Σάββατο 14 Ιανουαρίου 2017

Γέροντας Ἰωσὴφ Ἡσυχαστής: Ἡ εὐχὴ καὶ τὸ ὅπλο…


Πῶς νὰ κάνετε νοερὰ προσευχὴ ἀδιαλείπτως
«Ἡ πράξη τῆς νοερᾶς προσευχῆς εἶναι νὰ βιάσεις τὸν ἑαυτόν σου νὰ λέγεις συνεχῶς τὴν εὐχὴ μὲ τὸ στόμα ἀδιαλείπτως. Στὴν ἀρχὴ γρήγορα, νὰ μὴν προφθάνει ὁ νοῦς νὰ σχηματίζει λογισμὸ μετεωρισμοῦ.
Νὰ προσέχεις μόνο στὰ λόγια: «Κύριε Ἰησοῦ Χριστέ, ἐλέησόν με».
Ὅταν αὐτὸ πολυχρονίσει, τὸ συνηθίζει ὁ νοῦς καὶ τὸ λέγει καὶ γλυκαίνεσαι ὡσὰν νὰ ἔχεις μέλι στὸ στόμα σου καὶ θέλεις νὰ τὸ λέγεις. Ἂν τὸ ἀφήσεις στενοχωρεῖσαι πολύ.
Ὅταν τὸ συνηθίσει ὁ νοῦς καὶ χορτάσει -τὸ μάθει καλὰ- τότε τὸ στέλνει στὴν καρδιά. Ἐπειδὴ ὁ νοῦς εἶναι ὁ τροφοδότης τῆς ψυχῆς καὶ μεταφέρει στὴν καρδιὰ ὁτιδήποτε φαντασθεῖ.
Ὅταν ὁ εὐχόμενος κρατεῖ τὸν νοῦ του νὰ μὴ φαντάζεται τίποτε, ἀλλὰ νὰ προσέχει μόνο τὰ λόγια τῆς εὐχῆς, τότε ἀναπνέοντας ἐλαφρὰ μὲ κάποια βία καὶ θέληση δική του τὸν κατεβάζει στὴν καρδιά, καὶ τὸν κρατεῖ μέσα καὶ λέγει μὲ ρυθμὸ τὴν εὐχή, «Κύριε Ἰησοῦ Χριστέ, ἐλέησόν με»…;
Ἂν θέλεις νὰ βρεῖς τὸν Θεὸ διὰ τῆς «εὐχῆς» δὲν θὰ σταματᾶς ποτὲ αὐτὴν τὴν ἐργασία. Ὄρθιος, καθήμενος, βαδίζοντας δὲν θὰ μένεις χωρὶς τὴν εὐχή.
Νὰ μὴ βγαίνει πνοὴ χωρὶς τὴν εὐχὴ γιὰ νὰ ἐφαρμόζεται ὁ λόγος τοῦ Παύλου…
«ἀδιαλείπτως προσεύχεσθε, ἐν παντὶ εὐχαριστεῖτε».
Ἐὰν μπορέσεις νὰ λέγεις τὴν «εὐχὴ» ἐκφώνως καὶ συνέχεια, σὲ δύο-τρεῖς μῆνες πιστεύω τὴν συνηθίζεις καὶ μετὰ πλησιάζει ἡ Θεία Χάρις καὶ σὲ ξεκουράζει. Ἀρκεῖ νὰ μὴ σταματήσεις νὰ τὴν λέγεις μὲ τὸ στόμα, χωρὶς διακοπῆ. Ὅταν τὴν παραλάβει ὁ νοῦς τότε θὰ ξεκουρασθεῖς μὲ τὴν γλώσσα νὰ τὴν λέγεις.
Ὅλη ἡ βία εἶναι στὴν ἀρχή, ἕως ὅτου γίνει συνήθεια. Κατόπιν θὰ τὴν ἔχεις σ’ ὅλα τὰ χρόνια τῆς ζωῆς σου. Μόνο κτύπα εὐθέως τὴν θύρα τοῦ θείου ἐλέους καὶ πάντως ὁ Χριστός μας θὰ σοῦ ἀνοίξει, ἐὰν ἐπιμένεις».

Ψυχή – Νοῦς – Νοερά προσευχή (Μοναχός Μάρκελλος)



Πνευματικές ανταύγειες από το Άγιον Όρος
Επίσκεψις νοερά, μυστική και ειλικρινής
εις τα βάθη της ψυχής κατευθυνομένη
και ελεγχομένη υπό του φωτός του νοός.


Η ψυχή είναι ζώσα ύπαρξις, απλή και ασώματος, αόρατος με τους σωματικούς οφθαλμούς κατά την φύσιν της, αθάνατος, λογική και πνευματική, άμορφος, που κατοικεί εις οργανικόν σώμα και παρέχει εις αυτό την ζωήν και την αύξησιν και την αίσθησιν. Η ψυχή έχει τον νουν, ο οποίος δεν είναι κάτι διαφορετικόν από τον εαυτόν της, αλλά ωσάν το καθαρώτερον στοιχείον της1. Όπως είναι ο οφθαλμός εις το σώμα, έτσι είναι και ο νους εις την ψυχήν. Είναι η ψυχή ελευθέρα, έχει θέλησιν και ενέργειαν, είναι μεταβλητή, δηλαδή μεταβάλλεται κατά την θέλησίν της, διότι είναι κτιστή. Όλα αυτά τα έχει λάβει κατά φυσικήν τάξιν από την Χάριν του δημιουργού της, από την οποίαν έχει λάβη και την ύπαρξιν και την φυσικήν κατάστασιν2.



Ας κατέλθωμεν ψυχή μου εις τα βάθη σου, εις τον οίκον σου, δια να θεωρήσωμεν το κατάλυμά σου. να ίδωμεν πως έχει η κατάστασις αυτού. να επιβλέψωμεν εις την επιμέλειαν και την φροντίδα που επέδειξες δια να αρέσης εις τον Νυμφίον και Κύριόν σου.
Ας κατέλθωμεν και ας εισέλθωμεν δια του καθαρού νοός εις τα βάθη σου ψυχή μου, κατευθυνόμενοι και στηριζόμενοι δια της ευχής και ας γίνωμεν θεωροί των τραυμάτων και του σκότους που υπάρχει εκεί και ας θρηνήσωμεν δια την κατάστασίν σου.
Ο Νυμφίος Σου κρούει την θύραν και θέλει να εισέλθη εντός σου, δια να μείνη μόνος εκεί, δια να ανακλιθή εκεί. δια να δειπνήση μαζί σου. δια να ενωθή πλήρως μαζί σου και να σου χαρίση δια της ενώσεως αυτής την αιώνιαν μακαριότητα και αγάπην. «Ιδού έστηκα επί την θύραν και κρούω…» (Αποκ. γ’ 20).
Αλλά πώς θέλει να εισέλθει; Θέλει να είναι εκεί αυτός μόνος. Να μη μολύνη άλλος τον τόπον σου. Εάν δεν εύρη έτσι την ψυχήν σου, ο Άγιος Κύριος ο δορυφορούμενος και ανυμνούμενος υπό των Χερουβείμ, δεν εισέρχεται.

     Μπορείς να ειπής μαζί με τον προφήτην Δαβίδ: «Ευλόγει, η ψυχή μου, τον Κύριον και, πάντα τα εντός μου, το όνομα το άγιον αυτού» (Ψαλ. 102, 1). Ανταποκρίνεσαι εις την αγάπην του Κυρίου, όπως ο ίδιος παραγγέλει: «αγαπήσεις Κύριον τον Θεόν σου εν όλη τη καρδία σου και εν όλη τη ψυχή σου και εν όλη τη διανοία σου» (Ματθ. κβ’ 37). Αγαπάς και αναζητείς τον Νυμφίον σου Χριστόν όπως η ασματίζουσα Νύμφη, η οποία διακαώς επιποθεί αυτόν και λέγει: «εύρον ον ηγάπησεν η ψυχή μου. εκράτησα αυτόν και ουκ αφήκα αυτόν, έως ου εισήγαγον αυτόν εις τον οίκον μητρός μου και εις ταμείον συλλαβούσης με» (‘Ασμα γ’ 4) 3.
Ψάλλε τον αναβαθμόν και σκίρτα από χαρά: «Η καρδία μου προς σε Λόγε υψωθήτω. και ουδέν θέλξει με των του κόσμου τερπνών, προς χαμαιζηλίαν» (αντίφωνον γ’ του δ’ ήχου). Ω ενυπόστατε Λόγε και Υιέ του Θεού, εις εσένα ας υψωθή η καρδία μου. Τούτο θα γίνη όταν μελετάς το άπειρον ύψος της μεγαλειότητος του Θεού, το ακατάληπτον της σοφίας του, το μέγεθος της δυνάμεώς του, το απεριόριστον της αγαθότητός του, την υπέρ νουν ωραιότητά του και το γλυκύτατον και υπερούσιον φως του. Εάν τούτο πράξης δεν θα γλυκαίνεται η επιθυμία σου εις τα τερπνά του κόσμου τούτου, ούτε θα αγαπάς την ματαιότητα, αλλά θα ανάψης από τον πόθον και την αγάπην του θεού. Ποίος το βεβαιοί αυτό; Ο Μέγας Βασίλειος. «Μακάριοι οι του αληθινού κάλλους φιλοθεάμονες» (Ερμηνεία εις τον μδ’ Ψαλμόν).
Όσον περισσότερον αγαπάς τον Άγιον Θεόν, τόσον περισσότερον γνωρίζεις αυτόν, και τότε ψυχή μου, ελκομένη εκ της θεϊκής αυτής ηδονής, θα αποστρέφεσαι ευκόλως και θα καταφρονής κάθε ηδονήν του κόσμου τούτου. Δια τούτο και ο Άγιος Ιωάννης ο Σιναΐτης είπε: «Ο γευσάμενος των άνω, ευχερώς των κάτω καταφρονεί, ο δε εκείνων άγευστος, επί προσκαίροις αγάλλεται» (Λόγος ιστ’ 15). Δια τούτο φρόντιζε να εξαλείψης από την φαντασίαν σου τις εικόνες και τα είδωλα του κόσμου τούτου. να εκριζώσης από τα βάθη σου τις προλήψεις και τις αμαρτωλές επιθυμίες και δια της επιστροφής του νοός σου εις τον οίκον σου και της λειτουργίας της νοεράς και αδιαλείπτου προσευχής να αρχίζης να τρέφεσαι από τα κάλλη του ουρανού.
Καθώς τώρα παρατηρώ τα βάθη σου ψυχή μου, βλέπω ότι πολύ απέχεις από την πρώτη εικόνα σου που σου εδώρησε ο Τριαδικός Θεός και εμόλυνες την καλλονήν σου. Σπεύσον τώρα να ευπρεπίσης και να καλλωπίσης αυτήν. Ετοιμάσου λοιπόν και λέγε μαζί με την Νύμφην: «Έχω βγάλει τον χιτώνα της αμαρτίας, πώς να τον φορέσω πάλιν; Έπλυνα τους πόδας μου, πώς να τους λερώσω πάλιν;»  (Άσμα ε’ 3).
Γνωρίζεις, ψυχή μου, ποίος είναι ο καλύτερος στολισμός σου; Μη νομίσης πως είναι άλλος από την ελευθερία του νοός σου. Όταν αυτός είναι ελεύθερος, τότε αποφασίζει μόνος του και ελέγχει τον οίκον σου και δεν αφήνει να εισέλθη κανείς εις αυτόν.

 
Τί σημαίνει ελευθερία του νοός;
      Σημαίνει την απομάκρυνσιν εξ αυτού παντός νοήματος. Τότε μόνον ο νούς είναι ελεύθερος, όταν δεν έχει κανένα λογισμό και κατευθύνεται ορμητικά προς τον θεό και προσκυνεί και δοξολογεί το Άγιον Όνομα Αυτού. Αποτέλεσμα της ελευθερίας του νοός είναι η κάλυψις της ψυχής υπό της χάριτος του Αγίου Πνεύματος. Αυτός είναι ο πραγματικός στολισμός της ψυχής.
Όταν όμως υπάρχουν άλλοι ένοικοι μέσα σου ψυχή μου, τότε αυτοί αποκτούν δικαιώματα και σε αποσπούν από την ενότητά σου και σε κατευθύνουν όπου θέλουν. Αυτό ακριβώς επισημαίνει και ο Νικήτας ο Στηθάτος λέγων: «Έως ότου η ψυχή στασιάζει κατά του εαυτού της και κινούνται άτακτα οι δυνάμεις της και δεν έγινε ακόμη δεκτική των θεϊκών ακτίνων, ούτε αξιώθηκε να ελευθερωθή από την δουλεία του σαρκικού φρονήματος, ούτε απόλαυσε την ειρήνη» (Φιλ. Τόμος Γ’, Β’ εκατοντάδα των φυσικών κεφαλαίων, 65).

 
Τί πρέπει να επιδιώκουμε κατά την ώραν της προσευχής;
      Τούτο άριστα μας το υποδεικνύει ο Άγιος Ιωάννης ο Καρπάθιος λέγων: «Αν θέλωμε πραγματικά να ευαρεστήσωμεν εις τον Θεόν και να συνάψωμεν μαζί του την τρισμακάριστη φιλία, ας παρουσιάσουμε τον νουν μας γυμνόν εις αυτόν, χωρίς να σέρνουμε μαζί μας κανένα πράγμα του αιώνος τούτου, ούτε τέχνη, ούτε νόημα, ούτε δικαιολογία, ακόμη και αν γνωρίζουμε όλην την σοφίαν του κόσμου» (Φιλοκ. Τόμ. Α’, σελ. 286, μθ’).
Κατά τον Άγιο Νείλο, είναι μακάριος ο νους ο οποίος κατά την ώραν της προσευχής έχει αποδιώξει τις μορφές και τα σχήματα. «Μακάριος είναι ο νους ο οποίος κατά την ώραν της προσευχής απέκτησε τελείαν αμορφίαν» (Φιλοκ. Τόμος Α’, σελ. 187).
Αυτή η γυμνότης του νοός ή η αμορφία είναι η πραγματική ελευθερία του νοός και δια εσένα ψυχή μου είναι ο ωραιότερος στολισμός και αγιασμός. Όταν το επιτύχη αυτό ο νους τότε κατατρυφά απερισπάστως και ακορέστως το θείον κάλλος. «Μακάριος ο νους, ο πάντα τα όντα περάσας και της αιωνίου μακαριότητος κατατρυφών» (Φιλ. Τόμος Β’, σελ. 5. Μαξίμου του Ομολογητού, περί αγάπης κεφάλαια, Εκατοντάς Πρώτη, ιθ’).

 
Ποίον είναι το άριστον φάρμακον δια να επιτύχη
κανείς αυτήν την κατάστασιν;

