Ἀκριβῶς γιά αὐτόν τόν λόγο ἡ Ἐκκλησία μας τόν τίτλο τοῦ Θεολόγου, τόν ἔχει δώσει ἐπίσημα μόνο σέ τρεῖς: στόν Ἅγιο Ἰωάννη τόν Θεολόγο, στόν Ἅγιο Γρηγόριο τόν Θεολόγο καί στόν Ἅγιο Συμεών τόν Νέο Θεολόγο. Βεβαίως δέν σημαίνει ὅτι ἦταν οἱ μοναδικοί πού ἔφθασαν στήν θεωρία καί στήν θεοπτία. Ὑπάρχουν πολλοί Ἅγιοι οἱ ὁποῖοι ἔφθασαν στό ὕψος αὐτό, ἀλλά αὐτοί κατεξοχήν ἔφθασαν στήν θεοπτία, μίλησαν γιά τόν Θεό καί φέρνουν τόν τίτλο τοῦ Θεολόγου.
Ὅταν λέμε ὅτι ἔφθασε κάποιος σέ θεωρία, δέν πρέπει νά σκεφτόμαστε αὐτό πού κάνουμε στό σχολεῖο διαχωρίζοντας τήν θεωρία καί τήν πράξη ἤ τίς θεωρητικές ἐπιστῆμες, θεωρητικά μαθήματα, θεωρητική κατεύθυνση καί πρακτική κατεύθυνση. Δέν εἶναι αὐτό. Ἀλλά εἶναι ἡ θεωρία τοῦ Θεοῦ. Στήν ἐπιστήμη τῆς Θεολογίας, ἡ θεωρία ἕπεται, ἀκολουθεῖ τήν πράξη, δέν προηγεῖται. Ἐνῶ συνήθως στίς φυσικές ἐπιστῆμες, οἱ ἐπιστήμονες πρῶτα φτιάχνουν μιά θεωρία καί μετά προσπαθοῦν νά τήν ἀποδείξουν μέ πειράματα, νά δοῦν ἄν ἰσχύει.
Στήν Θεολογία ἡ πρᾶξις εἶναι ἐπίβασις θεωρίας. Πρῶτα κάνουμε τήν πράξη, κάνουμε αὐτά πού λέει ὁ Θεός, προσευχόμαστε νηστεύουμε, κάνουμε μετάνοιες, γονυκλισίες, πηγαίνουμε στήν Ἐκκλησία, μελετοῦμε τήν Ἁγία Γραφή, κάνουμε ὑπακοή, κόβουμε τό θέλημά μας. Ὅλα αὐτά λέγονται πράξεις. Ἀφοῦ τά κάνει ὅλα αὐτά ὁ ἄνθρωπος καί τά ὁλοκληρώσει σέ ἕναν βαθμό, μετά φθάνει στήν θεωρία, πού εἶναι δῶρο τοῦ Θεοῦ, χάρις τοῦ Θεοῦ. Τότε λέμε ὅτι αὐτός ὁ ἄνθρωπος πλέον εἶναι φωτισμένος καί θεωμένος μέ τήν Χάρη βέβαια τοῦ Θεοῦ καί ἄν θέλει ὁ Θεός.
Ἡ κατάσταση αὐτή τοῦ φωτισμοῦ εἶναι συνεχής, ὑπάρχει ἐν ἐνεργεία ὅλο τό ἡμερονύκτιο, ἀκόμη καί κατά τόν ὕπνο. Τήν αἰσθάνεται ὁ ἄνθρωπος, καί μέσα στήν καρδιά του ἀκούει τήν φωνή τοῦ Θεοῦ, ὅπως λέει καί στήν Παλαιά Διαθήκη, στό Ἄσμα Ἀσμάτων: «Ἐγώ καθεύδω καί ἡ καρδία μου ἀγρυπνεῖ» (Ἄσμα 5,2), δηλαδή ἐγώ κοιμᾶμαι καί ἡ καρδιά μου προσεύχεται, ἀγρυπνεῖ, ἀδολεσχεῖ στόν Θεό. Αὐτή εἶναι ἡ θεωρία, εἶναι ἡ φώτιση.
Ἐνῶ ἡ θέωση, πού εἶναι ἕνα σκαλοπάτι πιό πάνω, εἶναι μιά κατάσταση κατά τήν ὁποία βλέπει κάποιος τήν δόξα τοῦ Θεοῦ. Βλέπει τό ἄκτιστο Φῶς, τήν ἴδια δόξα πού εἶδαν καί οἱ μαθητές στήν Μεταμόρφωση. Ἡ κατάσταση αὐτή μάλιστα διαρκεῖ ὄχι ὅσο θέλει ὁ ἄνθρωπος, ἀλλά ὅσο θέλει ὁ Θεός.
Ἕνας φωτισμένος πού ἔχει τήν συνεχή νοερά ἀδιάλειπτη προσευχή μέσα του, μπορεῖ νά μήν φθάσει ποτέ στήν θέωση. Ὁ Θεός πού τήν χαρίζει, κρίνει ἄν εἶναι ἀπαραίτητο νά ὁδηγήσει ἕναν φωτισμένο στήν θέωση ἤ δέν εἶναι ἀπαραίτητο. Ὁ ἄνθρωπος πού εἶναι σέ κατάσταση μερικοῦ φωτισμοῦ ἐπίσης σώζεται. Ἄν ὅμως κρίνει ὁ Θεός ὅτι χρειάζεται, τοῦ δίνει καί τό ἀνώτερο, τό τέλειο, τήν θέωση.
Τό ὅτι δέν χορηγεῖ σέ κάποιον τήν θέωση, δέν ὁδηγεῖ κάποιον στήν θέωση, μπορεῖ νά σημαίνει ὅτι ἔτσι, χωρίς αὐτή δηλαδή, θά εἶναι καλύτερα γιά τήν ψυχή του, διότι σέ ἐναντία περίπτωση ἡ θέωση μποροῦσε νά τόν ἔβλαπτε π.χ. νά τόν ὁδηγοῦσε στήν ὑπερηφάνεια. Γι’ αὐτό καί δέν τοῦ τήν δίνει καί τόν κρατᾶ στήν κατώτερη κατάσταση τοῦ φωτισμοῦ. Δηλαδή ὁ Θεός ὁδηγεῖ κάποιον στήν θέωση ὅταν δέν κινδυνεύει πνευματικά καί ὅταν τοῦ εἶναι ἀπαραίτητο εἴτε γιά νά τόν στηρίξει, ἴσως γιατί νοιώθει ὁ ἄνθρωπος ἀδύναμος πολύ, εἶναι καταβεβλημένος ἀπό τούς πειρασμούς, ὁπότε γιά νά τόν στηρίξει τοῦ δίνει ὁ Θεός αὐτή τήν ἔκτατη δωρεά τῆς θεώσης. Εἶτε γιά νά τόν ἐνδυναμώσει, εἴτε γιά νά τόν προετοιμάσει γιά κάποια ἀποστολή, γιά μιά σπουδαία ἀποστολή, ἡ ὁποία χρειάζεται πολλή δύναμη, τοῦ δίνει ὁ Θεός αὐτή τήν θεοπτία.
Γιά παράδειγμα, τόν Προφήτη Μωυσῆ πρίν τόν στείλει ὁ Θεός στήν Αἴγυπτο γιά νά ἀναλάβει τήν ἡγεσία τοῦ Ἑβραϊκοῦ λαοῦ καί νά τόν βγάλει ἀπό τήν αἰχμαλωσία τῶν Αἰγυπτίων, τοῦ δίνει ἐμπειρία θεώσεως. Ποιά ἦταν; Ἡ Βάτος ἡ καιομένη καί μή καταφλεγομένη. Ἡ βάτος πού καιγόταν, δηλαδή ἔβγαζε φλόγες, ἀλλά δέν καταστρεφόταν. Ἔβλεπε σαν νά καίγεται, ἀλλά δέν ἦταν φωτιά, ἦταν τό ἄκτιστο φῶς. Τοῦ μίλησε ὁ Θεός Λόγος. Αὐτός ἦταν πού τοῦ φανερώθηκε, ὁ Γιαχβέ τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης -γιά τόν ὁποῖο μιλοῦν καί οἱ Γιαχωβάδες- δέν εἶναι ὁ Θεός Πατέρας. Ὁ Γιαχβέ εἶναι ὁ Υἱός καί Λόγος τοῦ Θεοῦ, ὁ ὁποῖος φανερώνεται καί στήν Παλαιά Διαθήκη ὡς ἄσαρκος Λόγος. Στήν Καινή Διαθήκη φανερώθηκε ὡς ἔνσαρκος Λόγος, ὡς Χριστός. Αὐτός φανερώθηκε καί στόν Μωυσῆ καί τοῦ μίλησε μέσα ἀπό τήν βάτο στέλνοντάς τον στήν Αἴγυπτο γιά νά λυτρώσει καί νά ἐλευθερώσει τόν λαό Του ἀπό τήν αἰχμαλωσία. Ὁ Θεός ἐνισχύει λοιπόν τόν Μωυσῆ δίνοντάς του αὐτή τήν ἔκτακτη δωρεά τῆς θεοπτίας. Ὁ Μωυσῆς ἦταν τότε σέ ἡλικία 80 ἐτῶν καί ἀναλαμβάνει αὐτή τήν πολλή δύσκολη ἀποστολή.
