναχο, διανυχτέρευσα στο σπίτι
κάποιου χριστοφιλούς, ο οποίος με πολλή χαρά με δέχτηκε. Ύστερα από
μερικές ημέρες πήγα και πάλι στον άγιο εκείνο γέροντα, ο οποίος με
δεχόταν με αγάπη ως φιλοξενούμενο να μείνω κοντά του για λίγες μόνο
ημέρες. Όταν έβρισκα κατάλληλη τη στιγμή, με μεγάλη και πάλι συστολή, μη
τολμώντας ακόμη και στο πρόσωπο να τον κοιτάξω, πέφτοντας στα πόδια του
και φιλώντας τά ιερά αυτά πόδια, με πολλά δάκρυα τον παρακαλούσα να με
δεχθεί, λέγοντάς του: «Πάτερ άγιε, δέ- ξου με χάρη του Κυρίου και θα σε
υπακούω σέ όλα, όπως τον ίδιο τον Κύριο. Αν πάλι δεν σέ υπακούω σέ όλα,
τότε απόπεμψε με όπως ένα βρωμόσκυλο».
Όταν έβλεπα ότι με κανέναν τρόπο
δεν θέλει να με δεχθεί, έβγαινα για λίγο από το κελί του, και τόσο πολύ
έκλαιγα και θρηνούσα, γιατί εξαιτίας της αναξιότητας μου δεν έγινε δεκτό
το αίτημά μου, ώστε από το πολύ κλάμα και τά δάκρυα πρηζόταν το πρόσωπό
μου και, όταν γυρνούσα σ’ αυτόν, καταλάβαινε ότι το πρόσωπό μου
πρήστηκε από τά δάκρυα και, συμπάσχοντας στην ψυχή του για μένα, μού
έλεγε: «Σέ παρακαλώ, χάριν τού Κυρίου, αδελφέ μου, μην λυπάσαι πού δεν
σέ δέχομαι, διότι δεν το κάνω περιφρονώντας τη σωτηρία σου — αυτό το
γνωρίζει ο καρδιογνώστης Κύριος — αλλά εξαιτίας της αδυναμίας της ψυχής
μου δεν σε δέχομαι. Απόθεσε λοιπόν κάθε ελπίδα σου στην παντοδύναμη
πρόνοια του Θεού, διότι αν ζητάς με όλη σου την ψυχή τη σωτηρία, δεν θα
σέ αφήσει, αλλά επιβλέποντας με τη χάρη Του στα δάκρυά σου, θα σέ
οδηγήσει στον δρόμο του».
Ἡ Αὐτοβιογραφία μου. Ὅσιος Παΐσιος Βελιτσκόφσκι (1722-1794).Ἀδέξιος στίς χειρωνακτικές ἐργασίες
Η ΑΥΤΟΒΙΟΓΡΑΦΙΑ ΜΟΥ. ΟΣΙΟΣ ΠΑΙΣΙΟΣ ΒΕΛΙΤΣΚΟΦΣΚΙ (1722-1794) ΜΕΡΟΣ 6.
ΑΔΕΞΙΟΣ ΣΤΙΣ ΧΕΙΡΩΝΑΚΤΙΚΕΣ ΕΡΓΑΣΙΕΣ
Αφού
έμεινα κοντά του για λίγες ήμερες, ήρθε σ’ αυτόν κατά θεία οικονομία να
τον επισκεφτεί ο ιερομόναχος πού προανάφερα, τον οποίο φιλοξένησε με
αγάπη, και επιμόνως τον παρακάλεσε να με πάει στο μοναστήρι του
Μόσενσκι. Εκείνος υποσχέθηκε να το κάνει ευχαρίστως. Όταν λοιπόν έφτασε η
ώρα του τελευταίου πια αποχωρισμού από την αγιότητά του, έπεσα κατ’
ιδίαν στα πόδια του, και φιλώντας τα με δάκρυα έκλαψα και θρήνησα, διότι
εξαιτίας της αναξιότητάς μου δεν αξιώθηκα να παραμείνω στην άγιά του
υπακοή. Αυτός, το κατά δύναμιν, με παρηγόρησε με τούς πνευματικούς του
λόγους, συμβουλεύοντάς με να έχω την ελπίδα μου μόνο στον Θεό, ο οποίος
μπορεί με το θείο θέλημά Του να τακτοποιήσει τη ζωή μου. Και εγώ,
ευχαριστώντας με δάκρυα την αγιότητα του γι’ αυτή την ψυχωφελή συμβουλή
του, τον αποχωρίστηκα.
Αφού λοιπόν τον ευχαριστήσαμε
μαζί με τον ιερομόναχο για την αγάπη και τη φιλοξενία του, πήγαμε πάλι
στο χωριό που ζούσε αυτός ο ιερομόναχος, ο οποίος, αφού ετοιμάστηκε για
τον δρόμο, με έφερε στο μοναστήρι του Μόσενσκι. Εκεί αναπαύτηκα μερικές
ημέρες, και στη συνέχεια, μαζί με μερικούς πατέρες, πήγα στη Μονή της
Αγίας Τριάδος, την επονομαζόμενη Ματρονίνσκι. Εδώ παρέμεινα για λίγες
ημέρες και έφυγα για να πάω στην Ιερά Μονή του ιεράρχου του Χριστού
Νικολάου, η οποία βρίσκεται στο νησί του ποταμού Τιασμίνα, και
ονομάζεται Μεντβέντοβσκι. Αυτή είναι υπό τη δικαιοδοσία της αγίας
Μητροπόλεως Κιέβου, ήταν δέ ηγούμενος της ο τιμιότατος ιερομόναχος πατήρ
Νικηφόρος .
Όταν έφτασα εκεί, πήγα κατευθείαν
στον ηγούμενο, του έβαλα μετάνοια, έλαβα την ευλογία του, και άρχισα να
τον παρακαλώ να με δεχθεί στην ιερά μονή του. Κι αυτός, σαν πατέρας
φιλότεκνος, κατανοώντας την πρόθεσή μου να μονάσω, χωρίς να περιφρονήσει
το αίτημά μου, με δέχτηκε με αγάπη και μου όρισε να μείνω σέ ένα κελί
μαζί με έναν δόκιμο πού διέμενε εκεί. Επίσης μού όρισε να πηγαίνω
παγγενιά με όλους τούς αδελφούς- ήταν μάλιστα τότε μήνας Ιούλιος και
μάζευαν τον σανό. Πήγαινα λοιπόν με τούς αδελφούς πρώτα στο μάζεμα τού
σανού και ύστερα στον θερισμό τού σιταριού, όπου με έβαζαν να θερίζω
μαζί με τούς αδελφούς. Όταν είδαν ότι από την απειρία μου έκοβα τά χέρια
μου, με έβαλαν να μεταφέρω τά δεμάτια στο αλώνι, ήμουν όμως αδέξιος και
σ’ αυτό το διακόνημα.
Καθώς μετέφερα τά δεμάτια, επειδή
δεν μπορούσα να κυβερνήσω τά βόδια, αναποδογύριζε το αμάξι, σκόρπιζαν
τά δεμάτια στο χωράφι, εγώ δέ, μή ξέροντας τί να κάνω, καθόμουν καταγής
και έκλαια. Όταν έρχονταν οι αδελφοί, με κατηγορούσαν ότι είμαι ένας
ανίκανος, και, καθώς διαπίστωσαν την αδεξιότητα μου σ’ αυτή την εργασία,
μού όρισαν να φέρνω λάσπη και νερό για το αλώνι.
Μολονότι αυτό το διακόνημα, ειδικώς
μάλιστα το να κουβαλάω λάσπη, ήταν πάνω από τις δυνάμεις μου,
εντούτοις, επικαλούμενος τη βοήθεια του Θεού, το εκτελούσα ευχάριστα.
Κάθε βράδυ επέστρεφα με τούς αδελφούς στο μοναστήρι, νωρίς δέ το πρωί
έφευγα πάλι για το διακόνημα. Μου όρισε επίσης ο ηγούμενος, όσο
βρίσκομαι μέσα στο μοναστήρι, να συμμετέχω στον χορό των ψαλτών, επίσης
δέ να εκτελώ και διακόνημα της τράπεζας, δηλαδή να κόβω ψωμί και να το
τοποθετώ στα τραπέζια, να φέρνω τις γαβάθες με τον φρουτοπολτό και να
τις τοποθετώ μπροστά στους αδελφούς, να συλλέγω τά σκεύη από τά τραπέζια
και να τά πλένω, να σκουπίζω την τράπεζα, και τά λοιπά, πού όλα τά
έκανα με χαρά, ευχαριστώντας τον Θεό πού με αξίωσε να υπηρετώ τούς
πατέρες και αδελφούς.