      Είναι ο εγκλεισμός του νοός εις το βάθος της ψυχής. Ποίοι μας το εδίδαξαν και το εφήρμοσαν αυτό;
Πρώτον μας το εδίδαξεν ο Κύριος: «συ δε όταν προσεύχη, είσελθε εις το ταμείον σου» (Ματθ. στ’ 6). Ταμείον βέβαια εδώ εννοεί ο Κύριος το δωμάτιον, αλλά πολύ περισσότερον και το ενδότερον της καρδίας.
Την επιστροφήν αυτήν του νοός την διδάσκουν όλοι οι Νηπτικοί Πατέρες και λέγουν ότι πρέπει να γίνεται με την κλίσιν της κεφαλής και την κάμψιν του σώματος προς τα εμπρός. Ονομάζεται δε η επιστροφή αυτή υπό του Διονυσίου του Αεροπαγίτου κυκλική και απλανής κίνησις του νοός4.
Όπως η περιφέρεια του κύκλου έχει μια αρχή, αλλά επιστρέφει πάλι εις τον εαυτό της και ενώνεται, έτσι και ο νους, λέγοντας την ευχήν νοερώς, Κύριε Ιησού Χριστέ ελέησόν με, δια της κυκλικής αυτής κινήσεως ο νους επιστρέφει εις την καρδίαν και ενώνεται μετ’ αυτής5. Δια τούτο και ο εξοχώτατος Διονύσιος είπε: «Ψυχής δε κίνησις εστι κυκλική, η εις εαυτήν είσοδος από των έξω και των νοερών αυτής δυνάμεων η ενοειδής συνέλιξις ώσπερ εν τινι κύκλω το απλανές αυτή δωρουμένη» (Κεφ. δ’ περί θείων ονομάτων).
Και ο Μέγας Βασίλειος δια την επιστροφήν αυτήν του νοός και τον εγκλεισμόν εις τα βάθη της ψυχής λέγει τα εξής αξιοπρόσεκτα λόγια: «Νους ο οποίος δεν διασκορπίζεται προς τα έξω και δεν διαχέεται από τας αισθήσεις εις τον κόσμο, επιστρέφει προς τον εαυτόν του και δια του εαυτού του αναβαίνει εις την έννοιαν του Θεού. και με εκείνο το κάλλος περιλαμπόμενος και ελλαμπόμενος, λησμονεί ακόμη και την ίδια του την φύσι, δίχως να σύρεται η ψυχή του ούτε εις φροντίδα τροφής μήτε εις μέριμνα ενδυμάτων, αλλά, αφού παύση να ασχολήται με τις γήινες φροντίδες, όλην του την σπουδήν την μεταθέτει εις την απόκτησι των αιωνίων αγαθών» (Μ. Βασιλείου Έργα, ΕΠΕ, Τόμος 1, σελ. 67 – Επιστολή προς τον φίλον του Γρηγόριον).
Ο Αββάς Ισαάκ διδακτικώτατα προτρέπει: «Καταδίωξον τον εαυτόν σου και θέλει καταδιωχθή ο εχθρός σου από πλησίον σου. Ειρήνευσον μετά σου και έσεταί σοι ειρηνικός ο ουρανός και η γη. Σπούδασον να εισέλθης εντός του ταμείου της καρδίας σου και θέλεις ιδή το ταμείον το ουράνιον. διότι ένα είναι και τα δύο και δια μιας εισόδου συγχρόνως βλέπονται. επειδή η κλίμαξ εκείνης της Βασιλείας είναι εντός σου κεκρυμμένη» (Ασκητικοί Λόγοι, Αββά Ισαάκ, Λόγος Α’, σελ. 110).
Εις αυτήν την επιστροφήν του νοός εις την καρδίαν χρειάζεται πολλή επιμονή και προσοχή, διότι ο νους καθώς είναι αγύμναστος, αποφεύγει αυτόν τον εγκλεισμόν και συνεχώς αποπηδά, επειδή είναι λεπτώτατος και ευκίνητος: «Ο νους εκείνων που μόλις πριν από λίγο μπήκαν εις αυτόν τον αγώνα και όταν συγκεντρώνεται, δραπετεύει συνεχώς και πρέπει αυτοί να προσπαθούν συνεχώς να τον επαναφέρουν. Τους διαφεύγει όμως καθώς είναι αγύμναστοι, διότι είναι πάρα πολύ δυσκολοπαρατήρητος και πιο ευκίνητος από οτιδήποτε άλλο» (Γρηγ. Παλαμά, Τόμος Δ’, σελ. 127, Υπέρ των ιερώς ησυχαζόντων). Και συνεχίζει ο Άγιος Γρηγόριος:
«Ο εσωτερικός άνθρωπος, μετά την παράβασι του Αδάμ, συνηθίζει να εξωμοιώνεται με τα εξωτερικά σχήματα, δια τούτο πως δεν θα βοηθήση πολύ εκείνον που καταγίνεται με προθυμία να στρέψη τον νουν του εις τον εαυτόν του, έτσι που να μην ακολουθή την «κατ’ ευθείαν», αλλά την κυκλική κίνησι που είναι απλανής, το να μην περιφέρει τα μάτια του εδώ και εκεί, αλλά και να στηρίζει όπως σε κάποιο στήριγμα εις το στήθος του. Συστρέφοντας δηλαδή όσο μπορεί εξωτερικά τον εαυτόν του σαν κύκλο, παρόμοια με την κυκλική κίνησι του νοός του που επιδιώκει μέσα του, με το σχήμα αυτό του σώματος θα στείλη μέσα εις την καρδιά και την δύναμι του νου που διαχέεται έξω με την όρασι».
Η επιστροφή αυτή προς τον εαυτόν του είναι πάρα πολύ δύσκολο και κοπιαστικό έργο. Αν όμως υπομείνη με πολύ ταπείνωσι εις την επιστροφή αυτή του νοός του εις την καρδίαν και τον εγκλεισμόν επί πολύν χρόνον εντός της καρδίας και επιτύχει την ανύψωσίν του προς τον Θεόν, εμποδίζοντας με ισχυρή βία την τάσι της διανοίας να ασχολήται με πολλά θέματα, τότε πλησιάζει προς τον Άγιο Θεό νοερά και γεύεται από τώρα την αιώνιο ζωή και τα αγαθά που χαρίζει ο Κύριος, όπως λέγει ο ιερός ψαλμωδός «γεύσασθε και ίδετε ότι χρηστός ο Κύριος» (Ψαλ. 33, 9).
Την δυσκολίαν του έργου αυτού, αλλά και τα αγαθά που αναμένουν όσους υπομείνουν αυτόν τον κόπον υπογραμμίζει σαφέστατα ο Άγιος Γρηγόριος ο Παλαμάς, ο καθηγητής της νοεράς προσευχής, λέγων: «Οποιοσδήποτε κόπος άλλης αρετής είναι μικρός και ευκολότατος, αν συγκριθή με αυτόν. Δια τούτο και πολλοί που αφήνουν την προσπάθεια εξ αιτίας της στενοχώριας της προσευχητικής αρετής, δεν αξιώνονται να φθάσουν τον πλούτο των θείων χαρισμάτων. Εκείνοι όμως που υπομένουν, τους περιμένουν μεγαλύτερες εκδηλώσεις της θείας βοηθείας, σύμφωνα με τον λόγο του προφήτου: «Όσοι υπομένουν, θα βγάλουν φτερά. θα ανανεωθή η ισχύς τους» (Ησαΐας 40, 31)» (Γρηγορίου Παλαμά, Τόμος Δ’ Περί προσευχής και καθαρότητος καρδίας, σελ. 133).
Μεγαλύτερος εργάτης του εγκλεισμού του νοός εις την καρδίαν και εκφραστής όλων των καταστάσεων της νοεράς προσευχής κατά τους νεωτέρους χρόνους, νομίζω, πως δεν είναι άλλος, παρά ο παππούς Ιωσήφ. Περιγράφει πολύ παραστατικά τον κόπον, αλλά και τον πόλεμον που εδέχετο από τα φοβερά δαιμόνια, επειδή ασκούσε αυτό το ιερό έργον: «Έκτοτε λοιπόν ήρχισαν οι άγριοι πόλεμοι, όπου δεν με άφηναν ησυχίαν ημέραν και νύκτα. Άγριοι πόλεμοι! Μήτε ώρα να ησυχάσω. Επίσης και εγώ μανίαν εις αυτούς. Εξ ώρας καθήμενος εις προσευχήν τον νουν δεν εσυγχώρουν να βγη από την καρδίαν. Από το σώμα μου ο ιδρώτας έτρεχεν ωσάν βρύσι. Ξύλον αλύπητα. Πόνος και δάκρυα. Νηστεία και ολονύκτιος αργυπνία. Και επί τέλους κατέπεσα.
Όλα οκτώ έτη κάθε νύκτα μαρτύριον. Έφευγαν οι δαίμονες και εφώναξαν. Μας έκαψε! Μας έκαψε! Όπου έτυχε μίαν νύκτα και τους ήκουσε και ο πλησίον μου αδελφός ξενιζόμενος, ποίοι ήσαν αυτοί όπου εφώναζαν»
(Γέροντος Ιωσήφ, Έκφρασις Μοναχικής εμπειρίας, έκδοσις Ι. Μονής Φιλοθέου, σελ. 210).
Δια να έχη καρπόν αυτή η κατάστασις της νοεράς προσευχής χρειάζεται πολύ προσοχή και νήψι, δια τούτο και επισημαίνει: «Θα κουρασθής πολύ, έως ότου καταλάβης ότι προσευχή χωρίς προσοχή και νήψι είναι απώλεια χρόνου. κόπος χωρίς πληρωμήν. Πρέπει εις όλας τας αισθήσεις μέσα και έξω να στήσης φύλακα την προσοχήν. Διότι χωρίς αυτής ο νους και αι δυνάμεις της ψυχής διαχέονται εις τα μάταια και συνήθη, ωσάν, το άχρηστο νερό που τρέχει στους δρόμους» (Ενθ’ ανωτέρω, σελ. 42).
Και ο Γέροντας Εφραίμ μας συμβουλεύει: «Τον νουν μας να τον τοποθετήσωμεν ωσάν φρουρόν, ωσάν επιστάτην, να παρακολουθή τον ενδιάθετον λόγον που λέγει την ευχή. επίσης να προσέχη την φαντασία, να μη δεχθή καμμία εικόνα» (Γέροντος Εφραίμ: Πατρικαί Νουθεσίαι, έκδοσις Ι. Μονής Φιλοθέου, σελ. 115).
Ο Γέροντας Εφραίμ επεξέτεινε και ανέλυσε περισσότερον την περιεκτικήν διδασκαλίαν του Γέροντός του Ιωσήφ και θεωρείται και πράγματι είναι σήμερα ο κυριώτερος διδάσκαλος της νοεράς προσευχής. Κατόρθωσε να μεταφέρη το έργον της Νηπτικής παραδόσεως του Αγίου Όρους εις πολλά του πνευματικά παιδιά εις τον κόσμον και κυρίως εις τα νέα φυτώρια των μοναστηριών που εφύτευσε εις Καναδά και Αμερικήν. Η Ιερά Μονή του Αγίου Αντωνίου εις την Αριζόνα, την οποίαν έχει καταστήση κέντρον του πνευματικού του έργου, μέλλει να αναδειχθή εις μια μεγάλη Λαύρα, της οποίας η προσφορά εις τον σύγχρονον κόσμον θα είναι ανυπολόγιστη.
Πατρικά, ο Γέροντας Εφραίμ μας νουθετεί: «Βιάζεσθε, παιδιά μου, εις την ευχήν του Ιησού μας. Αυτή θα γίνη τα πάντα. και τροφή και πόμα, και ένδυμα και φως και παρηγοριά και ζωή πνευματική. Τα πάντα γίνεται εις τον κατέχοντα ταύτην. Χωρίς αυτήν το κενόν της ψυχής δεν ικανοποιείται. Τον Χριστόν θέλετε να αγαπήσετε; Την ευχήν νοσταλγήσατε και την ταπείνωσιν εγκολπώσασθε και τότε θα γνωρίσητε ότι η Βασιλεία του Θεού εντός ημών εστίν» (Γέροντος Εφραίμ, Ενθ’ ανωτέρω, σελ. 108).

 
Επίλογος
     Ο νους εκ νεότητος είχε συνηθίσει να διασκορπίζεται εις τα πράγματα του κόσμου και οι φαντασίες και οι πονηροί λογισμοί ευρήκαν έτσι τη ευκαιρίαν να εισέλθουν εις την καρδίαν, με την αδράνειαν αυτήν του νοός. Δια τούτο ο άνθρωπος γίνεται όχι ναός της χάριτος του Αγίου Πνεύματος, αλλά εργαστήριον της ανομίας και καταγώγιον των πονηρών πνευμάτων.
Ο νους τώρα δια της νοεράς προσευχής εισέρχεται εις την καρδίαν. Δια της επιστασίας του κλείεται η θύρα του ενδιαθέτου λόγου6 και δεν αφήνει τα πονηρά πνεύματα να λέγουν δι’ αυτού τους πονηρούς λογισμούς τους οποίους θέλουν. Δια τούτο είπε ο Ιωάννης της Κλίμακος: «Να κλείνης την θύρα του κελλιού σου για να μην εξέρχεται το σώμα σου, την θύρα της γλώσσης σου για να μην εξέρχωνται λόγια, και την εσωτερική πύλη της ψυχής σου για να μην εισέρχωνται τα πονηρά πνεύματα» (Ιωάννου του Σιναΐτου: Κλίμαξ, Λόγος ΚΖ’, Περί ησυχίας, 17).
Η επιστροφή αυτή του νοός εις την καρδίαν και η επιμονή εις αυτήν την εργασίαν και η φυλακή και η τήρησις της νοεράς προσευχής καθιστούν τον νουν ικανόν να βλέπη τας κακάς κλίσεις της καρδίας του, τας πονηράς κινήσεις των λογισμών του, τας επιβουλάς και τας κλοπάς των πονηρών πνευμάτων.
Βλέπει εκεί εις το βάθος της καρδίας, όλα τα σφάλματά του καθαρά και επικαλείται τον Ιησούν εις βοήθειαν και πενθεί και μετανοεί και λυπείται και αποκτά ταπείνωσιν αληθινήν. Δια τούτο πάλι ο Άγιος Ιωάννης της Κλίμακος είπε: «Την πνευματικήν σου κατάστασι θα σου την φανερώση η προσευχή σου. Οι θεολόγοι άλλωστε εχαρακτήρισαν την προσευχή  καθρέπτη του μοναχού» (Ιωάννου του Σιναΐτου, Κλίμαξ, Λόγος ΚΗ’, 38).
Την σπουδαιότητα της νοεράς προσευχής τονίζει και ο Άγιος Νικόδημος ο Αγιορείτης με τα εξής γλαφυρά λόγια: «Παρακαλώ λοιπόν θερμώς, να καταγίνησαι και εις την καρδιακήν ταύτην και νοεράν προσευχήν. Και ταύτην έχε έργον αδιάλειπτον και παντοτινόν, λαλών εν τη καρδία σου, δια του ενδιαθέτου λόγου το γλυκύ και κοσμοπόθητον και παντοπόθητον όνομα του Ιησού. τον Ιησούν νοών δια του νοός σου. τον Ιησούν ποθών και ακολουθών (κυνηγών) δια της θελήσεώς σου. προς τον Ιησούν επιστρέφων όλας τας δυνάμεις της ψυχής σου. και το παρά του Ιησού εκζητών έλεος μετά συντριβής και ταπεινώσεως» (Νικοδήμου του Αγιορείτου: Συμβουλευτικόν εγχειρίδιον, σελ. 121).
Ο διάλογος αυτός της μετανοίας, ο οποίος έχει Γραφικήν και Πατερικήν κατοχύρωσιν, εγράφη δια την αμαρτωλήν μου ψυχήν, όπως έλθη εις αίσθησιν και ίδη την ιδίαν αυτής γύμνωσιν και τα τραύματα αυτής και τακτοποιήση τα του οίκου αυτής, δια να μη αισχυνθή εν ώρα της εξόδου και της μελλούσης κρίσεως.

 
Η εμή αδυναμία ταύτα εσημείωσε μ.
21η Ιανουαρ. 2002 του Αγ. Μαξίμου του Ομολογητού.

 
Επίμετρον

Πώς θεραπεύεται ο μετεωρισμός;

 
     Δια του εγκλεισμού του νοός εις τα βάθη της ψυχής. Όταν εισέλθη εκεί ο νους απεργάζεται το πνευματικό μέλι. Όπως η μέλισσα μέσα στην κυψέλη εγκλείεται και παρασκευάζει το μέλι, έτσι και ο νους.
Εγκλειόμενος εκεί ο νους, δίδει χαράν και δύναμιν εις την ψυχήν, διότι γίνεται μία σύναξις των δυνάμεων της ψυχής.
Ο νους πολλές φορές βλέπει εκεί το σκότος της ψυχής και την ασθένειαν αυτής. Η όρασις αυτή του νοός φέρει πένθος εις την ψυχήν εκ του οποίου προκαλούνται δάκρυα δια των οποίων καθαρίζεται η ψυχή. Έτσι ολίγον κατ’ ολίγον αρχίζει να καθαρίζεται και να αποκτά αυτογνωσίαν και αληθινήν ταπείνωσιν.

 
Διατί αμαρτάνομεν;
     Διότι αγνοούμεν την αξίαν και το κάλλος της ψυχής. Όταν η ψυχή διατηρή την τάξιν αυτής και δεν εκπίπτει εκ της αξίας όπου την έθεσε ο ποιητής, απολαμβάνει όλες τις δωρεές του Ουρανίου Πατρός και δεν έχει ουδεμίαν άλλην ανάγκην. Έχει εσωτερικήν παρηγορίαν και παράκλησιν.
Όταν όμως αποκόπτεται από την επικοινωνίαν μετά του Ουρανίου Πατρός, αρχίζει να στρέφεται προς τα κτίσματα και δια των αισθήσεων να απολαμβάνη αυτά. Η στροφή και η επιθυμία προς τα κτίσματα εμπεριέχει πολλάκις την αμαρτία και τον εξ αυτής θάνατον.
Η ψυχή ελησμόνησε το θείον κάλλος και την θείαν αυτής ευγένειαν και στρέφεται προς τα κτίσματα να παρηγορηθή. Από το σημείον αυτό αρχίζει η εκτροπή της ψυχής εκ της αληθείας και γίνεται η αρχή της αμαρτίας.