Ἐπίσης βλέπουμε πάλι στούς 12 Ἀποστόλους, πρίν τούς στείλει ὁ Χριστός στά ἔθνη, νά τούς δίνει τήν ἐμπειρία τῆς θεώσεως, στήν Πεντηκοστή. Γεμίζουν μέ Ἅγιο Πνεῦμα οἱ Ἀπόστολοι καί τότε βγαίνει μέ θάρρος πολύ καί παρρησία ὁ Ἀπόστολος Πέτρος καί κάνει τό πρῶτο κήρυγμα καί ἐκείνη τήν ἡμέρα πίστεψαν οἱ πρῶτοι τρεῖς χιλιάδες ἄνθρωποι καί μπῆκαν στήν Ἐκκλησία.
Ἔτσι ἡ ἐμπειρία τῆς θεώσεως δέν εἶναι αὐτόματη! Δέν μπορεῖ δηλαδή ἕνας φωτισμένος νά τήν ἀποκτήσει, ἐπειδή θέλει νά τήν ἀποκτήσει. Ἔνας φωτισμένος μᾶλλον ἀποφεύγει νά τήν ζητήσει ἀπό τόν Θεό. Δέν τήν ζητάει. Δέν ζητάει νά δεῖ τό ἄκτιστο φῶς γιατί ἔχει ἀφεθεῖ ἐντελῶς στόν Θεό καί λέει ‘’ἄν θέλει ὁ Θεός, ἄν εἶναι γιά τό καλό μου, ὁ Θεός ξέρει, ἄν πρέπει νά μοῦ τό δώσει. Δέν θά ἐκβιάσω ἐγώ τόν Θεό’’.
Ὅταν ὅμως τήν ἔχει ἀνάγκη, τήν ἐμπειρία αὐτή τῆς θεώσεως, ὁ Θεός συγκαταβαίνει καί τήν δίνει, τοῦ δείχνει δηλαδή τήν δόξα Του, τό ἄκτιστο φῶς Του. Αὐτή ἡ θέα τῆς δόξης τοῦ Θεοῦ εἶναι καί ἡ πηγή τῆς μακαριότητος, πού θά ἔχουν οἱ σεσωσμένοι στήν Βασιλεία τοῦ Θεοῦ. Θά βλέπουν αὐτό τό ἄκτιστο φῶς, τό ὁποῖο ἔχει μιά ἄρρητη γλυκύτητα καί ὡραιότητα. Μία δόση αὐτῆς τῆς δωρεᾶς καί τῆς Χάριτος δίνει ὁ Θεός καί σ’ αὐτή τήν ζωή. Γι’ αὐτό, ἡ θέα τῆς δόξης τοῦ Θεοῦ, τό ἄκτιστο φῶς, εἶναι μία -θά λέγαμε- γεῦσις τοῦ Παραδείσου καί τῆς Βασιλείας τοῦ Θεοῦ, τήν ὁποία τήν ἔχει ὁ ἄνθρωπος -ἐφ’ ὅσον τήν δώσει ὁ Θεός- καί σ’ αὐτήν τήν ζωή. Φυσικά, ἀφοῦ προηγουμένως ἔχει φθάσει στόν φωτισμό καί ἔχει ἀποκτήσει τήν ἀδιάλειπτη νοερά προσευχή.
Ἕνας ἀσκητής πού ζεῖ στήν ἔρημο, σέ ἀπομόνωση ἀπό τούς ἀνθρώπους, δέν ἔχει καμιά ἀνθρώπινη παρηγοριά. Εἶναι γνωστό ὡστόσο πόσο ἀναγκαῖο εἶναι γιά τόν ἄνθρωπο νά ἔχει κάποιον ἄλλον ἄνθρωπο δίπλα του νά μιλάει ἤ ἔστω νά τόν βλέπει. Ἕνας λοιπόν πού ἔχει ἀποκλεισθεῖ ἀπό μόνος του ἀπό αὐτή τήν ἀνθρώπινη παρηγοριά καί ζεῖ μέ πολλές σωματικές στερήσεις γιά τήν ἀγάπη τοῦ Θεοῦ, ὁ Θεός γιά τήν ἀγάπη πού Τοῦ δείχνει, τοῦ δίνει αὐτή τήν ἐμπειρία τῆς θεώσεως. Τότε ἐφ’ ὅσον αὐτός ὁ ἄνθρωπος ἔχει καθαρθεῖ καί ἐργασθεῖ πνευματικά, ἔχει ἤδη φθάσει στόν φωτισμό, ἔρχεται τό Πνεῦμα τό Ἅγιο καί τόν παρηγορεῖ καί τοῦ χαρίζει τέτοιες ἐμπειρίες θεώσεως.
Σέ ὅλους τούς βίους τῶν ἀσκητῶν, τοῦ Ἁγίου Παϊσίου, τοῦ Ἁγίου Πορφυρίου καί τοῦ Γέροντος Ἰωσήφ τοῦ Ἡσυχαστοῦ ἀναφέρονται τέτοιες ἐμπειρίες. Ὁ Ἅγιος Παΐσιος λέει ὅτι μιά νύχτα γέμισε τό κελί του φῶς, ὑπέρλαμπρο φῶς καί ὅταν κάποια στιγμή βγῆκε ἔξω ἀπό τό κελί του -κρατοῦσε ἀκόμα αὐτή ἡ ἐμπειρία γιατί εἴπαμε κρατάει ὅσο θέλει ὁ Θεός- καί εἶδε τόν ἥλιο, νόμιζε ὅτι ἔβλεπε τό φεγγάρι καί ἀναρωτιόταν «δέν θά ξημερώσει σήμερα;». Ἐνῶ εἶχε ξημερώσει, ἦταν τόσο δυνατό τό ἄκτιστο φῶς, πού ὁ ἥλιος, τό αἰσθητό φῶς δηλαδή, τοῦ φαινόταν σάν τό φεγγάρι.
Καταλαβαίνουμε λοιπόν πόσο λαμπρό εἶναι τό φῶς τοῦ Θεοῦ. Εἶναι βεβαίως ἄλλου εἴδους φῶς, δέν εἶναι ὑλικό φῶς, δέν εἶναι κτιστό, δηλαδή δημιουργημένο φῶς ἀπό τόν Θεό. Εἶναι τό ἄκτιστο φῶς. Καί εἶναι αὐτός ὁ ἴδιος ὁ Θεός. Εἶναι ἡ ἐνέργεια τοῦ Θεοῦ. Αὐτό ὀνομάζουμε θέωση καί ἕνωση τοῦ ἀνθρώπου μέ τόν Θεό, αὐτή τήν θέα τῆς δόξης τοῦ Θεοῦ, τήν θέα τοῦ ἀκτίστου φωτός.
Ἕνας ἀληθινός ἀσκητής δέν εἶναι ποτέ μόνος του, ἀλλά τουλάχιστον ἔχει μέσα στήν καρδιά του τό Πνεῦμα τό Ἅγιο, πού προσεύχεται ἀδιαλείπτως μέσα του καί τοῦ κάνει παρέα στήν φαινομενική μοναξιά του. Νά γιατί οἱ ἀσκητές μποροῦν καί μένουν μόνοι τους. Ἄν πάει ἕνας ἄνθρωπος τοῦ κόσμου νά μείνει μόνος του θά τρελαθεῖ, δέν μπορεῖ. Θά τρελαθεῖ πρῶτα-πρῶτα ἀπό τούς λογισμούς, ἀπό τούς φόβους, ἀπό τή δειλία, ἀπό τά διάφορα τερτίπια, πού θά τοῦ κάνει ὁ διάβολος. Ὁ ἀσκητής νιώθει αὐτήν τήν παρηγοριά μέ τήν ἀδιάλειπτη προσευχή πού ἔχει, ἀκούει μέσα του τήν φωνή τοῦ Θεοῦ καί ἔτσι θεραπεύει ὁ Θεός τήν φαινομενική μοναξιά του.