ΣΥΝΕΧΙΖΕΤΑΙ.
ΟΣΙΟΣ ΠΑΙΣΙΟΣ ΒΕΛΙΤΣΚΟΦΣΚΙ. UNIVERSITY PRESS.
http://apantaortodoxias.blogspot.gr/2014/08/1722-1794-6.html
ΑΝΤΩΝΙΟΣ –ΑΙΜΙΛΙΟΣ ΤΑΧΙΑΟΣ
Συγκρίνοντας τόν Ὅσιο Παΐσιο Βελιτσκόφσκι μέ τόν Ἅγιο Ἀντώνιο τόν Σπηλαιώτη
ΣΥΓΚΡΙΝΟΝΤΑΣ ΤΟΝ ΟΣΙΟ ΠΑΪΣΙΟ ΒΕΛΙΤΣΚΟΦΣΚΙ ΜΕ ΤΟΝ ΑΓΙΟ ΑΝΤΩΝΙΟ ΤΟΝ ΣΠΗΛΑΙΩΤΗ.
Αυτός ο αείμνηστος μακαριστός πατέρας μας Παΐσιος ήταν όμοιος με τον όσιο πατέρα μας Αντώνιο τον Σπηλαιώτη, ως γνήσιος δισέγγονος του, διότι έστω και αν έλαμψε ύστερα από πολλούς αιώνες, ωστόσο και τούς δύο τούς ανέδειξε η Ουκρανία . Εκείνος στάλθηκε από το Αγιον Όρος στη Ρωσία για να τη φωτίσει, και να οικοδομήσει αληθινό μοναχικό βίο. Αφού συνέλεξε μοναχούς και τούς κατάρτισε, έλαμψε σέ όλα τά άκρα της Ρωσίας, και κατέστη ο πρώτιστος όλων των Ρώσων μοναχών. Ο γέροντάς μας, όχι από αλλού, άλλα από το ίδιο Αγιον Όρος ανέλαμψε και ανανέωσε το βρισκόμενο σε παρακμή κοινόβιο και φύτεψε σ’ αυτό το δέντρο της ζωής την τρισευλογημένη υπακοή.Εξαιτίας αυτής ο προπάτοράς μας Αδάμ εκβλήθηκε από τον αισθητό παράδεισο και μ’ αυτήν οι απόγονοί του, οι οποίοι βαδίζουν στην ευθεία οδό, θα εισέλθουν στον ουράνιο παράδεισο, στον οποίο εισήλθε ο πρώτιστος της υπακοής, Χριστός ο Κύριος. Έτσι συνάθροισε αδελφότητα από περισσότερους από πενήντα αδελφούς, τούς οποίους και έφερε όλους μαζί του στη φιλόξενη χώρα της Μολδαβίας. Εδώ, με τη χάρη του Χριστού, τελικώς εγκαταστάθηκαν στη Μονή Ντραγκομίρνα.
Γύρω από τον άγιο Αντώνιο συνάχθηκαν από τις ρωσικές χώρες περισσότεροι από εκατό μοναχοί, έτσι και γύρω από τον μακαριστό πατέρα μας συνάχθηκαν από εννέα χώρες πάνω από πεντακόσιοι αδελφοί διαφορετικών γλωσσών. Διακονούσε ο όσιος Αντώνιος τούς αρρώστους αδελφούς, διακονούσε και ο δικός μας άγιος πατέρας και αρρώστους και υγιείς, μαγειρεύοντας μάλιστα φαγητό και ψήνοντας πρόσφορα, όταν το κοινόβιο ήταν μικρότερο και έκανε χειρωνακτικές εργασίες. Όταν όμως ο Θεός αύξησε την αδελφότητα, τότε δεν είχε ησυχία από διακονία ημέρα και νύκτα, και δεν προτιμούσε τη δική του ησυχία περισσότερο από την ωφέλεια τού πλησίον, αλλά μετά την τακτοποίηση τών υποθέσεων της αδελφότητας, τότε μόνο κλεινόταν στο κελί και βυθιζόταν στην ησυχία, σέ βαθμό, όπως το περιέγραψα παραπάνω, να μην ακούει όταν του μιλούσε ο υποτακτικός του περιμένοντας απάντηση για κάποιο αναγκαίο ζήτημα.
ΟΣΙΟΣ ΠΑΙΣΙΟΣ ΒΕΛΙΤΣΚΟΦΣΚΙ. UNIVERSITY PRESS.
http://paterikoslogos.com/viewtopic.php?p=9405#p9423
Ἡ αὐτοβιογραφία μου. Ὅσιος Παΐσιος Βελιτσκόφσκι (1722-1749),Μέρος 8ο. Ὁ Παΐσιος παρομοιάζεται μέ τούς Ἀθηναίους φιλοσόφους
Ο ΠΑΪΣΙΟΣ ΠΑΡΟΜΟΙΑΖΕΤΑΙ ΜΕ ΤΟΥΣ ΑΘΗΝΑΙΟΥΣ ΦΙΛΟΣΟΦΟΥΣ
Ο μακαριστός πατέρας μας ήταν όμοιος σέ όλα με τους όσιους πατέρες τόσο τούς αρχαίους όσο και τούς νεότερους: στη διδασκαλία, στη σίτιση της αδελφότητας, στους πνευματικούς άθλους, σε υπεράνθρωπους κόπους, στη σοφία και το θείο φρόνημα, στη συμβουλή και τη διάκριση, καθώς και στις υπόλοιπες δωρεές του Θεού.
Ήταν όμως προπαντός κοσμημένος με όλες τις αρετές, τις εσωτερικές και εξωτερικές, όπως ακριβώς και οι αρχαίοι πατέρες. Το πρόσωπό του ήταν φωτεινό όπως ενός Αγγέλου τού Θεού, το βλέμμα του ήρεμο, ο λόγος του ταπεινός και ξένος προς την προπέτεια, χαιρετούσε όλους με Αγάπη, απαντούσε με προσήνεια ήταν γεμάτος καλοσύνη, ήταν πρόθυμος στην ελεημοσύνη, έφερνε όλους κοντά του σαν τον μαγνήτη πού από τη φύση του τραβάει το σίδερο.Είχε βάθος ταπεινοφροσύνης και πραότητας, μακροθυμία σέ όλα. Ο μέγας αυτός άνθρωπος ήταν ολόκληρος ένθεος και έμπλεως χάριτος. Ο νους του ήταν πάντοτε ενωμένος με τον Θεό και μάρτυρας αυτού ήταν τα δάκρυα. Όταν μιλούσε περί Θεολογίας, τότε η καρδιά του παλλόταν από Αγάπη, το πρόσωπό του έλαμπε από χαρά, τά μάτια του δάκρυζαν, επιβεβαιώνοντας την αλήθεια. Όταν στεκόμασταν μπροστά του, τα μάτια μας δεν κουράζονταν να τον θωρούν αλλά ήθελαν αχόρταγα να τον βλέπουν, η ακοή μας από την ομιλία του ούτε κουραζόταν ούτε και ένιωθε ανία, διότι από τη χαρά στην καρδιά μας, όπως το είπα, ξεχνιόμασταν εντελώς.
Κοιτάζοντάς τον στο πρόσωπο, είχαμε τά αυτιά μας πάντοτε κοντά στο στόμα του, όπως με εκείνους τούς Αθηναίους φιλοσόφους, διότι όταν έβλεπαν κάποιον πού υπερτερούσε σέ σοφία, ήθελαν να συζητήσουν μαζί του. Έτσι είχαν τά μάτια και τά αυτιά στραμμένα σ’ αυτόν, επιθυμώντας να ακούσουν από αυτόν κάτι το νέο περί σοφίας. Τά δικά μας όμως μάτια ήταν στραμμένα στον δικό μας μακαριστό φιλόσοφο, διότι πάντοτε ακούαμε από τά χείλη του κάτι το νέο για τά πνευματικά μυστήρια ή για τις ηθικές επιταγές των θεοφόρων πατέρων.
ΣΥΝΕΧΙΖΕΤΑΙ.