 
* * *
    
1. «Πρόσεχε, λοιπόν, σεαυτώ». Δηλαδή, ούτε τα δικά σου, ούτε τα γύρω από εσέ, αλλά πρόσεχε μόνον τον εαυτόν σου. Διότι άλλο πράγμα είμεθα ημείς οι ίδιοι και άλλο πράγμα τα δικά μας και άλλο τα γύρω από εμάς. Ημείς είμεθα η ψυχή και ο νους, διότι έχομεν πλασθή σύμφωνα με την εικόνα του κτίστου μας. Μ. Βασιλείου Έργα, Τόμος 6ος, σελ. 223. «Ο λύχνος του σώματος εστιν ο οφθαλμός. Εάν ουν ο οφθαλμός σου απλούς η, όλον το σώμα σου φωτεινόν έσται…» (Ματθ. στ’ 22).
2. Ι. Δαμασκηνού έργα, Ε.Π.Ε. Τόμος 1, σελ. 213.
3. Οίκος και ταμείον είναι η καρδία του ανθρώπου. Μήτηρ και συλλαβούσα είναι η Σοφία του Θεού, η οποία τα πάντα εποίησε, καθώς και την καρδίαν.
4. Μόνον η κυκλική αυτή κίνησις του νοός είναι απλανής, επειδή εις αυτήν δεν μπορεί να εισέλθη η πλάνη του διαβόλου. Εις τας δύο άλλας κινήσεις του νοός, την ευθείαν και ελικοειδή προχωρεί η πλάνη και η απάτη του διαβόλου. Κατά τον Διονύσιον Αεροπαγίτην.
Ευθεία κίνησις του νοός είναι: όταν ο νους από τις εικόνες των αισθητών πραγμάτων αναβιβάζεται εις την νοητήν αυτών θεωρίαν.
Ελικοειδής δε κίνησις του νοός είναι: όταν ο νους φωτίζεται τας θείας γνώσεις όχι νοερώς, αλλά συλλογιστικώς και μεταβατικώς. Αποτελεί δηλ. μικτήν κίνησιν κυκλικής και ευθείας.
Δια τούτο ασφαλεστέρα είναι η κυκλική κίνησις του νοός, η οποία επιτυγχάνεται δια της επιστροφής του νοός εις την καρδίαν και της νοεράς προσευχής που λέγεται ταυτοχρόνως.
5. Δια της προσευχής αυτής το σώμα λαμβάνει τρόπον τινά σχήμα κυκλικόν. Και ο προφήτης Ηλίας, όταν έλυσε εκείνην την πολυχρόνιον ξηρασίαν (Βλέπε Γ’ Βασιλειών, ιη’, 42) ανέβη εις το Καρμήλιον όρος, έσκυψε επί την γην και έθεσε το πρόσωπον αυτού ανάμεσα εις τα γόνατα αυτού. Δια ποίον λόγον; Δια να συγκεντρώση δια του τρόπου αυτού περισσότερον τον νουν του και φιλοπονώτερον να προσευχηθή προς τον Θεόν. (Φιλοκαλία τόμος Δ’ Γρηγορίου του Παλαμά, Λόγος υπέρ των ιερώς ησυχαζόντων σελ.127).
6. Ενδιάθετος λόγος είναι: Ο νους χρησιμοποιεί το λογιστικόν, δηλαδή τον ενδιάθετον λόγον της καρδίας, δια του οποίου σκεπτόμεθα, κρίνομεν και αποφασίζωμεν, χωρίς να λαλή το στόμα. Αυτόν τον ενδιάθετον λόγον χρησιμοποιεί τώρα ο νους και λέγει την ευχήν: Κύριε Ιησού Χριστέ ελέησόν με.  
Περιοδικόν Ο Όσιος Φίλοθεος της Πάρου
Τεύχος 5 Μάιος – Αύγουστος 2002
Εκδόσεις «Ορθόδοξος Κυψέλη»

Διάλογος περί προσευχῆς (Γέροντας Κλεόπας Ἡλίε)


     

Τι είναι η προσευχή και ποια τα είδη της, κατά τους αγίους Πατέρες;
– Προσευχή είναι η συνομιλία με τον Θεό. Είναι βλαστός της πραότητας και της αοργησίας, είναι καρπός της χαράς και της ευχαριστίας. Κατά τον Ευάγριο τον Ποντικό, είναι η αποδίωξη της λύπης και της απελπισίας. Είναι η ένωση και συνάφεια του ανθρώπου με τον Θεό και, κατά τους Πατέρες, η δύναμη του κόσμου, η συμφιλίωση με τον Θεό, η μητέρα των δακρύων και η θυγατέρα αυτών. Η προσευχή είναι το κλειδί της βασιλείας των ουρανών και, κατά τον Ρώσο άγιο Θεοφάνη τον Έγκλειστο, είναι η ανάβαση του νου και των σκέψεών μας στον Θεό.
Η προσευχή έχει τρεις βαθμούς: Στον πρώτο ανήκει η προφορική ή σωματική προσευχή, στον δεύτερο η νοερά και στον τρίτο η καρδιακή.
 – Πώς γνωρίζει κάποιος ότι προσευχήθηκε αληθινά στον Θεό;
– Η αίσθηση της παρουσίας του Θεού στην προσευχή μας γίνεται κυρίως όταν ο προσευχόμενος δεν απαγγέλλει τίποτε με λόγια. Γι’ αυτό, όταν τα λόγια της ευχής φθάσουν στην καρδιά, τότε σίγουρα αυτή η προσευχή είναι αληθινή.
 – Γνωρίζει ο άνθρωπος πότε πέρασε από τη μία βαθμίδα της προσευχής στην άλλη;
–Η μετάβαση του προσευχόμενου από την κατώτερη στην ανώτερη βαθμίδα της προσευχής, καθώς και η πνευματική του πρόοδος, δηλαδή η ανάβασή του σ’ αυτές τις τρεις πνευματικές βαθμίδες, κατά τους περισσότερους αγίους Πατέρες, δεν γίνεται γνωστή στον προσευχόμενο.
Η πνευματική ανάβαση στην προσευχή μοιάζει με την ανάπτυξη ενός φυτού· αυξάνεται αυτό χωρίς να γνωρίζει και να αντιλαμβάνεται τις στιγμές της αναπτύξεώς του. Μοιάζει με ένα παιδί που μεταβαίνει από τη μία ηλικία στην άλλη, χωρίς να μπορεί να ξέρει τον ακριβή καιρό της αναπτύξεώς του. Αυτή η πνευματική ανάβαση του ανθρώπου δεν είναι μόνο καρπός των κόπων του, αλλά περισσότερο δώρο της χάριτος και του θείου ελέους. Και είναι μυστική αυτή η πρόοδος από θεία οικονομία, για να μην πέσει ο άνθρωπος στην υπερηφάνεια στηριζόμενος στις δικές του δυνάμεις.
Ωστόσο ο αββάς Ισαάκ ο Σύρος μας φανερώνει μερικά σημεία με τα οποία μπορεί κανείς να καταλάβει σε ποια πνευματική βαθμίδα είναι. Λέει: «Ο άνθρωπος, όσο βρίσκεται στην αμέλεια, φρίττει την ώρα του θανάτου, και όταν πλησιάζει προς τον Θεό, φοβάται το αντίκρυσμα του δίκαιου Κριτή. Ενώ όταν φθάσει στο πλήρωμα της θείας αγάπης από την παρούσα ζωή, τότε δεν υπάρχουν αυτές οι δύο δυσκολίες».
Τι είναι η νοερά και τι η καρδιακή προσευχή;
– Η νοερά προσευχή είναι εκείνη που γίνεται με στοχασμούς και ο νους συνηθίζει να βυθίζεται την ώρα της προσευχής, να τη λέει εξ ολοκλήρου μυστικά και χωρίς να διασκορπίζεται. Την περίοδο αυτή ο νους ειρηνεύει, ενώνεται με τις λέξεις της ευχής και την απαγγέλλει μυστικά. Η καρδιακή προσευχή είναι η προσευχή της νοερής αισθήσεως. Κατ’ αυτήν, όταν η εργασία της ευχής που γινόταν στον νου αρπαχθεί από την καρδιά, τότε η νοερά προσευχή που ήταν σκέψη, τώρα γίνεται νοερή αίσθηση, η οποία γίνεται πνευματική ανάγκη στον άνθρωπο. Όποιος έφθασε σ’ αυτή την προσευχή της καρδιάς, από όπου πηγάζουν τα αισθήματα του ανθρώπου, προσεύχεται χωρίς λόγια, επειδή ο Θεός είναι Θεός της καρδιάς. Απ’ αυτή τη βαθμίδα αρχίζει η αληθινή πρόοδος στην προσευχή. Αυτή την προσευχή μπορεί να την εξαφανίσει η πολλή ανάγνωση και η επιμονή ενός ακόμη λογισμού, ενώ η παραμονή σ’ αυτή την αίσθηση της προσευχής διαφυλάσσεται με τη συνεχή επίκληση μόνο των λέξεων της ευχής. Λοιπόν, από όσα σημειώσαμε μέχρι εδώ, πρέπει να θυμόμαστε ότι η νόηση και η αίσθηση είναι δύο δυνάμεις της προσευχής, κατά τον άγιο Θεοφάνη τον Έγκλειστο.
– Πώς μπορούν σήμερα οι άνθρωποι να εκτελέσουν την εντολή του αποστόλου Παύλου «Αδιαλείπτως προσεύχεσθε»;
–Μπορεί κανείς να προσεύχεται αδιάκοπα, αν βρίσκεται πάντοτε με τον νου και την καρδιά του ενώπιον του Θεού. Με τα χέρια του μπορεί να εργάζεται, ενώ με τον νου και την καρδιά του να υψώνεται στον Θεό. Και ακόμη αυτό έχω να προσθέσω, ότι το βασικό γνώρισμα αυτής της προσευχής είναι να υπάρχουν ενωμένα ο νους και η καρδιά μας και αχώριστα από τον Θεό, σ’ οποιοδήποτε τόπο και χρόνο βρισκόμαστε. Να έχουμε πάντοτε την αίσθηση της παρουσίας του Θεού. Αυτή η εργασία ισχύει για όλες τις τάξεις της προσευχής και θεωρείται μια προσευχή ακατάπαυστη, κατά τον άγιο Θεοφάνη τον Έγκλειστο. Αυτή την αίσθηση και συνεχή θεωρία του Θεού είχε ο μακάριος προφήτης Δαβίδ, όταν έλεγε: «Προωρώμην τον Κύριον ενώπιόν μου δια παντός, ότι εκ δεξιών μου εστίν, ίνα μη σαλευθώ» (Ψαλμ. 15:8).
Πρέπει λοιπόν να καταλάβουμε ότι η ζωή του ανθρώπου είναι μία αδιάκοπη προσευχή, όταν αυτός σκέπτεται νοερά πάντοτε τον Θεό.
– Υπάρχει άλλη βαθμίδα προσευχής μετά από την καρδιακή προσευχή;
–Υπάρχει η πνευματική προσευχή που γίνεται εν εκστάσει, γι’ αυτό και λέγεται εκστατική προσευχή και είναι πάνω από τα όρια της συνηθισμένης προσευχής. Αυτός που έφθασε σ’ αυτή τη βαθμίδα δεν προσεύχεται πλέον, αλλά η ψυχή του αισθάνεται και βιώνει τις θείες ενέργειες. Σ’ αυτή την προσευχή ένας μόνο από κάθε γενεά αξιώνεται να φθάσει με τη Χάρη του Θεού, όπως λέει ο άγιος Ισαάκ ο Σύρος.
– Πώς μπορούμε να φθάσουμε στην πνευματική προσευχή;
–Μητέρα της προσευχής είναι η Χάρη του Αγίου Πνεύματος. Αυτή διδάσκει τον άνθρωπο να προσεύχεται, να προοδεύει στην προσευχή, μέχρι να φθάσει στην ύψιστη βαθμίδα, που είναι η εκστατική προσευχή. Διότι οκτώ είναι οι βαθμίδες της προσευχής, κατά τους αγίους Πατέρες: Η εν πνεύματι φυσική θεωρία, δηλαδή σκέψεις για την δημιουργία του Θεού, η προσευχή με τη γλώσσα (προφορική), η προσευχή με τον νου και το στόμα, όταν δηλαδή προσεύχεσαι προφορικά και προσέχεις με τον νου τα όσα λες. Κατόπιν είναι η καθαρὰ νοερή προσευχή, μετά η νοερή και καρδιακή συγχρόνως προσευχή, όταν δηλαδή προσεύχεσαι μυστικά με νήψη και με αίσθηση της καρδιάς σου· κατόπιν η καρδιακή προσευχή, όταν δηλαδή ο νους είναι κλεισμένος στην καρδιά με τη Χάρη του Θεού και από εκεί υψώνεται στον ουρανό, και η τελευταία βαθμίδα είναι η εκστατική προσευχή, κατά την οποία ο άνθρωπος δεν γνωρίζει αν είναι με το σώμα ή χωρίς το σώμα. Σ’ αυτή την προσευχή φθάνουν οι άγιοι με την Χάρη του Αγίου Πνεύματος.
(Από το άρθρο: «Διάλογοι περί προσευχής». Περιοδικό Ο ΟΣΙΟΣ ΓΡΗΓΟΡΙΟΣ, Έκδ. Ι. Μ. Οσίου Γρηγορίου Αγίου Όρους, τ. 10 (1985), σελ. 46.)

Χειρόγραφο ἀνωνύμου ἡσυχαστοῦ, 1851: Πότε μᾶς ἐπισκέπτεται μυστικά στήν προσευχή ἡ Ἁγία Τριάς, πότε ἡ Παναγία καί πότε οἱ Ἅγιοι;


 

ΑΠΟ ΧΕΙΡΟΓΡΑΦΟ ΤΟΥ 1851
ΤΗΣ Ι.Μ. ΞΕΝΟΦΩΝΤΟΣ
****
ΑΝΩΝΥΜΟΥ ΗΣΥΧΑΣΤΟΥ
ΝΗΠΤΙΚΗ ΘΕΩΡΙΑ, 2001, σελ. 98–103*
Λόγος έβδομος
Περί του πότε επισκέπτεται η Θεία Χάρις εκείνον που προσεύχεται νοερά στον Θεό απ΄ την καρδιά του και ποια είναι τα πνευματικά σημάδια αυτής της επισκέψεως.
Ευλόγησον πάτερ

Όταν λοιπόν αγαπητέ προσεύχεσαι νοερά από το βάθος του εαυτού σου για πολύ, να ξέρεις ότι  κάποια θεία επίσκεψη σε επισκέπτεται αοράτως για αγιασμό της ψυχής σου και για παρηγοριά της καρδιάς σου και για θεία στήριξη όλων των ψυχικών και σωματικών σου αισθήσεων.
Έτσι άλλοτε σε επισκέπτεται η Χάρις της Αγίας Τριάδος και τούτο το καταλαβαίνεις διότι,  όταν στο όνομα της Αγίας Τριάδος λέμε «Εις το όνομα του Πατρός και του Υιού και του Αγίου Πνεύματος» τότε εξίσου:
·     χαίρεται η ψυχή,
·     γλυκαίνεται η διάνοια,
·     αναβλύζει από την καρδιά η κατάνυξη σαν από πηγή
·     και τα μάτια σου χύνουν θερμότατα δάκρυα.
Τότε έχουμε επίσκεψη της Αγίας Τριάδος.
 
Άλλοτε πάλι σε επισκέπτεται ιλαρά η Χάρη του Θεού και Πατρός. Αυτό το καταλαβαίνεις διότι στο όνομα του Θεού και Πατρός αισθάνεσαι κατάνυξη περισσότερη και γλυκαίνεται το πνεύμα σου περισσότερο απ΄ότι στο όνομα του Υιού και του Αγίου Πνεύματος.
Άλλοτε πάλι και μάλιστα τις περισσότερες φορές σε επισκέπτεται ο Κύριος ημών Ιησούς Χριστός. Τούτο το καταλαβαίνεις, γιατί στο γλυκύτατο όνομά Του και σε όλα τα θεία μυστήρια αισθάνεσαι περισσότερη κατάνυξη και ηδύτητα παρά στο όνομα του Πατρός και του Αγίου Πνεύματος.
Έτσι τότε λέγεται επίσκεψις του Κυρίου ημών Ιησού Χριστού.
 
Ἀλλοτε πάλι, όταν προσεύχεσαι νοερά από τα βάθη της καρδιάς σου σε επισκέπτεται το Άγιο Πνεύμα και πετά ολόγυρά σου σαν καθαρή περιστερά. Τούτο δε το αντιλαμβάνεσαι, διότι στο όνομα του Αγίου Πνεύματος αισθάνεσαι περισσότερη κατάνυξη και γλυκύτητα παρά στο όνομα του Πατρός και του Υιού.
Έτσι έχουμε τότε  επίσκεψη του Αγίου Πνεύματος.
 
[….] Όχι ότι η Αγία Τριάδα δεν είναι ομοούσιος -άπαγε της βλασφημίας- αλλά δεν έχεις κατάνυξη μήτε γλυκαίνεσαι εξίσου κάποιες φορές. Διότι όταν προσεύχεσαι στην Αγία Τριάδα δεν ενατενίζεις εσύ με τους πνευματικούς σου οφθαλμούς εξίσου με την ίδια θερμότητα καρδιάς στη μία ουσία, στη μία φύση, στη μία δύναμη της Αγίας Τριάδος μήτε επικαλείσαι από το βάθος της καρδιάς σου με την ίδια ευλάβεια τα τρία ονόματα της Αγίας Τριάδας, γι΄αυτό δεν κατανύσεσαι το ίδιο.
Πρέπει  λοιπόν όταν προσφέρεις στην Αγία Τριάδα τη δέηση και την προσκύνησή σου να την προσφέρεις με ίση άκρα τιμή και στα τρία ονόματα, με ίση άκρα ευλάβεια και με ίση άκρα θερμότητα καρδιάς, διότι έτσι γλυκαίνεσαι εξίσου. […]
Όταν εσύ ενατενίζεις νοερά με άκρα ευλάβεια στον Πατέρα τότε φωτίζεσαι από τον Πατέρα, γι΄αυτό κατανύσεσαι στο όνομα του Πατρός. Όταν ενατενίζεις με την ίδια ευλάβεια και στον Υιό τότε φωτίζεσαι από τον Υιό γι΄αυτό τότε κατανύσεσαι στο όνομα του Υιού. Το ίδιο ισχύει και με το Άγιο Πνεύμα. Επομένως αν θέλεις να κατανύσεσαι εξίσου και στα τρία πρόσωπα της Αγίας Τριάδος πρέπει να ευλαβείσαι εξίσου την Αγία Τριάδα, να ευλαβείσαι εξίσου να σέβεσαι εξίσου.
Άλλοτε πάλι, όταν προσεύχεσαι νοερά από την καρδιά σου για πολύ σε επισκέπτεται ιλαρά η Αγία Θεοτόκος. Αυτό δε το καταλαβαίνεις διότι σαν ποτάμι σε πλημμυρίζει η κατάνυξη από τα θεία ονόματα της Παναγίας μας, από τα θεία και άγια της λόγια, από τα θεία της θαύματα.
Τότε έχουμε επίσκεψη της Παναγίας.
 
Άλλοτε πάλι όταν προσεύχεσαι νοερά από το βάθος του εαυτού σου στον Άγιο, του οποίου τον βίο διαβάζεις και στοχάζεσαι τη χάρη του, χύνεις θερμότατα δάκρυα, διότι σε επισκέπτεται η χάρη του ως συναγωνιστή με εκείνον και ως φίλο του Κυρίου. Τότε, όταν προσεύχεσαι νοερά από το κέντρο του βάθους του εαυτού σου σε επισκέπτονται αοράτως και ιλαρώς όλοι οι άγιοι εκείνοι των οποίων επικαλείσαι τα ονόματα με θερμότητα καρδιάς, γι΄αυτό αγάλλεται η ψυχή σου και αλλοιώνεται η καρδιά σου στη χάρη τους.
Άλλοτε πάλι όταν προσεύχεσαι με τον ίδιο τρόπο σου γίνεται άνωθεν  από τη θεία  Χάρη κάποια μυστική επίσκεψη, Η οποία δεν μπορείς να καταλάβεις από ποιον Άγιο ήταν. Και ότι έγινε κάποια θεία επίσκεψη στην ψυχή σου εκείνη την ημέρα το καταλαβαίνει μόνο η ψυχή σου από κάποια πνευματικά και νοερά σημεία που έγιναν και γίνονται, τα οποία η γλώσσα δεν έχει τη δύναμη να τα ρητορεύσει.
Τότε έχουμε επίσκεψη κάποιου Αγίου.
 