Αὐτή εἶναι ἡ κατάστασις φωτισμοῦ. Ὅταν ὅμως τό ἴδιο τό Ἅγιο Πνεῦμα κρίνει ὅτι πρέπει, τότε τοῦ χαρίζει κατά διαστήματα καί τήν ἐμπειρία τῆς θεώσεως, ὅταν χρειάζεται καί ἐφ’ ὅσον εἶναι γιά τό καλό του, π.χ. γιά νά τόν δυναμώσει μετά ἀπό μία δαιμονική ἐπίθεση. Τοῦ δίνει αὐτή τήν ἐμπειρία τοῦ ἀκτίστου φωτός. Τό βλέπουμε λχ. στόν βίο τῆς ἁγίας Μαρίας τῆς Αἰγυπτίας, ἡ ὁποία εἶχε πάρα πολλές μνῆμες ἀκάθαρτες ἀπό τήν προηγούμενη ζωή της. Εἶχε πολλούς πειρασμούς. Ἔκλαιγε ὧρες ὁλόκληρες, μπορεῖ καί ὅλο τό εἰκοσιτετράωρο καί μετά ἠρεμοῦσε ἀπό τούς λογισμούς καί τούς πειρασμούς καί τήν ἔλουζε, λέει ὁ βίος της, τό ἄκτιστο φῶς. Τῆς ἔδινε μετά ὁ Θεός αὐτή τήν παρηγορία τῆς θεώσεως γιά νά τήν δυναμώσει. Αὐτά φαίνονται καθαρά στούς βίους τῶν ἁγίων.
Σ’ αὐτά λοιπόν τά δύο στάδια θεωρίας, στόν φωτισμό καί στήν θέωση ἔχουν φθάσει οἱ θεολόγοι καί αὐτοί εἶναι οἱ ἀληθινοί θεολόγοι, ἐνῶ ὅλοι οἱ ἄλλοι εἶναι ἁπλῶς θεολογοῦντες. Ἐμεῖς δηλαδή πού δέν ἔχουμε αὐτές τίς ἐμπειρίες, ἁπλῶς θεολογοῦμε καί τό πρόβλημα εἶναι ἄν θεολογοῦμε σωστά, ἄν μιλοῦμε σωστά γιά τόν Θεό.
– Ποιός εἶναι ὁ ἀσφαλής τρόπος γιά νά μιλοῦμε ὀρθά γιά τόν Θεό;
Εἶναι νά ἀκολουθοῦμε τούς ἀληθινούς θεολόγους. Γι’ αὐτό ὑπάρχει ἡ ρῆσις: «ἑπόμενοι τοῖς ἁγίοις Πατράσι». Ἐμεῖς ἀκολουθοῦμε τούς Ἁγίους Πατέρες καί δέν λέμε τίποτα δικό μας. Λέμε μόνο ὅτι εἶπαν αὐτοί πού ἦταν οἱ διαβεβηκότες ἐν θεωρία. Οἱ διαβεβηκότες, αὐτοί δηλαδή πού πέρασαν στήν θεωρία, αὐτοί πού ἔφθασαν στόν φωτισμό καί στήν θέωση. Εἶδαν τόν Θεό καί μποροῦν νά μιλήσουν γιά τόν Θεό γιατί αὐτοί εἶναι οἱ ἀληθινοί θεολόγοι. Οἱ ὑπόλοιποι πρέπει νά ἀκολουθοῦμε αὐτούς.
Γιά τόν λόγο αὐτό εἶναι λάθος ἡ ‘’μεταπατερική θεολογία’’, τό φροῦτο τῆς ἐποχῆς μας, πού λέει ὅτι πρέπει νά ἀφήσουμε τούς Πατέρες γιατί εἶναι ξεπερασμένοι καί δῆθεν μίλησαν γιά ἐκείνη τήν ἐποχή, σάν νά ἔκαναν φιλοσοφία καί κοινωνιολογία. Σάν νά μή μιλοῦσε τόἍγιο Πνεῦμα μέσα ἀπό αὐτούς, ἀλλά μιλοῦσαν ἀπό μόνοι τους καί στοχάζονταν! Ὄχι! Οἱ Πατέρες δέν μιλοῦσαν ἀπό μόνοι τους, οὔτε ἔκαναν φιλοσοφία, ἀλλά μιλοῦσαν μέ τόν φωτισμό τοῦ Ἁγίου Πνεύματος. Ὁπότε αὐτά πού εἶπαν ἰσχύουν γιά πάντα. Γιατί τό Ἅγιο Πνεῦμα δέν λέει ἄλλα σήμερα καί ἄλλα αὔριο. Δέν ἀλλάζει. Ὁ Θεός εἶναι πάντοτε ὁ ἴδιος, ἀναλλοίωτος καί ἡ διδασκαλία Του εἶναι ἀναλλοίωτη καί ἰσχύει πάντοτε.
Ἑπομένως δέν εἶναι σωστό αὐτό πού λένε ὅτι πρέπει νά προσαρμοστεῖ ἡ Ἐκκλησία στούς σύγχρονους καιρούς καί στά σημερινά δεδομένα. Φυσικά καί ὄχι. Εἶναι σάν νά λέμε ὁ Θεός νά ἀλλάξει σήμερα, ἐπειδή ἐμεῖς ἀλλάξαμε. Μά δέν ἀλλάξαμε! Δέν ἄλλαξαν οἱ ἄνθρωποι! Οἱ ἄνθρωποι εἶναι οἱ ἴδιοι ἀκριβῶς ὅπως ἀπό τήν πρώτη στιγμή πού πλάστηκαν ἀπό τόν Θεό. Ὅπως ἦταν ὁ Ἀδάμ καί οἱ ἀπόγονοί του, ἔτσι εἴμαστε καί ἐμεῖς σήμερα. Ἄν ἄλλαζε ὁ ἄνθρωπος, θά ἐρχόταν πάλι ὁ Χριστός γιά νά μᾶς δώσει μιά καινούρια θεραπευτική διδασκαλία. Δέν πρέπει λοιπόν νά προσαρμοστεῖ ἡ Ἐκκλησία στούς καιρούς καί στόν ἄνθρωπο, ἀλλά ὁ ἄνθρωπος πρέπει νά προσαρμοστεῖ στήν Ἐκκλησία, δηλαδή νά ἐκκλησιαστικοποιηθεῖ καί ὄχι νά ἐκκοσμικευθεῖ ἡ Ἐκκλησία, ὅπως ὑποστηρίζουν κάποιοι.
Οἱ μεταπατερικοί αὐτοί θεολόγοι λένε ὅτι δέν πρέπει νά κάνουμε ἄσκηση σήμερα, ὅτι εἶναι δύσκολο, ὅτι εἶναι ἀδύνατο. Νά κάνουμε μόνο μυστήρια. Προβάλλουν καί διαστρέφουν τόν Ἅγιο Πορφύριο ὅτι τάχα ἦταν κατά τῆς ἄσκησης, κατά τῆς ἐγκράτειας καί κατά τοῦ πνευματικοῦ ἀγῶνος, ὅτι ἔλεγε ὅλα νά τά κάνουμε εὔκολα καί σχεδόν μαγικά θά σωθοῦμε. Δέν εἶναι ὅμως ἔτσι τά πράγματα. Ὁ ἅγιος Πορφύριος ἔκανε πολλή ἄσκηση καί τό πνεῦμα του δέν ἦταν αὐτό. Ὅταν λέει νά ἀγωνιζόμαστε ἁπλά καί ἁπαλά καί νά μήν κυνηγᾶμε τό κακό, δέν ἐννοεῖ νά μήν ἀγωνιζόμαστε πνευματικά, ἀλλά νά μήν ὑποδουλωνόμαστε σέ ἕνα κυνήγι τοῦ κακοῦ πού δέν ὠφελεῖ. Νά προσπαθοῦμε νά ἀγαπήσουμε τόν Θεό. Ὅταν ἀγαπάει κανείς τόν Θεό, τότε ἐλευθερώνεται αὐτόματα ἀπό τό κακό. Ὅμως γιά νά ἀγαπήσεις τόν Θεό, πρέπει νά ἀγωνισθεῖς, πρέπει νά προσεύχεσαι, πρέπει νά τηρεῖς τίς ἐντολές, πρέπει νά ἐγκρατεύεσαι, νά νηστεύεις κ.λ.π.