ΟΣΙΟΣ ΠΑΙΣΙΟΣ ΒΕΛΙΤΣΚΟΦΣΚΙ. UNIVERSITY PRESS.
http://paterikoslogos.com/viewtopic.php?p=9405#p9405
Ἡ αὐτοβιογραφία μου. Ὅσιος Παΐσιος Βελιτσκόφσκι (1722-1794), Μέρος 9.Μάρτυρας τῶν μυστικῶν του ἐμπειριῶν
ΜΑΡΤΥΡΑΣ ΤΩΝ ΜΥΣΤΙΚΩΝ ΤΟΥ ΕΜΠΕΙΡΙΩΝ
Η σύντομη αυτή ιστορία, γραμμένη με τη μικρόνοια πού έχω, περισσότερο
αμαυρώνει παρά περιγράφει τις αρετές του. Αυτό θα έπρεπε να είναι έργο
άνδρα πολύ σοφού, μολονότι νομίζω ότι και αυτός θα δυσκολευόταν να
επεκταθεί σέ όλα, ίσως μάλιστα και να μην μπορούσε, λόγω τού ύψους της
ζωής εκείνου. ‘Αν υπάρξει κάποιος πού με φθονερό μάτι θα διάβαζε τά
γραφόμενα γι’ αυτόν, ίσως θα με κατηγορούσε ότι ξεπέρασα τά όρια
εγκωμιάζοντας τον γέροντά μου.
Γι’ αυτό τον παρακαλώ να κάνει λίγη υπομονή και, αφού ακούσει λόγια απαλλαγμένα από κάθε ψέμα (διότι το ψέμα είναι όλο τού διαβόλου), τότε και ο ίδιος δεν θα διστάσει να επαινέσει τον άγιο άνδρα, πού είναι ανώτερος κάθε ανθρώπινου επαίνου, και να πει: «Θαυμαστός ο Θεός εν τοις αγίοις αυτού» , να προσθέσει δέ και τούτο: «Μακάριοι οι οφθαλμοί, ότι βλέπουσιν, και ώτα ότι άκούουσιν λόγους έκ στόματος αυτού» . Τρεις φορές είδα κάτι στον μακαριστό και τρόμαξα. Την πρώτη φορά στην Ντραγκομίρνα πήγα σ’ αυτόν μετά τον Εσπερινό. Θέλησα να κτυπήσω την πόρτα και να ρωτήσω τον υποτακτικό του αν μού επιτρέπει να περάσω μέσα, βλέποντας όμως την πόρτα ανοικτή, μπήκα, και, αφού είπα το «Δι’ ευχών», πέρασα μέσα.
Γι’ αυτό τον παρακαλώ να κάνει λίγη υπομονή και, αφού ακούσει λόγια απαλλαγμένα από κάθε ψέμα (διότι το ψέμα είναι όλο τού διαβόλου), τότε και ο ίδιος δεν θα διστάσει να επαινέσει τον άγιο άνδρα, πού είναι ανώτερος κάθε ανθρώπινου επαίνου, και να πει: «Θαυμαστός ο Θεός εν τοις αγίοις αυτού» , να προσθέσει δέ και τούτο: «Μακάριοι οι οφθαλμοί, ότι βλέπουσιν, και ώτα ότι άκούουσιν λόγους έκ στόματος αυτού» . Τρεις φορές είδα κάτι στον μακαριστό και τρόμαξα. Την πρώτη φορά στην Ντραγκομίρνα πήγα σ’ αυτόν μετά τον Εσπερινό. Θέλησα να κτυπήσω την πόρτα και να ρωτήσω τον υποτακτικό του αν μού επιτρέπει να περάσω μέσα, βλέποντας όμως την πόρτα ανοικτή, μπήκα, και, αφού είπα το «Δι’ ευχών», πέρασα μέσα.
Ἡ αὐτοβιογραφία μου, Ὅσιος Παΐσιος Βελιτσκόφσκι (1722-1794),μέρος 10ο. Ὁ ἀπαρηγόρητος πόνος τῆς μητέρας τοῦ Ὁσίου Παΐσίου
Ο ΑΠΑΡΗΓΟΡΗΤΟΣ ΠΟΝΟΣ ΤΗΣ ΜΗΤΕΡΑΣ ΤΟΥ ΟΣΙΟΥ ΠΑΙΣΙΟΥ.
Διήγηση περί της μητέρας μου, τί της συνέβη μετά τον χωρισμό μου από αυτήν.
Ενώ βρισκόμουν σ’ αυτήν την ιερά Σπηλαιωτική Λαύρα τού Κιέβου, όταν έφθασε το καλοκαίρι ήρθε για προσκύνηση στο Κίεβο η νύφη μου, η σύζυγος του μακαρίτη αδελφού μου ιερέα Ιωάννου, μαζί με τον αδελφό της Θεόδωρο και τον θείο μου Συμεών Μαξιμένκο. Αφού ήρθαν λοιπόν για προσκύνηση στην ιερά Σπηλαιωτική Λαύρα τού Κιέβου, ήρθαν και σέ έμενα, στο κελί μου, και κάθισαν κατά τη συνήθεια και συζητούσαν μαζί μου. Άρχισε λοιπόν η νύφη μου να με πληροφορεί για τη μητέρα μου, είπε δηλαδή ότι: «Μετά την αναχώρηση σου στο Κίεβο για σπουδές, έμενε στο σπίτι της μαζί μου, άλλοτε κλαίοντας, γιατί δεν σέ έβλεπε, άλλοτε δέ παρηγορώντας τον εαυτό της με την ελπίδα ότι δεν θα την εγκαταλείψεις. Κάποτε ήρθε είδηση από το Κίεβο ότι έφυγες από εκεί, άγνωστο για πού, και τότε κατέλαβε την ψυχή της τέτοια ανέκφραστη θλίψη, πού έκλαιγε και θρηνούσε απαρηγόρητα. Έτσι, μή μπορώντας να παρηγορηθεί, ήρθε στο Κίεβο για να σέ αναζητήσει, και ενώ ήταν βαρύς χειμώνας όπου κι αν ταξίδευε, σέ έψαχνε επιμελώς στα ιερά μοναστήρια και τις σκήτες τού Κίεβου.
Όταν δε δεν σέ βρήκε πουθενά, επέστρεψε στο σπίτι της με ανεκδιήγητη θλίψη παρά λίγο δέ να πεθάνει στον δρόμο από τη φοβερή παγωνιά.Αφού δέ επέστρεψε στο σπίτι, έκλαιε ασταμάτητα και θρηνούσε, μέρα και νύχτα, χωρίς κάνεις να μπορεί να την παρηγορήσει. Όταν πια, ύστερα από πολύ καιρό, η ανυπόφερτη θλίψη και ό πόνος τελικώς σκέπασαν την ψυχή της, μή μπορώντας πια να υπομένει, αποφάσισε να μην τρώει και να μην πίνει ώσπου να πεθάνει. Και από εκείνη τη στιγμή κανείς δεν μπορούσε να τη συμβουλεύσει ή να την πείσει να γευθεί ή να πιει έστω και λίγο.
Ύστερα από λίγες ημέρες τόσο εξαντλήθηκε από την ασιτία, πού ο νους της δεν μπορούσε να λειτουργήσει υγιώς, αλλά άρχισε να μπερδεύεται, μιλώντας άλλοτε σωστά και άλλοτε ακατανόητα, ώσπου στο τέλος εξαντλήθηκε και έπεσε στο κρεβάτι της περιμένοντας τον θάνατο. Μαζεύτηκαν λοιπόν πολλοί από τούς συγγενείς της και κάθισαν κοντά της, με πολλή λύπη γι’ αυτήν. Ξαφνικά, βλέποντας κάποιο όραμα, τρόμαξε και άρχισε πολύ επίμονα να παρακαλεί τούς συγγενείς να της δώσουν αμέσως το βιβλίο πού λέγεται Άκαθιστάριο .
Μόλις της το έδωσαν άρχισε να διαβάζει φωναχτά τον Ακάθιστο στην Παναγία Θεοτόκο χωρίς κανένα λάθος, έτσι πού όλοι απόρησαν. Και όταν τελείωσε, άρχισε και πάλι να διαβάζει τον ίδιο Ακάθιστο. Όταν πια τον είχε διαβάσει αρκετές φορές, θέλησαν να πάρουν το βιβλίο από τά χέρια της, αλλά δεν μπόρεσαν, γιατί το κρατούσε πολύ σφιχτά, διαβάζοντας αδιάκοπα τον ίδιο Ακάθιστο. Τότε κατάλαβαν οι συγγενείς ότι αυτή έβλεπε κάτι και με την αδιάκοπη ανάγνωση τού Ακάθιστου προστάτευε τον εαυτό της.