Όμως, αν ήταν η επίσκεψη του Θεού η των Αγίων ή της Παναγίας δεν μπορείς αμέσως να το καταλάβεις. Αν όμως στοχαστείς τη θεία αυτή επίσκεψη με συντετριμμένη καρδιά, με πεντακάθαρο κι αθόλωτο (διαυγή) νου, με διάνοια σε εγρήγορση κι αν δεηθείς μυστικά, θερμά και ταπεινά εκείνος που σου έκανε τη θεία επίσκεψη θα σου φανερωθεί και θα σου αποκαλυφθεί με κάποια φανερά σημάδια!
Η δε αποκάλυψη της μυστικής επίσκεψης γίνεται με τον εξής τρόπο: Παρακαλώντας εσύ τον αγνοούμενο και αγνώριστο ευεργέτη σου αρχίζεις πρώτα από τον Θεό να τον παρακαλείς και να τον δοξολογείς. Και εάν μεν η επίσκεψη είναι του ίδιου του Θεού, μέσα στη διάνοιά σου φαίνεται το όνομα του Θεού γλυκύ σαν καμιά σταλαγματιά μέλι, η οποία στάζει αρρήτως στην καρδιά με την ίδια γλυκύτητα. Η δε καρδιά στάζει μυστικά στην ψυχή κάποια δάκρυα ουράνια, δάκρυα πνευματικά, δάκρυα ζαχαρωτά. Ομοίως σταλάζουν και οι οφθαλμοί στο πρόσωπο δάκρυα όμοια με αυτά τα μ ε λ ι ρ ρ υ τ ο κ α ρ δ ι ο σ τ ά λ α χ τ α και με τα   ζ α χ α ρ ο ψ υ χ ο σ τ ά λ α χ τ α  και με  τα  γ λ υ κ ο δ ι α ν ο ι ο σ τ ά λ α χ τ α  δάκρυα.
Ως εκ τούτου εκείνη την ώρα ακτινοβολεί το πρόσωπο από τη νοητή ακτίνα της πνευματικής χαράς. «Καρδίας γαρ ευφραινομένης θάλλει πρόσωπον». (Όταν ευφραίνεται η καρδιά ανθίζει το πρόσωπο).
Από αυτά τα σημεία λοιπόν γνωρίζεις ότι η επίσκεψη ήταν της Χάριτος  του Θεού. Διαφορετικά αν δεν γίνεται κάτι τέτοιο στο όνομα του Θεού τότε η επίσκεψις ήταν άλλου Αγίου.

Έτσι παρακαλείς πάλι μυστικά στη διάνοιά σου και θερμά στην καρδιά σου όλους τους αγίους αρχίζοντας από την Παναγία και περνώντας σε όλα τα τάγματα των Αγίων. Παρακαλώντας δε και μελετώντας τα τάγματα των αγίων, αν φθάσει η διάνοιά σου στο τάγμα εκείνου του αγίου που σου έκανε τη μυστική επίσκεψη, αμέσως σου έρχεται μία πνευματική παρηγορία και κάποια φανερά σημάδια, από τα οποία πληροφορείσαι ότι κάπου εκεί κοντά είναι ο φίλος σου άγιος που σε επισκέφτηκε.

Τότε δέεσαι πάλι στον άγιο που τον γνωρίζεις από τον βίο και τα θαύματά του και λέγοντας μόνο το όνομά του γίνεται φανερός από τη ζωηρότερη ενέργεια και από τα σημαντικότερα σημεία της αυτομάτου κατανύξεως και της πνευματικής θερμότητας.
Διότι εκείνη την ημέρα και μόνο να ακούσεις το όνομα του αγίου που σε επισκέφτηκε ή να σκεφτείς τα θαύματά του ή μόνο με την ενθύμησή του κατανύσεσαι πότε στην καρδιά σου, πότε στα μάτια σου και πότε σου έρχεται ζήλος πνευματικός να  μιμηθείς τον άγιο στις πράξεις και τις αρετές.
Αφού όμως περάσει εκείνη η ημέρα φεύγει από σένα εκείνη η χάρη …».
——————————
————————————

Οἱ καρποί τῆς καρδιακῆς προσευχῆς (Γέροντας Κλεόπας Ἡλίε)


 

Κατά τις διδασκαλίες των Αγίων Πατέρων και των μεγάλων εργατών της προσευχής, ο πρώτος καρπός αυτής είναι η προσοχή και μετά η σεμνότητα. Αυτοί οι δύο καρποί, αν και φαίνονται πολύ μικροί, όμως εκδηλώνονται πριν από τους άλλους στον αγωνιστή της ιεράς προσευχής. Αποκτούνται με την επίμονη εξάσκηση σε οποιοδήποτε είδος προσευχής, αλλά ιδιαίτερα και εμφανέστερα στην εξάσκηση της νοεράς μνήμης του Ιησού, που είναι έργο ανώτερο από την ανάγνωση των ψαλμών, την ψαλμωδία και τις άλλες προφορικές προσευχές.
Ο τρίτος καρπός αυτής της νοεράς προσευχής που γεννιέται κατά σειρά με τη βοήθεια των άλλων δυο καρπών, είναι η ταπείνωση. Όλοι αυτοί οι καρποί, καθώς και η αληθινή προσευχή, είναι δώρα του Θεού. Ο τέταρτος καρπός είναι η συγκέντρωση των σκέψεών μας.

Ο πέμπτος είναι η ευλάβεια. Ο έκτος είναι ο φόβος του Θεού, ο έβδομος η μνήμη του θανάτου, ο όγδοος η ειρήνη των λογισμών, ο ένατος η θερμότητα της καρδιάς, ο δέκατος η συγκέντρωση της προσοχής στην καρδιά, ο ενδέκατος καρπός είναι η συνεχής παρακολούθηση στα σφάλματα και τις αμαρτίες μας, από τη μνήμη των οποίων αυξάνεται μέσα μας η ταπείνωση και μετατρέπεται σε πένθος.
Ο δωδέκατος καρπός είναι η αίσθηση της παρουσίας του Θεού, του θανάτου, της μελλούσης κρίσεως και οι σκέψεις για τα βάσανα της κολάσεως. Ο δέκατος τρίτος καρπός είναι η απομάκρυνση και το μίσος του νου μας για καθετί απολαυστικό αυτού του κόσμου και η παραμονή του στην καρδιά μας. Διότι με αυτή την συνήθεια της βυθίσεως και παραμονής τού νου στην καρδιά μας, αυτή η ίδια η καρδιά αποκρούει και μισεί όλες τις αισθητές απολαύσεις και τα έργα των εμπαθών ανθρώπων. Αυτό το γεγονός το επιβεβαιώνει και ο άγιος Διάδοχος επίσκοπος Φωτικής, όταν λέει: «Αυτός που εισέρχεται πάντοτε στην καρδιά του, περιφρονεί όλες τις απολαύσεις αυτής της ζωής. Και τούτο διότι επισκιάζεται από το Πνεύμα του Θεού και δεν μπορεί πλέον να αγαπά τις σωματικές απολαύσεις» (Από τα γνωστικά του κεφάλαια).
Επίσης απαλλάσσεται από την πλάνη των φαντασιών, από την εισβολή των κακών λογισμών και μισεί καθετί το φανταστικό και ψεύτικο. Έτσι λοιπόν, αφού κατέβει ο νους με εσωτερική ησυχία και χωρίς κακές σκέψεις στην καρδιά για να ενωθεί με τον ενδιάθετο λόγο, αποβάλλει όλες τις παραστάσεις και αμαρτωλές μορφές και φανταστικές εικόνες η καρδιά, όπου είναι η κατοικία τους, όπως το φίδι βγάζει το δέρμα του, όταν περάσει μέσα από ένα στενό τόπο.
Ο άνθρωπος που θα συνηθίσει να κρατά τον νου στην καρδιά, θα επιθυμεί πάντοτε να κλείνει την πόρτα του κελλιού του και να ησυχάζει, να κλείνει την πόρτα του στόματός του και να σιωπά, και την εσωτερική πόρτα του ενδιάθετου λόγου της καρδιάς, για να εμποδίζει τους διαφόρους κακούς λογισμούς, με τους οποίους ο άνθρωπος γίνεται ακάθαρτος ενώπιον του Θεού που εξετάζει «νεφρούς και καρδίαν» (Αποκ. 2:23). Γι’ αυτό μας συμβουλεύει ο άγιος Ιωάννης της Κλίμακος: «Κλείσε την θύρα του κελλιού σου για το σώμα, την θύρα του στόματός σου για να μη συνομιλείς με άλλους ανθρώπους και την εσωτερική θύρα για την απόκρουση των κακών πνευμάτων».
Ο δέκατος τέταρτος καρπός που γεννιέται από την εργασία της προσευχής του Ιησού συνίσταται στο ότι, όταν βυθίζεται ο νους στην καρδιά και βλέπει με τα νοερά μάτια την φοβερή μορφή της αμαρτίας, η οποία εκδηλώνεται με αηδιαστικές παραστάσεις που φέρνει μέσα του με την επιρροή των αισθήσεων και του κόσμου, όπως λέει ο άγιος Γρηγόριος Θεσσαλονίκης, τότε αρχίζει η καρδιά και αποκτά ταπείνωση, πένθος και δάκρυα. Και πώς να μην ταπεινωθεί μια αμαρτωλή ψυχή, όταν βλέπει την άθλια καρδιά να κυριεύεται από ένα βαθύ σκοτάδι που προήλθε από τις αμαρτίες της, τις οποίες έκανε με τη σκέψη, τον λόγο και το έργο; Διότι, όπως λέει ο άγιος Μάρκος ο Ασκητής, «αυτός που έχει λογισμούς κακίας, πώς να δει τις αμαρτίες του; Επειδή αυτός που καλύπτεται από διάφορες σκέψεις, σκεπάζει την θύρα της ψυχής. Και αυτό το σκοτάδι έχει την αρχή του στις πονηρές έννοιες και τα έργα».
Πώς να μην κλάψει και να μην λυπηθεί ο χριστιανός, όταν βλέπει το νοερό μέρος της ψυχής γεμάτο από λογισμούς αλαζονείας, από ασεβείς επιθυμίες, από σκέψεις βλασφημίας και διαβολικές προτροπές; Πώς να μη θρηνήσει, όταν βλέπει το επιθυμητικό μέρος της ψυχής να είναι αιχμαλωτισμένο από θεομίσητους λογισμούς και την ψυχή κυριευμένη από πονηρές σκέψεις να καταφέρεται επαναστατικά κατά του πλησίον; Με ένα λόγο, πώς να μην ταπεινωθεί και να μη χύσει ματωμένα δάκρυα ή πώς να μην κραυγάσει προς τον Ιησού με ψυχική οδύνη, για να σωθεί και να θεραπευθεί, όταν βλέπει την καρδιά του δεμένη με τόσα αναρίθμητα πάθη, τυφλή από αναισθησία, σκληρή και τραυματισμένη από τόσες πληγές; Κατόπιν, όταν ο άνθρωπος δει ότι μέσα του δεν είναι πλέον ναός του Θεού και του Πνεύματός Του, αλλά σπήλαιο ληστών και άβυσσος αμαρτίας και κατοικία δαιμόνων, τότε μπορεί με ταπείνωση, πένθος και δάκρυα να ελεηθεί από τον Θεό, να ελευθερωθεί από τα πάθη και να λυτρωθεί από τις εφόδους των πονηρών λογισμών με τη θεία συνέργεια.
Ο δέκατος πέμπτος καρπός που γεννιέται από τη νοερά προσευχή συνίσταται στο γεγονός ότι με την επιστροφή του νου στην καρδιά, την επίμονη παραμονή του σ’ αυτήν, τη νήψη και την παρακολούθηση των νοημάτων, ο εσωτερικός κόσμος του ανθρώπου γίνεται σαν ένας καθαρός καθρέφτης, κατά τον άγιο Κάλλιστο Ξανθόπουλο, στον οποίο ο νους βλέπει πολύ καθαρά τις πονηρές διαθέσεις της καρδιάς του, τις προσβολές και τις παγίδες των ακάθαρτων πνευμάτων. Συνοπτικά λέμε ότι ο νους αρχίζει να βλέπει καθαρά όλα τα παραπτώματά του, ακόμη και το πιο τελευταίο, και καλεί με μεγάλο πόνο τον Ιησού σε βοήθεια· ζητά να τον συγχωρήσει, μετανοεί, κλαίει, πέφτει κάτω ενώπιον του Κυρίου και προσθέτει δάκρυα επάνω στα δάκρυα, ταπείνωση επάνω στην ταπείνωση και κάνει ό,τι μπορεί για να διορθωθεί και να μην αμαρτήσει πλέον. Γι’ αυτό ο άγιος Ιωάννης της Κλίμακος είπε για την προσευχή ότι αυτή θα σου δείξει σε ποια κατάσταση βρίσκεσαι, διότι αυτή είναι το κάτοπτρο του θεολόγου μοναχού, το οποίο δείχνει καθαρά την εσωτερική σου κατάσταση (Λόγος 28ος ).
Ο δέκατος έκτος καρπός, που είναι και καρπός της επιστροφής του νου στην καρδιά, είναι η εξομοίωση της φύσεώς μας με την καθαρότητα του Θεού που γίνεται με την υπέρ φύση ενέργεια του Αγίου Πνεύματος. Διότι, όπως οι θείοι Πατέρες βρήκαν μερικούς τρόπους και φυσικές μεθόδους για να καθαρίσουν την ανθρώπινη φύση από τα παρά φύση πάθη που εισήλθαν σ’ αυτήν, όπως τη νηστεία, αγρυπνία, χαμευνία, κλίση των γονάτων, εδαφιαίες μετάνοιες, εγκράτεια και άλλες ασκήσεις του σώματος, κατά τον ίδιο τρόπο βρήκαν και αυτή την τέχνη της επιστροφής του νου στην καρδιά, για να καθαρίζονται πληρέστερα και γρηγορότερα τόσο ο νους όσο και η καρδιά. Αυτά τα δύο μέρη της ανθρώπινης υπάρξεως είναι πολύ λεπτά και ευάλωτα στο κακό και με την είσοδο της αμαρτίας μέσα σ’ αυτά επηρεάζονται ταυτόχρονα και τα άλλα μέρη και μέλη του σώματος∙ διότι πρώτα προσβάλλονται τα λεπτότερα μέρη και κατόπιν τα μεγαλύτερα. Γι’ αυτό, αν καθαριστούμε από τα πρώτα, καθαρίζεται ολοκληρωτικά η φύση μας από τα πάθη και έτσι διευκολύνουμε τον εαυτό μας να δεχθεί την χάρη και ενέργεια του Αγίου Πνεύματος.
Αυτή η τέχνη μας καθαρίζει ευκολότερα από οποιαδήποτε άλλη εργασία, επειδή έχει ως έργο και απασχόληση τη μεγαλύτερη, καθολικότερη και περιεκτικότερη από όλες αρετή, δηλαδή το να αγαπά ο άνθρωπος τον Θεό με όλη του την ψυχή, την καρδιά, τη δύναμη και τη διάνοιά του (Ματθ. 22:37). Για την εκπλήρωση ιδιαίτερα αυτής της εντολής, αλλά και για όλες τις άλλες, προσφέρεται στον άνθρωπο η υπέρ φύση χάρη του Θεού για την υπέρ φύση ζωή.
Ο δέκατος έβδομος καρπός της νοεράς και καρδιακής προσευχής είναι: Όταν ο νους συνηθίσει να μπαίνει στην καρδιά και να ομιλεί με τον ενδιάθετο λόγο, βλέπει τον εαυτό του και όλες τις δυνάμεις του∙ και αυτή η βύθιση του νου στην καρδιά δεν μένει χωρίς ευτυχία και πνευματική χαρά. Όπως ακριβώς όταν κάποιος απουσιάσει για λίγο από το σπίτι του και πάλι επιστρέψει, χαίρεται και ευθυμεί, διότι αξιώθηκε να δει τη σύζυγό του και τα παιδιά του, έτσι συμβαίνει και με τον νου, καθώς λέει ο όσιος Νικηφόρος ο Μονάζων. Με αυτή την νοερά εκ καρδίας προσευχή μπορεί ο άνθρωπος να φυλάει τον νου και την καρδιά του, αν δεν έφθασε ακόμη στην τέλεια καθαρότητα και απάθεια, δεδομένου ότι αυτό το έργο είναι πολύ δύσκολο στον κόσμο, μάλιστα ακόμη και στην έρημο και ησυχία, λόγω της φιλαυτίας και πλάνης του γένους μας, όπως λέει ο άγιος Ιωάννης της Κλίμακος. Πλην όμως μπορούμε να αγωνιζόμαστε όσο είναι δυνατόν για τη κάθαρση από τα πάθη μας, διότι ο Θεός έδωσε στον άνθρωπο την εντολή να φυλάει τη καρδιά του από τα πάθη και τις κακές σκέψεις, λέγοντας: «Πρόσεχε σεαυτώ, μη γένηται ρήμα κρυπτόν εν τη καρδία σου ανόμημα» (Δευτ. 15:9). Γι’ αυτή την εντολή έγραψε μια ολόκληρη ερμηνευτική πραγματεία ο Μέγας Βασίλειος. Παράλληλα και ο Σολομών λέει τα εξής: «Πάση φυλακή τήρει την καρδίαν, εκ γαρ τούτων έξοδοι ζωής» (Παροιμ. 4:23).
Ο δέκατος όγδοος και μεγαλύτερος καρπός της προσευχής είναι η απόκτηση της αγάπης του Θεού, η οποία είναι μητέρα όλων των αρετών, επειδή είναι το πλήρωμα όλων των αγαθών έργων, και μέσα στην αγάπη του Θεού περιέχεται και η αγάπη προς τον πλησίον, κατά τη μαρτυρία του ευαγγελιστή Ιωάννη που λέει: «Ο αγαπών τον Θεόν αγαπά και τον πλησίον αυτού» (Α’ Ιω. 4:21). Και σ’ αυτές τις δύο εντολές, δηλαδή την αγάπη προς τον Θεό και προς τον πλησίον, περιέχεται όλος ο νόμος και οι προφήτες (Ματθ. 22:40). Με παρόμοιο τρόπο και ο μέγας απόστολος Παύλος λέει ότι η αγάπη είναι το πλήρωμα του νόμου, όταν γράφει στους Ρωμαίους (13:8) «Ο γαρ αγαπών τον έτερον νόμον πεπλήρωκε».
Αυτοί λοιπόν και άλλοι πολλοί είναι οι καρποί της καρδιακής προσευχής. Οπότε, μακάρια και τρισμακάρια είναι η ψυχή εκείνη που εργάζεται μυστικά και αληθινά στο ταμείο της καρδιάς και συνομιλεί εκεί με τον Νυμφίο Χριστό· επειδή εργάσθηκε μυστικά εδώ στη γη, θα αμειφθεί στα φανερά από τον επουράνιο Πατέρα μας κατά την ημέρα της μελλούσης κρίσεως, όπου θα αποκαλυφθούν όλα τα μυστικά έργα των ανθρώπων.