Ἔτσι λοιπόν δέν πρέπει νά ἀφήσουμε πίσω τούς Πατέρες ἤ ὅπως λένε νά ὑπερβοῦμε τούς Πατέρες, νά πᾶμε μπροστά ἀπό αὐτούς. Οἱ Πατέρες εἶναι οἱ ἀληθινοί θεολόγοι καί διδάσκουν αὐτά πού ἰσχύουν διαχρονικά καί γιά πάντα. Ἔχουν ἐμπειρία τοῦ Θεοῦ. Ἡ γνώση τους δέν εἶναι φιλοσοφική, δέν εἶναι θεωρητική, δέν εἶναι ἐγκεφαλική, δέν εἶναι ἕνας στοχασμός, ἀλλά εἶναι γνῶσις ἀπό τήν ἐμπειρία πού ἔχουν. Τά ἔχουν ζήσει καί ἀφοῦ τά ἔζησαν, τά εἶδαν, τά ἄκουσαν καί τά ἔπαθαν, τά ἔγραψαν, γι’ αὐτό καί ἰσχύουν πάντα. Ἡ γνῶσις τοῦ Θεοῦ εἶναι καθαρά ἐμπειρική. Δέν εἶναι γνῶσις μεταφυσική, δηλαδή ἀποτέλεσμα φιλοσοφικοῦ στοχασμοῦ.
Τό ἑπόμενο κεφάλαιο ἀσχολεῖται μέ τό θέμα τῆς νοερᾶς προσευχῆς, τό ὁποῖο εἶναι πολύ ἐνδιαφέρον. Εἴπαμε στό προηγούμενο μάθημα γιά τήν θεωρία καί τόν φωτισμό. Αὐτός πού ἔχει φθάσει στόν φωτισμό εἶναι αὐτός πού ἔχει τήν ἀδιάλειπτη νοερά προσευχή.
– Τί εἶναι ἡ νοερά προσευχή;
Ἡ νοερά προσευχή εἶναι μιά καθαρά ἐμπειρική κατάστασις. Δέν εἶναι μιά θεωρία ἤ μιά φιλοσοφία. Οὔτε ἕνας ψυχίατρος μπορεῖ νά ἀρνηθεῖ ὅτι ἡ νοερά προσευχή εἶναι καθαρά ἐμπειρία. Ἡ διαφορά μας μέ τούς ψυχιάτρους θά ἦταν ὄχι στό γεγονός αὐτό καθ΄ ἑαυτό, ἀλλά στήν αἰτία πού προκαλεῖ τήν νοερά προσευχή, ἡ ὁποία ἐμεῖς γνωρίζουμε ὅτι εἶναι τό Ἅγιο Πνεῦμα. Ἐπειδή οἱ ψυχίατροι κατά βάση εἶναι ἄθεοι, δέν θά τό παραδεχθοῦν αὐτό, ὅπως δέν παραδέχονται καί τήν ὕπαρξη τῶν δαιμόνων καί λένε ἔχεις ἄγχος, ἀνασφάλειες, φοβίες κ.λ.π. Ποιός τά δημιουργεῖ αὐτά; Ἔτσι ἀπό τό πουθενά ἔρχονται; Ὑπάρχει αἰτία, καί εἶναι τό πονηρό πνεῦμα. Ἔλεγε ὁ ἅγιος Πορφύριος τί ψυχολόγοι καί ψυχίατροι;
– Ποιός εἶναι ψυχίατρος;
Ὁ Θεός εἶναι ὁ Ψυχίατρος. Ὁ Ἰατρός τῶν ψυχῶν καί τῶν σωμάτων. Τί ξέρουν οἱ ψυχίατροι ἀπό τήν ψυχή καί ἀπό τήν λειτουργία τήν ψυχική τοῦ ἀνθρώπου; Ἔλεγε ἐπίσης ὅτι πίσω ἀπό ὅλα αὐτά τά λεγόμενα ψυχολογικά κρύβονται δαιμόνια. Ὑπάρχει τό δαιμόνιο τῆς λύπης, ὑπάρχει τό δαιμόνιο τῆς ἀκηδίας, ὑπάρχει τό δαιμόνιο τοῦ φόβου… Εἶναι δαιμόνια καί δημιουργοῦν αὐτές τίς καταστάσεις στούς ἀνθρώπους. Τό δαιμόνιο τῆς λύπης δημιουργεῖ αὐτό πού σήμερα λέμε κατάθλιψη. Εἶναι δαιμόνιο. Ἄν ὁ ἄνθρωπος δέν ἐξομολογηθεῖ, δέν ἐλευθερώνεται. Ὅσα χάπια κι ἄν πάρει, δέν πρόκειται νά τοῦ φύγει ἡ κατάθλιψη. Ἁπλῶς θά ἠρεμήσει λίγο, θά ναρκώσει κάπως τό νευρικό του σύστημα γιά νά μήν κάνει ἀνω-κάτω τό σπίτι του.
Ἄν τό θέμα αὐτό τεθεῖ ὐπ’ ὄψιν τῶν ἐπιστημόνων τῶν θετικῶν ἐπιστημῶν, π.χ. ψυχολόγων, ψυχιάτρων, παθολόγων, βιολόγων κ.λ.π. σάν ἕνα φαινόμενο ἄξιο παρατηρήσεως καί μελέτης –τό φαινόμενο τῆς νοερᾶς προσευχῆς- θά εἶναι ὑποχρεωμένοι οἱ ἄνθρωποι αὐτοί, ἐφαρμόζοντες τήν ἐπιστημονική μέθοδο ἐρεύνης, νά προβάλλουν ὑποθέσεις. Γιατί ἡ ἐπιστήμη γιά νά ἐξηγήσει ἕνα φαινόμενο κάνει κάποιες ὑποθέσεις καί προσπαθεῖ μετά νά ἐπιβεβαιώσει, νά ἐπαληθεύσει αὐτή τήν ὑπόθεση. Ἀλλά ἡ Ἐκκλησία δέν κάνει ὑποθέσεις, οὔτε πιθανολογοῦμε στήν Ἐκκλησία. Στήν Ἐκκλησία ἔχουμε τήν κατατεθειμένη ἐμπειρία τοῦ φαινομένου, τούς ἀνθρώπους οἱ ὁποῖοι ζοῦν αὐτό τό φαινόμενο. Καί ποιό εἶναι αὐτό τό φαινόμενο; Ἕνας, πού ἔχει νοερά προσευχή μέσα του, «ἀκούει» ὁ ἴδιος τήν προσευχή αὐτή νά λέγεται μέσα στήν καρδιά του. Κυρίως ἡ νοερά προσευχή αὐτό εἶναι. Δέν κάνεις ἐσύ δηλαδή, τήν νοερά προσευχή, ἀλλά τήν ἀκοῦς πού λέγεται μέσα σου ἀπό τό Ἅγιο Πνεῦμα.
Ὁ Θεός τότε δίνει τά δῶρα Του, ὅταν ὁ ἄνθρωπος ἀπελπιστεῖ τελείως ἀπό τόν ἑαυτό του, μέ τήν καλή ἔννοια, δηλαδή ὅταν πιστέψει ὅτι ἀπό μόνος του δέν μπορεῖ νά κάνει τίποτα. Εἶναι ἀπαραίτητο ὁ ἄνθρωπος νά ταπεινωθεῖ ἄκρως. Ὅσο ὑπάρχει ἡ παραμικρή ἰδέα ὅτι μέ τήν δική του προσπάθεια θά κάνει κάτι, ὁ Θεός δέν δίνει τά δῶρα Του.
Διαβάζουμε στόν βίο τοῦ Γέροντα Ἰωσήφ τοῦ Ἡσυχαστοῦ, ὅτι παρακαλοῦσε πολύ καιρό τήν Παναγία νά τοῦ χαρίσει αὐτή τήν χάρη τῆς νοερᾶς προσευχῆς. Ὁπότε κάποια στιγμή, λέει, πού ἦταν τελείως ἀπελπισμένος ἀπό τίς δικές του δυνάμεις εἶδε νά ἔρχεται μία ἀκτίνα, ἕνα φῶς ἀπό τήν Παναγία -ἦταν στό Ἅγιο Ὄρος καί ἔβλεπε πρός τήν περιοχή πού λέγεται Παναγία- καί ἡ καρδιά του ἄρχισε ἀπό μόνη της, νά λέει τό ‘Κύριε Ἰησοῦ Χριστέ, ἐλέησόν με’ σάν ἕνα μηχανάκι θά λέγαμε. Αὐτή εἶναι ἡ νοερά προσευχή.