Όταν πέρασε ένα μερόνυχτο διαβάζοντας τον Ακάθιστο, οι συγγενείς πού κάθονταν στο πλάι της και την κοίταζαν έτσι πού ήταν ξαπλωμένη στο κρεβάτι, απότομα και ξαφνικά κοίταξε με τα μάτια της προς τα επάνω και έμειναν ακίνητα τα μάτια της, με το βλέμμα σχεδόν μισή ώρα συγκεντρωμένο ψηλά. Και ενώ όλοι απορούσαν γι’ αυτό και θαύμαζαν και δεν ήξεραν τί θα γίνει, αυτή φώναξε δυνατά: “Αν αυτό είναι το θέλημα τού Θεού, από αυτή τη στιγμή θα πάψω να λυπάμαι για τον γιό μου”. Ακούοντας οι συγγενείς με τρόμο και χαρά αυτά πού είπε, άρχισαν με επιμονή να τη ρωτούν τί είδε. Αυτή δε, χωρίς να άπαντά τίποτε στο ερώτημα τους, τούς παρακαλούσε να καλέσουν τον πνευματικό της, πού όταν τον κάλεσαν τού εξομολογήθηκε όλα όσα είχε δει. Με την εξομολόγηση επανήλθε ό νους της εντελώς. Μόλις έφυγε ό πνευματικός, μπήκαν μέσα οι συγγενείς και άρχισαν και πάλι να τη ρωτούν τί είδε, κατάλαβαν όμως ότι από την πολύ μεγάλη σωματική εξάντληση μόλις και έμεινε ζωντανή, και έτσι δεν μπορούσε να συζητήσει μαζί τους.
Ἡ αὐτοβιογραφία μου. Ὅσιος Παΐσιος Βελιτσκόφσκι (1722-1794), μέρος 12ο. ‘Δόκιμος στή μονή τοῦ Λιουμπετς’
Καθώς πλησίαζα στο μοναστήρι, βλέπω σιδερένια οδοφράγματα τοποθετημένα έως τον Δνείπερο ποταμό και φρουρά να στέκεται εκεί. Το μοναστήρι βρισκόταν πίσω από τη φρουρά. Με κατέλαβε φόβος και δεν ήξερα τί να κάνω. Μην έχοντας επάνω μου καμία γραπτή μαρτυρία για το ποιος είμαι, φοβόμουν ότι ή φρουρά θα με συλλάβει. Παρακάλεσα από όλη μου την ψυχή τον Θεό, όπως Αυτός γνωρίζει, να με φυλάξει από τούτο τον πειρασμό. Προχώρησα προς τη φρουρά. Και τότε, χάρη στη θεία Πρόνοια, πέρα από κάθε ελπίδα, είδα έναν μοναχό πού από την πόλη πήγαινε προς το μοναστήρι από την άλλη μεριά τού οδοφράγματος, ό όποιος, μόλις πλησίασε τη φρουρά, στάθηκε και με κοίταζε. «Όταν πλησίασα οι φρουροί με ρώτησαν: «Από που είσαι;» Αυτός αμέσως, προτού απαντήσω, τούς απάντησε τάχα με έκπληξη:«Τί τον ρωτάτε από που είναι; Δεν γνωρίζετε ότι είναι δόκιμος της μονής και ότι επιστρέφει στο μοναστήρι;» Μόλις άκουσαν αυτό οι φρουροί με άφησαν να περάσω. ’Έσπευσα προς τον τίμιο αυτό μοναχό, τού έβαλα μετάνοια, και μόλις αντιλήφτηκα ότι είναι ιερομόναχος, ασπάστηκα την αγία δεξιά του.
Τον ευχαρίστησα για την τόση του Αγάπη, και δόξασα την ανεξερεύνητη Πρόνοια τού Θεού, πού με φύλαξε από αυτόν τον πειρασμό. Ό τίμιος αυτός ιερομόναχος, πού λεγόταν ’Αρκάδιος, με πήρε μαζί του και με οδήγησε στην ιερά εκείνη μονή, εκεί στο κελί του, ώσπου να έρθει ό ηγούμενος, ό όποιος έλειπε κάπου για δουλειές τού μοναστηριού. Με πήρε μέσα στο κελί, και ώσπου να έρθει ό ηγούμενος μού μιλούσε με λόγους ψυχωφελείς, ήθελε δέ, αν αυτό το επέτρεπε και ό ηγούμενος, να με πάρει για σύγκελλό του. ’Αλλά και εγώ, επειδή είδα ότι ήταν άνθρωπος πνευματικός, λογικός και γεμάτος από φόβο Θεού, ήθελα, εφόσον θα ήταν δυνατόν, για χάρη της πνευματικής μου καθοδηγήσεως να ζήσω κοντά του.
Όταν ήρθε ό ηγούμενος στο μοναστήρι, μού τον έδειξε από το παράθυρο τού κελιού του λέγοντάς μου: «Να, αυτός πού στέκεται στη μέση τού μοναστηριού είναι ό ηγούμενος. Κοίτα τον, αδελφέ, και πες αν και σέ σάς εκεί στο Κίεβο έτσι περπατούν οι ηγούμενοι. Τον κοίταξα και τον είδα κοσμημένο με σταχτιά γενειάδα, να φοράει ένα μαύρο χοντρό μάλλινο επανωφόρι, και θαύμασα πολύ την ταπείνωσή του, πώς ηγούμενος αυτός φοράει τόσο φτωχικό ένδυμα• γιατί από τότε πού γεννήθηκα δεν είχα δει άλλους ηγουμένους ντυμένους τόσο φτωχικά. Στη συνέχεια ό γέροντας εκείνος φόρεσε το ράσο του, και με οδήγησε στον ηγούμενο, στου όποιου έπεσα τά πόδια ζητώντας την ευλογία του. Αφού με ευλόγησε κατά τη συνήθεια, με ρώτησε: «Από που είσαι, αδελφέ, και για ποιο λόγο ήρθες στο μοναστήρι μας;»
Ἡ αὐτοβιογραφία μου, Ὅσιος Παΐσιος Βελιτσκόφσκι (1722-1794), μέρος 13 »Ἀντιγράφει τήν κλίμακα τοῦ Ἁγίου Ἰωάννου»
ΑΝΤΙΓΡΑΦΕΙ ΤΗΝ ΚΛΙΜΑΚΑ ΤΟΥ ΑΓΙΟΥ ΙΩΑΝΝΟΥ
Ύστερα από λίγο καιρό, ο ηγούμενος έστειλε τον πατέρα Ιωακείμ να ζήσει σέ μία σκήτη της μονής πού τιμάτο στο όνομα του οσίου πατρός ημών Ονούφριου και απείχε πέντε βέρστια από το μοναστήρι. Το δωμάτιο στο όποιο ζούσε αυτός μού το έδωσε εμένα.
Κάποια φορά με κάλεσε και μου έδωσε το βιβλίο τού οσίου πατρός ημών Ιωάννου της Κλίμακος, το όποιο διαιρείτο σέ εβδομήντα διδαχές, και μου είπε: «Πάρε, αδελφέ, το βιβλίο αυτό και διάβασε το προσεκτικά και επιμελώς, και θα διδαχθείς την ιερή υπακοή και κάθε καλό έργο, γιατί το βιβλίο αυτό είναι πολύ ψυχωφελές». Εγώ, κατά τη συνήθεια, έκανα εδαφιαία μετάνοια, ασπάστηκα την αγία του δεξιά, και πήρα το βιβλίο εκείνο με αμέτρητη χαρά, θαυμάζοντας την κατά Θεόν Αγάπη πού έδειχνε για μένα και για την πατρική του μέριμνα για τη δική μου ψυχή, και έτσι τράβηξα για το κελί μου.Όταν διάβασα λίγο από αυτό το βιβλίο, τόσο ευχαριστήθηκε η ψυχή μου από τούς λόγους τού θεοφόρου εκείνου πατρός, του γεμάτου από τη χάρη του Αγίου Πνεύματος, ώστε σκέφθηκα ότι, αφού στο μοναστήρι αυτό πρόκειται να μείνω για λίγο μόνο καιρό,
Ἡ αὐτοβιογραφία μου, Ὅσιος Παΐσιος Βελτσκόφσκι (1722-1794), μέρος 14ο «Ἡ ἀσύνετη γενναιοδωρία τοῦ Παΐσίου’
Η ΑΣΥΝΕΤΗ ΓΕΝΝΑΙΟΔΩΡΙΑ ΤΟΥ ΠΑΪΣΙΟΥ
Στην αρχή της έλευσής μου στο μοναστήρι εκείνο εκτελούσα το διακόνημα πού μού είχε ανατεθεί και έως ένα διάστημα είχα βαθιά γαλήνη στην ψυχή μου. Αυτό γινόταν όσο καιρό μπορούσα να κρατήσω στη συνείδησή μου την εντολή πού μου είχε δοθεί από τον ηγούμενο, να μοιράζω έτσι όπως αυτός είχε καθορίσει στους μάγειρες τα απαραίτητα για την τράπεζα της αδελφότητας. Πήγαινα δηλαδή στις αυλές του μοναστηριού και σέ όλα τά μέρη τά οποία μου είχαν καθοριστεί, από τά οποία περνούσα κάθε εβδομάδα και μοίραζα τά απαραίτητα πού έπαιρνα από το δοχείο του μοναστηριού.