[«Λόγος περί των καρπών της καρδιακής προσευχής». Περιοδικό “Ο ΟΣΙΟΣ ΓΡΗΓΟΡΙΟΣ”, Έκδ. Ι. Μ. Οσίου Γρηγορίου Αγίου Όρους, τ. 9 (1984), σελ. 33]

1.Ποιοί εἶναι οἱ Θεολόγοι τῆς Ἐκκλησίας 2.Περί νοερᾶς προσευχῆς ΠατερικὴΘεολογία, 6ο Μέρος, Ἀρχ. Σάββας Ἁγιορείτης


Συνεχίζοντας μέ τήν χάρη τοῦ Θεοῦ τήν μελέτη μας στήν Πατερική Θεολογία τοῦ π. Ἰωάννου τοῦ Ρωμανίδη, θά ποῦμε σήμερα ποιοί εἶναι οἱ θεολόγοι τῆς Ἐκκλησίας. Ὑπάρχουν οἱ θεολογικές σχολές καί αὐτοί πού ἀποφοιτοῦν ἀπό αὐτές καί παίρνουν πτυχία θεολογίας, λέγονται θεολόγοι. Ἀλλά πραγματικοί Θεολόγοι τῆς Ἐκκλησίας εἶναι μόνο ἐκεῖνοι, οἱ ὁποῖοι ἔχουν φθάσει στήν θεωρία. Καί τί θά πεῖ θεωρία; Θά πεῖ φώτιση καί θέωση, δηλαδή θεοπτία. Ἀληθινοί θεολόγοι λοιπόν εἶναι οἱ θεόπτες, αὐτοί πού ἔχουν δεῖ τόν Θεό, ὁπότε μποροῦν νά ἔχουν καί λόγο γιά τόν Θεό. Αὐτός λέγεται θεολόγος που εἶδε τόν Θεό καί μπορεῖ νά μιλήσει γι’ Αὐτόν.
Ἀκριβῶς γιά αὐτόν τόν λόγο ἡ Ἐκκλησία μας τόν τίτλο τοῦ Θεολόγου, τόν ἔχει δώσει ἐπίσημα μόνο σέ τρεῖς: στόν Ἅγιο Ἰωάννη τόν Θεολόγο, στόν Ἅγιο Γρηγόριο τόν Θεολόγο καί στόν Ἅγιο Συμεών τόν Νέο Θεολόγο. Βεβαίως δέν σημαίνει ὅτι ἦταν οἱ μοναδικοί πού ἔφθασαν στήν θεωρία καί στήν θεοπτία. Ὑπάρχουν πολλοί Ἅγιοι οἱ ὁποῖοι ἔφθασαν στό ὕψος αὐτό, ἀλλά αὐτοί κατεξοχήν ἔφθασαν στήν θεοπτία, μίλησαν γιά τόν Θεό καί φέρνουν τόν τίτλο τοῦ Θεολόγου.
Ὅταν λέμε ὅτι ἔφθασε κάποιος σέ θεωρία, δέν πρέπει νά σκεφτόμαστε αὐτό πού κάνουμε στό σχολεῖο διαχωρίζοντας τήν θεωρία καί τήν πράξη ἤ τίς θεωρητικές ἐπιστῆμες, θεωρητικά μαθήματα, θεωρητική κατεύθυνση καί πρακτική κατεύθυνση. Δέν εἶναι αὐτό. Ἀλλά εἶναι ἡ θεωρία τοῦ Θεοῦ. Στήν ἐπιστήμη τῆς Θεολογίας, ἡ θεωρία ἕπεται, ἀκολουθεῖ τήν πράξη, δέν προηγεῖται. Ἐνῶ συνήθως στίς φυσικές ἐπιστῆμες, οἱ ἐπιστήμονες πρῶτα φτιάχνουν μιά θεωρία καί μετά προσπαθοῦν νά τήν ἀποδείξουν μέ πειράματα, νά δοῦν ἄν ἰσχύει.
Στήν Θεολογία ἡ πρᾶξις εἶναι ἐπίβασις θεωρίας. Πρῶτα κάνουμε τήν πράξη, κάνουμε αὐτά πού λέει ὁ Θεός, προσευχόμαστε νηστεύουμε, κάνουμε μετάνοιες, γονυκλισίες, πηγαίνουμε στήν Ἐκκλησία, μελετοῦμε τήν Ἁγία Γραφή, κάνουμε ὑπακοή, κόβουμε τό θέλημά μας. Ὅλα αὐτά λέγονται πράξεις. Ἀφοῦ τά κάνει ὅλα αὐτά ὁ ἄνθρωπος καί τά ὁλοκληρώσει σέ ἕναν βαθμό, μετά φθάνει στήν θεωρία, πού εἶναι δῶρο τοῦ Θεοῦ, χάρις τοῦ Θεοῦ. Τότε λέμε ὅτι αὐτός ὁ ἄνθρωπος πλέον εἶναι φωτισμένος καί θεωμένος μέ τήν Χάρη βέβαια τοῦ Θεοῦ καί ἄν θέλει ὁ Θεός.
Ἡ κατάσταση αὐτή τοῦ φωτισμοῦ εἶναι συνεχής, ὑπάρχει ἐν ἐνεργεία ὅλο τό ἡμερονύκτιο, ἀκόμη καί κατά τόν ὕπνο. Τήν αἰσθάνεται ὁ ἄνθρωπος, καί μέσα στήν καρδιά του ἀκούει τήν φωνή τοῦ Θεοῦ, ὅπως λέει καί στήν Παλαιά Διαθήκη, στό Ἄσμα Ἀσμάτων: «Ἐγώ καθεύδω καί ἡ καρδία μου ἀγρυπνεῖ» (Ἄσμα 5,2), δηλαδή ἐγώ κοιμᾶμαι καί ἡ καρδιά μου προσεύχεται, ἀγρυπνεῖ, ἀδολεσχεῖ στόν Θεό. Αὐτή εἶναι ἡ θεωρία, εἶναι ἡ φώτιση.
Ἐνῶ ἡ θέωση, πού εἶναι ἕνα σκαλοπάτι πιό πάνω, εἶναι μιά κατάσταση κατά τήν ὁποία βλέπει κάποιος τήν δόξα τοῦ Θεοῦ. Βλέπει τό ἄκτιστο Φῶς, τήν ἴδια δόξα πού εἶδαν καί οἱ μαθητές στήν Μεταμόρφωση. Ἡ κατάσταση αὐτή μάλιστα διαρκεῖ ὄχι ὅσο θέλει ὁ ἄνθρωπος, ἀλλά ὅσο θέλει ὁ Θεός.
Ἕνας φωτισμένος πού ἔχει τήν συνεχή νοερά ἀδιάλειπτη προσευχή μέσα του, μπορεῖ νά μήν φθάσει ποτέ στήν θέωση. Ὁ Θεός πού τήν χαρίζει, κρίνει ἄν εἶναι ἀπαραίτητο νά ὁδηγήσει ἕναν φωτισμένο στήν θέωση ἤ δέν εἶναι ἀπαραίτητο. Ὁ ἄνθρωπος πού εἶναι σέ κατάσταση μερικοῦ φωτισμοῦ ἐπίσης σώζεται. Ἄν ὅμως κρίνει ὁ Θεός ὅτι χρειάζεται, τοῦ δίνει καί τό ἀνώτερο, τό τέλειο, τήν θέωση.
Τό ὅτι δέν χορηγεῖ σέ κάποιον τήν θέωση, δέν ὁδηγεῖ κάποιον στήν θέωση, μπορεῖ νά σημαίνει ὅτι ἔτσι, χωρίς αὐτή δηλαδή, θά εἶναι καλύτερα γιά τήν ψυχή του, διότι σέ ἐναντία περίπτωση ἡ θέωση μποροῦσε νά τόν ἔβλαπτε π.χ. νά τόν ὁδηγοῦσε στήν ὑπερηφάνεια. Γι’ αὐτό καί δέν τοῦ τήν δίνει καί τόν κρατᾶ στήν κατώτερη κατάσταση τοῦ φωτισμοῦ. Δηλαδή ὁ Θεός ὁδηγεῖ κάποιον στήν θέωση ὅταν δέν κινδυνεύει πνευματικά καί ὅταν τοῦ εἶναι ἀπαραίτητο εἴτε γιά νά τόν στηρίξει, ἴσως γιατί νοιώθει ὁ ἄνθρωπος ἀδύναμος πολύ, εἶναι καταβεβλημένος ἀπό τούς πειρασμούς, ὁπότε γιά νά τόν στηρίξει τοῦ δίνει ὁ Θεός αὐτή τήν ἔκτατη δωρεά τῆς θεώσης. Εἶτε γιά νά τόν ἐνδυναμώσει, εἴτε γιά νά τόν προετοιμάσει γιά κάποια ἀποστολή, γιά μιά σπουδαία ἀποστολή, ἡ ὁποία χρειάζεται πολλή δύναμη, τοῦ δίνει ὁ Θεός αὐτή τήν θεοπτία.
Γιά παράδειγμα, τόν Προφήτη Μωυσῆ πρίν τόν στείλει ὁ Θεός στήν Αἴγυπτο γιά νά ἀναλάβει τήν ἡγεσία τοῦ Ἑβραϊκοῦ λαοῦ καί νά τόν βγάλει ἀπό τήν αἰχμαλωσία τῶν Αἰγυπτίων, τοῦ δίνει ἐμπειρία θεώσεως. Ποιά ἦταν; Ἡ Βάτος ἡ καιομένη καί μή καταφλεγομένη. Ἡ βάτος πού καιγόταν, δηλαδή ἔβγαζε φλόγες, ἀλλά δέν καταστρεφόταν. Ἔβλεπε σαν νά καίγεται, ἀλλά δέν ἦταν φωτιά, ἦταν τό ἄκτιστο φῶς. Τοῦ μίλησε ὁ Θεός Λόγος. Αὐτός ἦταν πού τοῦ φανερώθηκε, ὁ Γιαχβέ τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης -γιά τόν ὁποῖο μιλοῦν καί οἱ Γιαχωβάδες- δέν εἶναι ὁ Θεός Πατέρας. Ὁ Γιαχβέ εἶναι ὁ Υἱός καί Λόγος τοῦ Θεοῦ, ὁ ὁποῖος φανερώνεται καί στήν Παλαιά Διαθήκη ὡς ἄσαρκος Λόγος. Στήν Καινή Διαθήκη φανερώθηκε ὡς ἔνσαρκος Λόγος, ὡς Χριστός. Αὐτός φανερώθηκε καί στόν Μωυσῆ καί τοῦ μίλησε μέσα ἀπό τήν βάτο στέλνοντάς τον στήν Αἴγυπτο γιά νά λυτρώσει καί νά ἐλευθερώσει τόν λαό Του ἀπό τήν αἰχμαλωσία. Ὁ Θεός ἐνισχύει λοιπόν τόν Μωυσῆ δίνοντάς του αὐτή τήν ἔκτακτη δωρεά τῆς θεοπτίας. Ὁ Μωυσῆς ἦταν τότε σέ ἡλικία 80 ἐτῶν καί ἀναλαμβάνει αὐτή τήν πολλή δύσκολη ἀποστολή.
Ἐπίσης βλέπουμε πάλι στούς 12 Ἀποστόλους, πρίν τούς στείλει ὁ Χριστός στά ἔθνη, νά τούς δίνει τήν ἐμπειρία τῆς θεώσεως, στήν Πεντηκοστή. Γεμίζουν μέ Ἅγιο Πνεῦμα οἱ Ἀπόστολοι καί τότε βγαίνει μέ θάρρος πολύ καί παρρησία ὁ Ἀπόστολος Πέτρος καί κάνει τό πρῶτο κήρυγμα καί ἐκείνη τήν ἡμέρα πίστεψαν οἱ πρῶτοι τρεῖς χιλιάδες ἄνθρωποι καί μπῆκαν στήν Ἐκκλησία.
Ἔτσι ἡ ἐμπειρία τῆς θεώσεως δέν εἶναι αὐτόματη! Δέν μπορεῖ δηλαδή ἕνας φωτισμένος νά τήν ἀποκτήσει, ἐπειδή θέλει νά τήν ἀποκτήσει. Ἔνας φωτισμένος μᾶλλον ἀποφεύγει νά τήν ζητήσει ἀπό τόν Θεό. Δέν τήν ζητάει. Δέν ζητάει νά δεῖ τό ἄκτιστο φῶς γιατί ἔχει ἀφεθεῖ ἐντελῶς στόν Θεό καί λέει ‘’ἄν θέλει ὁ Θεός, ἄν εἶναι γιά τό καλό μου, ὁ Θεός ξέρει, ἄν πρέπει νά μοῦ τό δώσει. Δέν θά ἐκβιάσω ἐγώ τόν Θεό’’.
Ὅταν ὅμως τήν ἔχει ἀνάγκη, τήν ἐμπειρία αὐτή τῆς θεώσεως, ὁ Θεός συγκαταβαίνει καί τήν δίνει, τοῦ δείχνει δηλαδή τήν δόξα Του, τό ἄκτιστο φῶς Του. Αὐτή ἡ θέα τῆς δόξης τοῦ Θεοῦ εἶναι καί ἡ πηγή τῆς μακαριότητος, πού θά ἔχουν οἱ σεσωσμένοι στήν Βασιλεία τοῦ Θεοῦ. Θά βλέπουν αὐτό τό ἄκτιστο φῶς, τό ὁποῖο ἔχει μιά ἄρρητη γλυκύτητα καί ὡραιότητα. Μία δόση αὐτῆς τῆς δωρεᾶς καί τῆς Χάριτος δίνει ὁ Θεός καί σ’ αὐτή τήν ζωή. Γι’ αὐτό, ἡ θέα τῆς δόξης τοῦ Θεοῦ, τό ἄκτιστο φῶς, εἶναι μία -θά λέγαμε- γεῦσις τοῦ Παραδείσου καί τῆς Βασιλείας τοῦ Θεοῦ, τήν ὁποία τήν ἔχει ὁ ἄνθρωπος -ἐφ’ ὅσον τήν δώσει ὁ Θεός- καί σ’ αὐτήν τήν ζωή. Φυσικά, ἀφοῦ προηγουμένως ἔχει φθάσει στόν φωτισμό καί ἔχει ἀποκτήσει τήν ἀδιάλειπτη νοερά προσευχή.
Ἕνας ἀσκητής πού ζεῖ στήν ἔρημο, σέ ἀπομόνωση ἀπό τούς ἀνθρώπους, δέν ἔχει καμιά ἀνθρώπινη παρηγοριά. Εἶναι γνωστό ὡστόσο πόσο ἀναγκαῖο εἶναι γιά τόν ἄνθρωπο νά ἔχει κάποιον ἄλλον ἄνθρωπο δίπλα του νά μιλάει ἤ ἔστω νά τόν βλέπει. Ἕνας λοιπόν πού ἔχει ἀποκλεισθεῖ ἀπό μόνος του ἀπό αὐτή τήν ἀνθρώπινη παρηγοριά καί ζεῖ μέ πολλές σωματικές στερήσεις γιά τήν ἀγάπη τοῦ Θεοῦ, ὁ Θεός γιά τήν ἀγάπη πού Τοῦ δείχνει, τοῦ δίνει αὐτή τήν ἐμπειρία τῆς θεώσεως. Τότε ἐφ’ ὅσον αὐτός ὁ ἄνθρωπος ἔχει καθαρθεῖ καί ἐργασθεῖ πνευματικά, ἔχει ἤδη φθάσει στόν φωτισμό, ἔρχεται τό Πνεῦμα τό Ἅγιο καί τόν παρηγορεῖ καί τοῦ χαρίζει τέτοιες ἐμπειρίες θεώσεως.
Σέ ὅλους τούς βίους τῶν ἀσκητῶν, τοῦ Ἁγίου Παϊσίου, τοῦ Ἁγίου Πορφυρίου καί τοῦ Γέροντος Ἰωσήφ τοῦ Ἡσυχαστοῦ ἀναφέρονται τέτοιες ἐμπειρίες. Ὁ Ἅγιος Παΐσιος λέει ὅτι μιά νύχτα γέμισε τό κελί του φῶς, ὑπέρλαμπρο φῶς καί ὅταν κάποια στιγμή βγῆκε ἔξω ἀπό τό κελί του -κρατοῦσε ἀκόμα αὐτή ἡ ἐμπειρία γιατί εἴπαμε κρατάει ὅσο θέλει ὁ Θεός- καί εἶδε τόν ἥλιο, νόμιζε ὅτι ἔβλεπε τό φεγγάρι καί ἀναρωτιόταν «δέν θά ξημερώσει σήμερα;». Ἐνῶ εἶχε ξημερώσει, ἦταν τόσο δυνατό τό ἄκτιστο φῶς, πού ὁ ἥλιος, τό αἰσθητό φῶς δηλαδή, τοῦ φαινόταν σάν τό φεγγάρι.
Καταλαβαίνουμε λοιπόν πόσο λαμπρό εἶναι τό φῶς τοῦ Θεοῦ. Εἶναι βεβαίως ἄλλου εἴδους φῶς, δέν εἶναι ὑλικό φῶς, δέν εἶναι κτιστό, δηλαδή δημιουργημένο φῶς ἀπό τόν Θεό. Εἶναι τό ἄκτιστο φῶς. Καί εἶναι αὐτός ὁ ἴδιος ὁ Θεός. Εἶναι ἡ ἐνέργεια τοῦ Θεοῦ. Αὐτό ὀνομάζουμε θέωση καί ἕνωση τοῦ ἀνθρώπου μέ τόν Θεό, αὐτή τήν θέα τῆς δόξης τοῦ Θεοῦ, τήν θέα τοῦ ἀκτίστου φωτός.