Εἶναι κι αὐτή δῶρο Θεοῦ καί μάλιστα τῆς Παναγίας. Ὑπάρχει αὐτή ἡ ἐμπειρία στήν Ἐκκλησία μας ἀπό τούς ἀνθρώπους πού τήν ἔχουν ζήσει. Καί ὑπάρχει ἑκατοντάδων ἐτῶν παράδοσις αὐτῆς τῆς πνευματικῆς καταστάσεως, καθώς τήν συναντᾶμε στούς ἀνθρώπους αὐτούς τούς Ἁγίους σέ σειρά ἐτῶν. Ἀπό τούς ἁγίους ἔχει δοθεῖ μία συγκεκριμένη ἑρμηνεία σ’ αὐτήν τήν πάραδοση τῆς νοερᾶς προσευχῆς καί βάσει αὐτῆς τῆς ἑρμηνείας ἡ Ἐκκλησία γνωρίζει ὅτι ἡ νοερά προσευχή εἶναι μία πνευματική ἐμπειρία. Δέν εἶναι μιά ψυχολογική ἐμπειρία, κάτι πού τό δημιουργεῖ ὁ ἄνθρωπος μέσα του ἤ μιά αὐθυποβολή ἤ μία ὕπνωση, ἀλλά εἶναι τό ἀποτέλεσμα τῆς ἐπενεργείας, τῆς Χάριτος, τοῦ Ἁγίου Πνεύματος μέσα στήν καρδιά τοῦ ἀνθρώπου.
Κάποιοι ψυχολόγοι καί ψυχίατροι ἰσχυρίζονται ὅτι εἶναι μιά μορφή ὕπνωσης ἡ νοερά προσευχή. Δέν εἶναι ὅμως αὐτό. Εἶναι ἀποτέλεσμα τῆς ἐπενέργειας τῆς Χάριτος τοῦ Ἁγίου Πνεύματος μέσα στήν καρδιά τοῦ ἀνθρώπου. Πότε ὅμως; Ὅταν ἡ καρδιά καθαρθεῖ, τότε ἔρχεται τό Ἅγιο Πνεῦμα. Ὅσο ἡ καρδιά εἶναι γεμάτη μέ πάθη καί ἁμαρτίες, δέν ἔρχεται, δέν πλησιάζει, δέν ἐνεργεῖ τό Ἅγιο Πνεῦμα. Ὄχι γιατί δέν θέλει, ἀλλά ἐμποδίζεται ἀπό μᾶς γιατί ἐμεῖς δέν ἀγαποῦμε ὅσο πρέπει τόν Θεό, δέν ποθοῦμε ὅσο πρέπει τόν Θεό, δέν ἔχουμε αὐτή τήν ἔνταση τῆς ἀγάπης καί τῆς προσευχῆς πού χρειάζεται.
Αὐτή εἶναι μιά μακραίωνη παράδοσις, πού κανείς δέν μπορεῖ νά ἀρνηθεῖ τήν ὕπαρξή της, διότι ὑπάρχουν πάρα πολλά συγγράμματα τῶν Πατέρων ἐπάνω στό θέμα αὐτό, ἐκτός ἀπό ὅσα ἀναφέρονται γι’ αὐτήν στήν Ἁγία Γραφή. Στήν Παλαιά Διαθήκη: «ἐγώ καθεύδω καί ἡ καρδία μου ἀγρυπνεῖ» (Ἀσ.Ἀσ. 5,2). Πῶς ἀγρυπνεῖ; Μέ τήν νοερά προσευχή. Ἀκούει ὁ πιστός μέσα στήν καρδιά του τό Ἅγιο Πνεῦμα πού προσεύχεται. Ὑπάρχουν σήμερα ἄνθρωποι, πού ζοῦν ἀναμεταξύ μας, οἱ ὁποῖοι γνωρίζουν ἀπό προσωπική τους ἐμπειρία, ἐπειδή τήν ζοῦν ἐνεργουμένη μέσα τους τήν νοερά προσευχή, πού ἀκοῦν δηλαδή αὐτή τήν προσευχή μέσα στήν καρδιά τους.
Ὁπότε, ἐφ’ ὅσον αὐτοί οἱ ἐπιστήμονες ἀποδεχθοῦν αὐτήν τήν πραγματικότητα, μετά θά πρέπει νά προβάλλουν τίς δικές τους ὑποθέσεις γιά νά ἐξηγήσουν τό φαινόμενο αὐτό τῆς νοερᾶς προσευχῆς. Βέβαια μεταξύ τους θά ὑπάρχουν καί μερικοί, πού θά ποῦν ὅτι αὐτό εἶναι ἕνα ἐφεύρημα τῶν παπάδων, ἰδίως ἐδῶ στήν Ἑλλάδα! Θά ποῦν ὅτι αὐτά τά λένε οἱ παπάδες, ὅτι εἶναι προϊόν τῆς φαντασίας τους. Μακάρι ὅμως οἱ παπάδες νά ἠσχολοῦντο μέ τέτοια πράγματα ἐδῶ στήν Ἑλλάδα. Ἄλλοι τώρα ἀπό αὐτούς τούς ἐπιστήμονες ἴσως ποῦν ὅτι αὐτό εἶναι ἕνα εἶδος ὑπνωτισμοῦ.
– Τί εἶναι ὁ ὑπνωτισμός ὅμως;
Οὐσιαστικά εἶναι μία ἐνέργεια τῶν δαιμόνων. Ὁ ὑπνωτιστής περνάει στόν ὑπνωτιζόμενο δαιμονική ἐνέργεια. Μετά τό πονηρό πνεῦμα πού μπαίνει μέσα στόν ἄνθρωπο τοῦ φέρνει διάφορες μνῆμες ἀπό τό παρελθόν καί μπορεῖ ὁ ἄνθρωπος νά ἀπαντάει σ’ αὐτά πού θά τόν ρωτάει ὁ ὑπνωτιστής. Εἶναι ὅμως πράγματα τά ὁποῖα ὑπάρχουν. Αὐτή εἶναι ἡ διαφορά. Κοιτᾶξτε πῶς τό ἐξήγησε ὁ π. Ἰωάννης.
Εἶχα μία σχετική συζήτηση μέ γιατρούς, μάλιστα μέ καθηγητές Πανεπιστημίου, οἱ ὁποῖοι ἔλεγαν ὅτι αὐτό, δηλαδή ἡ νοερά προσευχή, εἶναι ἕνα εἶδος ὑπνωτισμοῦ! Ὅμως, ἔστω, ἄς εἶναι ἔτσι γι’ αὐτούς. Ἀλλά ἕνας ψυχίατρος εἶναι ὑποχρεωμένος νά ἀσχοληθεῖ συστηματικά μέ τό θέμα αὐτό.
Σχετικά μέ τόν ὑπνωτισμό τώρα, ὁ ὁποῖος πράγματι εἶναι μία ἐμπειρία καί αὐτή, ἀλλά δαιμονική ἐμπειρία. Ὁ ψυχίατρος ὅμως θά πρέπει νά μπορεῖ νά ἐξακριβώσει, ἄν ἡ νοερά προσευχή εἶναι ἕνα εἶδος ὑπνωτισμοῦ ἤ ὄχι. Ὁ ὑπνωτισμός μπορεῖ νά ὁδηγήσει σέ παραίσθηση, νά ἔχει ὁ ἄνθρωπος παραισθήσεις. Δηλαδή ἄλλα νά βλέπει καί ἄλλα νά ὑπάρχουν στήν πραγματικότητα μπροστά του. Νά βλέπει ἄλλα ἀντ’ ἄλλων, πού σημαίνει ὅτι ἔχει ἀσυνταξία ὡς πρός τήν σωστή σύνθεση τῶν ἐμπειρικῶν ἐντυπώσεων, πού ἔχει ὁ ἄνθρωπος μέσα στήν μνήμη του. Τέτοια παραίσθηση δημιουργοῦν καί τά παραισθησιογόνα χάπια, τά LSD. Ἄλλο ὑπάρχει καί ἄλλο βλέπει. Αὐτό ὅμως πού νομίζει ὅτι βλέπει πάλι ὑπάρχει, ἀλλά ἁπλῶς δέν ὑπάρχει μπροστά του ἐκείνη τήν στιγμή. Τέτοια παραίσθηση μπορεῖ νά ἔχει κι ἐκεῖνος πού εἶναι στόν ὑπνωτισμό ὅταν εἰσάγεται ἀπό τόν ὑπνωτιστή δαιμονική ἐνέργεια. Ὁπότε ὁ ὑπνωτισμένος οὐσιαστικά τί ἔχει πάθει; Ἔρχεται σέ ἐπαφή μέ πονηρό πνεῦμα. Ἡ μέθοδος αὐτή εἶναι πολλή ἐπικίνδυνη. Φυσικά ποτέ δέν πρέπει νά τήν δοκιμάσετε, διότι τήν προτείνουν καί αὐτή τήν μέθοδο, ὡς τάχατες ἰατρική θεραπευτική μέθοδο, ὅπως καί τήν γιόγκα κ.λ.π. Ὅλα αὐτά εἶναι δαιμονικά πράγματα καί δέν πρέπει νά συγκαταβαίνουμε σ’ αὐτά καί νά συγκατατιθέμεθα.