Στην αρχή της έλευσής μου στο μοναστήρι εκείνο εκτελούσα το διακόνημα πού μού είχε ανατεθεί και έως ένα διάστημα είχα βαθιά γαλήνη στην ψυχή μου. Αυτό γινόταν όσο καιρό μπορούσα να κρατήσω στη συνείδησή μου την εντολή πού μου είχε δοθεί από τον ηγούμενο, να μοιράζω έτσι όπως αυτός είχε καθορίσει στους μάγειρες τα απαραίτητα για την τράπεζα της αδελφότητας. Πήγαινα δηλαδή στις αυλές του μοναστηριού και σέ όλα τά μέρη τά οποία μου είχαν καθοριστεί, από τά οποία περνούσα κάθε εβδομάδα και μοίραζα τά απαραίτητα πού έπαιρνα από το δοχείο του μοναστηριού.
Ἡ αὐτοβιογραφία μου. Ὅσιος ΠαΐσιοςΒελιτσκόφσκι (1722-1794), μέρος 15ο »Ἕνας ἀνελέητος ἡγούμενος
Όσο καιρό ζούσα σέ εκείνο το μοναστήρι η μεγαλύτερη χαρά πού ένιωθα ήταν πού έβλεπα πώς εκείνος ο οσιότατος ηγούμενος, σαν φιλεύσπλαχνος πατέρας, διοικούσε την αδελφότητα με μεγάλη Αγάπη, με πραότητα και ταπείνωση, με υπομονή και καρτερικότητα. Αν συνέβαινε κάποιος από τούς αδελφούς, σαν άνθρωπος, να αμαρτήσει σέ κάτι, και να ζητήσει συγγνώμη, αμέσως τον συγχωρούσε, διορθώνοντάς τον με πνεύμα πραότητας και τιμωρώντας τον με λόγια ψυχωφελή, ορίζοντας του και κανόνα, στο μέτρο των δυνάμεών του.
Γνωρίζεις μέ ποιούς πολεμᾶς;
Εἶναι δυνατὸν νὰ κερδίσεις τὴν
σωτηρία,ὅταν τρῶς καὶ πίνεις ὑπερβολικά, ὅταν ξαπλώνεις καὶ συνεχῶς
ἀναπαύεις τὸ σῶμα σου; Ἄν δὲν ἀγωνιστεῖς πρῶτα πρῶτα σ’αὐτὰ δὲν θὰ
ξεφύγεις ἀπὸ τὶς παγίδες τῶν ἐχθρῶν.
Ἡ εὐχή τοῦ Ἰησοῦ εἶναι ἐργασία κοινή τῶν ἀγγέλων καί τῶν ἀνθρώπων. (Ὁσίου Παϊσίου Βελιτσκόφσκυ)
Η
ευχή του Ιησού είναι εργασία κοινή των αγγέλων και των ανθρώπων. Με την
προσευχή αυτή οι άνθρωποι πλησιάζουν σύντομα την ζωή των αγγέλων.
Η ευχή είναι η πηγή όλων των καλών έργων και αρετών και εξορίζει μακριά από τον άνθρωπο τα σκοτεινά πάθη.Σε
σύντομο χρόνο κάνει τον άνθρωπο ικανό να αποκτήσει τη χάρη του Αγίου
Πνεύματος. Απόκτησε την, και πριν πεθάνεις θα αποκτήσεις ψυχή Αγγελική. Η
ευχή είναι θεϊκή αγαλλίαση.Κανένα άλλο πνευματικό όπλο δε μπορεί να αναχαιτίσει τόσο αποτελεσματικά τους δαίμονες. Τους κατακαίει όπως η φωτιά τα βάτα.
(Οσίου Παϊσίου Βελιτσκόφσκυ)
Πηγή: agapienxristou.blogspot.ca
Ἡ διήγηση τοῦ Ὁσίου Παϊσίου Βελιτσκόφσκι γιά τήν ἀνακάλυψη τῶν πατερικῶν συγγραμμάτων στό Ἅγιον Ὄρος καί τήν μετάφρασή τους.
Η ΔΙΗΓΗΣΗ ΤΟΥ ΟΣΙΟΥ ΠΑΙΣΙΟΥ ΒΕΛΙΤΣΚΟΦΣΚΙ ΓΙΑ ΤΗΝ ΑΝΑΚΑΛΥΨΗ ΤΩΝ ΠΑΤΕΡΙΚΩΝ ΣΥΓΓΡΑΜΜΑΤΩΝ ΣΤΟ ΑΓΙΟΝ ΟΡΟΣ ΚΑΙ ΤΗΝ ΜΕΤΑΦΡΑΣΗ ΤΟΥΣ.
ΑΠΑΝΤΗΤΙΚΗ ΕΠΙΣΤΟΛΗ ΠΡΟΣ ΤΟΝ ΗΓΟΥΜΕΝΟ ΘΕΟΔΟΣΙΟ ΤΟΥ ΕΡΗΜΗΤΗΡΙΟΥ ΤΟΥ ΑΓΙΟΥ ΣΩΦΡΟΝΙΟΥ ΣΤΗΝ ΡΩΣΙΑ.
Όταν ακόμη βρισκόμουν στο Αγιον
Όρος με μικρό αριθμό αδελφών, γνώριζα καλά από τη διδασκαλία και τις
εντολές των θεοφόρων πατέρων μας oτι αυτός ο οποίος έχει υπό την
καθοδήγησή του αδελφούς, δεν πρέπει να τους διδάσκει και να τους
νουθετεί κατά το δικό του φρόνημα και την κρίση. Αυτό πρέπει να γίνεται
σύμφωνα με το αληθινό και ορθό πνεύμα της Αγίας Γραφής, όπως διδάσκουν
οι θείοι πατέρες και οικουμενικοί διδάσκαλοι, καθώς επίσης διδάσκουν και
οι φωτισμένοι από το Άγιο Πνεύμα διδάσκαλοι και οδηγοί τού μοναχικού
βίου. Επίσης φοβόμουν και έτρεμα και τη μικρόνοιά μου, μήπως δηλαδή
ένεκα της απειρίας μου, κατά τούς λόγους του Κυρίου , σαν τυφλός και ο
ίδιος πέσω στον λάκκο της απώλειας, παρασύρω δέ και αυτούς πού με
ακολουθούν.
Γι’ αυτό λοιπόν, σαν θεμέλιο ακλόνητο στην ορθή, αλάνθαστη και χωρίς
απόκλιση από τον σωστό δρόμο του Θεού οδηγία και της δικής μου
ταλαίπωρης ψυχής αλλά και τών Αγίων αδελφών, έθεσα την Αγία Γραφή της
Παλαιάς και Καινής Διαθήκης.Επίσης
δέ, με τη χάρη του Αγίου Πνεύματος, την ορθή τους ερμηνεία, δηλαδή τη
διδασκαλία των θεοφόρων πατέρων μας οικουμενικών διδασκάλων και τών
Αγίων πατέρων διδασκάλων και οδηγών του μοναχικού βίου, τών Αγίων
Συνόδων, και όλων των Κανόνων των Αγίων πατέρων, των ’Αποστολικών και
των Συνοδικών, τούς οποίους διαφυλάσσει η Αγία Καθολική και Αποστολική
Εκκλησία, καθώς και των εντολών και τυπικών αυτής. «Όπως είπα, όλα αυτά
τα δέχθηκα ως διδαχή για εμένα τον ίδιο και για τους άγιους αδελφούς,
έτσι ώστε τόσο εγώ όσο και οι αδελφοί πού ζουν μαζί μου, με τη συνέργεια
του Θεού και με την επίνευση της θείας Χάριτος, να διδασκόμαστε από
αυτά, αλλά και να μην αποκλίνουμε από το ορθό φρόνημα της ‘Αγίας
Καθολικής Ορθοδόξου Εκκλησίας.
Αρχικώς, με τη βοήθεια του Θεού,
ξεκίνησα φιλοπόνως με πολύ κόπο και όχι λίγη δαπάνη, να αποκτώ πατερικά
βιβλία, τα οποία διδάσκουν περί υπακοής και προσοχής, νήψεως και
προσευχής. Αυτά, είτε τα αντέγραφα ο ίδιος ιδιογράφων, είτε τα αγόραζα
με χρήματα, μολονότι τα απαραίτητα για τη διατροφή μας τα αποκτούσαμε
από το έργο των χεριών μας. Περιορίζοντας πολλές φορές την τροφή μας και
υπομένοντας τη φτώχεια στην ένδυσή μας, αγοράζαμε εκείνα τά
μνημονευθέντα βιβλία σέ σλαβική, δηλαδή βουλγαρική γλώσσα γραμμένα , και
τά θεωρούσαμε σαν ουράνιο θησαυρό, χαρισμένο σέ εμάς από τον Θεό. Όταν
στη διάρκεια μερικών ετών τά διάβασα αυτά με προσοχή, σέ πάρα πολλά
σημεία διαπίστωσα απερίγραπτη ασάφεια, σέ πολλά άλλα δέ σημεία δεν βρήκα
καθόλου νόημα, σύμφωνο με τη Γραμματική.
Μολονότι τά διάβασα
επανειλημμένως, με απερίγραπτο κόπο και έρευνα, και πάλι δεν μπόρεσα να
βγάλω νόημα. Μόνο ο Θεός γνωρίζει με πόση θλίψη γέμισε η ψυχή μου,
επειδή δεν ήξερα τί να κάνω. Νόμιζα ότι τά σλαβικά βιβλία θα μπορούσα,
έστω και μερικώς, να τά διορθώσω από άλλα σλαβικά βιβλία. Άρχισα λοιπόν
με τα βιβλία του Αγίου Ησυχίου του Πρεσβυτέρου των Ιεροσολύμων, του
Αγίου Φιλοθέου του Σιναΐτου και του Αγίου Θεοδώρου του Εδέσσης, να τα
αντιγράφω με το χέρι μου από τέσσερα χειρόγραφα, μήπως και επιλέγοντας
κάποιο από τα τέσσερα αυτά, θα αξιωνόμουν να βρω σ’ αυτά νόημα
γραμματικώς σωστό. Όλη η εργασία μου όμως έγινε ματαίως, διότι σέ κανένα
από τά τέσσερα βιβλία πού συνέκρινα δεν μπόρεσα να βρω το τέλειο εκείνο
νόημα.
Όταν βασανίστηκα τόσες φορές,
τότε κατάλαβα ότι ματαίως κουράζομαι να διορθώσω υποθετικώς σλαβικά
βιβλία από σλαβικά. Άρχισα λοιπόν επιμόνως να εξετάζω από που υπάρχει
στα σλαβικά βιβλία μία τέτοια ανεξήγητη ασάφεια και φτώχεια στην
ορθότητα της Γραμματικής. Και σύμφωνα με τις δυνατότητες του αδύναμου
νου μου βρήκα ότι δύο είναι οι αιτίες αυτής της πραγματικότητας: Η πρώτη
είναι η αδεξιότητα των αρχαίων μεταφραστών στη μετάφραση από την
ελληνογραικική στη σλαβική γλώσσα, δεύτερη δέ η αδεξιότητα και η ραθυμία
των άπειρων αντιγραφέων. Και τότε απογοητεύθηκα τελείως, βλέποντας στα
σλαβικά πατερικά βιβλία πώς αποδίδεται το αληθινό και σωστό νόημα πού
υπάρχει στα ίδια ελληνογραικικά βιβλία.
Όταν κατά την πολυετή παραμονή
μου στο Αγιον Όρος έμαθα να μιλώ σε κάποιο βαθμό στην ελληνική γλώσσα,
έλαβα την απόφαση ακόμη περισσότερο, με πόνο καρδιάς, να αναζητήσω τά
ελληνογραικικά πατερικά βιβλία, με την ελπίδα με αυτά να διορθώσω τά
σλαβικά. Και ενώ ρωτούσα επανειλημμένως σε πολλά μέρη, δεν μπορούσα να
τά βρω. Έτσι πήγα στη μεγάλη Σκήτη της Αγίας ’Άννης της Μονής της
Λαύρας, στα Καυσοκαλύβια, στη Σκήτη τού Αγίου Δημητρίου της Μονής
Βατοπεδίου και στις υπόλοιπες σκήτες και μοναστήρια, παντού όμως, όπου
ρωτούσα διακεκριμένα άτομα και έμπειρους πνευματικούς γέροντες και
συνεπείς μοναχούς για τά πατερικά βιβλία με το όνομά τους, πουθενά δεν
μπόρεσα βρω τέτοια, αλλά από όλους λάμβανα την ομόφωνη απάντηση: «Εμείς
έως και σήμερα όχι μόνο δεν γνωρίζουμε τέτοια βιβλία, αλλά ούτε και
ακούσαμε το όνομα αυτών των Αγίων». Λαμβάνοντας τέτοια απάντηση, ο Θεός
μόνο γνωρίζει σέ τι θλίψη βυθίστηκα, σκεπτόμενος ότι από μοναχούς πού
επιλέχτηκαν από τον Θεό για να ζήσουν σέ τέτοιον άγιο τόπο, όπου έζησαν
πολλοί μεγάλοι και τέλειοι άγιοι, δεν αξιώθηκα όχι μόνο να βρω τά τόσο
επιθυμητά από εμένα ιερά εκείνα βιβλία, αλλά ούτε και το όνομα των Αγίων
εκείνων από κανέναν δεν άκουσα. Αυτός ήταν ο λόγος πού έπεσα σέ όχι
μικρή θλίψη.
Όλη μου την ελπίδαόμως για την
ανεύρεση τέτοιων βιβλίων την εναπόθεσα στον Θεό και παρακαλούσα την
ανέκφραστη φιλανθρωπία Του, με τους τρόπους που Αυτός γνωρίζει, ως
παντοδύναμος και πανίσχυρος, να με αξιώσει να βρω τέτοια βιβλία. Ο Θεός
λοιπόν, ό πανεύσπλαχνος, δεν παρέβλεψε τη διακαή μου επιθυμία για την
απόκτηση πατερικών βιβλίων στην έλληνογραικική γλώσσα και με αξίωσε, με
την απερίγραπτη πρόνοιά Του, να βρω τέτοια βιβλία και να αποκτήσω έναν
αριθμό από αυτά με τον ακόλουθο τρόπο.
Κάποια φορά πού πήγαινα μαζί
με δύο αδελφούς από την Ιερά και Μεγάλη Λαύρα του Αγίου Αθανασίου στη
Σκήτη της Αγίας Άννης, φθάσαμε στην κορυφή τού βουνού του Αγίου Προφήτου
Ηλιού, η οποία είναι το ένα τρίτο στο ύψος του μεγάλου, υψηλότατου
Αγίου Άθω. Κάτω από το βουνό αυτό, σε υψηλότατη θέση, από τη μεριά πού
είναι προς τη θάλασσα, βρίσκεται μία σκήτη του Αγίου Βασιλείου του
Μεγάλου, η οποία ιδρύθηκε πριν από λίγο καιρό από μοναχούς πού ήρθαν από
την Καισάρεια της Καππαδοκίας σέ μέρος πολύ άγριο, το όποιο δεν έχει
νερό ούτε και πηγή . Εξαιτίας αυτού η σκήτη δεν έχει ούτε αμπέλια, ούτε
ελαιόδεντρα, ούτε σύκα, ούτε κήπους, ούτε και κανένα άλλο εφόδιο για την
επιβίωση, παρά μόνο το νερό της βροχής πού καλύπτει τις ανάγκες της
αδελφότητας.
Μάς δημιουργήθηκε λοιπόν η
επιθυμία να πάμε στη σκήτη αυτή, χάρη και προσκύνησης, αλλά και για να
επισκεφτούμε αυτόν τον τόπο, στον όποιο δεν είχαμε πάει έως τότε.
Φθάσαμε λοιπόν στη σκήτη και καθίσαμε κοντά στον ιερό ναό, οπότε μάς
είδε ένας ευλαβής μοναχός, ο οποίος μας άνοιξε τον ναό, και μετά την
προσκύνηση του ναού και των ιερών εικόνων, βγήκαμε έξω, οπότε μας κάλεσε
με αγάπη στο κελί του και βγήκε να πάει να μας ετοιμάσει γεύμα και να
μάς ξεκουράσει από την οδοιπορία.