Ἕνας ἀληθινός ἀσκητής δέν εἶναι ποτέ μόνος του, ἀλλά τουλάχιστον ἔχει μέσα στήν καρδιά του τό Πνεῦμα τό Ἅγιο, πού προσεύχεται ἀδιαλείπτως μέσα του καί τοῦ κάνει παρέα στήν φαινομενική μοναξιά του. Νά γιατί οἱ ἀσκητές μποροῦν καί μένουν μόνοι τους. Ἄν πάει ἕνας ἄνθρωπος τοῦ κόσμου νά μείνει μόνος του θά τρελαθεῖ, δέν μπορεῖ. Θά τρελαθεῖ πρῶτα-πρῶτα ἀπό τούς λογισμούς, ἀπό τούς φόβους, ἀπό τή δειλία, ἀπό τά διάφορα τερτίπια, πού θά τοῦ κάνει ὁ διάβολος. Ὁ ἀσκητής νιώθει αὐτήν τήν παρηγοριά μέ τήν ἀδιάλειπτη προσευχή πού ἔχει, ἀκούει μέσα του τήν φωνή τοῦ Θεοῦ καί ἔτσι θεραπεύει ὁ Θεός τήν φαινομενική μοναξιά του.
Αὐτή εἶναι ἡ κατάστασις φωτισμοῦ. Ὅταν ὅμως τό ἴδιο τό Ἅγιο Πνεῦμα κρίνει ὅτι πρέπει, τότε τοῦ χαρίζει κατά διαστήματα καί τήν ἐμπειρία τῆς θεώσεως, ὅταν χρειάζεται καί ἐφ’ ὅσον εἶναι γιά τό καλό του, π.χ. γιά νά τόν δυναμώσει μετά ἀπό μία δαιμονική ἐπίθεση. Τοῦ δίνει αὐτή τήν ἐμπειρία τοῦ ἀκτίστου φωτός. Τό βλέπουμε λχ. στόν βίο τῆς ἁγίας Μαρίας τῆς Αἰγυπτίας, ἡ ὁποία εἶχε πάρα πολλές μνῆμες ἀκάθαρτες ἀπό τήν προηγούμενη ζωή της. Εἶχε πολλούς πειρασμούς. Ἔκλαιγε ὧρες ὁλόκληρες, μπορεῖ καί ὅλο τό εἰκοσιτετράωρο καί μετά ἠρεμοῦσε ἀπό τούς λογισμούς καί τούς πειρασμούς καί τήν ἔλουζε, λέει ὁ βίος της, τό ἄκτιστο φῶς. Τῆς ἔδινε μετά ὁ Θεός αὐτή τήν παρηγορία τῆς θεώσεως γιά νά τήν δυναμώσει. Αὐτά φαίνονται καθαρά στούς βίους τῶν ἁγίων.
Σ’ αὐτά λοιπόν τά δύο στάδια θεωρίας, στόν φωτισμό καί στήν θέωση ἔχουν φθάσει οἱ θεολόγοι καί αὐτοί εἶναι οἱ ἀληθινοί θεολόγοι, ἐνῶ ὅλοι οἱ ἄλλοι εἶναι ἁπλῶς θεολογοῦντες. Ἐμεῖς δηλαδή πού δέν ἔχουμε αὐτές τίς ἐμπειρίες, ἁπλῶς θεολογοῦμε καί τό πρόβλημα εἶναι ἄν θεολογοῦμε σωστά, ἄν μιλοῦμε σωστά γιά τόν Θεό.
– Ποιός εἶναι ὁ ἀσφαλής τρόπος γιά νά μιλοῦμε ὀρθά γιά τόν Θεό;
Εἶναι νά ἀκολουθοῦμε τούς ἀληθινούς θεολόγους. Γι’ αὐτό ὑπάρχει ἡ ρῆσις: «ἑπόμενοι τοῖς ἁγίοις Πατράσι». Ἐμεῖς ἀκολουθοῦμε τούς Ἁγίους Πατέρες καί δέν λέμε τίποτα δικό μας. Λέμε μόνο ὅτι εἶπαν αὐτοί πού ἦταν οἱ διαβεβηκότες ἐν θεωρία. Οἱ διαβεβηκότες, αὐτοί δηλαδή πού πέρασαν στήν θεωρία, αὐτοί πού ἔφθασαν στόν φωτισμό καί στήν θέωση. Εἶδαν τόν Θεό καί μποροῦν νά μιλήσουν γιά τόν Θεό γιατί αὐτοί εἶναι οἱ ἀληθινοί θεολόγοι. Οἱ ὑπόλοιποι πρέπει νά ἀκολουθοῦμε αὐτούς.
Γιά τόν λόγο αὐτό εἶναι λάθος ἡ ‘’μεταπατερική θεολογία’’, τό φροῦτο τῆς ἐποχῆς μας, πού λέει ὅτι πρέπει νά ἀφήσουμε τούς Πατέρες γιατί εἶναι ξεπερασμένοι καί δῆθεν μίλησαν γιά ἐκείνη τήν ἐποχή, σάν νά ἔκαναν φιλοσοφία καί κοινωνιολογία. Σάν νά μή μιλοῦσε τόἍγιο Πνεῦμα μέσα ἀπό αὐτούς, ἀλλά μιλοῦσαν ἀπό μόνοι τους καί στοχάζονταν! Ὄχι! Οἱ Πατέρες δέν μιλοῦσαν ἀπό μόνοι τους, οὔτε ἔκαναν φιλοσοφία, ἀλλά μιλοῦσαν μέ τόν φωτισμό τοῦ Ἁγίου Πνεύματος. Ὁπότε αὐτά πού εἶπαν ἰσχύουν γιά πάντα. Γιατί τό Ἅγιο Πνεῦμα δέν λέει ἄλλα σήμερα καί ἄλλα αὔριο. Δέν ἀλλάζει. Ὁ Θεός εἶναι πάντοτε ὁ ἴδιος, ἀναλλοίωτος καί ἡ διδασκαλία Του εἶναι ἀναλλοίωτη καί ἰσχύει πάντοτε.
Ἑπομένως δέν εἶναι σωστό αὐτό πού λένε ὅτι πρέπει νά προσαρμοστεῖ ἡ Ἐκκλησία στούς σύγχρονους καιρούς καί στά σημερινά δεδομένα. Φυσικά καί ὄχι. Εἶναι σάν νά λέμε ὁ Θεός νά ἀλλάξει σήμερα, ἐπειδή ἐμεῖς ἀλλάξαμε. Μά δέν ἀλλάξαμε! Δέν ἄλλαξαν οἱ ἄνθρωποι! Οἱ ἄνθρωποι εἶναι οἱ ἴδιοι ἀκριβῶς ὅπως ἀπό τήν πρώτη στιγμή πού πλάστηκαν ἀπό τόν Θεό. Ὅπως ἦταν ὁ Ἀδάμ καί οἱ ἀπόγονοί του, ἔτσι εἴμαστε καί ἐμεῖς σήμερα. Ἄν ἄλλαζε ὁ ἄνθρωπος, θά ἐρχόταν πάλι ὁ Χριστός γιά νά μᾶς δώσει μιά καινούρια θεραπευτική διδασκαλία. Δέν πρέπει λοιπόν νά προσαρμοστεῖ ἡ Ἐκκλησία στούς καιρούς καί στόν ἄνθρωπο, ἀλλά ὁ ἄνθρωπος πρέπει νά προσαρμοστεῖ στήν Ἐκκλησία, δηλαδή νά ἐκκλησιαστικοποιηθεῖ καί ὄχι νά ἐκκοσμικευθεῖ ἡ Ἐκκλησία, ὅπως ὑποστηρίζουν κάποιοι.
Οἱ μεταπατερικοί αὐτοί θεολόγοι λένε ὅτι δέν πρέπει νά κάνουμε ἄσκηση σήμερα, ὅτι εἶναι δύσκολο, ὅτι εἶναι ἀδύνατο. Νά κάνουμε μόνο μυστήρια. Προβάλλουν καί διαστρέφουν τόν Ἅγιο Πορφύριο ὅτι τάχα ἦταν κατά τῆς ἄσκησης, κατά τῆς ἐγκράτειας καί κατά τοῦ πνευματικοῦ ἀγῶνος, ὅτι ἔλεγε ὅλα νά τά κάνουμε εὔκολα καί σχεδόν μαγικά θά σωθοῦμε. Δέν εἶναι ὅμως ἔτσι τά πράγματα. Ὁ ἅγιος Πορφύριος ἔκανε πολλή ἄσκηση καί τό πνεῦμα του δέν ἦταν αὐτό. Ὅταν λέει νά ἀγωνιζόμαστε ἁπλά καί ἁπαλά καί νά μήν κυνηγᾶμε τό κακό, δέν ἐννοεῖ νά μήν ἀγωνιζόμαστε πνευματικά, ἀλλά νά μήν ὑποδουλωνόμαστε σέ ἕνα κυνήγι τοῦ κακοῦ πού δέν ὠφελεῖ. Νά προσπαθοῦμε νά ἀγαπήσουμε τόν Θεό. Ὅταν ἀγαπάει κανείς τόν Θεό, τότε ἐλευθερώνεται αὐτόματα ἀπό τό κακό. Ὅμως γιά νά ἀγαπήσεις τόν Θεό, πρέπει νά ἀγωνισθεῖς, πρέπει νά προσεύχεσαι, πρέπει νά τηρεῖς τίς ἐντολές, πρέπει νά ἐγκρατεύεσαι, νά νηστεύεις κ.λ.π.
Ἔτσι λοιπόν δέν πρέπει νά ἀφήσουμε πίσω τούς Πατέρες ἤ ὅπως λένε νά ὑπερβοῦμε τούς Πατέρες, νά πᾶμε μπροστά ἀπό αὐτούς. Οἱ Πατέρες εἶναι οἱ ἀληθινοί θεολόγοι καί διδάσκουν αὐτά πού ἰσχύουν διαχρονικά καί γιά πάντα. Ἔχουν ἐμπειρία τοῦ Θεοῦ. Ἡ γνώση τους δέν εἶναι φιλοσοφική, δέν εἶναι θεωρητική, δέν εἶναι ἐγκεφαλική, δέν εἶναι ἕνας στοχασμός, ἀλλά εἶναι γνῶσις ἀπό τήν ἐμπειρία πού ἔχουν. Τά ἔχουν ζήσει καί ἀφοῦ τά ἔζησαν, τά εἶδαν, τά ἄκουσαν καί τά ἔπαθαν, τά ἔγραψαν, γι’ αὐτό καί ἰσχύουν πάντα. Ἡ γνῶσις τοῦ Θεοῦ εἶναι καθαρά ἐμπειρική. Δέν εἶναι γνῶσις μεταφυσική, δηλαδή ἀποτέλεσμα φιλοσοφικοῦ στοχασμοῦ.
Τό ἑπόμενο κεφάλαιο ἀσχολεῖται μέ τό θέμα τῆς νοερᾶς προσευχῆς, τό ὁποῖο εἶναι πολύ ἐνδιαφέρον. Εἴπαμε στό προηγούμενο μάθημα γιά τήν θεωρία καί τόν φωτισμό. Αὐτός πού ἔχει φθάσει στόν φωτισμό εἶναι αὐτός πού ἔχει τήν ἀδιάλειπτη νοερά προσευχή.
Τί εἶναι ἡ νοερά προσευχή;
Ἡ νοερά προσευχή εἶναι μιά καθαρά ἐμπειρική κατάστασις. Δέν εἶναι μιά θεωρία ἤ μιά φιλοσοφία. Οὔτε ἕνας ψυχίατρος μπορεῖ νά ἀρνηθεῖ ὅτι ἡ νοερά προσευχή εἶναι καθαρά ἐμπειρία. Ἡ διαφορά μας μέ τούς ψυχιάτρους θά ἦταν ὄχι στό γεγονός αὐτό καθ΄ ἑαυτό, ἀλλά στήν αἰτία πού προκαλεῖ τήν νοερά προσευχή, ἡ ὁποία ἐμεῖς γνωρίζουμε ὅτι εἶναι τό Ἅγιο Πνεῦμα. Ἐπειδή οἱ ψυχίατροι κατά βάση εἶναι ἄθεοι, δέν θά τό παραδεχθοῦν αὐτό, ὅπως δέν παραδέχονται καί τήν ὕπαρξη τῶν δαιμόνων καί λένε ἔχεις ἄγχος, ἀνασφάλειες, φοβίες κ.λ.π. Ποιός τά δημιουργεῖ αὐτά; Ἔτσι ἀπό τό πουθενά ἔρχονται; Ὑπάρχει αἰτία, καί εἶναι τό πονηρό πνεῦμα. Ἔλεγε ὁ ἅγιος Πορφύριος τί ψυχολόγοι καί ψυχίατροι;
– Ποιός εἶναι ψυχίατρος;
Ὁ Θεός εἶναι ὁ Ψυχίατρος. Ὁ Ἰατρός τῶν ψυχῶν καί τῶν σωμάτων. Τί ξέρουν οἱ ψυχίατροι ἀπό τήν ψυχή καί ἀπό τήν λειτουργία τήν ψυχική τοῦ ἀνθρώπου; Ἔλεγε ἐπίσης ὅτι πίσω ἀπό ὅλα αὐτά τά λεγόμενα ψυχολογικά κρύβονται δαιμόνια. Ὑπάρχει τό δαιμόνιο τῆς λύπης, ὑπάρχει τό δαιμόνιο τῆς ἀκηδίας, ὑπάρχει τό δαιμόνιο τοῦ φόβου… Εἶναι δαιμόνια καί δημιουργοῦν αὐτές τίς καταστάσεις στούς ἀνθρώπους. Τό δαιμόνιο τῆς λύπης δημιουργεῖ αὐτό πού σήμερα λέμε κατάθλιψη. Εἶναι δαιμόνιο. Ἄν ὁ ἄνθρωπος δέν ἐξομολογηθεῖ, δέν ἐλευθερώνεται. Ὅσα χάπια κι ἄν πάρει, δέν πρόκειται νά τοῦ φύγει ἡ κατάθλιψη. Ἁπλῶς θά ἠρεμήσει λίγο, θά ναρκώσει κάπως τό νευρικό του σύστημα γιά νά μήν κάνει ἀνω-κάτω τό σπίτι του.
Ἄν τό θέμα αὐτό τεθεῖ ὐπ’ ὄψιν τῶν ἐπιστημόνων τῶν θετικῶν ἐπιστημῶν, π.χ. ψυχολόγων, ψυχιάτρων, παθολόγων, βιολόγων κ.λ.π. σάν ἕνα φαινόμενο ἄξιο παρατηρήσεως καί μελέτης –τό φαινόμενο τῆς νοερᾶς προσευχῆς- θά εἶναι ὑποχρεωμένοι οἱ ἄνθρωποι αὐτοί, ἐφαρμόζοντες τήν ἐπιστημονική μέθοδο ἐρεύνης, νά προβάλλουν ὑποθέσεις. Γιατί ἡ ἐπιστήμη γιά νά ἐξηγήσει ἕνα φαινόμενο κάνει κάποιες ὑποθέσεις καί προσπαθεῖ μετά νά ἐπιβεβαιώσει, νά ἐπαληθεύσει αὐτή τήν ὑπόθεση. Ἀλλά ἡ Ἐκκλησία δέν κάνει ὑποθέσεις, οὔτε πιθανολογοῦμε στήν Ἐκκλησία. Στήν Ἐκκλησία ἔχουμε τήν κατατεθειμένη ἐμπειρία τοῦ φαινομένου, τούς ἀνθρώπους οἱ ὁποῖοι ζοῦν αὐτό τό φαινόμενο. Καί ποιό εἶναι αὐτό τό φαινόμενο; Ἕνας, πού ἔχει νοερά προσευχή μέσα του, «ἀκούει» ὁ ἴδιος τήν προσευχή αὐτή νά λέγεται μέσα στήν καρδιά του. Κυρίως ἡ νοερά προσευχή αὐτό εἶναι. Δέν κάνεις ἐσύ δηλαδή, τήν νοερά προσευχή, ἀλλά τήν ἀκοῦς πού λέγεται μέσα σου ἀπό τό Ἅγιο Πνεῦμα.
Ὁ Θεός τότε δίνει τά δῶρα Του, ὅταν ὁ ἄνθρωπος ἀπελπιστεῖ τελείως ἀπό τόν ἑαυτό του, μέ τήν καλή ἔννοια, δηλαδή ὅταν πιστέψει ὅτι ἀπό μόνος του δέν μπορεῖ νά κάνει τίποτα. Εἶναι ἀπαραίτητο ὁ ἄνθρωπος νά ταπεινωθεῖ ἄκρως. Ὅσο ὑπάρχει ἡ παραμικρή ἰδέα ὅτι μέ τήν δική του προσπάθεια θά κάνει κάτι, ὁ Θεός δέν δίνει τά δῶρα Του.
Διαβάζουμε στόν βίο τοῦ Γέροντα Ἰωσήφ τοῦ Ἡσυχαστοῦ, ὅτι παρακαλοῦσε πολύ καιρό τήν Παναγία νά τοῦ χαρίσει αὐτή τήν χάρη τῆς νοερᾶς προσευχῆς. Ὁπότε κάποια στιγμή, λέει, πού ἦταν τελείως ἀπελπισμένος ἀπό τίς δικές του δυνάμεις εἶδε νά ἔρχεται μία ἀκτίνα, ἕνα φῶς ἀπό τήν Παναγία -ἦταν στό Ἅγιο Ὄρος καί ἔβλεπε πρός τήν περιοχή πού λέγεται Παναγία- καί ἡ καρδιά του ἄρχισε ἀπό μόνη της, νά λέει τό ‘Κύριε Ἰησοῦ Χριστέ, ἐλέησόν με’ σάν ἕνα μηχανάκι θά λέγαμε. Αὐτή εἶναι ἡ νοερά προσευχή.