Ὅλα τά στοιχεῖα, πού συνθέτουν μία παραίσθηση, εἶναι παρμένα ἀπό τίς αἰσθήσεις. Διότι ὁ ἄνθρωπος πού φθάνει σέ παραίσθηση, φθάνει σ’ αὐτήν, ὄχι διότι ἔχει χάσει τήν ἐπαφή του μέ τά αἰσθητά, ἀλλά ἐπειδή ἡ μνήμη του ἔχει ἐκτροχιασθεῖ καί ἡ σύνθεσις τῶν ἐντυπώσεων, πού γίνεται μέσα στό μυαλό του, δέν εἶναι τίποτε ἄλλο παρά μία ἀταξία στήν ταξινόμηση τῶν ἐντυπώσεων. Ἔχει ἔτσι σπασμένες εἰκόνες οἱ ὁποῖες συντίθενται μέσα του ὅπως νά ’ναι μέ ἀποτέλεσμα νά προκαλοῦν μία σύγχυση. Ὅλα αὐτά ὑπάρχουν στήν μνήμη του. Ἐπειδή ὅμως δέν λειτουργεῖ σωστά ἡ μνήμη, δέν συντάσσονται σωστά μέσα στό μυαλό του οἱ ἐντυπώσεις.
Ἔτσι ἔχουμε τούς ἀνισόρροπους, καθώς καί αὐτούς πού ὀνειρεύονται στόν ξύπνιο τους, τούς ὀνειροπαρμένους. Τά στοιχεῖα δηλαδή τῶν αἰσθήσεων, πού συνθέτουν μία παραίσθηση, εἶναι ὑπαρκτά. Ἐκεῖνος, πού βρίσκεται σέ παραίσθηση μπορεῖ νά βλέπει κάτι, πού δέν ὑπάρχει ἐκείνη τήν στιγμή μπροστά του, πού εἶναι ὅμως ὑπαρκτό.
Δέν εἶναι κάτι πού δέν ὑπάρχει, ἁπλῶς ἐκείνη τήν στιγμή δέν βρίσκεται μπροστά του. Αὐτός ὅμως ἐπειδή ἔχει παραίσθηση, τό βλέπει. Βλέπει λ.χ. ἕναν καλόγερο, τήν κρεμάστρα δηλαδή, καί λέει εἶδα ἕναν παπά. Μπερδεύει τά πράγματα, ἐνῶ ἦταν ἁπλῶς ἡ κρεμάστρα, λέει εἶδα ἕναν ἄνθρωπο μέσα στό δωμάτιο. Αὐτό εἶναι παραίσθηση.
Ὅσον ἀφορᾶ στόν ὑπνωτισμό, ἐκεῖνος πού ὑπνωτίζεται μπαίνει σέ μία κατάσταση κώματος, σάν δηλαδή νά βρίσκεται σέ κῶμα καί ἀφοῦ βρίσκεται σέ κωματώδη κατάσταση, ἐνθυμεῖται πράγματα ἀπό τό παρελθόν καί ἀπαντᾶ στά ἐρωτήματα ἐκείνου πού τόν ὑπνώτισε. Ὁπότε, σάν ὑπνωτισμένος πού εἶναι, πάλι δέν ἔχει ἐπαφή μέ τήν πραγματικότητα.
Τί γίνεται στήν νοερά προσευχή; Ὅσον ἀφορᾶ τώρα στήν νοερά προσευχή, δέν ἔχουμε νά κάνουμε μέ κάτι ὑπαρκτό, πού ἔχει ἤδη κατατεθεῖ στήν μνήμη, τό ἔχει ἤδη δεῖ στό παρελθόν καί τό ὁποῖο ἀνακαλεῖται ἀπό τήν μνήμη καί ἔτσι ὀνειρεύεται ὁ ἄνθρωπος. Δέν συμβαίνει τό ἴδιο, ὅπως σέ μία παραίσθηση, πού βλέπει κανείς κάτι, χωρίς ὅμως νά ὑπάρχει πράγματι γύρω του ἐκεῖνο πού βλέπει ἐκείνη τήν στιγμή, οὔτε νά ὑποπίπτει στίς αἰσθήσεις του ἐκείνη τήν στιγμή. Στήν περίπτωση τῆς νοερᾶς προσευχῆς ὅ,τι συμβαίνει στήν καρδιά τοῦ ἀνθρώπου καί ὅ,τι αἰσθάνεται ὁ ἄνθρωπος, λαμβάνει χώραν ἐκείνην τήν στιγμή πού τό αἰσθάνεται. Δέν εἶναι μνήμη τοῦ παρελθόντος, ἀλλά τό ζεῖ ἐκείνη τήν στιγμή. Συμβαίνει ἐκείνη τήν στιγμή. Ἐνεργεῖται ἐκείνη τήν στιγμή καί ἐνεργεῖται ἀπό τό Ἅγιο Πνεῦμα. Δέν εἶναι μία μνήμη δηλαδή ἀπό τό παρελθόν. Εἶναι μία ἐμπειρία τοῦ παρόντος. Αὐτή εἶναι ἡ διαφορά ἀπό τήν περίπτωση τῆς ὕπνωσης καί τήν περίπτωση τῆς παραίσθησης.
Τό νά εἶναι ἐπίσης κανείς σέ ἐγρήγορση πνεύματος, πράγμα πού συμβαίνει κατά τήν νοερά προσευχή, δηλαδή οὔτε ὑπνωτισμένος νά εἶναι, οὔτε νά βρίσκεται σέ παραίσθηση, καί ταυτόχρονα νά βιώνει κάτι τό πολύ ξεκάθαρο μέσα του, μέσα στήν καρδιά του, κάποιον ἄλλον, πού προσεύχεται μέσα του γιά λογαριασμό του «στεναγμοῖς ἀλαλήτοις» (Ρωμ. 8,26), τέτοιο πράγμα δέν συμβαίνει στόν ὑπνωτισμό. Ἐνῶ στήν νοερά προσευχή αὐτό συμβαίνει. Κάποιος ἄλλος μέσα στήν καρδιά τοῦ ἀνθρώπου προσεύχεται μέ ἀλάλητους στεναγμούς.
Κατά τήν νοερά προσευχή ὁ ἄνθρωπος ἔχει πλήρη συνείδηση ὅτι κάτι οἰκεῖο πρός τήν φύση του, κάτι πολύ δικό του, καί ἐνεργούμενο ἔσωθεν, ὄχι ὅμως ἀπό τόν ἴδιο, λαμβάνει χώρα μέσα του, τό ὁποῖο ὄχι μόνο βιώνει ξεκάθαρα, ἀλλά ταυτόχρονα τό παρατηρεῖ, καί τό ὁποῖο μπορεῖ ἑκούσια νά συμμετέχει. Νά προσεύχεται καί αὐτός δηλαδή μέ ἰσοκράτημα -θά λέγαμε- τήν προσευχή πού κάνει τό Ἅγιο Πνεῦμα μέσα του.
Τό βάρος τῆς ἀποδείξεως τῆς ἀληθείας αὐτῆς τῆς ἐμπειρίας δέν ἀνήκει στούς Ὀρθοδόξους, οἱ ὁποῖοι τήν κατέχουν, ἀλλά στούς ἐπιστήμονες, οἱ ὁποῖοι τήν ἀμφισβητοῦν ἤ θέλουν νά τήν ἐρευνήσουν. Ἄν πάλι οἱ ἐπιστήμονες δώσουν δική τους ἑρμηνεία σ’ αὐτό τό φαινόμενο τῆς νοερᾶς προσευχῆς, αὐτοί οἱ ἴδιοι θά πρέπει νά ἀποδείξουν ὅτι ἡ δική τους ἑρμηνεία εἶναι ἡ σωστή ἑρμηνεία καί ὄχι αὐτή πού δίνουμε ἐμεῖς οἱ Ὀρθόδοξοι, δηλαδή ὅτι ἐνεργεῖ ὁ Θεός μέσα μας, μέσα στούς ἀνθρώπους αὐτούς.