Καθώς κοίταζα το τραπεζάκι
πού ήταν κοντά στο παράθυρο, είδα να βρίσκεται εκεί ανοικτό ένα βιβλίο
από το όποιο αντέγραφαν ένα άλλο. Ό αντιγραφέας ήταν τεχνίτης
καλλιγράφος, καθώς δέ κοίταζα το βιβλίο είδα ότι ήταν του Αγίου Πέτρου
του Δαμασκηνού. «Όταν το κοίταξα καλά, δεν μπορώ να πω πόση γέμισα
ανέκφραστη πνευματική χαρά, αισθανόμενος ότι αξιώθηκα να αντικρίσω στη
γη ουράνιο θησαυρό. Όταν επέστρεψε ο μοναχός στο κελί, άρχισα με μεγάλη
χαρά και απερίγραπτη έκπληξη να τον ρωτώ, από πού, πέρα από κάθε
προσδοκία μου, βρήκε η οσιότητά
του ένα τέτοιο βιβλίο. Αυτός μου είπε ότι υπάρχει και άλλο βιβλίο του
ίδιου Αγίου, το όποιο έχει είκοσι τέσσερα κεφάλαια σέ αλφαβητική σειρά.
Όταν τον ρώτησα αν έχουν και άλλα παρόμοια βιβλία, μου είπε ότι υπάρχουν
τά ακόλουθα: τού Αγίου Αντωνίου του Μεγάλου, του Αγίου Γρηγορίου του
Σιναΐτου, όχι όμως όλα, του Αγίου Φιλοθέου, του Αγίου Ησυχίου, τού Αγίου
Διαδόχου, του Αγίου Θαλασσίου, του Αγίου Συμεών του Νέου Θεολόγου,
Λόγος περί προσευχής, του Αγίου Νικηφόρου του Μοναχού, Λόγος περί
προσευχής, το βιβλίο του Αγίου Ησαΐα, και άλλα παρόμοια βιβλία. Του
Αγίου Νικήτα του Στηθάτου, «σε εμάς», είπε, «υπάρχουν μόνο είκοσι δύο
κεφάλαια, αλλά ολόκληρο το βιβλίο υπάρχει μόνο στις βιβλιοθήκες τών
μεγάλων μοναστηριών». Όταν τον ρώτησα γιατί εγώ, ενώ με πόνο καρδιάς
αναζητούσα αυτά τά βιβλία, δεν τά βρήκα και, ενώ ρωτούσα πολλά αξιόλογα
πρόσωπα, δεν αξιώθηκα ούτε να ακούσω καν γι’ αυτά, αυτός μου απάντησε:
«Η αιτία, κατά τη γνώμη μου, είναι ότι αυτά τά βιβλία είναι γραμμένα
στην πιο καθαρή ελληνογραικική γλώσσα, την οποία στην εποχή μας έκτος
από τούς μορφωμένους ανθρώπους ελάχιστοι την καταλαβαίνουν, οι
περισσότεροι δέ δεν την καταλαβαίνουν καθόλου. Αυτός είναι ο λόγος πού
τά βιβλία αυτά περιήλθαν σχεδόν σέ τέλεια λήθη, γι’ αυτό και εσύ, ενώ
ρωτούσες γι’ αυτά, δεν αξιώθηκες ούτε να ακούσεις κάτι σχετικό».
Οι μοναχοί της σκήτης αυτής,
ενόσω ακόμη ζούσαν στη χώρα τους, στην Καισάρεια της Καππαδοκίας, είχαν
ακούσει αρκετά γι’ αυτά τά βιβλία, όταν δέ ήρθαν στο Άγιον Όρος, με πολύ
κόπο και χρόνο και με δαπάνη όχι μικρή, από όσα εισέπρατταν από το
εργόχειρο τους, πληρώνοντας μορφωμένα πρόσωπα, έμαθαν όχι μόνο την απλή
αλλά και αυτή την αρχαία ελληνική γλώσσα, με τη βοήθεια δέ του Θεού
βρήκαν σέ κάποια μοναστήρια τέτοια βιβλία, τά οποία αντιγράφουν και
διαβάζουν και, το κατά δύναμη, ωφελούνται και στην πράξη από τη
διδασκαλία τους. Όταν τα άκουσα αυτά χάρηκα πολύ με χαρά ανέκφραστη,
διότι βρήκα στη γη ουράνιο θησαυρό. Άρχισα λοιπόν να τον ικετεύω θερμά,
χάρη της αγάπης του Θεού, να αντιγράψει και για μένα παρόμοια βιβλία,
υποσχόμενος να τού πληρώσω ό,τι τιμή θελήσει για τον κόπο του.
Αυτός όμως, έχοντας ο ίδιος
πολλά να αντιγράψει, με παρέπεμψε σέ άλλον καλλιγράφο, ο όποιος ζούσε
στην ίδια σκήτη. Τον ικέτευσα και αυτόν εγκαρδίως να μου αντιγράψει
πατερικά βιβλία, υποσχόμενος να τον πληρώσω στο τριπλάσιο. Αυτός, χάρη
της αγάπης του Θεού, και βλέποντας τη θερμή μου επιθυμία για την
απόκτηση τέτοιων βιβλίων, δεν δέχθηκε να πληρωθεί στο τριπλάσιο, αλλά
υποσχέθηκε μόνο στην κανονική τιμή, μολονότι δέ είχε πολλά να
αντιγράψει, εντούτοις θα έκανε ό,τι μπορούσε για να αντιγράψει έστω και
μέρος αυτών τών βιβλίων. Έτσι δύο χρόνια και κάτι πριν να εγκαταλείψουμε
το Αγιον Όρος, ο καλλιγράφος εκείνος άρχισε να αντιγράφει με όση δύναμη
είχε το χέρι του και αντέγραψε ένα μέρος των τόσο επιθυμητών σέ εμένα
βιβλίων, τα οποία δεχθήκαμε σαν δώρο του Θεού, σταλμένο σέ εμάς από τον
ουρανό, και βγήκαμε από το Άγιον Όρος Άθω, χάρη ευκολότερης εξυπηρέτησης
στις εδώ χώρες των απαραίτητων αναγκών μας για τη διατροφή της
αδελφότητάς μας.
Όταν εγκατασταθήκαμε λοιπόν στην
Ιερά Μονή της Ντραγκομίρνα, άρχισα να σκέπτομαι έντονα και να φροντίζω
με ποιο τρόπο θα μπορούσα ή να προβώ σε διόρθωση των σλαβικών πατερικών
βιβλίων ή να αρχίσω να κάνω από την αρχή μεταφράσεις από την αρχαία
ελληνική γλώσσα. Και άρχισα το έργο κατά τον εξής τρόπο: Ως οδηγό μου
έθεσα τη μετάφραση των πατερικών έργων στη μολδαβική γλώσσα. Ήταν αυτά
που είχαν μεταφράσει στη μητρική τους μολδοβλαχική γλώσσα, από τα
ελληνικά πού είχα εγώ παραγγείλει στο Άγιον Όρος, οι αγαπημένοι μας
αδελφοί, ιερομόναχοι Μακάριος και Ιλαρίων ο Διδάσκαλος , οι οποίοι ήταν
μορφωμένοι άνθρωποι και έμπειροι μεταφραστές. «Ένα μέρος αυτών των έργων
είχε μεταφράσει ο αδελφός Μακάριος, ενόσω ήταν ακόμη στο Άγιον Όρος
Άθω, ένα δέ μέρος όταν ήρθαμε στην Ντραγκομίρνα. Επίσης και ο αξιότιμος
διδάσκαλος Ιλαρίων μετέφρασε ένα μέρος αυτών στο μοναστήρι μας στην
Ντραγκομίρνα. Μολονότι έκρινα ότι, χωρίς καμία αμφιβολία, αυτή η
μετάφρασή τους έπρεπε να είναι κατά πάντα ακριβής, ωστόσο άρχισα να
διορθώνω τις παλιές μεταφράσεις από τά Αρχαιοελληνικά στη σλαβική γλώσσα
και άλλα να τά μεταφράζω εξ υπαρχής, λαμβάνοντας προσεκτικά υπόψη και
τά Αρχαιοελληνικά πού είχαν αντιγραφεί για εμένα στο Άγιον Όρος. Έτσι
μετέφρασα έκ νέου τά εξής βιβλία : Του Αγίου Αντωνίου του Μεγάλου, του
Αγίου Ιωάννου της Κλίμακος, του Αγίου Ησυχίου, του Αγίου Φιλοθέου,τ ου
Αγίου Νείλου του Σιναΐτου, Περί προσευχής, του Αγίου Ήσαΐου του
Άναχωρητού, Κεφάλαια περί προσευχής, και του Αγίου Θαλασσίου. Από αυτά,
τά οποία είχαν μεταφρασθεί στο παρελθόν, διόρθωσα τά εξής: Του Αγίου
Διαδόχου, του Αγίου Μακαρίου το δεύτερο, του Αγίου Ισαάκ, του Αγίου
Γρηγορίου του Σιναΐτου, του Αγίου Συμεών του Νέου Θεολόγου τον Λόγο περί
προσευχής και προσοχής, του Αγίου Κασσιανού του Ρωμαίου, Περί λογισμών,
και τον Λόγο περί διακρίσεως και τα λοιπά.
Το έτος 1774 ήρθε από το Άγιον
Όρος στην Ντραγκομίρνα (ενώ ακόμη βρισκόμασταν εκεί) ένας Έλληνας
μοναχός, ονομαζόμενος Κωνστάντιος. Αυτός έφερε μαζί του ένα ελληνικό
βιβλίο, το οποίο είχε αντιγράψει ο ίδιος με το χέρι του και περιλάμβανε
μεγάλο αριθμό πατερικών έργων . Περιλαμβάνονταν σ’ αυτό μερικά έργα τά
όποια έως τότε δεν είχα δει σέ σλαβική γλώσσα, τά οποία αυτός, μετά από
επίμονο αίτημά μου τά αντέγραψε με το χέρι του.
Επειδή όμως δεν είχε καθόλου
διδαχθεί τη γραμματική, γι’ αυτόν τον λόγο, όπως στο δικό του βιβλίο
έτσι και σ’ αυτό πού αντέγραψε για εμάς, εξαιτίας της απειρίας στην
ορθογραφία, έκανε πάμπολλα, αναρίθμητα λάθη. Πραγματικώς έτσι ανακάλυψα
τον χρυσό των λόγων των πατέρων, βουτηγμένο μέσα στο έλος της
ανορθογραφίας, τον οποίο όμως, ακόμη και από τα καλώς καταρτισμένα
άτομα, ποιό μπορεί να τον καθαρίσει, χωρίς να έχει αξιόπιστα
αρχαιοελληνικά πρωτότυπα; Από τά έργα λοιπόν, πού με λάθη αντέγραψε
εκείνος ο Κωνστάντιος, μετέφρασα τα εξής: Του Αγίου Μάρκου του
Νηστευτού, του Αγίου Θεοδώρου του Εδέσσης και του Αγίου Νικήτα του
Στηθάτου τα Τριακόσια κεφάλαια, τα οποία έργα, περισσότερο από όλα πού
αναφέρθηκαν, δεν προσφέρονται τώρα όχι μόνο για εκτύπωση, αλλ’ ούτε και
για να αντιγραφούν σε άλλο μοναστήρι, εάν προηγουμένως δεν διορθωθούν με
βάση αξιόπιστα έντυπα ή χειρόγραφα πρωτότυπα.
Έτσι, ύστερα από πολύ καιρό, όταν ήδη με τη χάρη του Θεού άρχισα σ’ αυτή την προσπάθεια να φθάνω σέ κάποια μεγαλύτερη βελτίωση,
βρήκα και στα μεταφρασμένα από εμάς
(δηλαδή σέ συνεργασία με τούς αδελφούς πού προανέφερα) πολλά λάθη και
τότε κάποια από αυτά τά μετέφρασα και για δεύτερη φορά. Αλλά και πάλι
βρίσκονται μακριά από μία σωστή διόρθωση. «Όπως επίσης βρίσκονται και τα
ίδια εκείνα αρχαιοελληνικά που αντιγράφηκαν για εμένα στο Άγιον Όρος,
διότι εξαιτίας της τότε απειρίας μου νόμιζα ότι δεν είχαν καθόλου λάθη.
Σέ πολλά σημεία ανακαλύφθηκε πλήθος ορθογραφικών λαθών, τα οποία όμως,
όπως είπα, χωρίς αξιόπιστα Αρχαιοελληνικά ήταν αδύνατο να διορθωθούν.
Παρουσίασα λοιπόν ολοκάθαρα
στην οσιότητά σου ποιά ήταν η προσπάθειά μου για τη διόρθωση των
σλαβικών πατερικών έργων από τά Αρχαιοελληνικά, ή και για την έκ νέου
μετάφρασή τους στη σλαβική γλώσσα. Το έργο αυτό ήταν υπεράνω των
δυνάμεών μου, λόγω δέ της προαναφερθείσας αιτίας δεν έχει ακόμη
περατωθεί. Γι’ αυτό λοιπόν τώρα, όχι μόνο για εκτύπωση, άλλ’ ούτε και
για αντιγραφή σέ άλλο μοναστήρι δεν επιτρέπεται να δοθούν, προτού
διορθωθούν τελείως με βάση τά αρχαίο- ελληνικά πρωτότυπα. Αυτός είναι ο
λόγος για τον όποιο δεν μπόρεσα με κανέναν τρόπο να αποστείλω τέτοια
έργα στην οσιότητά σου, για να τυπωθούν ή να αντιγραφούν. Φοβούμαι μήπως
παραβιάσω τη χριστιανική και μοναχική μου συνείδηση εάν, για ένα έργο
ατελές, την ή μέρα της φοβεράς κρίσεως του Θεού η ψυχή μου καταδικαστεί.
Εάν η όσιότης σας, κατά την εντολή του Χριστού, έχει έστω και σταγόνα
αληθινής, άσβεστης έως τώρα αγάπης, τότε δεν θα πρέπει να εκλάβετε τη μή
αποστολή από μέρους μου πατερικών έργων ως σημείο εχθρότητας ή έλλειψης
φιλίας, ή ότι εγώ από φθόνο δεν θέλω το γενικό καλό όσων επιθυμούν να
σωθούν και να ωφεληθούν από αυτά τά βιβλία. Να μην μου δώσει ο σωτήρας
Χριστός τέτοια αφροσύνη!
Με τη χάρη του Θεού, εκτός
από τον λόγο πού περιέγραψα, δεν βλέπω στην ψυχή μου άλλο λόγο για τη μή
αποστολή προς εσάς των πατερικών έργων.
Ο πανιερώτατος κυρ Μακάριος, πρώην
Μητροπολίτης Κορίνθου, από τη νεανική του ακόμη ηλικία, Θεού
συνεργούντος, είχε τόση απερίγραπτη αγάπη για τά πατερικά συγγράμματα,
τα αναφερόμενα στη νήψη και την προσοχή του νοός, την ησυχία και τη
νοερά προσευχή, ήτοι τη διά του νοός τελούμενη στην καρδιά τών
εργαζόμενων αυτήν, ώστε όλη του τη ζωή να την αφιερώσει στην αναζήτησή
τους και με το φίλεργο χέρι του, ως εμπειρότατος στη θύραθεν παιδεία και
χωρίς φειδώ σέ έξοδα, παράγγειλε την αντιγραφή τους.
Όταν ήρθε λοιπόν στο Αγιον
Όρος, και με ανεκτίμητο ζήλο και μεγάλη επιμέλεια ερεύνησε τις
βιβλιοθήκες των μεγάλων μοναστηριών, βρήκε τέτοια συγγράμματα πού
προηγουμένως δεν τά είχε αποκτήσει. Προπάντων όμως στη βιβλιοθήκη της
πανένδοξης και μεγίστης Μονής Βατοπεδίου ανακάλυψε ανεκτίμητο θησαυρό,
δηλαδή βιβλίο περί ενώσεως του νοός μετά του Θεού, συλλογή από όλους
τους άγιους, πού είχε γίνει σέ αρχαίους χρόνους από μεγάλους ζηλωτές,
και άλλα περί προσευχής συγγράμματα, για τά οποία εμείς ακόμη μέχρι και
σήμερα δεν είχαμε ακούσει . Αυτά, με τη βοήθεια εμπειροτάτων αντιγραφέων
και με μεγάλη δαπάνη, μέσα σε λίγα χρόνια τά αντέγραψε και με μέγιστη
επιμέλεια τα διάβασε ο ίδιος από το πρωτότυπο και τά διόρθωσε εγκύρως.
Στην αρχή δέ του κάθε συγγράμματος έγραψε και τους βίους όλων των Αγίων
συγγραφέων των έργων αυτών. Τότε αναχώρησε από το Αγιον Όρος με ανείπωτη
χαρά, σαν να είχε βρει στη γη ουράνιο θησαυρό, και, αφού ήρθε στην
ένδοξη μικρασιατική πόλη Σμύρνη, τα απέστειλε στη Βενετία με πολλά
χρήματα, τά οποία συνέλεξε από ελεημοσύνες χριστιανών. Έστειλε τριάντα
έξι πατερικά έργα, με αυτά δέ συναριθμείται και το έργο του Αγίου
Καλλίστου του δευτέρου, περί του όποιου μαρτυρεί ο άγιος Συμεών
Θεσσαλονίκης.
Εγγραφή σε:
Αναρτήσεις (Atom)