Εἶναι κι αὐτή δῶρο Θεοῦ καί μάλιστα τῆς Παναγίας. Ὑπάρχει αὐτή ἡ ἐμπειρία στήν Ἐκκλησία μας ἀπό τούς ἀνθρώπους πού τήν ἔχουν ζήσει. Καί ὑπάρχει ἑκατοντάδων ἐτῶν παράδοσις αὐτῆς τῆς πνευματικῆς καταστάσεως, καθώς τήν συναντᾶμε στούς ἀνθρώπους αὐτούς τούς Ἁγίους σέ σειρά ἐτῶν. Ἀπό τούς ἁγίους ἔχει δοθεῖ μία συγκεκριμένη ἑρμηνεία σ’ αὐτήν τήν πάραδοση τῆς νοερᾶς προσευχῆς καί βάσει αὐτῆς τῆς ἑρμηνείας ἡ Ἐκκλησία γνωρίζει ὅτι ἡ νοερά προσευχή εἶναι μία πνευματική ἐμπειρία. Δέν εἶναι μιά ψυχολογική ἐμπειρία, κάτι πού τό δημιουργεῖ ὁ ἄνθρωπος μέσα του ἤ μιά αὐθυποβολή ἤ μία ὕπνωση, ἀλλά εἶναι τό ἀποτέλεσμα τῆς ἐπενεργείας, τῆς Χάριτος, τοῦ Ἁγίου Πνεύματος μέσα στήν καρδιά τοῦ ἀνθρώπου.
Κάποιοι ψυχολόγοι καί ψυχίατροι ἰσχυρίζονται ὅτι εἶναι μιά μορφή ὕπνωσης ἡ νοερά προσευχή. Δέν εἶναι ὅμως αὐτό. Εἶναι ἀποτέλεσμα τῆς ἐπενέργειας τῆς Χάριτος τοῦ Ἁγίου Πνεύματος μέσα στήν καρδιά τοῦ ἀνθρώπου. Πότε ὅμως; Ὅταν ἡ καρδιά καθαρθεῖ, τότε ἔρχεται τό Ἅγιο Πνεῦμα. Ὅσο ἡ καρδιά εἶναι γεμάτη μέ πάθη καί ἁμαρτίες, δέν ἔρχεται, δέν πλησιάζει, δέν ἐνεργεῖ τό Ἅγιο Πνεῦμα. Ὄχι γιατί δέν θέλει, ἀλλά ἐμποδίζεται ἀπό μᾶς γιατί ἐμεῖς δέν ἀγαποῦμε ὅσο πρέπει τόν Θεό, δέν ποθοῦμε ὅσο πρέπει τόν Θεό, δέν ἔχουμε αὐτή τήν ἔνταση τῆς ἀγάπης καί τῆς προσευχῆς πού χρειάζεται.
Αὐτή εἶναι μιά μακραίωνη παράδοσις, πού κανείς δέν μπορεῖ νά ἀρνηθεῖ τήν ὕπαρξή της, διότι ὑπάρχουν πάρα πολλά συγγράμματα τῶν Πατέρων ἐπάνω στό θέμα αὐτό, ἐκτός ἀπό ὅσα ἀναφέρονται γι’ αὐτήν στήν Ἁγία Γραφή. Στήν Παλαιά Διαθήκη: «ἐγώ καθεύδω καί ἡ καρδία μου ἀγρυπνεῖ» (Ἀσ.Ἀσ. 5,2). Πῶς ἀγρυπνεῖ; Μέ τήν νοερά προσευχή. Ἀκούει ὁ πιστός μέσα στήν καρδιά του τό Ἅγιο Πνεῦμα πού προσεύχεται. Ὑπάρχουν σήμερα ἄνθρωποι, πού ζοῦν ἀναμεταξύ μας, οἱ ὁποῖοι γνωρίζουν ἀπό προσωπική τους ἐμπειρία, ἐπειδή τήν ζοῦν ἐνεργουμένη μέσα τους τήν νοερά προσευχή, πού ἀκοῦν δηλαδή αὐτή τήν προσευχή μέσα στήν καρδιά τους.
πότε, ἐφ’ ὅσον αὐτοί οἱ ἐπιστήμονες ἀποδεχθοῦν αὐτήν τήν πραγματικότητα, μετά θά πρέπει νά προβάλλουν τίς δικές τους ὑποθέσεις γιά νά ἐξηγήσουν τό φαινόμενο αὐτό τῆς νοερᾶς προσευχῆς. Βέβαια μεταξύ τους θά ὑπάρχουν καί μερικοί, πού θά ποῦν ὅτι αὐτό εἶναι ἕνα ἐφεύρημα τῶν παπάδων, ἰδίως ἐδῶ στήν Ἑλλάδα! Θά ποῦν ὅτι αὐτά τά λένε οἱ παπάδες, ὅτι εἶναι προϊόν τῆς φαντασίας τους. Μακάρι ὅμως οἱ παπάδες νά ἠσχολοῦντο μέ τέτοια πράγματα ἐδῶ στήν Ἑλλάδα. Ἄλλοι τώρα ἀπό αὐτούς τούς ἐπιστήμονες ἴσως ποῦν ὅτι αὐτό εἶναι ἕνα εἶδος ὑπνωτισμοῦ.
– Τί εἶναι ὁ ὑπνωτισμός ὅμως;
Οὐσιαστικά εἶναι μία ἐνέργεια τῶν δαιμόνων. Ὁ ὑπνωτιστής περνάει στόν ὑπνωτιζόμενο δαιμονική ἐνέργεια. Μετά τό πονηρό πνεῦμα πού μπαίνει μέσα στόν ἄνθρωπο τοῦ φέρνει διάφορες μνῆμες ἀπό τό παρελθόν καί μπορεῖ ὁ ἄνθρωπος νά ἀπαντάει σ’ αὐτά πού θά τόν ρωτάει ὁ ὑπνωτιστής. Εἶναι ὅμως πράγματα τά ὁποῖα ὑπάρχουν. Αὐτή εἶναι ἡ διαφορά. Κοιτᾶξτε πῶς τό ἐξήγησε ὁ π. Ἰωάννης.
Εἶχα μία σχετική συζήτηση μέ γιατρούς, μάλιστα μέ καθηγητές Πανεπιστημίου, οἱ ὁποῖοι ἔλεγαν ὅτι αὐτό, δηλαδή ἡ νοερά προσευχή, εἶναι ἕνα εἶδος ὑπνωτισμοῦ! Ὅμως, ἔστω, ἄς εἶναι ἔτσι γι’ αὐτούς. Ἀλλά ἕνας ψυχίατρος εἶναι ὑποχρεωμένος νά ἀσχοληθεῖ συστηματικά μέ τό θέμα αὐτό.
Σχετικά μέ τόν ὑπνωτισμό τώρα, ὁ ὁποῖος πράγματι εἶναι μία ἐμπειρία καί αὐτή, ἀλλά δαιμονική ἐμπειρία. Ὁ ψυχίατρος ὅμως θά πρέπει νά μπορεῖ νά ἐξακριβώσει, ἄν ἡ νοερά προσευχή εἶναι ἕνα εἶδος ὑπνωτισμοῦ ἤ ὄχι. Ὁ ὑπνωτισμός μπορεῖ νά ὁδηγήσει σέ παραίσθηση, νά ἔχει ὁ ἄνθρωπος παραισθήσεις. Δηλαδή ἄλλα νά βλέπει καί ἄλλα νά ὑπάρχουν στήν πραγματικότητα μπροστά του. Νά βλέπει ἄλλα ἀντ’ ἄλλων, πού σημαίνει ὅτι ἔχει ἀσυνταξία ὡς πρός τήν σωστή σύνθεση τῶν ἐμπειρικῶν ἐντυπώσεων, πού ἔχει ὁ ἄνθρωπος μέσα στήν μνήμη του. Τέτοια παραίσθηση δημιουργοῦν καί τά παραισθησιογόνα χάπια, τά LSD. Ἄλλο ὑπάρχει καί ἄλλο βλέπει. Αὐτό ὅμως πού νομίζει ὅτι βλέπει πάλι ὑπάρχει, ἀλλά ἁπλῶς δέν ὑπάρχει μπροστά του ἐκείνη τήν στιγμή. Τέτοια παραίσθηση μπορεῖ νά ἔχει κι ἐκεῖνος πού εἶναι στόν ὑπνωτισμό ὅταν εἰσάγεται ἀπό τόν ὑπνωτιστή δαιμονική ἐνέργεια. Ὁπότε ὁ ὑπνωτισμένος οὐσιαστικά τί ἔχει πάθει; Ἔρχεται σέ ἐπαφή μέ πονηρό πνεῦμα. Ἡ μέθοδος αὐτή εἶναι πολλή ἐπικίνδυνη. Φυσικά ποτέ δέν πρέπει νά τήν δοκιμάσετε, διότι τήν προτείνουν καί αὐτή τήν μέθοδο, ὡς τάχατες ἰατρική θεραπευτική μέθοδο, ὅπως καί τήν γιόγκα κ.λ.π. Ὅλα αὐτά εἶναι δαιμονικά πράγματα καί δέν πρέπει νά συγκαταβαίνουμε σ’ αὐτά καί νά συγκατατιθέμεθα.
Ὅλα τά στοιχεῖα, πού συνθέτουν μία παραίσθηση, εἶναι παρμένα ἀπό τίς αἰσθήσεις. Διότι ὁ ἄνθρωπος πού φθάνει σέ παραίσθηση, φθάνει σ’ αὐτήν, ὄχι διότι ἔχει χάσει τήν ἐπαφή του μέ τά αἰσθητά, ἀλλά ἐπειδή ἡ μνήμη του ἔχει ἐκτροχιασθεῖ καί ἡ σύνθεσις τῶν ἐντυπώσεων, πού γίνεται μέσα στό μυαλό του, δέν εἶναι τίποτε ἄλλο παρά μία ἀταξία στήν ταξινόμηση τῶν ἐντυπώσεων. Ἔχει ἔτσι σπασμένες εἰκόνες οἱ ὁποῖες συντίθενται μέσα του ὅπως νά ’ναι μέ ἀποτέλεσμα νά προκαλοῦν μία σύγχυση. Ὅλα αὐτά ὑπάρχουν στήν μνήμη του. Ἐπειδή ὅμως δέν λειτουργεῖ σωστά ἡ μνήμη, δέν συντάσσονται σωστά μέσα στό μυαλό του οἱ ἐντυπώσεις.
Ἔτσι ἔχουμε τούς ἀνισόρροπους, καθώς καί αὐτούς πού ὀνειρεύονται στόν ξύπνιο τους, τούς ὀνειροπαρμένους. Τά στοιχεῖα δηλαδή τῶν αἰσθήσεων, πού συνθέτουν μία παραίσθηση, εἶναι ὑπαρκτά. Ἐκεῖνος, πού βρίσκεται σέ παραίσθηση μπορεῖ νά βλέπει κάτι, πού δέν ὑπάρχει ἐκείνη τήν στιγμή μπροστά του, πού εἶναι ὅμως ὑπαρκτό.
Δέν εἶναι κάτι πού δέν ὑπάρχει, ἁπλῶς ἐκείνη τήν στιγμή δέν βρίσκεται μπροστά του. Αὐτός ὅμως ἐπειδή ἔχει παραίσθηση, τό βλέπει. Βλέπει λ.χ. ἕναν καλόγερο, τήν κρεμάστρα δηλαδή, καί λέει εἶδα ἕναν παπά. Μπερδεύει τά πράγματα, ἐνῶ ἦταν ἁπλῶς ἡ κρεμάστρα, λέει εἶδα ἕναν ἄνθρωπο μέσα στό δωμάτιο. Αὐτό εἶναι παραίσθηση.
Ὅσον ἀφορᾶ στόν ὑπνωτισμό, ἐκεῖνος πού ὑπνωτίζεται μπαίνει σέ μία κατάσταση κώματος, σάν δηλαδή νά βρίσκεται σέ κῶμα καί ἀφοῦ βρίσκεται σέ κωματώδη κατάσταση, ἐνθυμεῖται πράγματα ἀπό τό παρελθόν καί ἀπαντᾶ στά ἐρωτήματα ἐκείνου πού τόν ὑπνώτισε. Ὁπότε, σάν ὑπνωτισμένος πού εἶναι, πάλι δέν ἔχει ἐπαφή μέ τήν πραγματικότητα.
Τί γίνεται στήν νοερά προσευχή; Ὅσον ἀφορᾶ τώρα στήν νοερά προσευχή, δέν ἔχουμε νά κάνουμε μέ κάτι ὑπαρκτό, πού ἔχει ἤδη κατατεθεῖ στήν μνήμη, τό ἔχει ἤδη δεῖ στό παρελθόν καί τό ὁποῖο ἀνακαλεῖται ἀπό τήν μνήμη καί ἔτσι ὀνειρεύεται ὁ ἄνθρωπος. Δέν συμβαίνει τό ἴδιο, ὅπως σέ μία παραίσθηση, πού βλέπει κανείς κάτι, χωρίς ὅμως νά ὑπάρχει πράγματι γύρω του ἐκεῖνο πού βλέπει ἐκείνη τήν στιγμή, οὔτε νά ὑποπίπτει στίς αἰσθήσεις του ἐκείνη τήν στιγμή. Στήν περίπτωση τῆς νοερᾶς προσευχῆς ὅ,τι συμβαίνει στήν καρδιά τοῦ ἀνθρώπου καί ὅ,τι αἰσθάνεται ὁ ἄνθρωπος, λαμβάνει χώραν ἐκείνην τήν στιγμή πού τό αἰσθάνεται. Δέν εἶναι μνήμη τοῦ παρελθόντος, ἀλλά τό ζεῖ ἐκείνη τήν στιγμή. Συμβαίνει ἐκείνη τήν στιγμή. Ἐνεργεῖται ἐκείνη τήν στιγμή καί ἐνεργεῖται ἀπό τό Ἅγιο Πνεῦμα. Δέν εἶναι μία μνήμη δηλαδή ἀπό τό παρελθόν. Εἶναι μία ἐμπειρία τοῦ παρόντος. Αὐτή εἶναι ἡ διαφορά ἀπό τήν περίπτωση τῆς ὕπνωσης καί τήν περίπτωση τῆς παραίσθησης.
Τό νά εἶναι ἐπίσης κανείς σέ ἐγρήγορση πνεύματος, πράγμα πού συμβαίνει κατά τήν νοερά προσευχή, δηλαδή οὔτε ὑπνωτισμένος νά εἶναι, οὔτε νά βρίσκεται σέ παραίσθηση, καί ταυτόχρονα νά βιώνει κάτι τό πολύ ξεκάθαρο μέσα του, μέσα στήν καρδιά του, κάποιον ἄλλον, πού προσεύχεται μέσα του γιά λογαριασμό του «στεναγμοῖς ἀλαλήτοις» (Ρωμ. 8,26), τέτοιο πράγμα δέν συμβαίνει στόν ὑπνωτισμό. Ἐνῶ στήν νοερά προσευχή αὐτό συμβαίνει. Κάποιος ἄλλος μέσα στήν καρδιά τοῦ ἀνθρώπου προσεύχεται μέ ἀλάλητους στεναγμούς.
Κατά τήν νοερά προσευχή ὁ ἄνθρωπος ἔχει πλήρη συνείδηση ὅτι κάτι οἰκεῖο πρός τήν φύση του, κάτι πολύ δικό του, καί ἐνεργούμενο ἔσωθεν, ὄχι ὅμως ἀπό τόν ἴδιο, λαμβάνει χώρα μέσα του, τό ὁποῖο ὄχι μόνο βιώνει ξεκάθαρα, ἀλλά ταυτόχρονα τό παρατηρεῖ, καί τό ὁποῖο μπορεῖ ἑκούσια νά συμμετέχει. Νά προσεύχεται καί αὐτός δηλαδή μέ ἰσοκράτημα -θά λέγαμε- τήν προσευχή πού κάνει τό Ἅγιο Πνεῦμα μέσα του.
Τό βάρος τῆς ἀποδείξεως τῆς ἀληθείας αὐτῆς τῆς ἐμπειρίας δέν ἀνήκει στούς Ὀρθοδόξους, οἱ ὁποῖοι τήν κατέχουν, ἀλλά στούς ἐπιστήμονες, οἱ ὁποῖοι τήν ἀμφισβητοῦν ἤ θέλουν νά τήν ἐρευνήσουν. Ἄν πάλι οἱ ἐπιστήμονες δώσουν δική τους ἑρμηνεία σ’ αὐτό τό φαινόμενο τῆς νοερᾶς προσευχῆς, αὐτοί οἱ ἴδιοι θά πρέπει νά ἀποδείξουν ὅτι ἡ δική τους ἑρμηνεία εἶναι ἡ σωστή ἑρμηνεία καί ὄχι αὐτή πού δίνουμε ἐμεῖς οἱ Ὀρθόδοξοι, δηλαδή ὅτι ἐνεργεῖ ὁ Θεός μέσα μας, μέσα στούς ἀνθρώπους αὐτούς.