Διότι οἱ Ὀρθόδοξοι ἔχουν παράδοση αἰώνων τῆς ἑρμηνείας τῆς νοερᾶς προσευχῆς, τῆς ὁποίας ἡ ἀλήθεια εἶναι ἀδιαφιλονείκητος γιά τούς Ὀρθοδόξους. Καί στό παρελθόν, ἐπειδή οἱ ἄνθρωποι πού βαπτίζονταν ἦταν μεγάλοι, φρόντιζαν νά εἶναι πολύ κοντά σ’ αὐτή τήν ἐμπειρία ἤ καί νά τήν ἔχουν ἤδη ἀποκτήσει πρίν βαπτιστοῦν ὡς μία ἐγγύηση τῆς πίστεως. Τό σύνηθες ἦταν νά βαπτιστοῦν καί σέ πολύ σύντομο διάστημα μέ τήν χάρη τοῦ βαπτίσματος νά ἀποκτήσουν καί τήν νοερά προσευχή. Ὁπότε μετά ἔπαιρναν τό Χρίσμα ὡς ἐπιβεβαίωση αὐτῆς τῆς κατάστασης. Τό βάπτισμα συνήθως τό ἔπαιρναν τό Μεγάλο Σάββατο καί μετά ἀπό πενήντα ἡμέρες, τήν ἡμέρα τῆς Πεντηκοστῆς ἔπαιρναν καί τό Χρίσμα, πού ἀντιστοιχεῖ στήν θέωση τῶν Ἀποστόλων. Γι’ αὐτό καί στά Λατινικά τό Χρίσμα λέγεται confirmation, δηλαδή ἐπιβεβαίωση.
Μέ τό Χρίσμα ἐπιβεβαίωναν οἱ Χριστιανοί ὅτι εἶχαν τήν ἀδιάλειπτη νοερά προσευχή στήν καρδία τους. Σήμερα πόσο ἔχουμε ξεφύγει! Ποιός τά ξέρει αὐτά τά πράγματα; Ὅτι Χριστιανός σημαίνει νά ἔχεις τήν ἀδιάλειπτη νοερά προσευχή συνεχῶς μέσα σου! Βαπτισμένος καί Χρισμένος, νά ἀκοῦς δηλαδή τό Ἅγιο Πνεῦμα πού προσεύχεται μέσα στήν καρδιά σου.
Καί εἶναι αὐτή ἡ ἑρμηνεία ἀδιαφιλονείκητος, διότι δέν εἶναι ἑρμηνεία παρελθούσης ἐμπειρίας, ἡ ὁπoία δέν μπορεῖ νά ἐξακριβωθεῖ ἤ νά ἐπαναληφθεῖ, ἀλλά εἶναι ἑρμηνεία μιᾶς ζώσης, ἀληθινῆς, σημερινῆς ἐμπειρίας καί πραγματικότητος, πού συνεχῶς ἐπαναλαμβάνεται καί συνεχίζεται καί παραδίδεται ἀπό γενεά σέ γενεά μέσα στήν Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία. Μπορεῖ ὁ καθένας μας νά τήν ἔχει, ἐφ’ ὅσον ἐργασθεῖ καί κάνει ὅπως μᾶς λένε οἱ Ἅγιοι Πατέρες. Εἶναι μιά ἐμπειρία, ἡ ὁποία μπορεῖ νά ἐπαληθευθεῖ κάθε στιγμή ἀπό τόν καθένα μας ἐφ’ ὅσον εἶναι βαπτισμένος καί βέβαια τηρεῖ ὅσα λέει ἡ Ἐκκλησία μας.
Ἡ Ἐκκλησία στήν γλώσσα της, πού εἶναι ἡ ἐκκλησιαστική γλώσσα, λέγει διά στόματος τοῦ ἀποστόλου Παύλου: «Δέν μιλοῦμε μέ τήν ἀνθρώπινη σοφία, ἀλλά μέ τήν δύναμη τοῦ Ἁγίου Πνεύματος», «…καί ὁ λόγος μου καί τό κήρυγμά μου οὐκ ἐν πειθοῖς ἀνθρωπίνης σοφίας λόγοις, ἀλλ᾿ ἐν ἀποδείξει Πνεύματος καί δυνάμεως» (Α΄Κορ. 2,4). Τί ἐννοεῖ μ’ αὐτό; Γιατί ὁ Ἀπόστολος ἀντιπαρατάσσει τήν δύναμη τοῦ Ἁγίου Πνεύματος μέ τήν σοφία τοῦ κόσμου τούτου; Διότι ὁ ἄνθρωπος, πού ἔχει γίνει ναός τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, πού ἔχει δηλαδή ἔλθει μέσα του τό Ἅγιο Πνεῦμα καί ἔχει κατοικήσει μέσα στήν καρδιά του, αὐτός ὁ ἄνθρωπος αἰσθάνεται ζωντανά μέσα στήν καρδιά του τήν δύναμη, δηλαδή τήν ἐνέργεια τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, καί ἔτσι δέν πείθεται ὅτι ἔχει γίνει ναός τοῦ Ἁγίου Πνεύματος ἀπό λόγια ἄλλων, οὔτε ἀπό φιλοσοφικά ἤ θεολογικά ἐπιχειρήματα ἄλλων, ἀλλά γνωρίζει ὅτι εἶναι ναός τοῦ Ἁγίου Πνεύματος ἀπό ἄμεση καί προσωπική του ἐμπειρία· τό ζεῖ ὁ ἴδιος καί τό λέει, διότι νιώθει, ἀκούει μέσα του τό Ἅγιο Πνεῦμα, πού κάνει τόν παπά καί τόν ψάλτη μέσα στήν καρδιά του. Δηλαδή εἶναι ἡ συμμαρτυρία τοῦ Ἁγίου Πνεύματος στό πνεῦμα τοῦ ἀνθρώπου ἐκεῖνο τό πράγμα, πού δίνει στόν ἄνθρωπο αὐτόν τήν ἀπόλυτη βεβαιότητα ὅτι ἔχει γίνει τό σῶμα του ναός τοῦ Θεοῦ, ἀφοῦ τό Πνεῦμα τό Ἅγιο ἦλθε καί σκήνωσε στήν καρδιά του.
Αὐτήν τήν κατάσταση περιγράφει ὁ Ἀπόστολος Παῦλος, ὅταν λέγει: «Τό Πνεῦμα τοῦ Θεοῦ κράζει μέσα στίς καρδιές μας τό ἀββᾶ ὁ πατήρ» (Γαλ. 4,6). Φωνάζει δηλαδή μέσα μας τό Ἅγιο Πνεῦμα ἀπευθυνόμενο πρός τόν Πατέρα καί λέγει: «Πατέρα μου»! Ἀββᾶ! Πατέρα μου»! Τό Ἅγιο Πνεῦμα προσεύχεται στόν Θεό Πατέρα καί, τό πνεῦμα μας συμμαρτυρεῖ στό Πνεῦμα τό Ἅγιο ὅτι εἴμαστε Ναός τοῦ Θεοῦ. Αὐτό λοιπόν, πού περιγράφει ὁ Ἀπόστολος Παῦλος, εἶναι μία πραγματικότητα ἤ μία φαντασιοπληξία; Πετοῦσε στά σύννεφα ὁ Ἀπόστολος Παῦλος, ὅταν τό ἔλεγε αὐτό; Ὄχι βέβαια, ἀλλά τά ζοῦσε. Ἄν προσέξετε καλά σέ ὅσα λέει ὁ Ἀπόστολος Παῦλος στό κεφ. 8 τῆς πρός Ρωμαίους ἐπιστολῆς του, θά δεῖτε ὅτι μιλάει γιά πραγματική προσευχή στήν καρδιά τοῦ ἀνθρώπου.
Ἀλλά δέν εἶναι μόνο ὁ Ἀπόστολος Παῦλος πού μιλάει ἔτσι. Καί ὁ Δαυΐδ στούς Ψαλμούς του μιλάει ἔτσι καί ἡ Παλαιά Διαθήκη μιλάει ἔτσι. Γι’ αὐτό βλέπουμε ἐδῶ ποιός ἦταν ὁ λόγος πού οἱ ἀρχαῖοι Χριστιανοί, πού προητοιμάζοντο γιά τήν νοερά προσευχή, πρῶτα ἀποστηθίζανε ὅλο τό Ψαλτήρι. Οἱ πρῶτοι χριστιανοί ἤξεραν ἀπ’ ἔξω τούς 150 Ψαλμούς τοῦ Δαβίδ. Τό Ψαλτήρι τούς βοηθοῦσε νά ἐργασθοῦν μετά τήν νοερά προσευχή καί νά ἀκοῦν τό Ἅγιο Πνεῦμα νά προσεύχεται μέσα στήν καρδιά τους.