Διότι οἱ Ὀρθόδοξοι ἔχουν παράδοση αἰώνων τῆς ἑρμηνείας τῆς νοερᾶς προσευχῆς, τῆς ὁποίας ἡ ἀλήθεια εἶναι ἀδιαφιλονείκητος γιά τούς Ὀρθοδόξους. Καί στό παρελθόν, ἐπειδή οἱ ἄνθρωποι πού βαπτίζονταν ἦταν μεγάλοι, φρόντιζαν νά εἶναι πολύ κοντά σ’ αὐτή τήν ἐμπειρία ἤ καί νά τήν ἔχουν ἤδη ἀποκτήσει πρίν βαπτιστοῦν ὡς μία ἐγγύηση τῆς πίστεως. Τό σύνηθες ἦταν νά βαπτιστοῦν καί σέ πολύ σύντομο διάστημα μέ τήν χάρη τοῦ βαπτίσματος νά ἀποκτήσουν καί τήν νοερά προσευχή. Ὁπότε μετά ἔπαιρναν τό Χρίσμα ὡς ἐπιβεβαίωση αὐτῆς τῆς κατάστασης. Τό βάπτισμα συνήθως τό ἔπαιρναν τό Μεγάλο Σάββατο καί μετά ἀπό πενήντα ἡμέρες, τήν ἡμέρα τῆς Πεντηκοστῆς ἔπαιρναν καί τό Χρίσμα, πού ἀντιστοιχεῖ στήν θέωση τῶν Ἀποστόλων. Γι’ αὐτό καί στά Λατινικά τό Χρίσμα λέγεται confirmation, δηλαδή ἐπιβεβαίωση.
Μέ τό Χρίσμα ἐπιβεβαίωναν οἱ Χριστιανοί ὅτι εἶχαν τήν ἀδιάλειπτη νοερά προσευχή στήν καρδία τους. Σήμερα πόσο ἔχουμε ξεφύγει! Ποιός τά ξέρει αὐτά τά πράγματα; Ὅτι Χριστιανός σημαίνει νά ἔχεις τήν ἀδιάλειπτη νοερά προσευχή συνεχῶς μέσα σου! Βαπτισμένος καί Χρισμένος, νά ἀκοῦς δηλαδή τό Ἅγιο Πνεῦμα πού προσεύχεται μέσα στήν καρδιά σου.
Καί εἶναι αὐτή ἡ ἑρμηνεία ἀδιαφιλονείκητος, διότι δέν εἶναι ἑρμηνεία παρελθούσης ἐμπειρίας, ἡ ὁπoία δέν μπορεῖ νά ἐξακριβωθεῖ ἤ νά ἐπαναληφθεῖ, ἀλλά εἶναι ἑρμηνεία μιᾶς ζώσης, ἀληθινῆς, σημερινῆς ἐμπειρίας καί πραγματικότητος, πού συνεχῶς ἐπαναλαμβάνεται καί συνεχίζεται καί παραδίδεται ἀπό γενεά σέ γενεά μέσα στήν Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία. Μπορεῖ ὁ καθένας μας νά τήν ἔχει, ἐφ’ ὅσον ἐργασθεῖ καί κάνει ὅπως μᾶς λένε οἱ Ἅγιοι Πατέρες. Εἶναι μιά ἐμπειρία, ἡ ὁποία μπορεῖ νά ἐπαληθευθεῖ κάθε στιγμή ἀπό τόν καθένα μας ἐφ’ ὅσον εἶναι βαπτισμένος καί βέβαια τηρεῖ ὅσα λέει ἡ Ἐκκλησία μας.
Ἡ Ἐκκλησία στήν γλώσσα της, πού εἶναι ἡ ἐκκλησιαστική γλώσσα, λέγει διά στόματος τοῦ ἀποστόλου Παύλου: «Δέν μιλοῦμε μέ τήν ἀνθρώπινη σοφία, ἀλλά μέ τήν δύναμη τοῦ Ἁγίου Πνεύματος», «…καί ὁ λόγος μου καί τό κήρυγμά μου οὐκ ἐν πειθοῖς ἀνθρωπίνης σοφίας λόγοις, ἀλλ᾿ ἐν ἀποδείξει Πνεύματος καί δυνάμεως» (Α΄Κορ. 2,4). Τί ἐννοεῖ μ’ αὐτό; Γιατί ὁ Ἀπόστολος ἀντιπαρατάσσει τήν δύναμη τοῦ Ἁγίου Πνεύματος μέ τήν σοφία τοῦ κόσμου τούτου; Διότι ὁ ἄνθρωπος, πού ἔχει γίνει ναός τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, πού ἔχει δηλαδή ἔλθει μέσα του τό Ἅγιο Πνεῦμα καί ἔχει κατοικήσει μέσα στήν καρδιά του, αὐτός ὁ ἄνθρωπος αἰσθάνεται ζωντανά μέσα στήν καρδιά του τήν δύναμη, δηλαδή τήν ἐνέργεια τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, καί ἔτσι δέν πείθεται ὅτι ἔχει γίνει ναός τοῦ Ἁγίου Πνεύματος ἀπό λόγια ἄλλων, οὔτε ἀπό φιλοσοφικά ἤ θεολογικά ἐπιχειρήματα ἄλλων, ἀλλά γνωρίζει ὅτι εἶναι ναός τοῦ Ἁγίου Πνεύματος ἀπό ἄμεση καί προσωπική του ἐμπειρία· τό ζεῖ ὁ ἴδιος καί τό λέει, διότι νιώθει, ἀκούει μέσα του τό Ἅγιο Πνεῦμα, πού κάνει τόν παπά καί τόν ψάλτη μέσα στήν καρδιά του. Δηλαδή εἶναι ἡ συμμαρτυρία τοῦ Ἁγίου Πνεύματος στό πνεῦμα τοῦ ἀνθρώπου ἐκεῖνο τό πράγμα, πού δίνει στόν ἄνθρωπο αὐτόν τήν ἀπόλυτη βεβαιότητα ὅτι ἔχει γίνει τό σῶμα του ναός τοῦ Θεοῦ, ἀφοῦ τό Πνεῦμα τό Ἅγιο ἦλθε καί σκήνωσε στήν καρδιά του.
Αὐτήν τήν κατάσταση περιγράφει ὁ Ἀπόστολος Παῦλος, ὅταν λέγει: «Τό Πνεῦμα τοῦ Θεοῦ κράζει μέσα στίς καρδιές μας τό ἀββᾶ ὁ πατήρ» (Γαλ. 4,6). Φωνάζει δηλαδή μέσα μας τό Ἅγιο Πνεῦμα ἀπευθυνόμενο πρός τόν Πατέρα καί λέγει: «Πατέρα μου»! Ἀββᾶ! Πατέρα μου»! Τό Ἅγιο Πνεῦμα προσεύχεται στόν Θεό Πατέρα καί, τό πνεῦμα μας συμμαρτυρεῖ στό Πνεῦμα τό Ἅγιο ὅτι εἴμαστε Ναός τοῦ Θεοῦ. Αὐτό λοιπόν, πού περιγράφει ὁ Ἀπόστολος Παῦλος, εἶναι μία πραγματικότητα ἤ μία φαντασιοπληξία; Πετοῦσε στά σύννεφα ὁ Ἀπόστολος Παῦλος, ὅταν τό ἔλεγε αὐτό; Ὄχι βέβαια, ἀλλά τά ζοῦσε. Ἄν προσέξετε καλά σέ ὅσα λέει ὁ Ἀπόστολος Παῦλος στό κεφ. 8 τῆς πρός Ρωμαίους ἐπιστολῆς του, θά δεῖτε ὅτι μιλάει γιά πραγματική προσευχή στήν καρδιά τοῦ ἀνθρώπου.
Ἀλλά δέν εἶναι μόνο ὁ Ἀπόστολος Παῦλος πού μιλάει ἔτσι. Καί ὁ Δαυΐδ στούς Ψαλμούς του μιλάει ἔτσι καί ἡ Παλαιά Διαθήκη μιλάει ἔτσι. Γι’ αὐτό βλέπουμε ἐδῶ ποιός ἦταν ὁ λόγος πού οἱ ἀρχαῖοι Χριστιανοί, πού προητοιμάζοντο γιά τήν νοερά προσευχή, πρῶτα ἀποστηθίζανε ὅλο τό Ψαλτήρι. Οἱ πρῶτοι χριστιανοί ἤξεραν ἀπ’ ἔξω τούς 150 Ψαλμούς τοῦ Δαβίδ. Τό Ψαλτήρι τούς βοηθοῦσε νά ἐργασθοῦν μετά τήν νοερά προσευχή καί νά ἀκοῦν τό Ἅγιο Πνεῦμα νά προσεύχεται μέσα στήν καρδιά τους.
Αὐτήν τή μεγάλη σημασία εἶχε τό Ψαλτήρι γι’ αὐτούς· στό νά τούς βοηθήσει νά ἐργασθοῦν τήν νοερά προσευχή. Δέν ξέρω πόσοι χριστιανοί σήμερα –ὄχι ξέρουν ἀπ’ ἔξω- ἔχουν διαβάσει ὁλόκληρο τό Ψαλτήρι. Τά παλιά χρόνια τό διάβαζαν ἐπάνω στούς πεθαμένους πρίν τήν κηδεία. Καί σήμερα τό κάνουν.
Ἴσως τότε νά ἦταν ἡ μόνη φορά πού διάβαζαν ὁλόκληρο τό Ψαλτήρι. Τό διάβαζε ὁ παπάς καί, ἄν εἶχε κοντά του κανένα ψάλτη, ἔβαζε καί τόν ψάλτη καί τό διάβαζε. Τά παλιά χρόνια, γιά νά χειροτονηθεῖ κανείς Ἐπίσκοπος, ἔπρεπε νά ἀποδείξει ὅτι ἤξερε ἀπ’ ἔξω τό Ψαλτήρι. Ὑπάρχει ὁ β’ Κανών τῆς Ζ’ Οἰκουμενικῆς Συνόδου. Γιατί νά τό ἔχει ἀποστηθίσει; Διότι γιά νά γίνει κανείς Ἐπίσκοπος πρέπει τουλάχιστον νά εἶναι φωτισμένος, ἄν ὄχι θεωμένος, νά ἔχει φθάσει στό τρίτο σκαλοπάτι. Ἀλλά γιά νά εἶναι θεωμένος, πρέπει νά ἔχει ἀδιάλειπτη νοερά προσευχή. Γι’ αὐτό ἤθελαν νά γνωρίζουν τό Ψαλτήρι, γιατί τό Ψαλτήρι εἶναι προγύμναση, προστάδιο, προϋπόθεση τῆς νοερᾶς προσευχῆς.
Στά Μοναστήρια διαβάζουν πολύ Ψαλτήρι, ἐπειδή τό Ψαλτήρι βοηθάει στήν νοερά προσευχή. Οἱ πρῶτοι χριστιανοί, ἀλλά καί σήμερα ὑπάρχουν τέτοιοι ἄνθρωποι, ἀντί γιά τήν εὐχή ‘Κύριε Ἰησοῦ Χριστέ ἐλέησόν με’, κάνουν νοερά προσευχή μέ τό Ψαλτήρι. Λένε ἀπ’ ἔξω τούς Ψαλμούς. Ἀδιάλειπτα ἡ καρδιά τους ἀπαγγέλλει τό Ψαλτήρι.
– Γιατί ἔπρεπε νά γνωρίζει ὁ Ἐπίσκοπος τό Ψαλτήρι;
Γιατί τό Ψαλτήρι εἶχε τόσο μεγάλη σημασία μέσα στήν Ἐκκλησία; Διότι τό Ψαλτήρι ἔχει προσευχές σχετικές μέ τήν νοερά προσευχή. Διότι ἡ νοερά προσευχή στήν Ἑβραϊκή παράδοση, στήν Προφητική παράδοση, ἀλλά καί στήν ἀρχαία Χριστιανική παράδοση, γινόταν καί μέ τούς Ψαλμούς. Γι’ αὐτόν τόν λόγο λέει ὁ Ἀπόστολος Παῦλος «προσεύξομαι τῷ πνεύματι, προσεύξομαι καί τῷ νοΐ, ψαλῶ τῷ πνεύματι, ψαλῶ καί τῷ νοΐ» (Α΄ Κορ. 14,15). Τό πνεῦμα ἐδῶ εἶναι ἡ καρδιά καί τῷ νοΐ εἶναι ὁ νοῦς. Ψαλῶ τῷ πνεύματι, ψαλῶ καί τῷ νοΐ, θά ψάλω μέ τήν καρδιά μου, θά ψάλω καί μέ τόν νοῦ μου, μέ τήν διάνοιά μου.
Ὁπότε ἡ νοερά προσευχή δέν εἶναι μόνο προσευχή μέ λόγια, ἀλλά εἶναι καί ψαλμωδία, ψαλμός δηλαδή. Γι’ αὐτό ἔχουμε καί δείγματα ἀπό τήν Παράδοση ὅτι ἡ νοερά εὐχή γινόταν καί μέ τούς Ψαλμούς. Ἕνα ἀπό αὐτά τά παραδείγματα εἶναι ἐκεῖνο τοῦ Ἁγίου Ἰωάννου τοῦ Κασσιανοῦ, ὁ ὁποῖος διδάσκει νοερά προσευχή μέ Ψαλμούς. Ὑπάρχουν ἀρκετές μαρτυρίες γι’ αὐτό τό πράγμα.
Στό «Ρουμάνικο Γεροντικό», πού ἔγραψε ὁ π. Ἰωαννίκιος Μπάλαν, ἀναφέρεται ἡ περίπτωση ἑνός λαϊκοῦ Χριστιανοῦ, ὄχι μοναχοῦ ἤ παπά, ὁ ὁποῖος εἶχε ἀδιάλειπτη τήν νοερά προσευχή, ἀπαγγέλλοντας διαρκῶς Ψαλμούς.
Ὁπότε χρειάζεται καμμία φιλοσοφική ἀπόδειξις γι’ αὐτά τά θέματα, ἐφ’ ὅσον ἐκεῖνοι, πού πιστεύουν καί ἔχουν φθάσει σ’ αὐτήν τήν κατάσταση τῆς νοερᾶς προσευχῆς, ἔχουν μέσα τους αὐτήν τήν ἐμπειρία; Ὅταν ἐγώ σᾶς βλέπω κι ἐσεῖς μέ βλέπετε, χρειάζεται καμιά ἀπόδειξη φιλοσοφική ὅτι ὄντως σᾶς βλέπω καί μέ βλέπετε; Ἀφοῦ ἔχουμε τήν ἐμπειρία. Καί, ἐφ’ ὅσον ὑπάρχει αὐτή ἡ ἐμπειρία, σέ τί χρειάζεται ἡ μεταφυσική; Ἡ φιλοσοφία δηλαδή πού ἀσχολεῖται μέ τά μετά-φυσικά, μέ τά πράγματα πού δέν εἶναι στήν φύση. Αὐτή τήν λένε μεταφυσική. Εἶναι κομμάτι τῆς Φιλοσοφίας.
Σέ τί χρειάζεται ἡ μεταφυσική; Σέ τί βοηθάει ἡ φιλοσοφία; Βοηθήθηκε ποτέ κανείς οὐσιαστικά στήν ζωή του ἀπό καμμία φιλοσοφία στό νά ἀποκτήσει αὐτήν τήν κατάσταση τῆς νοερᾶς προσευχῆς, πού ἐνεργεῖ ἀδιάλειπτα μέσα στήν καρδιά, ὥστε νά γίνει ναός τοῦ Ἁγίου Πνεύματος; Ὄχι! Ἄλλα πράγματα ὁδηγοῦν σ’ αὐτή τήν νοερά προσευχή.
Ὅταν κανείς δέν ἔχει τέτοια ἐμπειρία, ἀλλά θέλει νά τήν ἀποκτήσει, τότε πηγαίνει καί διδάσκεται ἀπό τούς ἔχοντας τήν ἐμπειρία αὐτή. Ἡ ἐμπειρία αὐτή τῆς νοερᾶς προσευχῆς εἶναι συνήθως -ἄν καί ὑπάρχουν ἐξαιρέσεις- ἀπαραίτητη προϋπόθεσις γιά νά φθάσει κάποιος στήν ἐμπειρία τῆς θεώσεως, νά δεῖ κανείς τήν δόξα τοῦ Θεοῦ, νά ἀποκτήσει ἐμπειρία τῆς ἀκτίστου δόξης τοῦ Θεοῦ.
Αὐτή ἡ ἐμπειρία τῆς θεώσεως εἶναι ἀποκλειστικά δῶρο Θεοῦ, τό ὁποῖο ὁ Θεός χαρίζει σέ ὅποιους θέλει, ὅταν θέλει καί γιά ὅσο θέλει καί δέν ἐξαρτᾶται ἀπό τήν ἀνθρώπινη προσπάθεια. Προϋπόθεσις ὅμως ὑπό συνήθεις συνθῆκες εἶναι τό νά ἔχει κανείς τήν νοερά προσευχή, γιά νά φθάσει σ’ αὐτή τήν κατάσταση.
Ἀρχ. Σάββας Ἁγιορείτης