Αὐτήν τή μεγάλη σημασία εἶχε τό Ψαλτήρι γι’ αὐτούς· στό νά τούς βοηθήσει νά ἐργασθοῦν τήν νοερά προσευχή. Δέν ξέρω πόσοι χριστιανοί σήμερα –ὄχι ξέρουν ἀπ’ ἔξω- ἔχουν διαβάσει ὁλόκληρο τό Ψαλτήρι. Τά παλιά χρόνια τό διάβαζαν ἐπάνω στούς πεθαμένους πρίν τήν κηδεία. Καί σήμερα τό κάνουν.
Ἴσως τότε νά ἦταν ἡ μόνη φορά πού διάβαζαν ὁλόκληρο τό Ψαλτήρι. Τό διάβαζε ὁ παπάς καί, ἄν εἶχε κοντά του κανένα ψάλτη, ἔβαζε καί τόν ψάλτη καί τό διάβαζε. Τά παλιά χρόνια, γιά νά χειροτονηθεῖ κανείς Ἐπίσκοπος, ἔπρεπε νά ἀποδείξει ὅτι ἤξερε ἀπ’ ἔξω τό Ψαλτήρι. Ὑπάρχει ὁ β’ Κανών τῆς Ζ’ Οἰκουμενικῆς Συνόδου. Γιατί νά τό ἔχει ἀποστηθίσει; Διότι γιά νά γίνει κανείς Ἐπίσκοπος πρέπει τουλάχιστον νά εἶναι φωτισμένος, ἄν ὄχι θεωμένος, νά ἔχει φθάσει στό τρίτο σκαλοπάτι. Ἀλλά γιά νά εἶναι θεωμένος, πρέπει νά ἔχει ἀδιάλειπτη νοερά προσευχή. Γι’ αὐτό ἤθελαν νά γνωρίζουν τό Ψαλτήρι, γιατί τό Ψαλτήρι εἶναι προγύμναση, προστάδιο, προϋπόθεση τῆς νοερᾶς προσευχῆς.
Στά Μοναστήρια διαβάζουν πολύ Ψαλτήρι, ἐπειδή τό Ψαλτήρι βοηθάει στήν νοερά προσευχή. Οἱ πρῶτοι χριστιανοί, ἀλλά καί σήμερα ὑπάρχουν τέτοιοι ἄνθρωποι, ἀντί γιά τήν εὐχή ‘Κύριε Ἰησοῦ Χριστέ ἐλέησόν με’, κάνουν νοερά προσευχή μέ τό Ψαλτήρι. Λένε ἀπ’ ἔξω τούς Ψαλμούς. Ἀδιάλειπτα ἡ καρδιά τους ἀπαγγέλλει τό Ψαλτήρι.
– Γιατί ἔπρεπε νά γνωρίζει ὁ Ἐπίσκοπος τό Ψαλτήρι;
Γιατί τό Ψαλτήρι εἶχε τόσο μεγάλη σημασία μέσα στήν Ἐκκλησία; Διότι τό Ψαλτήρι ἔχει προσευχές σχετικές μέ τήν νοερά προσευχή. Διότι ἡ νοερά προσευχή στήν Ἑβραϊκή παράδοση, στήν Προφητική παράδοση, ἀλλά καί στήν ἀρχαία Χριστιανική παράδοση, γινόταν καί μέ τούς Ψαλμούς. Γι’ αὐτόν τόν λόγο λέει ὁ Ἀπόστολος Παῦλος «προσεύξομαι τῷ πνεύματι, προσεύξομαι καί τῷ νοΐ, ψαλῶ τῷ πνεύματι, ψαλῶ καί τῷ νοΐ» (Α΄ Κορ. 14,15). Τό πνεῦμα ἐδῶ εἶναι ἡ καρδιά καί τῷ νοΐ εἶναι ὁ νοῦς. Ψαλῶ τῷ πνεύματι, ψαλῶ καί τῷ νοΐ, θά ψάλω μέ τήν καρδιά μου, θά ψάλω καί μέ τόν νοῦ μου, μέ τήν διάνοιά μου.
Ὁπότε ἡ νοερά προσευχή δέν εἶναι μόνο προσευχή μέ λόγια, ἀλλά εἶναι καί ψαλμωδία, ψαλμός δηλαδή. Γι’ αὐτό ἔχουμε καί δείγματα ἀπό τήν Παράδοση ὅτι ἡ νοερά εὐχή γινόταν καί μέ τούς Ψαλμούς. Ἕνα ἀπό αὐτά τά παραδείγματα εἶναι ἐκεῖνο τοῦ Ἁγίου Ἰωάννου τοῦ Κασσιανοῦ, ὁ ὁποῖος διδάσκει νοερά προσευχή μέ Ψαλμούς. Ὑπάρχουν ἀρκετές μαρτυρίες γι’ αὐτό τό πράγμα.
Στό «Ρουμάνικο Γεροντικό», πού ἔγραψε ὁ π. Ἰωαννίκιος Μπάλαν, ἀναφέρεται ἡ περίπτωση ἑνός λαϊκοῦ Χριστιανοῦ, ὄχι μοναχοῦ ἤ παπά, ὁ ὁποῖος εἶχε ἀδιάλειπτη τήν νοερά προσευχή, ἀπαγγέλλοντας διαρκῶς Ψαλμούς.
Ὁπότε χρειάζεται καμμία φιλοσοφική ἀπόδειξις γι’ αὐτά τά θέματα, ἐφ’ ὅσον ἐκεῖνοι, πού πιστεύουν καί ἔχουν φθάσει σ’ αὐτήν τήν κατάσταση τῆς νοερᾶς προσευχῆς, ἔχουν μέσα τους αὐτήν τήν ἐμπειρία; Ὅταν ἐγώ σᾶς βλέπω κι ἐσεῖς μέ βλέπετε, χρειάζεται καμιά ἀπόδειξη φιλοσοφική ὅτι ὄντως σᾶς βλέπω καί μέ βλέπετε; Ἀφοῦ ἔχουμε τήν ἐμπειρία. Καί, ἐφ’ ὅσον ὑπάρχει αὐτή ἡ ἐμπειρία, σέ τί χρειάζεται ἡ μεταφυσική; Ἡ φιλοσοφία δηλαδή πού ἀσχολεῖται μέ τά μετά-φυσικά, μέ τά πράγματα πού δέν εἶναι στήν φύση. Αὐτή τήν λένε μεταφυσική. Εἶναι κομμάτι τῆς Φιλοσοφίας.
Σέ τί χρειάζεται ἡ μεταφυσική; Σέ τί βοηθάει ἡ φιλοσοφία; Βοηθήθηκε ποτέ κανείς οὐσιαστικά στήν ζωή του ἀπό καμμία φιλοσοφία στό νά ἀποκτήσει αὐτήν τήν κατάσταση τῆς νοερᾶς προσευχῆς, πού ἐνεργεῖ ἀδιάλειπτα μέσα στήν καρδιά, ὥστε νά γίνει ναός τοῦ Ἁγίου Πνεύματος; Ὄχι! Ἄλλα πράγματα ὁδηγοῦν σ’ αὐτή τήν νοερά προσευχή.
Ὅταν κανείς δέν ἔχει τέτοια ἐμπειρία, ἀλλά θέλει νά τήν ἀποκτήσει, τότε πηγαίνει καί διδάσκεται ἀπό τούς ἔχοντας τήν ἐμπειρία αὐτή. Ἡ ἐμπειρία αὐτή τῆς νοερᾶς προσευχῆς εἶναι συνήθως -ἄν καί ὑπάρχουν ἐξαιρέσεις- ἀπαραίτητη προϋπόθεσις γιά νά φθάσει κάποιος στήν ἐμπειρία τῆς θεώσεως, νά δεῖ κανείς τήν δόξα τοῦ Θεοῦ, νά ἀποκτήσει ἐμπειρία τῆς ἀκτίστου δόξης τοῦ Θεοῦ.
Αὐτή ἡ ἐμπειρία τῆς θεώσεως εἶναι ἀποκλειστικά δῶρο Θεοῦ, τό ὁποῖο ὁ Θεός χαρίζει σέ ὅποιους θέλει, ὅταν θέλει καί γιά ὅσο θέλει καί δέν ἐξαρτᾶται ἀπό τήν ἀνθρώπινη προσπάθεια. Προϋπόθεσις ὅμως ὑπό συνήθεις συνθῆκες εἶναι τό νά ἔχει κανείς τήν νοερά προσευχή, γιά νά φθάσει σ’ αὐτή τήν κατάσταση.
Ἀρχ. Σάββας Ἁγιορείτης
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου