Σάββατο 26 Ιουλίου 2014

Μητρ.Ἱερόθεος Βλάχος -Ἡ Ἡσυχία ὡς μέθοδος θεραπείας

Ένας από τους πιο βασικούς τρόπους θεραπείας της ψυχής είναι και η ησυχία με όλη την σημασία της λέξεως. Πιστεύω πως στα προηγούμενα φάνηκε αυτό το θέμα καθαρά. Ο σημερινός άνθρωπος ζητάει θεραπεία στα βασικά θέματα ζωής, κυρίως στην εσωτερική του κατάσταση, ακριβώς επειδή είναι υπερβολικά κουρασμένος. Γι’ αυτό ένα από τα μηνύματα τα οποία μπορεί να προσφέρη η Ορθοδοξία στον σύγχρονο κουρασμένο, απογοητευμένο και παραπαίοντα κόσμο είναι το μήνυμα της ησυχίας. Πιστεύω πως η προσφορά της Ορθοδόξου Παραδόσεως στον τομέα αυτόν είναι μεγάλη. Γι’ αυτό στην συνέχεια θα επιδιώξω να αναπτύξω περισσότερο την αξία της ησυχίας και του ησυχασμού για την θεραπεία της ψυχής, του νου, της καρδιάς και της λογικής. Έχουμε την εντύπωση ότι η ησυχία και ο ησυχασμός είναι από τα βασικότερα φάρμακα για την επίτευξη της εσωτερικής υγείας. Επίσης, επειδή η έλλειψη της ησυχίας είναι εκείνη που δημιουργεί τα προβλήματα, το άγχος, την αγωνία, την ανασφάλεια, τις ψυχολογικές, ψυχικές και σωματικές παθήσεις, γι’ αυτό θα προσπαθήσουμε να δούμε την αιτία αυτών, που είναι ο αντιησυχασμός. Ο αντιησυχαστικός λίβας που πνέει και καίει τα πάντα, κυριαρχεί παντού και είναι η κυρία αιτία της ανωμαλίας. Γι’ αυτό στην συνέχεια θα αναπτύξουμε την ησυχία ως μέθοδο θεραπείας της ψυχής και τον αντιησυχασμό ως αιτία της ψυχικής και σωματικής ασθενείας.
1. Ησυχία
Πριν δώσουμε ορισμό της ησυχίας, ας δούμε την μεγάλη αξία της για την θεραπεία της ψυχής.
Οι άγιοι Πατέρες, που έχουν βιώσει σε όλο το πλάτος την Ορθόδοξη Παράδοση, έχουν τονίσει την μεγάλη σπουδαιότητα της ορθοδόξου ησυχίας. Ο άγιος Γρηγόριος ο Θεολόγος, στον οποίο η Εκκλησία δεν έδωσε τυχαία την επωνυμία του Θεολόγου, την θεωρεί απαραίτητη για να φθάση κανείς στην κοινωνία με τον Θεό. Γι’ αυτό «χρη και ησυχάζειν, ώστε αθολώτως προσομιλείν τω Θεώ και μικρόν απανάγειν τον νουν από των πλανωμένων»[1]. Με την ησυχία ο άνθρωπος καθαρίζει τις αισθήσεις του και την καρδιά του και έτσι γνωρίζει τον Θεό. Και αυτή η γνώση του Θεού συνιστά την σωτηρία του.
Μέσα σ’ αυτήν την γραμμή εντεταγμένος οργανικά και ο όσιος Θαλάσσιος, συνιστά επιγραμματικά: «Ησυχία και προσευχή, μέγιστα όπλα αρετής. Αύται γαρ τον νουν καθαίρουσαι, διορατικόν απεργάζονται»[2]. Με την ησυχία ο νους του ανθρώπου καθαρίζεται και γίνεται όργανο δεκτικό της θεωρίας του Θεού. Βέβαια, όπως γνωρίζουμε, κατά την πατερική διδασκαλία, άλλο είναι ο νους και άλλο η λογική. Ο νους καλυπτόμενος από τα πάθη παύει να είναι θεωρός των μυστηρίων του Θεού (είναι νεκρός), ενώ απαλλασσόμενος από τα πάθη γίνεται διορατικός και βλέπει τον Θεό ως Φως, και αυτό είναι η ζωή του ανθρώπου. Και, όπως έχουμε γράψει, αυτή η κάθαρση του νου επιτυγχάνεται με την ησυχία.
Είναι γνωστό σε όσους καταγίνονται με την μελέτη των πατερικών έργων και σε όσους προσπαθούν να βιώσουν αυτήν την ησυχία ότι διακρίνεται σε σωματική και ψυχική. Η σωματική αναφέρεται  σε εξωτερικά θέματα, ενώ η ψυχική σε εσωτερικά. Η σωματική ησυχία είναι συνήθως ο ησυχαστικός τόπος και η προσπάθεια να μειώση ο άνθρωπος, κατά το δυνατόν, τις εξωτερικές παραστάσεις, τις εικόνες που δέχονται και προσφέρουν στην ψυχή οι αισθήσεις, ενώ η ψυχική ησυχία έγκειται στο να αποκτήση ο νους την ικανότητα και την δυνατότητα να μη δέχεται καμμιά πειρασμική περιπλάνηση. Σ’ αυτήν την κατάσταση ο νους του ανθρώπου, διακατεχόμενος από  την  νήψη και την κατάνυξη, είναι στραμμένος μέσα στην καρδιά, ο νους (η ενέργεια) συνελλίσσεται στον χώρο της καρδιάς (ουσία), ενώνεται μαζί με αυτήν και έτσι αποκτά μερική ή περισσότερη γνώση του Θεού.
Η σωματική ησυχία είναι ο περιορισμός του σώματος. «Αρχή της ησυχίας (είναι) η σχολή»[3]. Ο άνθρωπος σχολάζει από κάθε έργο. Συνέπεια αυτής της «σχολής» είναι «η φωτιστική δύναμις και θεωρία∙ και τέλος η έκστασις και η αρπαγή του νοός προς Θεόν»[4]. Ο άγιος Ιωάννης της Κλίμακος, αναφερόμενος σ’ αυτήν την εξωτερική – σωματική ησυχία, γράφει: «ο αγαπήσας ησυχίαν, απέκλεισε στόμα»[5].
Δεν είναι όμως μόνον οι λεγόμενοι νηπτικού Πατέρες που αναφέρονται και περιγράφουν την ιερά ατμόσφαιρα της ησυχίας, αλλά και οι λεγόμενοι κοινωνικοί. Χρησιμοποιώ την λέξη λεγόμενοι γιατί στην Ορθόδοξη Παράδοση δεν υπάρχει διαλεκτική αντίθεση μεταξύ της θεωρίας και της πράξεως, ούτε μεταξύ νηπτικών και κοινωνικών Πατέρων. Οι νηπτικοί είναι κατ’ εξοχήν κοινωνικοί και οι κοινωνικοί είναι αφάνταστα νηπτικοί.
Σαν παράδειγμα στο θέμα της ιεράς ησυχίας θα ήθελα να αναφέρω τον Μ. Βασίλειο. Σε επιστολή στον φίλο του άγιο Γρηγόριο γράφει για την ησυχία σαν αρχή της καθάρσεως της ψυχής, καθώς επίσης και για την ησυχία του σώματος, δηλαδή τον περιορισμό της γλώσσης, της οράσεως, της ακοής και των λόγων. Γράφει χαρακτηριστικά: «Ησυχία ουν αρχή καθάρσεως τη ψυχή, μήτε γλώσσης λαλούσης τα των ανθρώπων, μήτε οφθαλμών ευχροίας σωμάτων και συμμετρίας περισκοπούντων, μήτε ακοής τον τόνον της ψυχής εκλυούσης εν ακροάμασι μελών προς ηδονήν πεποιημένων, μήτε εν ρήμασιν ευτραπέλων και γελοιαστών ανθρώπων, ο μάλιστα λύειν της ψυχής τον τόνον πέφυκεν».
Εδώ εκφράζεται η ιερά κατάσταση της ησυχίας την οποία απολάμβανε εκείνο τον καιρό ο άγιος Πατήρ στην έρημο, όταν προσπαθούσε να αποκτήση την γνώση του Θεού στο πανεπιστήμιο της ερήμου, μετά την διατριβή του σε ανθρώπινες σχολές για την απόκτηση της ανθρωπίνης γνώσεως. Και στην συνέχεια παρουσιάζει ο ιερός Πατήρ, ο Φωστήρ της Καισαρείας, ένα κλασσικό χωρίο που δείχνει ότι είχε άριστες γνώσεις της ησυχαστικής ζωής. Ο νους ο οποίος δεν διασκορπίζεται προς τα έξω και δεν διαχέεται δια των αισθήσεων προς τον κόσμο, επιστρέφει προς τον εαυτό του και δια του εαυτού του ανέρχεται προς τον Θεό και τότε ελλάμπεται από το άκτιστο Φως της θεότητος. Χαρακτηριστικά γράφει: «Νους μεν γαρ μη σκεδαννύμενος επί τα έξω, μηδέ υπό των αισθητηρίων επί τον κόσμον διαχεόμενος, επάνεισι μεν προς εαυτόν, δι’ εαυτού δε προς την περί Θεού έννοιαν αναβαίνει∙ κακείνω τω κάλλει περιλαμπόμενός τε και ελλαμπόμενος και αυτής της φύσεως λήθην λαμβάνει, μήτε προς τροφής φροντίδα, μήτε προς περιβολαίων μέριμναν την ψυχήν καθελκόμενος, αλλά, σχολήν από των γηΐνων φροντίδων άγων, την πάσαν εαυτού σπουδήν επί την κτήσιν των αιωνίων αγαθών μετατίθησι…»[6].
Η σωματική ησυχία είναι βοηθητική για να φθάση ο άνθρωπος να αποκτήση και την εσωτερική ψυχική ησυχία, την λεγομένη νοερά ησυχία. Φαίνεται από την πατερική διδασκαλία ότι η πρώτη, αν και  μη τελείως αναγκαία, είναι εν τούτοις πολύ απαραίτητη για την κατά Θεόν ζωή. «Ησυχία μεν σώματός εστιν, ηθών, και αισθήσεων επιστήμη, και κατάστασις»[7]. Η σωματική ησυχία είναι κατάσταση σώματος και αισθήσεων. Και σε άλλα σημεία ο άγιος Ιωάννης της Κλίμακος μιλά γι’ αυτήν την ησυχία, μάλιστα έχει υπ’ όψη του «ησυχαστικούς τόπους»[8]
Βέβαια, όπως αναφέραμε προηγουμένως, η έρημος και γενικά η σωματική ησυχία είναι βοηθητική για να φθάση κανείς στην εσωτερική νοερά ησυχία. Οι Πατέρες νοιώθουν την ησυχία «ουχί εις τον εγκλεισμόν, ουδέ εις την φυσικήν αναχώρησιν εις την έρημον, αλλ’ εις την διηνεκή εν τω Θεώ διαμονήν»[9]. Η έρημος, αν και έχη μεγάλη αξία, επειδή βοηθά στον περιορισμό των εικόνων και παραστάσεων που προέρχονται από τον γύρω κόσμο, εν τούτοις δεν απολυτοποιείται. Είναι χαρακτηριστικός στο σημείο αυτό ο Νικήτας ο Στηθάτος. Αναφερόμενος στο ότι η αρετή δεν περιορίζεται σε έναν ορισμένο τόπο και ότι ο σκοπός του ανθρώπου, που είναι «η αποκατάστασις των δυνάμεων της ψυχής» και «η επί το αυτό σύνοδος των γενικών αρετών εις την κατά φύσιν ενέργειαν», δεν συντελούνται από έξω, αλλά «συμπεφύκασιν ημίν εκ δημιουργία», καταλήγει «περιττόν η ερημία, εισερχομένων ημών εις αυτήν (την Βασιλείαν των Ουρανών) και ταύτης χωρίς, δια μετανοίας και πάσης φυλακής των του Θεού εντολών»[10]. Είναι πολύ χαρακτηριστικό ότι ο άγιος Νικήτας, εκφράζοντας την απορία για το λεγόμενο από πολλούς ότι είναι αδύνατον ο άνθρωπος να φθάση στην έξη της αρετής «άνευ αναχωρήσεως μακράς και της εις ερημίαν φυγής», γράφει: «τεθαύμακα, πως το απεριόριστον έδοξεν αυτοίς εν τόπω περιορίζεσθαι»[11].
Πάντως η έρημος και γενικά η σωματική ησυχία βοηθά για την απόκτηση της νοεράς ησυχίας, της οποίας τώρα ερχόμαστε να περιγράψουμε το ιερό περιεχόμενο.
Ο άγιος Ιωάννης της Κλίμακος καθώς γράφει επιγραμματικά και συνεπτυγμένα στο περισπούδαστο έργο του, λέγει για την ησυχία της ψυχής ότι είναι «λογισμών επιστήμη». Ο ησυχαστής με την νήψη ίσταται στην πύλη της καρδίας, ελέγχει τους λογισμούς και ή φονεύει ή αποδιώκει τους ερχομένους λογισμούς: «ησυχία δε ψυχής, λογισμών επιστήμη και ασύλητος έννοια. Ησυχίας φίλος, ανδρείός τις και απότομος λογισμός, εν θύρα καρδίας ανυστάκτως ιστάμενος, και τους προσερχομένους λογισμούς ή κτείνων ή αποσειόμενος»[12].
Ο άγιος Συμεών ο Νέος Θεολόγος, αναφερόμενος στο θέμα της νοεράς ησυχίας και διαγράφοντας την ιερά της ατμόσφαιρα, λέγει: «Ησυχία εστί νοός κατάστασις ανενόχλητος, γαλήνη ελευθέρας και αγαλλιωμένης ψυχής, καρδίας ατάραχος και ακύμαντος βάσις, θεωρία φωτός, γνώσις Θεού μυστηρίων, λόγος σοφίας, άβυσσος νοημάτων Θεού, αρπαγή νοός, ομιλία καθαρά προς Θεόν, ακοίμητος οφθαλμός, προσευχή νοερά, ένωσις μετά Θεού και συνάφεια και τέλος θέωσις και άπονος ανάπαυσις εν μεγάλοις πόνοις ασκήσεως»[13].
Και άλλοι Πατέρες μιλούν γι’ αυτήν την ιερά κατάσταση της ψυχής, αφού άλλωστε η εν Χριστώ ζωή είναι κοινή εμπειρία όλων των αγίων. Κατά τον άγιο Γρηγόριο τον Σιναΐτη «ησυχία γαρ εστιν απόθεσις νοημάτων των ουκ εκ του πνεύματος θειοτέρων, έως καιρού, ίνα μη προσέχων τούτοις ως καλοίς το μείζον απολέσης»[14].
Αυτή η απόθεση των νοημάτων εντάσσεται μέσα στην προσπάθεια να καθαρίση ο άνθρωπος το λογιστικό μέρος της ψυχής. Αγωνίζεται ο αθλητής της πνευματικής ζωής να αποδιώκη τους λογισμούς, οι οποίοι ενσπείρονται από τον πονηρό, με μοναδικό σκοπό να διαλύση την εσωτερική ενότητα των δυνάμεων της ψυχής και να αρρωστήση την καρδιά του ανθρώπου. Είναι γεγονός ότι η Ορθοδοξία είναι μια θεραπευτική επιστήμη. Διαβάζοντας τα έργα των αγίων Πατέρων που αναφέρονται στα θέματα αυτά, βλέπουμε καθαρά ότι ο Χριστιανισμός θεραπεύει την ασθενούσα ψυχή και μέσα στους τρόπους θεραπείας πρωταρχική θέση κατέχει η φυλακή του νοός, η απώθηση των λογισμών και η προσπάθεια να τους φονεύσουμε πριν εισέλθουν στην πύλη της καρδίας.
«Η ησυχία τι εστιν; αλλ’ ή το συστείλαι τινά την καρδίαν αυτού από δόσεως και λήψεως και ανθρωπαρεσκείας, και των λοιπών ενεργειών. Και ότε δε ο Κύριος ήλεξγε τον γραμματέα δια τον εμπεσόντα εις τους ληστάς, και επηρώτησεν αυτόν τις εγένετο πλησίον; λέγει∙ «ο ποιήσας το έλεος μετ’ αυτού». Πάλιν είρηκεν∙ «έλεον θέλω και ου θυσίαν» ∙ ει ουν έχεις άπαξ ότι το έλεος πλείον εστί της θυσίας, εις το έλεος κλίνον την καρδίαν σου∙ και γαρ η πρόφασις της ησυχίας φέρει εις υψηλοφροσύνην, πριν ή ο άνθρωπος κερδάνη εαυτόν, τουτέστιν άμωμος γένηται∙ τότε γαρ ησυχία εστίν∙ ότι εβάστασε τον  σταυρόν. Εάν ουν συμπαθήσης, ευρίσκεις βοήθειαν∙ εάν δε κρατήσης σεαυτόν, ως δήθεν υπεραναβήναι το μέτρον, τούτο μάθε, ότι και ο έχεις απωλέσας∙ μήτε ουν έσω, μήτε έξω∙ αλλά αμέσως πορεύθητι, συνιών τι το θέλημα του Κυρίου, ότι αι ημέραι πονηραί εισίν;»[15].
Το ότι η ησυχία είναι κυρίως και προ παντός φυλακή του νου, φυλακή των λογισμών, φαίνεται και από τον όσιο Θαλάσσιο με την παραγγελία που δίδει: «Ασφάλισαι τας αισθήσεις τω τρόπω της ησυχίας και δίκασον τους λογισμούς εφεστώτας τη καρδία»[16].
Όμως ο άγιος Γρηγόριος ο Παλαμάς είναι κυρίως ο υπέρμαχος της ησυχίας, όπως θα μας δοθή η ευκαιρία να πούμε πιο κάτω. Αυτός έκανε, με την Χάρη του Χριστού, αγώνες για την κατοχύρωση αυτής της μεθόδου καθάρσεως της καρδιάς και των λογισμών, που είναι απαραίτητη προϋπόθεση γνώσεως και κοινωνίας με τον Θεό. Σε λόγο του στα Εισόδια της Υπεραγίας Θεοτόκου ομιλεί για την ησυχαστική ζωή. Είναι χαρακτηριστικό ότι ο αγιορείτης άγιος, μιλώντας από την πείρα του, παρουσιάζει την Παναγία τύπο της νοεράς ησυχίας, αφού μέσα στα άγια των αγίων έφθασε στην κοινωνία με τον Τριαδικό Θεό, δια της ησυχίας. Γράφει ότι δεν μπορούμε να φθάσουμε στον Θεό και κοινωνήσουμε μαζί Του, αν δεν καθαρθούμε και αν δεν καταλείψουμε τα αισθητά και τις αισθήσεις και αν δεν ανεβούμε πάνω από τους λογισμούς και τους συλλογισμούς και την ανθρώπινη γνώση και από όλη την διάνοια. Αυτό ακριβώς έκανε και η Παρθένος. Ζητούσα η Παρθένος αυτήν την κοινωνία με τον Θεό, «την ιεράν ησυχίαν ευρίσκει χειραγωγόν∙ ησυχίαν την νου και κόσμου στάσιν, την λήθην των κάτω, την μύστιν των άνω, την των νοημάτων επί το κρείττον απόθεσιν∙ αύτη πράξις ως αληθώς, επίβασις της ως αληθώς θεωρίας ή θεοπτίας, ειπείν οικειότερον ή μόνη δείγμα της ως αληθώς ευεκτούσης ψυχής». Στην συνέχεια περιγράφει ο άγιος ότι οι αρετές είναι φάρμακα για τις ασθένειες της ψυχής για τα πάθη, αλλά η θεωρία είναι «της υγιαινούσης ο καρπός, οίόν τι τέλος ούσα και είδος θεουργόν». Η ψυχή, με άλλα λόγια, θεραπεύεται δια των αρετών, αλλά θεραπευομένη ενώνεται με τον Θεό δια της θεωρίας, στην οποία οδηγεί η αγωγή της ησυχίας. «Δι’ αυτής (της θεωρίας) θεοποιείται άνθρωπος, ου της από των λόγων ή της των ορωμένων στοχαστικής αναλογίας, αλλά της από της καθ’ ησυχίαν αγωγής»[17].
Με την μέθοδο αυτή της ορθοδόξου ησυχίας και αγωγής θεραπευόμαστε, «απολυόμεθα των κάτω και συννεύομεν προς τον Θεόν» και με διαρκείς δεήσεις και προσευχές «θίγομέν πως της αθίκτου και μακαρίας φύσεως εκείνης. Και ούτως αυτοίς ανακραθέντος απορρήτως υπέρ αίσθησιν και νουν φωτός, εν εαυτοίς ως εν εσόπτρω θεωρούσι τον Θεόν οι την καρδίαν δι’ ιεράς ησυχίας καθαρθέντες»[18].
Τα κύρια χαρακτηριστικά σημεία του λόγου αυτού του αγιορείτου αγίου είναι ότι με την μέθοδο της ορθοδόξου αγωγής, που είναι ουσιαστικά μέθοδος της νοεράς ησυχίας, καθαρίζουμε την καρδιά και τον νου μας και δι’ αυτού του τρόπου ενωνόμαστε με τον Θεό. Αυτή είναι η μόνη μέθοδος προσψαύσεως του Θεού και κοινωνίας μαζί Του.
Οι άγιοι Πατέρες σε μελέτες τους ονομάζουν αυτήν την κατάσταση της ψυχής και Σαββατισμό. Ο νους του ανθρώπου, καθαρθείς με την μέθοδο και αγωγή της ιεράς ησυχίας, σαββατίζει , αναπαύεται εν Θεώ. Ο άγιος Γρηγόριος ο Παλαμάς, μιλώντας για την θεία κατάπαυση, για την κατάπαυση του Θεού, ο Οποίος «κατέπαυσε από πάντων των έργων αυτού», και για την κατάπαυση του Χριστού με την κάθοδο της ψυχής μαζί με την Θεότητα στον Άδη και με την παραμονή του Σώματός Του μετά της Θεότητος στον τάφο, γράφει ότι και εμείς πρέπει να επιδιώκουμε αυτήν την θεία κατάπαυση, να συγκεντρώνουμε δηλαδή τον νου μας με την επίπονη προσοχή και αδιάλειπτη προσευχή. Αυτή η θεία κατάπαυση, ο θείος Σαββατισμός, είναι η νοερά ησυχία. «Αν δε και παντός συλλογισμού, καν αγαθός η, τον σον απαναστήσης νουν και προς εαυτόν επιστρέψης όλον δι’ επιμόνου προσοχής και αδιαλείπτου προσευχής, όντως εισήλθες και αυτός εις την θείαν κατάπαυσιν και της κατά την εβδόμην ευλογίας επέτυχες, αυτός σεαυτόν ορών και δια σαυτού προς θεοπτίαν αναφερόμενος»[19]. Είναι χαρακτηριστικό ότι αυτά τα λέγει ο άγιος σε ομιλία στο ποίμνιο της Επισκοπής του, δηλαδή της Θεσσαλονίκης. Αυτό σημαίνει ότι όλοι, κατά διαφόρους όμως βαθμούς, μπορούν να αποκτήσουν εμπειρίες της θείας καταπαύσεως. Και πιστεύω ότι αυτή είναι η διδασκαλία που χάθηκε στην σημερινή εποχή.

Ἀσθένεια τῆς καρδιᾶς


   Σε όλη την βιβλικοπατερική παράδοση είναι γνωστό ότι η καρδιά του ανθρώπου, όταν παύη να εφαρμόζη το θέλημα του Θεού και πράττη τα θελήματα του διαβόλου, ασθενεί και νεκρούται. Γίνεται λόγος για την ασθένεια, την πώρωση, την ακαθαρσία, την πνευματική νέκρωση της καρδιάς. Στην παράγραφο αυτήν θα δούμε μερικές τέτοιες εκδηλώσεις της ασθενούς καρδίας.

Επισκόπου Ναυπάκτου  π.Ιερόθεου 
            Ο διάβολος εισέρχεται στην καρδιά του ανθρώπου, και την αιχμαλωτίζει. «Και δείπνου γενομένου, του διαβόλου ήδη βεβληκότος εις την καρδίαν Ιούδα Σίμωνος Ισκαριώτου ίνα αυτόν παραδώ» (Ιω. ιγ’, 2). Βέβαια προηγήθηκε πολυχρόνια αιχμαλωσία του νου. Όπως είναι αδύνατον σε έναν σωλήνα να διέλθουν συγχρόνως το ύδωρ και το πυρ, έτσι είναι αδύνατον να εισέλθη η αμαρτία στην καρδιά, «εάν μη κρούση πρότερον εν θύρα καρδίας δια φαντασίας πονηράς προσβολής»[258]. Η φαντασία είναι εκείνη που οδηγεί στην καρδιά την προσβολή του διαβόλου.Στον μεταπτωτικό άνθρωπο η φαντασία, που είναι λεπτοτέρα της διανοίας και παχυτέρα του νου, είναι η αρχή του κακού. Γι’ αυτό συνιστούν οι άγιοι Πατέρες να φυλάττη κανείς την φαντασία του καθαρά ή μάλλον καλύτερα να ζη κατά τέτοιο τρόπο ώστε να μη ενεργοποιήται η φαντασί, να νεκρώση το φανταστικό. Μόνο όταν αυτό νεκρωθή από την μεγάλη μετάνοια και το πολύ πένθος μπορεί να θεολογήση.
  Στα έργα των αγίων Πατέρων γίνεται λόγος για την απώλεια της καρδίας. Αυτό νοείται με την έννοια ότι στην καρδιά δεν ενεργεί η Χάρη του Χριστού, αλλά από κέντρο υπερφυσικό γίνεται κέντρο  παραφυσικό. Η απώλεια της καρδίας είναι απώλεια της σωτηρίας.
Μια από τις ασθένειες της καρδιάς είναι η άγνοια  και η λήθη. Η καρδιά, απωλέσασα την Χάρη του Θεού, έχει μια νέφωση, ένα γνόφο, ένα κάλυμμα. Είναι αυτό που παρατηρείται στους Ιουδαίους και στους αιρετικούς. Διαβάζουν την Γραφή αλλά τους είναι εντελώς ακατανόητη, γιατί η καρδιά είναι κεκαλυμμένη. «… αλλ’ έως σήμερον, ηνίκα αναγινώσκεται Μωϋσής, κάλυμμα επί την καρδίαν αυτών κείται» (Β’ Κορ. γ’, 15). Δια της καρδίας αποκτά κανείς βεβαιότητα του Θεού, στην καρδιά αποκαλύπτεται ο Θεός, λαλεί και ερμηνεύει τον λόγο Του. Όταν αυτή είναι κεκαλυμμένη, τότε ο άνθρωπος βρίσκεται σε σκοτάδι βαθύ. Και μια καρδιά που έχει άγνοια είναι άδης. «Άδης γαρ εστιν άγνοια∙ αμφότερα γαρ εισιν αφάνερα. Απώλεια δε εστι λήθη, διότι εξ υπαρχόντων απώλοντο»[259].
  Ασθένεια της καρδίας είναι η σκληρότης και η πώρωση. Αφού δεν δέχεται την Χάρη του Θεού, που αλλοιώνει τα πάντα, παραμένει σε σκληρότητα. «Σκληροτράχηλοι και απερίτμητοι τη καρδία και τοις ωσίν…» είπε στους Ιουδαίους ο Πρωτομάρτυς Στέφανος (Πράξ. ζ’, 51). Αυτή η σκληρότης είναι εκείνη που θησαυρίζει οργή, ένεκα της οποίας θα καταδικασθή ο άνθρωπος. «Κατά δε την σκληρότητά σου και αμετανόητον καρδίαν θησαυρίζεις σεαυτώ οργήν εν ημέρα οργής και αποκαλύψεως και δικαιοκρισίας του Θεού» (Ρωμ. β’, 5). Οι άνθρωποι θα δικασθούν για την σκληρότητα της καρδιάς. Η σκληρά καρδία είναι σιδηρά πύλη που εισάγει στην πόλη. Κεκλεισμένη η πύλη δεν αφήνει τον άνθρωπο να εισέλθη στην πόλη. Ενώ η καρδία στον τεθλιμμένο και κακοπαθούντα αυτομάτως θα ανοιχθή, όπως έγινε στον Πέτρο[260]. Έχουμε καθήκον να μη δημιουργούμε τις προϋποθέσεις για να σκληρυνθή και πωρωθή η καρδιά. «Μη σκληρύνητε τας καρδίας υμών ως εν τω παραπικρασμώ» (Εβρ. γ’, 8). Η σκληρά καρδία είναι και πεπωρωμένη. Ο Κύριος πολλές φορές συνήντησε τέτοιες πωρωμένες καρδιές. Μετά το θαύμα του πολλαπλασιασμού των πέντε άρτων και την τρικυμία «ην αυτών η καρδία πεπωρωμένη» (Μαρκ. στ’, 52). Σε άλλη συνάφεια ο Κύριος είπε: «έτι πεπωρωμένην έχετε την καρδίαν υμών» (Μαρκ. η’, 17). Έχοντας μπροστά Του ο Κύριος ανθρώπους που Τον παρατηρούσαν αν θα θεραπεύση το Σάββατο, «περιβλεψάμενος αυτούς μετ’ οργής, συλλυπούμενος επί τη πωρώσει της καρδίας αυτών», εθεράπευσε τον έχοντα εξηραμμένην χείρα (Μαρκ. γ’, 5).

Δευτέρα 21 Ιουλίου 2014

Αγίου Ιωάννου του Χρυσοστόμου, ΑΣ ΓΙΝΗ ΤΟ ΣΠΙΤΙ ΣΟΥ ΕΚΚΛΗΣΙΑ

oikogeneia_proseuxi_30220.jpg
ΑΣ ΓΙΝΗ ΤΟ ΣΠΙΤΙ ΣΟΥ ΕΚΚΛΗΣΙΑ
        Αυτό κάνε και συ ο άνδρας όχι μόνον η γυναίκα.  Ας είναι το σπίτι σου Εκκλησία που θα αποτελήται από άνδρες και γυναίκες.  Διότι μη νομίσης ότι επειδή είσαι μόνος εσύ ο άνδρας, ούτε επειδή εσύ η γυναίκα είσαι μόνη, ότι αυτό αποτελεί εμπόδιο˙  διότι λέγει˙  «Όπου είναι συγκεντρωμένοι δύο ή τρεις στο όνομά μου, εκεί ανάμεσά τους βρίσκομαι και εγώ» (Ματθ. 18,20). Όπου βρίσκεται ο Χριστός, εκεί υπάρχει μεγάλο πλήθος˙  όπου βρίσκεται ο Χριστός, υποχρεωτικά εκεί βρίσκονται και άγγελοι και αρχάγγελοι και οι άλλες δυνάμεις.

        Επομένως δεν είστε μόνοι, αφού έχετε τον Κύριο των πάντων.  Και πάλι άκουσε τον Προφήτη που λέγει˙  «Είναι προτιμότερος ένας που εκτελεί το θέλημα του Κυρίου, παρά αμέτρητοι παράνομοι» (Σοφ. Σειρ. 16,3-4). Τίποτε πιο αδύνατο δεν υπάρχει από πολλούς παράνομους, ούτε πιο ισχυρό από τον ένα που ζει σύμφωνα με τον νόμο του Θεού.
Η ΠΡΟΣΕΥΧΗ  Τα νεύρα της ψυχής.
Χρυσοστομικός Άμβων Ε΄
ΕΚΔΟΣΙΣ:  Συνοδία Σπυρίδωνος Ιερομονάχου.
Νέα Σκήτη Αγ. Όρους
ΨΗΦΙΟΠΟΙΗΣΗ ΚΑΤΑΝΥΞΙΣ ΙΣΤΟΛΟΓΙΟ

Πέμπτη 10 Ιουλίου 2014

Οι δυνατότητες του έρωτα.

του Νικήτα Καυκιού

Ο άνθρωπος διαβάζει, ερευνά, καπνίζει, εργάζεται, ταξιδεύει, δημιουργεί τέχνη, παίρνει ναρκωτικά, κάνει πολιτική και κοινωφελή έργα προκειμένου να ξεπεράσει την οδύνη της ερημιάς του και να καλύψει το υπαρξιακό κενό και τις αγωνίες του.
Η ερωτική εμπειρία υπόσχεται την λύτρωση. Ο ερωτευμένος αισθάνεται ολοκληρωμένος, πλήρης, φωτισμένος και χαρούμενος. Ελπίζει, πιστεύει, ονειρεύεται, προσδοκά, ανανεώνεται. Γεμίζει από αισθήματα επιτυχίας και εσωτερικής χαράς. Γίνεται παιδί και απολαμβάνει την πραγματικότητα.
Ο έρωτας είναι έκσταση, ένωση, πρόσβαση, γνώση. Είναι δεσμός με αυτό που ονειρευόμαστε ότι μας υπερβαίνει. Είναι πόθος μετοχής στο θαυμαστό.
Σε ανθρώπινο επίπεδο, άκρως ελκυστική και θαυμαστή είναι η ωραιότητα του ανθρώπινου προσώπου. Ο ερωτευμένος ποθεί, ελπίζει και ονειρεύεται την ιδανική σχέση. Η απουσία του αγαπημένου είναι αφόρητα βασανιστική. Η συμβίωση όμως μαζί του έχει συνήθως τραγική κατάληξη. Όταν το όνειρο γίνει πραγματικότητα και το φαντασιακό συναντήσει τη διάσταση του πραγματικού, ο έρωτας χάνει τη δύναμή του. Η προσγείωση είναι σκληρή.
Η συνεχής τριβή με τον σύντροφο πυροδοτεί συγκρούσεις. Ο άλλος γίνεται τόσο πιο ανυπόφορος όσο περισσότερο αγαπήθηκε. Επειδή τον είχαμε ερωτευθεί, τον είχαμε αποσυνδέσει από την πραγματικότητα και εξιδανικεύσει. Καταλαβαίνουμε όμως ότι κάναμε λάθος. Δεν είναι ο άνθρωπος που περιμέναμε. Πέσαμε έξω. Έχει πολλά ελαττώματα. Η ζωή κοντά του δεν είναι όνειρο, αλλά βάσανο. Είναι σκληρός, αδιάφορος, επιθετικός, κουραστικός. Έχει αλλάξει. Δεν μπορούμε να εξηγήσουμε αυτή την αλλαγή. Αισθανόμαστε το ίδιο μόνοι, ακάλυπτοι, κενοί, όπως νιώθαμε πριν τον γνωρίσουμε. Απογοητευμένοι στρέφουμε τα μάτια της καρδιάς αλλού.
Έτσι πέφτουμε στον φαύλο κύκλο της ερωτικής αναζήτησης. Προσδοκία-φαντασίωση, πραγμάτωση-απογοήτευση.
Η δυνατότητα του έρωτα καταξιώνεται, βρίσκει το αληθινό της νόημα και λυτρώνει τον άνθρωπο όταν αναφέρεται στον Θεό. Η ουσιαστική, βαθιά, σχέση με το θεό καλλιεργείται ως μυστήριο ερωτικό. Αγαπούμε τον Θεό με όλη μας την καρδιά, την ψυχή και τη διάνοια. Γινόμαστε ολοκληρωτικά δικοί Του. Μέσα από μία τέτοια εμπειρία αγάπης, αφιερώνουμε ολόκληρο το είναι μας στον Θεό. Τα φτιάχνουμε μαζί Του και δεν τα χαλάμε ποτέ εις τους αιώνες των αιώνων. Ο δεσμός μας μαζί Του υπερβαίνει το χρόνο και το θάνατο.
Ο Θεός είναι ο εραστής της αιωνιότητας. Είναι η αληθινή ζωή που νικά το θάνατο. Προσφέρεται ολόκληρος σ’ εμάς. Σταυρώνεται και σφαγιάζεται χάριν της αγάπης.
Εάν έχουμε καλή προαίρεση για να Τον γνωρίσουμε Αυτός θα φροντίσει να μας φέρει κοντά του. Η άπειρη αγάπη Του θα γίνει θερμή, μητρική αγκαλιά που θα μας προστατέψει και θα μας οδηγήσει αβίαστα κοντά του. Το να ποθούμε να γνωρίσουμε το Θεό είναι αρκετό για να αρχίσει να αλλάζει η ζωή μας. Είναι αρκετό για να γίνουμε κατάλληλοι δέκτες της αγαπητικής Του χάρης.
Η δική του τέλεια αγάπη
πολιορκεί μεθοδικά και δυναμικά τη ζωή μας για να την κατακτήσει.
Ο δικός Του έρωτας γίνεται
φωτιά σωτηρίας για την ύπαρξή μας.
Η άπειρη δύναμη της αγάπης Του
συντρίβει όλες τις άμυνες, του φόβους και τις αναστολές μας και
μας κυριεύει.
Αυτός είναι ο Κύριός μας, ο αγαπημένος.
Αυτός είναι
η ζωή μας
η καρδιά μας
η αναπνοή μας
το είναι μας.
Αυτόν μόνο έχουμε και αυτός μας έχει ολοκληρωτικά.
Αυτόν μόνο θέλουμε,
σ’ Αυτόν πιστεύουμε,
σ’ αυτόν ελπίζουμε,
σ’ αυτόν ζούμε.
Αυτός μας γεμίζει με τη δική Του χάρη,
τη δική του χαρά.
Την αιώνια χαρά της συμμετοχής στην
άπειρη δόξα Του.
Γινόμαστε
λαμπροί μέτοχοι της εορτής των ουρανών.
Και μέσα από αυτή την εμπειρία
έτοιμοι ν’ αγαπήσουμε τους ανθρώπους.
Πάνω στο θεμέλιο του Χριστού.
Πάνω σ’ αυτήν την βάση,
κάτω απ’ αυτόν τον ορίζοντα,
μέσα σ’ Αυτόν τον Θεό της αγάπης,
μπορούμε να αγαπήσουμε αληθινά
Δίνοντας στους άλλους αγάπη.
Εκείνη την αγάπη
που έχουμε γευθεί ως δώρο από τον Θεό της Αγάπης.
Τον εσταυρωμένο.

Τετάρτη 9 Ιουλίου 2014

O φωτισμένος ασκητής Μακάριος

O φωτισμένος ασκητής Μακάριος

Τι είπε στον Καζαντζάκη ;

Νίκος Καζαντάκης: Βαριά η ζωή σου, γέροντά μου· θέλω κι εγώ να σωθώ, δεν υπάρχει άλλος δρόμος;
— Πιο βολικός; έκαμε ο ασκητής και χαμογέλασε με συμπόνια.
— Πιο ανθρώπινος, γέροντά μου.
— Ένας μονάχα δρόμος.
— Πώς τον λέν;
— Ανήφορο· ν’ ανεβαίνεις ένα σκαλί· από το χορτασμό στην πείνα, από τον ξεδιψασμό στη δίψα, από τη χαρά στον πόνο· στην κορφή της πείνας, της δίψας, του πόνου κάθεται ο Θεός. Στην κορφή της καλοπέρασης κάθεται ο Διάβολος· διάλεξε.
— Είμαι ακόμα νέος· καλή ‘ναι η γής, έχω καιρό να διαλέξω.
Άπλωσε ο ασκητής τα πέντε, κόκαλα του χεριού του, άγγιξε το γόνατό μου, με σκούντηξε:
— Ξύπνα, παιδί μου, ξύπνα, πριν σε ξυπνήσει ο Χάρος.
Ανατρίχιασα.
Από την «Αναφορά στον Γκρέκο», εκδ. Ελένη Καζαντζάκη, 1964

«Ο ΧΡΙΣΤΟΣ ΕΙΝΑΙ ΤΟ ΠΑΝ»





ΠΟΛΛΟΙ καλοπροαίρετοι χριστιανοί, ζώντας ἀνάμεσα σέ ἀνθρώπους, πού ἀγνοοῦν τό Χριστό ἤ Τόν ἀρνοῦνται συνειδητά και μέ φανατισμό, προβληματίζονται καί θέλουν νά βροῦν κάποιον νά τούς στηρίξει καί νά τούς προφυλάξει ἀπό διάφορους πνευματικούς κινδύνους, πού καθημερινά ἀντιμετωπίζουν. Μέ ἐνδιαφέρον θέλουν νά πληροφορηθοῦν τόν τρόπο μέ τόν ὁποῖο βίωναν τόν Χριστό οἱ Ἅγιοι, γιατί σ᾽ αὐτούς ἔχουν μεγάλη ἐμπιστοσύνη.
Ὁ Γέροντας Πορφύριος ἔλεγε ὅτι «ζωή χωρίς Χριστό, δέν εἶναι ζωή. Πάει τέλειωσε. Ἄν δέν βλέπεις τό Χριστό σέ ὅλα σου τά ἔργα καί τίς σκέψεις, εἶσαι χωρίς Χριστό». Αὐτό ἦταν τό βίωμα τοῦ ἁγίου Γέροντα. Ὅ,τι εἶχε τό στήριζε στόν Χριστό. Οἱ σκέψεις του ἦταν τοῦ Χριστοῦ. Οἱ ἐπιθυμίες του ἐπίσης. Τά ἔργα του, μικρά καί μεγάλα, ἦταν τοῦ Χριστοῦ. Δηλαδή, ὅλα ἦταν σύμφωνα μέ τό θέλημα καί τή διδασκαλία τοῦ Χριστοῦ. Αὐτή ἡ πλήρης ἀφοσίωση στόν Χριστό λείπει ἀπό τούς σημερινούς χριστιανούς. Θά ἔλεγα καί ἀπό τούς περισσότερους κληρικούς καί μοναχούς. Μέ τά λόγια τους εἶναι κοντά στό Χριστό καί μέ τά ἔργα τους πολύ μακριά του.
Γι᾽ αὐτό καί δέν μποροῦν νά κατανοήσουν τούς βιωματικούς λόγους τῶν Γερόντων, οἱ ὁποῖοι διαφέρουν πολύ ἀπό τά εὔκολα κηρύγματα καί τίς συνήθεις ἠθικολογίες. Καί τό ἀποτέλεσμα εἶναι νά ὑποφέρουν ὅπως οἱ ἄπιστοι καί οἱ ἄθεοι. Ὡστόσο, ὁ Γέροντας Πορφύριος ἤθελε οἱ πιστοί νά ἔχουν ζωντανή σχέση μέ τόν Χριστό, γιατί εἶναι ἡ πηγή τῆς εὐτυχίας καί ὄχι δυστυχίας. Εἶναι ἀξιοπρόσεκτος ὁ λόγος του καί πολύ διαφωτιστικός:
«Ὁ Χριστός εἶναι φίλος μας, εἶναι ἀδελφός μας, εἶναι ὅ,τι καλό καί ὡραῖο. Εἶναι τό πᾶν. Ὁ Χριστός δέν ἔχει κατήφεια, οὔτε μελαγχολία, οὔτε ἐνδοστρέφεια. Ἐνῶ ὁ ἄνθρωπος βασανίζεται ἀπό διάφορους λογισμούς καί ἀπό καταστάσεις, πού κατά καιρούς τόν πίεσαν καί τόν τραυμάτισαν. Ὁ Χριστός εἶναι ἡ χαρά, εἶναι ἡ ζωή, εἶναι τό φῶς, τό φῶς τό ἀληθινό, πού κάνει τόν ἄνθρωπο νά χαίρεται, νά πετάει, νά τά βλέπει ὅλα, νά τούς βλέπει ὅλους, νά πονάει γιά ὅλους, νά τούς θέλει ὅλους μαζί Του, κοντά Του».
Ὅμως, γιατί δέν συμβαίνει αὐτό; Ποιό ἐμπόδιο τελικά ὑπάρχει, πού δέν μποροῦν νά ὑπερβοῦν οἱ ἄνθρωποι; Ἀφοῦ πιστεύουν καί ἔχουν ἀγαθή προαίρεση, γιατί βασανίζονται ἀπό τούς κακούς λογισμούς, τή μελαγχολία καί τίς θλίψεις. Γιατί ἡ χαρά τοῦ Χριστοῦ δέν γίνεται δική τους χαρά, γιατί τό φῶς τοῦ Χριστοῦ δέν γίνεται καί δικό τους; Στά ἐρωτήματα αὐτά ὑπάρχει μία ἀπάντηση: Οἱ ἄνθρωποι δέν ἀνταποκρίνονται στά μηνύματα, πού τούς στέλνει ὁ Χριστός, γιατί εἶναι πνιγμένοι στίς ἀτέλειωτες βιοτικές μέριμνες καί δέν ἔχουν αὐξημένο πνευματικό ἐνδιαφέρον. Εἶναι χαρακτηριστικά τά ὅσα ἔλεγε γιά τό θέμα αὐτό ὁ Γέροντας τῆς Πάτμου Ἀμφιλόχιος: «Πολλές φορές ἔρχεται ὁ Χριστός καί σοῦ χτυπᾶ. Τόν βάζεις νά καθίσει στό σαλόνι τῆς ψυχῆς σου καί σύ ἀπορροφημένος ἀπό τίς ἀσχολίες σου ξεχνᾶς τό μεγάλο ἐπισκέπτη. Ἐκεῖνος περιμένει νά ἐμφανιστεῖς, περιμένει καί ὅταν πλέον ἀργήσεις πολύ, σηκώνεται καί φεύγει. Ἄλλη φορά πάλι εἶσαι τόσο ἀπασχολημένος, πού τοῦ ἀπαντᾶς ἀπό τό παράθυρο. Δέν ἔχεις καιρό οὔτε νά τοῦ ἀνοίξεις».
Οἱ βιοτικές μέριμνες ὁδηγοῦν στή ραθυμία καί στή μείωση τοῦ ἐνδιαφέροντος γιά τήν πνευματική ζωή. Ξοδεύεται ὅλος ὁ χρόνος σ᾽ αὐτές καί σταδιακά λησμονεῖται ὁ σκοπός τῆς ζωῆς.
Ὅταν δέ ὑπάρχει καί τό πάθος τῆς πλεονεξίας, δέν μπορεῖ νά ἐλπίζει κανείς ὅτι οἱ ἄνθρωποι μποροῦν νά ἀνανήψουν καί νά ἀφοσιωθοῦν στόν Χριστό. Πάντα χρειάζεται τό μέτρο στίς δραστηριότητες, γιά νά ὑπάρχει χρόνος καί γιά τή σωτηρία τῆς ψυχῆς.

Ορθόδοξος Τύπος, 6 /09/2013

Πότε υπακούουμε στον επίσκοπο, Επισκόπου Αυγουστίνου Καντιώτου [mp3]


Ο Επίσκοπος πρέπει να υπακούη στο Ευαγγέλιο. Δι’ αυτό όταν χειροτονείται ο Επίσκοπος χειροτονείται κάτω από το Ευαγγέλιο και αυτό σημαίνει, όπως λέγουν οι Πατέρες, ότι ο λαός θα υπακούη εις τον Επίσκοπον υπό ένα όρο, ότι και ο Επίσκοπος θα υπακούη στο Ευαγγέλιο. Όταν όμως ο Επίσκοπος δεν υπακούη στο Ευαγγέλιο και δεν πράττη σύμφωνα με τους Ιερούς κανό­νας, τότε οι κληρικοί και ο λαός δεν είναι υποχρεωμένοι να υπακούουν στον Επίσκοπο. Στην περίπτωσι αντιφάσεως μεταξύ Ευαγγελίου και διδασκαλίας του Επισκό­που, οπότε δημιουργείται δίλημμα, είναι προτιμότερον να εφαρμόζεται το «πειθαρχείν δει Θεώ μάλλον ή ανθρώποις» (Πράξ. ε’ 29). Και τότε ηρωϊκοί κληρικοί και μο­ναχοί, ακόμη και απλοί λαϊκοί, εις περιπτώσεις που σι­γούν οι Επίσκοποι, σιγούν οι άμβωνες, τότε κάθε κληρι­κός και λαϊκός έχει το δικαίωμα και είναι υποχρεωμένος να είπη εκείνα τα όποια δεν τολμάει να είπη ο Επίσκο­πος είτε εκ δειλίας είτε υπό κοσμικού πνεύματος διαπνε­όμενος ή και εκ κακής αντιλήψεως. Και οσάκις εσίγησαν οι επίσημοι άμβωνες, τότε προέβαλαν την Ορθοδο­ξία απλοί και ταπεινοί μοναχοί και λαός, γυναίκες και άνδρες. Ας μη λησμονούμε δε, ότι ή Ρουμανία απηλλάγη από τον Τσαουσέσκου με την συνδρομή ενός αφανούς κληρικού ο όποιος άναψε την θρυαλλίδα της ελευθερίας και εσάρωσε το δικτατορικό και τυραννικό καθε­στώς του Τσαουσέσκου. Συνεπώς, ο κάθε κληρικός δεν είναι δούλος τού προϊσταμένου του Μητροπολίτου, άλλ’ οφείλει να υπακούη εις τον Επίσκοπον υπό τον όρον ό­τι ο Επίσκοπος θα είνε πρωτοπόρος στους ιερούς αγώνας.

Ημερολογιακό σχίσμα στην Ελλάδα : συγκλονιστικές λεπτομέρειες από έναν άγιο!

Ο γέρων Φιλόθεος Ζερβάκος , πνευματικός υιός του αγίου Νεκταρίου είναι άγιος πέραν πάσης αμφιβολίας στη συνείδηση του πληρώματος τής εκκλησίας... Δεν διακηρύχθηκε όμως άγιος επισήμως , γιατί έλεγε πράγματα άβολα για το Οικουμενικό Πατριαρχείο...
Εν  Πάρω 16-8-1979

Αγαπητέ μοι εν Κυρίω π.Θεόκλητε

Έλαβον την επιστολήν σας προ δύο μηνών.Οσάκις ελάμβανα την γραφίδα
 να σάς γράψω, ήρχοντο  καθ΄ομάδας φιλόχριστοι ομογενείς ορθόδοξοι εκ των περάτων  της γης προς εξομολόγησιν και επειδή εβιάζοντο να επιστρέψουν εις τας εστίας τους, δεν ηδυνήθην να σας γράψω.
Σήμερον  εύρον ολίγην ευκαιρίαν και σάς απαντώ.
Ο αρχιεπίσκοπος Χρυσόστομος Παπαδόπουλος , του οποίου μοί γράφετε ότι ανατυπώνετε το βιβλίον του  «Ημερολογιακών κατηγοριών έλεγχος» (υποστηρίζει εις αυτό) ότι η διόρθωσις
του ημερολογίου δεν ήτο έργον ιδικόν του (εφ όσον δήθεν) εγένετο ομοφωνω γνώμη της ιεραρχίας,
αλλά και αποδεικνύει ότι ο παλαιοημερολογιτισμός είναι μια καθαρά πλάνη.

Η καθαρά αλήθεια είναι ότι ο Παπαδόπουλος εις επιτροπήν τινά, ήτις συνήλθε κατά το έτος 1923 δια
την διόρθωσιν του παλαιού ημερολογίου και διευθυντής της Rιζαρείου Σχολής  τυγχάνων, εξέφρασε την γνώμην του, ότι επ΄ουδενί λόγω επιτρέπεται η διόρθωσις του Παλαιού ημερολογίου  και η εισαγωγή του Νέου ημερολογίου εις την Εκκλησίαν,διότι θα κηρυχθή υπό των άλλων ομοδόξων και ορθοδόξων εκκλησιών ως σχισματική.

Την συνετήν, λογικήν και φρονίμην γνώμην του εδέχθησαν πάντα τα μέλη της επιτροπής και ωρίσθη
υπό της Ιεράς Συνόδου, όπως η Πολιτεία δια τα μετά των ευρωπαϊκών και λοιπών εθνών συναλλαγάς
και το εμπόριον ακολουθή το Νέον Ημερολόγιον, η δε Εκκλησία δια τας εορτάς το παλαιόν  και ούτω επι τινα καιρόν επεκράτει ειρήνη και εις την πατρίδα και εις την Εκκλησίαν.
Αλλ΄ότε μετά πάροδον ολίγων μηνών, ψήφω ουχί Θεού και λαού, αλλά ψήφω της τότε επαναστατικής Κυβερνήσεως  Πλαστήρα -Γονατά ανέβη (ο Χρυσόστομος Παπαδόπουλος)  εις το αρχιερατικόν θρόνον Αθηνών,  εισήγαγε το παπικόν ημερολόγιον τη διαταγή της κυβερνήσεως και τη συμβουλή του τότε Οικουμενικού Πατριάρχου Μελετίου Μεταξάκη, αρχιμασσώνου, καινοτόμου, νεωτεριστού, φέροντος τον ανώτατον 33ον βαθμόν της μασσωνίας και φρόνημα στερεόν έχοντος το «έντεινε,κατευοδού, βασίλευε και διάιρει» .

Κατ΄αρχάς της εισαγωγής του αντικανονικώς, παρανόμως και απερισκέπτως (επιβληθέντος) Νέου Ημερολογίου εις την Εκκλησίαν δεν συνεφώνησαν, ως λέγει ο (αρχιεπίσκοπος Χρυσόστομος)
Παπαδόπουλος, πάντες οι αρχιερείς, αντέστησαν οκτώ Αρχιερείς, αλλά φοβηθέντες μήπως χάσουν τους θρόνους των υπεχώρησαν, τινές δε υπεχώρησαν δια τας ακρότητας  και τον φανατισμόν και τον αδιάκριτον ζήλον  τινών παλαιοημερολογιτών αγιορειτών, οι οποίοι εξετράπησαν  της ευθείας οδού,υπέπεσαν εις αιρέσεις, αναβαπτισμούς, αναμυρώσεις,κηρύττοντες και φρονούντες ότι τα μυστήρια άνευ του παλαιού ημερολογίου είναι άκυρα και ουχ υπάρχει σωτήρία εκτός του παλαιού ημερολογίου.

Επομένως το να λέγη ο Παπαδόπουλος ότι δεν ήτο έργον ιδικόν του και ότι εγένετο ομοφώνω γνώμη της Ιεραρχίας  η εισαγωγή του Νέου Ημερολογίου, εφ΄όσον αυτός ο ίδιος το εισήγαγε, κατόπιν διαταγής της κυβερνήσεως,  δεν λέγει την καθαράν αλήθειαν.

  Ότε δε η επαναστατική κυβέρνησις παρητήθη και εγένοντο εκλογαί προς ανάδειξιν νέας κυβερνήσεως, ο Π.Τσαλδάρης , αρχηγός του Λαϊκού κόμματος εζήτησε  από τους παλαιοημερολογίτας να τον ψηφίσουν και ως ανταπόδωμα της ψήφου των θα επανέφερεν  εις την Εκκλησίαν το παλαιόν ημερολόγιον.

  Μόλις ανέλαβε την εξουσίαν ο Π.Τσαλδάρης λαβόντες θάρρος τινές των φανατικών παλαιοημερολογιτών και  πιστεύσαντες εις τας υποσχέσεις του , ότι θα επανέφερε το παλαιόν ημερολόγιον, έγραψαν απειλητικάς επιστολάς  τω Χρυσοστόμω Παπαδοπούλω , ότι θα τον θανατώσουν εάν δεν επαναφέρη αμέσως το παλαιόν ημερολόγιον.
Τας επιστολάς ταύτας μοί υπέδειξεν πρωίαν τινα , ότε τον επεσκέφθην.

Και συγκεκινημένος και κατετρομαγμένος μοί είπεν, μόλις με είδε «Να με σώσης! Συ θα με σώσης»
«Τι τρέχει μακαριώτατε» ,τω είπον.
«Να» μού δείχνει κρατών μερικάς επιστολάς, «μού γράφουν οι παλαιοημερολογίται ότι θα με φονεύσουν»

Τότε ενεθυμήθην ότι τω είχον γράψει δύο επιστολάς , μίαν πρίν να εισαγάγη το νέον παπικόν ημερολόγιον  εις την ορθοδοξον ελλαδικήν εκκλησίαν, να μη τολμήση και το εισαγάγει
και διαιρέσει την εκκλησίαν είς δύο διαμαχόμενα στρατόπεδα, να φροντίση μετά των άλλων αρχιερέων ως καλοί ποιμένες, να ειρηνεύσουν, να ενώσουν την πολιτείαν, η οποία είναι διηρημένη εις δύο κόμματα, Βασιλικούς και Βενιζελικούς, και να επιμένη εις την πρώτην του γνώμην, την οποίαν επήνεσαν  και ησπάσθησαν πάντα τα μέλη τςη επιτροπής της περί διρθώσεως του Παλαιού Ημερολογίου το οποίον επί 1600 έτη σχεδόν ηκολούθει η Ορθόδοξος Εκκλησία και ουδεμίαν βλάβην έπαθε.

Την δευτέραν επσιτολήν των έγραψα κατο΄πιν της εισαγωγής του νέου ημερολογίου και τον
παρεκάλουν να επαναφέρη το Παλαιόν Εορτολόγιον το οποίον οι 318 Θεοφόροι Άαγιοι Πατέρες, οι συγκροτήσαντες την πρώτην ,  Μεγάλην,Αγίαν Οικουμενικήν Σύνοδον εθέσπισαν να μένη αιώνιον και ασάλευτον, πασαι  δε οι Επτά Οικουμενικαι, ως και αι τοπικαι συνοδοι εκύρωσαν και εφύλαξαν.
«Πρόσεχε» τω έγραφον ,«Μακαριώτατε,να το επαναφέρετε, διότι παρανόμως ,αντικανονικώς,
και απερισκέπτως εισήχθη και διά τούτο ήρχισαν οι καρποί αυτού.Ο γαρ καρπός του Αγίου Πνεύματος, λέγει ο απόστολος Πάυλος, το στόμα του Χριστού, εστίν αγάπη,χαρά,ειρήνη,μακροθυμία,χρηστότης.,αγαθωσύνη,πίστις,πραότης,εγκράτεια.
Ο δε καρπός του παπικού ημερολογίους εστί φθόνος,λύπη
θυμός,ύβρεις,διάιρεσις κλπ.
Σπεύσατε,  Μακαριώτατε, να το επαναφέρετε διότι θα έλθει ώρα και θα κτυπήσετε την κεφαλήν σας»

«Ενθυμηθήτε  Μακαριώτατε όταν σας έγραφα την επιστολήν εκείνην,
σας είπον ότι θα κτυπήσετε μόνος σας την κεφαλήν σας!»

Και τότε ήρχισε με τας δύο του χείρας να κτυπά την κεφαλήν του και να λέγη:
«Να μη το΄σωνα,Να μη το΄σωνα !».

Ελυπήθην εκείνην την στιγμήν κατάκαρδα και του λέγω :
«Μη λυπήσθε Μακαριώτατε,θα διορθωθή η κατάστασις.
«Τι θέλεις από εμέ τον ελάχιστον; Εις τι δύναμαι να σάς βοηθήσω; »
«Πήγαινε»,μοι λέγει, « εις τον πρόεδρον των παλαιοημερολογιτών και ειπέ αυτώτον παρακαλώ να υπάγη εις τον  κ.Πρωθυπουργόν να τού ειπή να με διατάξη και αύριον να εισαγάγω εις την Εκκλησίαν το Παλαιόν Ημερολόγιον.»
«Μακαριώτατε »,τω λέγω , «η Εκκλησία πρέπει να δίδη διαταγάς εις τους της Πολιτείας αρχηγούς,όχι να λαμβάνη, διότι πολλοί εξ΄αυτών είναι μασσώνοι,άθεοι,άπιστοι»
Μοί απήντησεν: «Επειδή η τότε επααστατική κυβέρνησις με διέταξε,πάλι η Κυβέρνησις πρέπει να με διατάξη»


«Μένε ,Μακαριώτατε, ήσυχος», τω λέγω «και θα σου φέρω απάντησιν»
Ως να είχον πτερά,επέταξα,διότι ενόμισα ότι επέστη η κατάλληλος ώρα να επέλθη
η ποθητή ειρήνη εις την Εκκλησίαν.
Έσπευσα,εύρον τον πρόεδρον των παλαιοημερολογιτών κ.Δημητρακόπουλον, με τον αντιπρόεδρον
κ.Ευστρατιάδην, διευθυντήν της εφημερίδος «Σκριπ», εις τον πρόεδρον της Βουλής κ.Πετρακάκον
και χαιρετίσας αυτούς τους είπον:
«Έρχομαι εκ μέρους του αρχιεπισκόπου Αθηνών Χρυσοστόμου Παπαδοπούλου,κομίζων χαράς Ευαγγέλια.
Μοί είπεν,Σας παρακαλεί,να παρακαλέσετε τον κ.Πρωθυπουργόν να τον διατάξη να εισαγάγη εις την Εκκλησίαν το Παλαιόν Ημερολόγιον  και ευχαρίστως από αύριον θα το εισαγάγη.
Ιδού λοιπόν καιρός ευπρόσδεκτος, ιδού καιρός γαλήνης,ειρήνης,ομονοίας και ενώσεως εις την διηρημένην Εκκλησίαν.»

Ο κ.Πετρακάκος πριν να σχηματισθή Κυβέρνησις υπό την προεδρίαν του Π.Τσαλδάρη, ο οποίος είχεν υποσχεθή εις τους Παλαιοημερολογίτας πως εάν τον εψήφιζαν, θα επανέφερε το Παλαιόν Ημερολόγιον, ήτο μέγας υπερασπιστής του  Παλαιού Ημερολογίου,έγραφε άρθρα και εδημοσίευεν εις εφημερίδας ,ότι  το Οικουμενικόν Πατριαρχείον και η Εκκλησία της Ελλάδος να κηρυχθούν σχισματικαί, διότι παρεδέχοντο  ότι ο Κύριος ημών Ιησούς Χριστός, εγεννήθη,περιετμήθη,εβαπτίσθη, και μετεμορφώθη με το ΝέονΗμερολόγιον,  εσταυρώθη δε,ετάφη ,ανέστη και ανελήφθη με το Παλαιόν.
Πρέπει,εδημοσίευε, να αρθή εκ της βουλγαρικής εκκλησίας το σχίσμα που είχε καταδικασθή, ότι έκαμε μόνη της  Πατριαρχείον χωρίς την άδειαν του Οικουμενικού πατριαρχείου,διότι και άλλαι
Ορθόδοξαι Εκκλησίαι Ρωσίας,Ρουμανίας, Σερβίας έκαμαν Πατριάρχας και δεν κατεδικάσθησαν
ως σχισματικαί και ότι ουδεμία των ορθοδόξων Εκκλησιών εδέχθη το παπαικόν ,αιρετικόν Ημερολόγιον  ειμή μόνον το Οικουμενικόν Πατριαρχείον και η Εκκλησία της Ελλάδος.

Ταυτα τα καυτά άρθρα του Πετρακάκου ,ετάραξαν και επτόησαν την Ιερά Σύνοδο της Ελλάδος
 και παρεκάλεσαν τον Πετρακάκον να παυση να γράφη ,διότι υπάρχει κίνδυνος δια την Εκκλησίαν της Ελλάδος να αφορισθή από τας άλλας ορθοδόξους εκκλησίας  και να καταδικασθή ως αιρετική,σχισματική και δια να τον πείσουν να παύση να γράφη ,τον διώρισαν Βασιλικόν Επίτροπον, δικηγόρον της Ιεράς Συνόδου, δικηγόρον των Ιερών Μονών Πεν΄τελης και Πετράκη με παχυλούς μηνιαίους μισθούς, υπερβαίνοντος και τον μηνιαίον μισθόν αυτού του Υπουργού.
Οπότε έπαυσε να γράφη και να είναι πολέμιος του Νέου Ημερολογίου και έγινε
δι αυτά τα αργύρια υπερασπιστής του Παπικού ημερολογίου και πολέμιος του Παλαιού.

Αγνοών ταύτα, τώ είπον, ότι επέστη καιρός να ειρηνεύση, να ενωθή η Εκκλησία  και δια τούτον, όταν τω είπον ότι ο Μακαριώτατος Χρυσόστομος μοί είπεν  ότι όταν τον διατάξη η Κυβέρνησις να επαναφέρη το Παλαιόν Ημερολόγιον αμέσως την επεομένην ημέραν θα επαναφέρη το Παλαιόν Ημερολογιον ,  εταράχθη και μοί είπεν, ότι η κυβέρνησις δεν έχει σκοπόν να δώσει τοιάυτην διαταγή.

Τότε εγερθείς ο αντιπρόεδρος των Παλαιοημερολογιτών Ευστρατιάδης και πλησιάσας αυτόν, τω λέγει μετά θυμού:
«Δεν πταίει ο Μητροπολίτης Παπαδόπουλος.Πταίετε εσείς...
Είσθε ψεύσται,άτιμοι,θεομπαίκται,προδόται.
Και αυτό που σού λέγω να τα ειπής και εις τον πρόεδρον της κυβερνήσεως Τσαλδάρην ..Διότι ενώ μας υπεσχέθη ότι  θα επαναφέρη το πάτριον ημερολόγιον, τώρα αθετείτε τας υποσχέσεις σας, άρα είσθε δόλιοι,ψεύσται,απατεώνες!»

Ιδών ότι ο θυμός και η φιλονικία ηύξαναν και εάν δεν ήτο ο Πρόεδρος των Παλαιοημερολογιτών,
ο οποίος τους συνεβούλευε να παύσουν τας φωνάς και τας ύβρεις και με σύνεσιν
και πραότητα να συζητήσουν, θα ήρχοντο και εις χείρας, επέστρεψα και είπα εις τον Αρχιεπίσκοπον :
«Μακαριώτατε, η Κυβέρνησιςμοι είπεν ο Πρόεδρος της Βουλής, δεν δίδει άδειαν...
Αποκρύβηθι μικρόν έως αν παρέλθη η οργή Κυρίου»
Δεν παρήλθον πολλαί ημέραι και ο πρόεδρος της Κυβερνήσεως Τσαλδάρης,
 ο οποίος υπεσχέθη εις τους Παλαιοημερολογίτας, ότι εάν τον ψηφίσουν
θα επαναφέρη το Παλαιόν Ημερολόγιον,εξώρισε τους επισκόπους των παλαιοημερολογιτών
Τότε έλαβε θάρρος ο (αρχιεπίσκοπος Χρυσόστομος) Παπαδόπουλος και γράφει,
 ότι (δήθεν ) εκείνος δεν εισήγαγε το (νέον) ημερολόγιον αλλ΄η ομόφωνος γνώμη της Ιεραρχίας.
Δεν λέγει όμως την αλήθειαν
Η αλήθεια είναι, ότι εκείνος το εισήγαγε, κατόπιν διαταγής της τότε κυβερνήσεως και της συμβουλής του τότε Οικουμενικού Πατριαρχου (Μελετιου) Μεταξάκη.

Ώφειλεν ως Αρχιεπίσκοπος να τηρήση την πρώτην γνώμην του την ορθήν , την συνετήν, την λογικήν και φρονίμην, ότι δεν δύναται η Εκκλησία της Ελλάδος να δεχθή την διόρθωσιν του Παλαιού Ημερολογίου άνευ της συμφώνου γνώμης όλων των ορθοδόξων Εκκλησιών διότι θα κηρυχθή ως σχισματική
και την οποίαν παρεδέχθησαν όλα τα μέλη της Επιτροπής και  η τότε Εκκλησία της Ελλάδος και η Κυβέρνησις.
Το να αποδεικνύη, ως γράφετε (π.Θεόκλητε) ότι ο παλαιοημερολογιτισμός είναι μία καθαρά πλάνη, τούτο αποδεικνευει αστάθειαν χαρακτήρος και πλάνην του νοός και της διανοίας.
Εάν έλεγεν, ότι τινες των φανατικών και υπερζηλωτών Παλαιοημερολογιτώ, επλανήθησαν
παρερμήνευσαν τους αγίους 318 θεοφόρους Πατέρας , οι οποίοι εθέσπισαν και μάς παρέδωκαν το παλαιόν ημερολόγιον  δια να εορτάζωμεν συμφώνως την εορτήν του Πάσχα την ιδίαν ημέραν και μη γίνωνται έρεις αναμεταξύ των χριστιανών  θα εδικαιολογείτο, οι Άγιοι Πατέρες δεν μάς παρήγγειλαν ότι  το Παλαιόν Ημερολόγιον θα μάς σώση και ότι με αυτόν θα τελώμεν τα Μυστήρια.

Αλλά το να λέγη, ότι ο παλαιοημερολογιτισμός είναι καθαρά πλάνη,τότε κατηγορεί και θεωρεί ως
 πλανεμένους τους 318 Θεοφόρους Πατέρας που το εθέσπισαν,  όλας τα Οικουμενικάς και τοπικάς Συνόδους, αο Οποίαια το ηκολουθησαν και το εκύρωσαν και  όλας τας Ορθοδόξους Εκκλησίας που το ηκολούθησαν άχρι του 1924, κατηγορεί δε και τον εαυτόν του, όστις το 1923 το εστήριξεν και το 1924 το εκρήμνισε.

Τούτο το έπαθεν, διότι ηκολούθησε, ως μή ώφειλε, τον νεωτεριστήν, καινοτόμον , μασσώνον (πατριάρχην Μελέτιον) Μεταξάκην, δια τον οποίον  -όταν του υπενθύμισα ότι εάν δεν καταργήση το παρανόμως εισαχθέν νέον Παπικόν Ημερολόγιον- θα έλθη ημέρα και θα κτυπήση την κεφάλην του.
Όταν ήλθεν η ημέρα και εκτύπησε την κεφαλήν , έλεγε μετά στεναγμών και δακρύων:
«Να μη το΄σωνα,να μη το΄σωνα.Αυτός ο διεστραμμένος ο Μεταξάκης με πήρε στο λαιμό του!».
Ο (πατριάρχην Μελέτιον) Μεταξάκης τον συμπαρέσυρε και εις άλλα άτοπα, τα οποία παραλείπω, λέγω δε και φρονώ εν καιθαρά συνειδήσει, ότι εάν δεν τον ηκολούθει και συνεφώνει μετ΄αυτού,
θα ανεδεικνύετο ως εις των νεωτέρων διδασκάλων και συγγραφέων του έθνους και της Ορθοδόξου ημων Εκκλησίας, ως τον Ευγένιον Βούλγαρην,Νικηφόρον Θεοτόκην,Μακάριον Νοταράν , Νικόδημον Αγιορείτην, Αθανάσιον τον Πάριον,Νεκτάριον Πενταπόλεως.

Αλλά αντί να ακολουθήση τούτους και μένη σταθερός και στερεός εις τας Αποστολικάς και Πατρικάς Παραδόσεις, ηκολούθησε τον (πατριάρχην Μελέτιον) Μεταξάκην, με τον οποίον ήνοιξαν τας θύρας του λογικού των ποιμνίου , εις τον Αθηναγόρα, τον Χαλκηδόνος Μελίτωνα,Ιάκωβον Αμερικής οι οποίοι εισελθόντες εις την λογικήν Ποίμνην,κατεσπάραξαν τα λογικά πρόβατα και το Οικουμενικόν Πατριαρχείον.

Δεν ρίχνω το βάρος και την αιτίαν όλην ακεραίαν τοις Πατριάρχαις και Αρχιερεύσι, πταίουν και οι λαϊκοί που τους εγέννησαν και κατά τας καρδίας αυτών , δίδει (ο Θεός)  τους άρχοντας.Πταίομεν πάντες και πρώτος εγώ.
Εάν είπομεν , ότι δεν αμαρτάνωμεν ψευδόμεθα .

Μία των κακών η διόρθωσις: η αληθής και ειλικρινής μετάνοια και επιστροφή
προς τον Πανάγαθον , αληθή Θεόν και Πατέρα Ουράνιον.
Εάν μετανοήσωμεν θα σωθώμε, εάν μη μετανοήσωμεν θα κολασθώμεν.
Ας προτιμήσωμεν την οδόν της μετανοίας.

Μετά αδελφικής και πατρικής αγάπης

Αρχιμανδρίτης Φιλόθεος Ζερβάκος.

Η ΓΕΡΟΝΤΙΣΣΑ ΕΥΛΑΜΠΙΑ ΡΩΜΑΝΙΔΟΥ



του Πρεσβ. π. Λαμπρου Φωτοπούλου

Η καταγωγή

Η Ευλαμπία Ρωμανίδου, μητέρα του πατρός Ιωάννη Ρωμανίδη, κατήγετο από την Αραβισσό της Καππαδοκίας, μια περιοχή που ποτέ δεν έπαυσε να συζητάη θεολογικά, ακόμα και μετά τούς μεγάλους Καππαδόκες Πατέρες (Βασίλειο το Μεγα και Γρηγόριο Νυσσης).

Γεννημένη πριν από την καταστροφή (το 1895), μεγάλωσε σε ένα χώρο βαθειάς πίστης. Στο χώρο αυτό η Ορθοδοξία ήταν πρώτη αξία, η γλώσσα και η καταγωγή το δευτερεύον. Ανήκε σ ?κε?νον τον μεγαλειώδη λαο των Καραμανλήδων, που με την δική του ελληνική γραφή, τα σημαντικά μνημεία του, τα μοναδικά ήθη και έθιμά του μετέφρασε το ορθόδοξο βίωμα των ασκητών και των αγίων σε καθημερινή πράξη.

Το θεολογικό πρότυπο των Καππαδοκών είναι η μίμηση των αυστηρών ησυχαστών, όπως των στηλιτών αγίων Συμεών και Δανιήλ, του αγίου Αλεξίου του Ανθρώπου του Θεού, κ.α. Η προσωπικότητα του αγίου Αλεξίου, ειδικότερα, τόσο μεγάλη εντύπωση είχε κάνει στούς Καππαδόκες, λόγω της υπερβολικής νηστείας, της ξενιτείας και της σκληρής άσκησης, ώστε πολλά τραγούδια γράφτηκαν γι α?τ?ν που τραγουδιώνται ακόμη. Καθε σαρακοστή στην Καππαδοκία επικρατούσε περισυλλογή, μνήμη θανάτου, προσευχή και άσκηση. Το κέντρο της κοινωνικής ζωής του Καππαδόκη ήταν ο Ναός και πνευματικό κατόρθωμα ήταν η άσκηση στη νοερά προσευχή. Δε θα ήταν υπερβολή να πούμε ότι η αναπνοή της Καππαδοκίας ήταν στο ρυθμό της Ευχής “Κυριε Ιησο? Χριστέ (εισπνοή), ελέησόν με (εκπνοή)!”

Μεσα σε αυτό το πνευματικό περιβάλλον μεγάλωσε η Ευλαμπία Ρωμανίδου.



Τα παιδικά χρόνια

Τα παιδικά χρόνια της Γερόντισσας Ευλαμπίας ήσαν μέσα στον πόνο. Πονος βαθύς, αλλά σωτήριος. Δωδεκάχρονο κοριτσάκι γνώρισε την φοβερή σφαγή των γονέων της, ένα γεγονός που τα παιδικά μάτια το τύπωσαν βαθειά μέσα στην ψυχή της. Εν τούτοις η εμπειρία αυτή, αντί να αποβή καταστρεπτική για την Ευλαμπία, ήταν το ουράνιο μήνυμα να πάρη την καλή στροφή, να αγαπήση τον Χριστό και την Εκκλησία.

Κοινωνικά η Ευλαμπία έμεινε ορφανή, αλλά πνευματικά απέκτησε μια παντοδύναμη προστασία. Η Βασίλισσα των Ουρανών, η των ορφανών βοηθός, την πήρε κάτω από τη δική της σκέπη. Με θαυμαστή απλότητα για τόσο μεγαλειώδεις εμπειρίες μιλούσε αργότερα στις μοναχές η γερόντισσα και έλεγε πως της παρουσιαζόταν η Παναγία, πως την έπαιρνε από το χέρι και την έσωζε από διαφόρους ψυχικούς κινδύνους. Από γλέντια που γίνονταν γύρω της την εμπόδιζε, την απομάκρυνε. Μετά ερχόταν πολλή διάθεση για προσευχή. Ετσι από μικρό παιδί επικοινωνούσε δια της προσευχής με το Θεο!

Άραγε, τι είδους προσευχή να έκανε η μικρή ορφανή Ευλαμπία; Σε μια έγγραφη εξομολόγηση που άφησε, λέει τα εξής: “Δωδεκα χρονών που ήμουν, προσευχή που έκανα αυτή ήταν. Παράκληση, Εξάψαλμος, Απόδειπνο, Παλαιά και Καινή Διαθήκη. Ετσι περνούσα το χρόνο μου. Αυτούς τούς λόγους δεν τούς άφηνα από το μυαλό μου νύχτα και μέρα. Κυριε Αγαθέ, τα αγαθά σου μη μου στερήσης, από κάθε τι, να ακούω τα λόγια σου. Από απρεπή πράγματα με την βοήθειά Σου, Κυριε μου, φύλαξέ με. Κυριε, κατά την εντολή Σου, όπως ξέρεις εσύ, Κυριε, ο λάρυγγάς μου, ο,τι λέει δικός Σου είναι. Η Βασίλισσα η Παναγία μας, με τις πρεσβείες Της και των αγίων... Και από όλους αυτούς ευλογητός είσαι εις τούς αιώνας των αιώνων. Αμήν”.



Στην προσφυγιά

Μετά την Μικρασιατική Καταστροφή έρχεται στην Ελλάδα και εγκαθίσταται στον Πειραιά. Παντρεύεται τον συμπατριώτη της Σαββα Ρωμανίδη και αποκτά το πρώτο της παιδί, αγόρι. Το έχει ταμένο στον επίσης πρόσφυγα, άγιο Ιωάννη το Ρώσσο. Αξιώνεται, όταν το παιδί έγινε 2 ετών, να πραγματοποιήση το τάμα της και να το βαπτίση, τον μετέπειτα ιερέα Ιω?ννη, στο Προκόπι Ευβοίας, όπου είχε εναποτεθή το ιερό Λείψανο.

Η ζωη στην Ελλάδα είναι δύσκολη και η οικογένεια Ρωμανίδη μεταναστεύει το 1927 στην Αμερική.

Στις Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής η Ευλαμπία Ρωμανίδου βοηθά τον σύζυγό της στη ραπτική, ένα επάγγελμα που τούς έδωσε τη δυνατότητα να μεγαλώσουν τα δύο παιδιά τους. Η πολυπολιτισμική κοινωνία, με την ποικιλόχρωμη θρησκευτικότητα και τις διαφορετικές αξίες, δεν την επηρέασαν, αντίθετα της έδωσαν την πρόκληση για ιεραποστολή. Πολεμάει με τις όποιες δυνάμεις διαθέτει τον προτεσταντικό περίγυρο. Η θερμότητα της πίστης της κάνει εντύπωση. Οι αιρετικοί διαβλέπουν ότι θα είναι μεγάλη επιτυχία γι α?το?ς αν προσηλυτίσουν στις ιδέες τους αυτήν την Καπαδόκισσα με την πολλή πίστη. Δεν παραγνωρίζουν και το αξιόμαχο της αντιπάλου. Οργανώνουν έτσι πραγματική “επιχείρηση” για τον προσηλυτισμό της, στην οποία συμμετέχουν 10-15 άτομα. Την επισκέπτονται και προσπαθούν μέσα από την αγία Γραφή, με τα γνωστά τους επιχειρήματα, να την κλονίσουν. Η Ευλαμπία έχει άλλα, μεγαλύτερα και ακαταμάχητα επιχειρήματα. Τούς αφήνει για λίγο μόνους και καταφεύγει στούς αγίους, που έχει στο “εικονοστάσι” του δωματίου της. Προσεύχεται με θέρμη να την φωτίση ο Θεός. Και, ω! του θαύματος! Μια δυνατή βοη βγαίνει από τις εικόνες. Την ακούν και οι Προτεστάντες και τρέπονται σε άτακτη φυγή. Εκτοτε δεν την ξαναενόχλησαν.



Ιεραπόστολος

Η γερόντισσα Ευλαμπία είχε βεβαιωθεί ότι η μόνη αλήθεια είναι η Ορθόδοξη Πιστη και δεν υπάρχει άλλος τρόπος σωτηρίας από το Ορθόδοξο Άγιο Βαπτισμα. Ετσι, όταν έμαθε ότι η κόρη της παντρεύτηκε στην Ν. Ζηλανδία έναν ετερόδοξο, τον Malcolm, ανώτερο κρατικό υπάλληλο, κατάλαβε ποιο είναι ακριβώς το καθήκον της. Πηγαίνει στην Ν. Ζηλανδία και μένει εκεί μέχρις ότου να κατηχήση σωστά τον γαμπρό της και να τον βαπτίση ορθόδοξο με το όνομα Μάρκος. Δεν εγκαταλείπει την Νεα Ζηλανδία πριν να εκπληρώση και τον άλλο ιερό σκοπό της: Να ιδρύση Ορθόδοξη Εκκλησία στο Christchurch, τη δεύτερη μεγάλη πόλη της χώρας αυτής.

Μια προσφυγοπούλα ράφτρα από την Αμερική, χωρίς συνδρομή ιεραποστολικών κλιμακίων και οικονομική υποστήριξη, μόνη με μόνο το Θεο στην καρδιά της, γίνεται ισαπόστολος και ιδρύει Ορθόδοξη Εκκλησία στις εσχατιές της Γης...



Η μοναχή

Μετά το θάνατο του συζύγου της προσφέρει τις υπηρεσίες ως ράπτρια στο αντρικό μοναστήρι της Μεταμορφώσεως του Σωτήρος στη Βοστώνη και συγχρόνως αρχίζει μόνη της να ασκήται στην μοναχική ζωη. Παίρνει έτσι σταθερά την απόφαση να γίνη μοναχή. Η ευκαιρία δεν άργησε να δοθή. Ο γιός της, ο π. Ιω?ννης, επιστρέφει οικογενειακώς στην Ελλάδα και η γερόντισσα τον ακολουθεί ενημερώνοντάς τον συγχρόνως για τις προθέσεις της.

Με την μεσολάβηση του π. Ιω?ννη και την συνδρομή του (νυν) Επισκόπου Τυρολόης και Σερεντίου κ. Παντελεήμονος Ροδοπούλου ο π. Πολύκαρπος Μαντζάρογλου τη συνιστά στο Ιερό Ησυχαστήριο “Ευαγγελιστής Ιωάννης ο Θεολόγος” Σουρωτής Θεσσαλονίκης, όπου γίνεται δεκτή ως δόκιμη στις 17/1/1971. Στις 4/5/1973 γίνεται η κουρά της σε μεγαλόσχημη, χωρίς να αλλάξη το βαπτιστικό της όνομα, κατά παράκληση του π. Ιω?ννη.

Ως μοναχή ουδέποτε παρέλειπε τον κανόνα της. Τα μεσάνυχτα προσευχόταν ανελλιπώς με τον τρόπο που είχε συνηθίσει από νέα. Εξηγούσε δε με τον ακόλουθο χαρακτηριστικό τρόπο την συνήθειά της αυτή: “τότε, παιδί μου, ανοίγει ο ουρανός”, έλεγε.

Στο μοναστήρι έζησε μέχρι το 1980, οπότε κοιμήθηκε εν Κυρίω οσιακά, όπως το ζητούσε αδιάκοπα από το Θεο: “Το όνομά μου εν βίβλω ζωής να περάση. Ειρηνικά χριστιανικά τα τέλη της ζωής μου δος μου...”

Προγνώριζε το θάνατό της και το έλεγε (το 1980) στις αδελφές που την υπηρετούσαν, όταν της μιλούσαν για γεγονότα που θα γίνονταν αργότερα (κτίσιμο ναού αγίων Αρχαγγέλων). Άλλωστε, το γεγονός του θανάτου ήταν η μελέτη της καρδίας της από ηλικίας 12 χρονών· “τον θάνατο να μην βγάλω από το νου μου Κυριε δος μου”, έλεγε. Ο Θεός της έδωσε τούς τελευταίους μήνες της ζωής της όλες τις αναγκαίες πληροφορίες για να προετοιμαστή για το μεγάλο πέρασμα.



“Εις μνημόσυνον αιώνιον”

Ποσο διαφορετική είναι αυτή η γερόντισσα από όλα εκείνα τα τεχνητά μοντέλα που “λανσάρει” το θρησκευτικό “star system” της εποχής μας.

Εχοντας την χάρη του “ταπεινού και ησυχίου” Αγίου Πνεύματος υποτάχθηκε στο θέλημα του Τριαδικού Θεού. Υπ?μεινε την ορφάνια και την προσφυγιά με πίστη στο Θεο και αδιάλειπτη Προσευχή. Εζησε μέσα στον κόσμο αφοσιωμένη στα καθήκοντά της ως σύζυγος και μητέρα και, όταν αποφάσισε να μονάση, προέκρινε ταπεινά την υπακοή σε ένα Ορθόδοξο Μοναστήρι.-


(απόσπασμα - αναδημοσίευση από το Περιοδικό “Εφημέριος”)

Παρασκευή 4 Ιουλίου 2014

Οι δοκιμασίες είναι όπως η λάσπη και το κερί.



Καθηγούμενος Ι.Μ.Μ.Βατοπαιδίου Αγίου Όρους Αρχιμ.Εφραίμ
- Γέροντα, βλέποντας κανείς τις εφημερίδες, τις ειδήσεις, το τι συμβαίνει στη γειτονιά μας, στον κόσμο ολόκληρο, διαπιστώνει ότι είναι διάχυτος ο πόνος. Ο πόλεμος, η αρρώστια, ο καρκίνος, οι δοκιμασίες. Γιατί τα επιτρέπει ο Θεός της Αγάπης αυτά;
- Να ξέρετε ότι ο καλός Θεός δεν θέλει να εκδικηθεί κανέναν. Ο Θεός δεν θέλει να γίνει δήμιος με κανέναν. Ο Θεός πολλές φορές συλλαμβάνει και παίρνει την ασθένεια του ανθρώπου και τον βοηθά να έρθει πιο κοντά του. Να μαλακώσει η καρδιά του. Θυμάμαι τον Γερο-Παΐσιο που έλεγε: ”Πολλές φορές οι δοκιμασίες είναι όπως τη λάσπη και το κερί. Όταν ο ήλιος δώσει πάνω στη λάσπη, η λάσπη γίνεται πιο σκληρή. Όταν ο ήλιος δώσει εις το κερί, το κερί λιώνει. Δεν γίνεται σκληρό.” Εξαρτάται ο άνθρωπος σε ποιαν ομάδα είναι και πως φτιάχνει τη ζωή του για να μπορέσει η δοκιμασία να μην τον σκληρύνει, αλλά να το μαλακώσει, να τον ταπεινώσει. Να τον φέρει πιο κοντά στον Θεό και να καταλάβει τις δοκιμασίες, ότι ο άνθρωπος έχει ορισμένες δυνατότητες και μόνο. Βλέπετε ένας άνθρωπος, μια στάλα αίματος να μπει στο μυαλό του,  αχρηστεύτηκε ο άνθρωπος.
(Γέρων Εφραίμ Βατοπαιδινός – Καθηγούμενος Ι.Μ.Μ.Βατοπαιδίου Αγίου Όρους)
(”Γέροντες της εποχής μας”)

Τετάρτη 2 Ιουλίου 2014

Σύντομη βιογραφία του Αγίου Ιωάννη Μαξίμοβιτς (1896 - 1966)

Σύντομη βιογραφία του Αγίου Ιωάννη Μαξίμοβιτς (1896 - 1966)
Ο Άγιος Ιωάννης γεννήθηκε στις 4 Ιουνίου το 1896 στο χωριό Αντάμοβκα της επαρχίας Χαρκώβ της Νότιας Ρωσίας. Ήταν απόγονος της αριστοκρατικής οικογένειας Μαξίμοβιτς που ένα μέλος αυτής της οικογένειας ανακηρύχτηκε  Άγιος του 1916 και είναι ο ιεράρχης Ιωάννης Μαξίμοβιτς Μητροπολίτης Τομπόλσκ που το λείψανό του παραμένει άφθαρτο μέχρι σήμερα στο Τομπόλσκ.
 Ο Άγιος αυτός Ιεράρχης Ιωάννης εκοιμήθη στις αρχές του 18ου αιώνος αλλά μεταλαμπάδευσε την χάρη του στον μακρινό του ανιψιό, το Μιχαήλ (γιατί αυτό ήταν το βαπτιστικό όνομα του Αγίου Ιωάννη και όταν έγινε αργότερα μοναχός πήρε το όνομά του θείου του. Ο πατέρας του, ο Μπόρις ήταν στρατάρχης των ευγενών σε μία επαρχία του Χαρκώβ και ο θείος του ήταν πρύτανις Πανεπιστημίου Κιέβου. Η σχέση του με τους γονείς του ήταν πάντα άριστη. Κατά την παιδική του ηλικία ο Μιχαήλ ήταν φιλάσθενος και έτρωγε λίγο. Ήταν ήσυχο παιδί και πολύ ευγενικός και είχε βαθειά θρησκευτικότητα. Όταν έπαιζε, έντυνε τα στρατιωτάκια του μοναχούς, μάζευε εικόνες, θρησκευτικά βιβλία και του άρεσε να διαβάζει βίους Αγίων. Τα βράδια στεκόταν όρθιος για πολλή ώρα προσευχόμενος. Επειδή ήταν ο μεγαλύτερος από τα 5 αδέλφια του ήταν αυτός που γνώριζε τόσο καλά τους βίους των Αγίων και έγινε και ο πρώτος δάσκαλος τους στην πίστη. Ήταν πολύ αυστηρός με τον εαυτό του στην εφαρμογή των εκκλησιαστικών και εθνικών παραδόσεων. Τόσο πολύ εντυπωσίασε την παιδαγωγό του που ήταν Γαλλίδα και καθολική που επηρεάστηκε από την χριστιανική ζωή του μικρού Μιχαήλ και βαπτίστηκε Ορθόδοξος.
 Είχαν μια εξοχική κατοικία κοντά σ' ένα Μοναστήρι που το επισκεφτόταν τακτικά ο μικρός Μιχαήλ. Σε ηλικία 11 ετών οι γονείς του Μπόρις και Γλαφύρα τον έστειλαν στην Στρατιωτική σχολή της Πολτάβα που συνέχισε να ζει με ριζωμένη βαθειά την πίστη του γιατί όταν τα παιδιά λείπουν για αρκετό καιρό από το σπίτι τους επηρεάζονται εύκολα οι νέες τους ψυχές. Αυτός όμως έμεινε σταθερός στην πίστη του. Εκεί συνάντησε και τον Επίσκοπο της Πολτάβα τον Θεοφάνη που ήταν  ένας πολύ αγαπητός Ιεράρχης που επηρέασε τον Μιχαήλ. Σε μια στρατιωτική παρέλαση ενώ περνούσαν από τον Καθεδρικό Ναό ο μικρός Μιχαήλ (ήταν τότε 13 ετών) έκανε τον σταυρό του, οι συμμαθητές του γελούσαν και τον κορόιδευαν, τιμωρήθηκε από τις αρχές για την πράξη του αυτή, όμως ο πρίγκιπας Κωνσταντίνος που ήταν προστάτης της Σχολής είπε να μην τιμωρηθεί ο δόκιμος Μιχαήλ γιατί με την πράξη του αυτή δηλώνει βαθειά και υγιή θρησκευτικά αισθήματα. Το 1914 τελείωσε την Στρατιωτική σχολή και ήθελε να συνεχίσει τις σπουδές του στην Θεολογική Σχολή του Κιέβου αλλά οι γονείς του επέμεναν να πάει στην Νομική σχολή και ο Μιχαήλ κάνει υπακοή στους γονείς του. Και όπως παρατηρούσαν οι συμμαθητές του αυτός περισσότερο διάβαζε τους βίους των Αγίων από τα μαθήματα του, ωστόσο όμως ήταν καλός μαθητής. Τα χρόνια πέρασαν και  τελείωσε τις σπουδές του. Τότε άρχισε ένα αντιχριστιανικό ρεύμα ν' απλώνεται στην Ρωσία, όμως ο Μιχαήλ είχε βαθειά μέσα του την πίστη και ήταν τολμηρός. Το εκκλησιαστικό συμβούλιο του Χάρκων συζητούσε να ξεκρεμάσουν την ασημένια καμπάνα του Ι. Ναού και να την λιώσουν.
       Όλοι συμφώνησαν, άλλοι φοβόντουσαν ν' αντιδράσουν και ετοιμάζονταν να το κάνουν αυτό, όμως ο Άγιος  διαφώνησε μαζί με λίγους και άρχισαν οι συλλήψεις. Οι γονείς του είπαν να φύγει να κρυφτεί, όμως ο Μιχαήλ τους είπε: «Δεν υπάρχει τόπος που μπορεί κανείς να κρυφτεί από το θέλημα του Θεού και ότι χωρίς το θέλημα του Θεού δεν γίνεται τίποτα, δεν πέφτει ούτε μία τρίχα από το κεφάλι μας». Έτσι φυλακίστηκε και μετά από 1 μήνα τον άφησαν ελεύθερο, ξανά συλλαμβάνεται και αφού διαπίστωσαν ότι δεν τον ενδιέφερε εάν θα ήταν ελεύθερος ή φυλακισμένος, τον έβγαλαν από την φυλακή. Ο Μιχαήλ ζούσε σε άλλο κόσμο και ποθούσε τον Θεό. Το 1921 φεύγει όλη η οικογένεια του (αφού ξέσπασε στη Ρωσία εμφύλιος πόλεμος) και πάνε στην Γιουγκοσλαβία όπου σπούδασε στο Βελιγράδι στην Θεολογική σχολή και για να μπορεί να τα βγάζει πέρα πουλούσε εφημερίδες. Το 1924 χειροτονήθηκε αναγνώστης στην Ρωσική Εκκλησία του Βελιγραδίου από τον Επίσκοπο Αντώνιο και το 1926 χειροτονήθηκε διάκος και εκάρη μοναχός με τ' όνομα Ιωάννης στο Μοναστήρι του Μίλκοβ. Αργότερα μέχρι το 1934 διορίστηκε στην Ιερατική σχολή στην πόλη Βιτώλ της Σερβίας και τελούσε λειτουργίες και στα Ελληνικά για τους Έλληνες της περιοχής που τον αγαπούσαν πολύ. Εκεί στην Ιερατική σχολή φρόντιζε πολύ για τους μαθητές του, πήγαινε στα δωμάτια τους τα βράδια και τους σκέπαζε, τους σταύρωνε και έφευγε. Αυτός δεν κοιμόταν καθόλου σε κρεβάτι και τις λίγες ώρες που ξεκουραζόταν τα βράδια κοιμόταν σε καθιστή στάση ή γονατιστός στο πάτωμα μπροστά στα εικονίσματα.
 Όταν έφευγαν οι μαθητές για διακοπές στα σπίτια τους μιλούσαν με θαυμασμό για τον καθηγητή τους τον Βλαντίκα Ιωάννη που πάντα προσευχόταν, που ποτέ δεν είχε κοιμηθεί στο κρεβάτι, που νήστευε αυστηρά και λειτουργούσε και κοινωνούσε καθημερινά. Το 1934 αποφασίζουν να τον εκλέξουν Επίσκοπο, ο Άγιος αρνείται και τους λέει ότι έχει πρόβλημα στην ομιλία του, αυτοί του λένε ότι και ο Μωυσής είχε πρόβλημα και τον εκλέγουν και τον χειροτονούν Επίσκοπο για την Σαγγάη. Φτάνει στις 21 Νοεμβρίου το 1934 στην Σαγγάη και βρίσκει μια μισοκτισμένη Εκκλησία και με κάποια προβλήματα στους κατοίκους εκεί που προσπάθησε να τους βοηθήσει ώστε να ‘ρθει η ειρήνη, οργάνωσε ορφανοτροφείο και το αφιερώνει στον Άγιο Τύχωνα του Ζαντόσκο που αγαπούσε τα παιδιά. Μάζευε άρρωστα φτωχά και πεινασμένα παιδιά από τους δρόμους και τα στενά της Σαγγάης και ξεκίνησε με 8 παιδιά και στο τέλος έφτασε τα 3.500 παιδιά. Όταν ήρθαν και εκείνοι οι κομουνιστές πήρε τα παιδιά και τα μετέφερε στις Φιλιππίνες και μετά στην Αμερική. Έτρωγε μια φορά την ημέρα στις 11 το βράδυ. Κατά την διάρκεια της πρώτης και της τελευταίας εβδομάδας της Μ. Σαρακοστής δεν έτρωγε απολύτως τίποτα και την υπόλοιπη νηστεία όπως και στην νηστεία των Χριστουγέννων έτρωγε μόνο πρόσφορο.
 Τις νύχτες προσευχόταν πολύ και όταν αισθανόταν εξάντληση, όπως ήταν γονατιστός, έβαζε το κεφάλι του στο πάτωμα και κοιμόταν λίγο μέχρι να πάει το πρωί στην Θεία Λειτουργία και άρρωστος να ήταν θα λειτουργούσε. Δεν ήταν μόνο ένας μεγάλος ασκητής αλλά ο Θεός του είχε δώσει και το προορατικό χάρισμα και οι προσευχές του έφερναν την θεραπεία. Καθημερινά επισκεπτόταν τους ασθενείς του, τους εξομολογούσε και τους κοινωνούσε. Σε σοβαρά ασθενείς σκεκόταν ώρες δίπλα τους προσευχόμενος και γονατιστός και γινόταν πολλές φορές το θαύμα. Όταν ήρθαν στην Κίνα οι κομμουνιστές έφυγαν οι Ρώσοι για την Αμερική και φεύγει και ο Άγιος το 1951 στην Αμερική μεταφέροντας το ποίμνιο του. Οι Επίσκοποι της Συνόδου αποφασίζουν και τον στέλνουν στην Επισκοπή του Παρισιού και των Βρυξελλών. Έτσι ο Άγιος τελούσε θείες λειτουργίες στα Γαλλικά, στα Ολλανδικά, όπως τελούσε πρώτα στα Ελληνικά, στα Κινέζικα και στα Αγγλικά. Δεν επέτρεπε στις γυναίκες που είχαν κραγιόν να ασπαστούν τις εικόνες και τον Τίμιο Σταυρό. Μια πνευματική του κόρη η Ζηναίδα Ζουλιέμ, που τον υπηρέτησε στην Γαλλία μας αναφέρει μερικά περιστατικά από την προορατικότητα του Αγίου.
Γνώρισα λέει για πρώτη φορά τον Άγιο πηγαίνοντας στο σπίτι του στις Βερσαλλίες, ένα κελλί που ήταν ένα μικρό δωμάτιο με μικρά κουτιά με γράμματα μέσα, ένα τραπέζι, ένα καναπέ και μια σακούλα με ξερά πρόσφορα. Φορούσε πέδιλα ή παντόφλες και πολλές φορές ήταν και ξυπόλητος γιατί τα έδινε στους φτωχούς. Κάλτσες δεν φορούσε, ανεξάρτητα από τις καιρικές συνθήκες. Του ζήτησε να πάει να εργαστεί σε κάποια περιοχή και ήρθε να της δώσει ευλογία, όμως ο Άγιος της είπε να πάει σε κάποια άλλη περιοχή να εργαστεί και όπως πράγματι έτσι και έγινε λες και το πρωτογνώριζε. Τον γνώρισε το 1958 και ο πατέρας της πείθανε τον 1957, πριν πεθάνει της είπε: «απόψε μ' επισκέφθηκε ένας μοναχός κοντός με μαύρα» και αναρωτιόταν, ποιος να ήταν τότε δεν ήξερε τον Άγιο Ιωάννη. Όταν τον γνώρισα λοιπόν λέει η Ζηναίδα, μια μέρα ενώ ήμουνα στο σπίτι του σκεφτόμουν, κρίμα, εάν τον είχα γνωρίσει τότε που ήταν άρρωστος ο πατέρας μου θα προσευχόμουν και θα γινόταν καλά τότε ο Άγιος στράφηκε και της λέει: ξέρεις, επισκέφτηκα τον πατέρα στου όταν ήταν άρρωστος στο νοσοκομείο και άνοιξε τον μικρό του κατάλογο και βρήκε στην σελίδα τ' όνομα του πατέρα μου «Βασίλειος Ζουλιέμ». Πως είναι δυνατόν να γνώριζε τις σκέψεις μου εάν δεν ήταν προορατικός, άρα δεν ήταν θέλημα Θεού να ζήσει ο πατέρας μου.
 Πολλές φορές ήθελα να τον ρωτήσω πολλά αλλά ήταν απασχολημένος και το βράδυ που θα ήταν η κατάλληλη στιγμή να τον ρωτήσω εγώ τα είχα ξεχάσει και εκείνος ενώ έτρωγε την σούπα του σιγοψιθύριζε και άκουγα όλα όσα ήθελα να μάθω από τις ερωτήσεις που σκεφτόμουν να του κάνω και ο Άγιος σαν να τις γνώριζε και μου τις απαντούσε. Όταν αργότερα θα έφευγε για το Σαν Φρανσίσκο στεναχωριόμουν πολύ και ενώ μας μιλούσε στην Εκκλησία εγώ έκλαιγα και τότε γυρίζει και μου λέει: «οι άνθρωποι που έχουν τους ίδιους στόχους και αγωνίζονται για την κατάκτηση του ιδίου πράγματος έχουν ενότητα ψυχής και δεν αισθάνονται την απόσταση του χωρισμού, η απόσταση δεν μπορεί να γίνει εμπόδιο στην πνευματική ενότητα των ανθρώπων σε μία ψυχή». Και αμέσως ηρέμησα. Όταν προσευχόταν στην Αγία Τράπεζα το Άκτιστο Φως τον έλουζε και δεν πατούσε στην γη. Πάντοτε ράντιζε με αγιασμό τον Ναό και το γραμματοκιβώτιο που έριχνε τα γράμματα του μόνος του αφού τα σταύρωνε πήγαινε ξυπόλητος στο χιόνι και στην βροχή και τα έριχνε. Όταν έφυγε στην Αμερική  άλλαξαν το γραμματοκιβώτιο με άλλο καινούργιο, εγώ στεναχωρέθηκα και όταν αργότερα ήρθε πάλι για λίγο στην Γαλλία ο Άγιος τον είδα να παίρνει τον αγιασμό και να πηγαίνει να ραντίσει το νέο γραμματοκιβώτιο χωρίς εγώ να του έχω πει τίποτα. Μια μέρα περνώντας από τον Ναό άκουσε κλάματα, προχώρησε μέχρι το ιερό κοιτώντας μέσα είδε τον Άγιο να είναι γονατιστός πίσω από την Αγία Τράπεζα και να κλαίει γοερά  για τα προβλήματα των άλλων, Δεν άντεχε η ψυχή της να τον ακούει που έκλαιγε και έφυγε αθόρυβα από τον Ναό.
           Πριν φύγει για την Αμερική της είχε πει: όταν εσύ Ζηναίδα είσαι άρρωστη ή κάποιος άλλος να με ειδοποιείτε να έρθω και πράγματι μόλις διάβαζαν την Παράκληση θεραπευόταν. Το 1962 στις 21 Νοεμβρίου τον στέλνουν στο Σαν Φρανσίσκο ως Επίσκοπο στην Ρωσική Εκκλησία της διασποράς. Γύρω στο λαιμό του είχε δέσει μια δερμάτινη θήκη με την εικόνα της Παναγίας μέσα, που είχε φέρει από την Ρωσία. Όταν πήγαινε στους ασθενείς διάβαζε τους Χαιρετισμούς της Παναγίας και γινόταν το θαύμα. Αγαπούσε πολύ τα παιδιά και τα κοιτούσε με το στοργικό του βλέμμα, όλοι δεν ξεχνούσαν το ζεστό του βλέμμα, όταν σε κοίταζε ήξερες ότι εκείνη την στιγμή ήσουν το πιο αγαπημένο πρόσωπο στον κόσμο. Συνήθιζε να περπατά ξυπόλητος ακόμα και στο πιο άγριο τσιμέντο στο πάρκο στις Βερσαλίες, έτρωγε μια φορά την ημέρα στις 11 το βράδυ και μόνο όταν κάποιος φρόντιζε γι' αυτό, αλλιώς το παρέλειπε και αυτό. Τελούσε καθημερινά την Θεία Λειτουργία και το Άγιο Δισκάριο ήταν πάντοτε γεμάτο γιατί μνημόνευε πλήθος ονομάτων από κάθε τσέπη του έβγαζε χαρτάκια με ονόματα και κάθε μέρα προστίθενται και άλλα ονόματα  από τα γράμματα που του έστελναν και του ζητούσαν να κάνει προσευχή. Στην Μεγάλη Είσοδο των Τιμίων Δώρων ξαναδιάβαζε πάλι τα ονόματα που εντωμεταξύ του είχαν δώσει και άλλα και αργούσε πολύ. Μετά την θεία Λειτουργία παρέμενε για ώρες στην Εκκλησία. Με περισσή φροντίδα καθάριζε το Άγιο Δισκοπότηρο και το Άγιο Δισκάριο, την Αγία Τράπεζα και την Αγία Πρόθεση. Παράλληλα έτρωγε λίγο πρόσφορο και έπινε άφθονο ζεστό νερό. Τα γράμματα που λάβαινε τα διάβαζε το απόγευμα μετά τη θεία λειτουργία αφού έβαζε ένα πρόσωπο εμπιστοσύνης και τα άνοιγε μην τυχόν και υπάρχει σε κάποιο γράμμα επείγουσα ανάγκη. Πολλές φορές έλεγε το περιεχόμενο των γραμμάτων πριν ακόμα τα διαβάσει, είχε το χάρισμα της προορατικότητας. Πολλές φορές εκεί στην Σαγγάη που ήτα γύριζε έξω τι νύχτες και έδινε ψωμί και χρήματα στους αστέγους και ζητιάνους, ακόμη και σε μεθυσμένους.
Το Σάββατο στις 2 Ιουλίου το 1966 ο Άγιος έφυγε από αυτή την ζωή. Είχε πάει στο Σιάτλ μαζί με την θαυματουργική εικόνα της Παναγίας του Κούρση. Μόλις τελείωσε την Θεία Λειτουργία και αφού πέρασε 3 ώρες προσευχόμενος μέσα στο ιερό πήγε στο δωμάτιο του να ξεκουραστεί, κάθισε στην πολυθρόνα του και στις 4 παρά δέκα το απόγευμα κοιμήθηκε τον αιώνιο ύπνο ήρεμα χωρίς πόνο. Ακούστηκες ένας θόρυβος και όταν μπήκαν μέσα τον βρήκαν κάτω πεσμένο από την πολυθρόνα του και όπως λένε προγνώριζε την ημέρα του θανάτου του εκ των προτέρων και ήξερε ότι ο θάνατος του πλησιάζει και είχε προετοιμαστεί όπως οι μεγάλοι Άγιοι της Εκκλησίας μας. Γι' αυτό και εκείνη την ημέρα του θανάτου του έστειλε ένα γράμμα στέλνοντας για τελευταία φορά την ευλογία του στις μοναχές της Λέσνα στην Γαλλία που τόσο πολύ τον είχαν βοηθήσει και εξυπηρετήσει. Σχεδόν  24 ώρες αργότερα το σώμα του έφθασε στον Καθεδρικό Ναό του Σαν Φρανσίσκο που ο ίδιος είχε ολοκληρώσει. Τον προϋπάντησαν οι κληρικοί, έγινε ολονύχτια αγρυπνία που κράτησε 4 ώρες, όλη την νύχτα διάβαζαν το ψαλτήρι και όλοι αγρυπνούσαν για τελευταία φορά μαζί του. Ο κόσμος ερχόταν για να προσκυνήσει και να χαιρετήσει για τελευταία φορά τον Δεσπότη τους.
 Όλοι οι Ιεράρχες που τον γνώριζαν μιλούσαν για την ασκητική του ζωή. Μια ζωή όλο αγώνα πνευματικό που δεν είχε ξαπλώσει για 40 χρόνια σε κρεβάτια από τότε που έγινε μοναχός, που κοιμόταν μόνο μία ή δύο ώρες το βράδυ είτε όρθιος, είτε γονατιστός και σκυφτός στο πάτωμα, πολλές φορές κοιμόταν για λίγο απαντούσε κανονικά στο τηλέφωνο, όπως μαρτυρεί κάποιος που έτυχε να' ναι μπροστά του στο δωμάτιο του, ενώ μιλούσε του έπεσε το ακουστικό λίγο πάνω στα γόνατα και κοιμισμένος, όπως ήταν, απαντούσε σαν ν' άκουγε τον συνομιλητή του. Όλοι ένοιωσαν ότι είχαν μείνει ορφανοί γιατί ο Άγιος έδειχνε κατανόηση στον καθένα τους και πολλή αγάπη. Τον κήδεψαν στις 7 Ιουλίου το απόγευμα. Το σώμα του τόσες μέρες δεν είχε κανένα σημάδι αποσύνθεσης και όλοι ακουμπούσαν επάνω του σταυρούς λουλούδια και νήπια για να πάρουν την ευλογία και μερικοί Ιεράρχες τα εγκόλπιά τους.
 Ο Ναός ήταν αφιερωμένος στην Παναγία, «στην Χαρά όλων των θλιβομένων».Εδώ υπηρέτησε τον Θεό και τους ανθρώπους και εδώ αναπαύεται ο Άγιος. Μετά το τελευταίο ασπασμό έγινε 3 φορές η λιτάνευση του Ιερού λειψάνου του γύρω από τον Ναό. Το φέρετρο το βάσταζαν ορφανά που ο Άγιος είχε σώσει και μεγαλώσει στην Σαγγάη. Ένας Ιεράρχης παρομοίασε την λιτάνευση του Αγίου με την λιτάνευση του Επιταφίου του Χριστού την Μεγ. Παρασκευή. Ετάφη σ' ένα μικρό υπόγειο παρεκκλήσιο κάτω από το Ιερό. Όλοι έφερναν στην μνήμη τους τον Άγιο Σεραφείμ του Σάρωφ που τους είχε υποσχεθεί ότι και μετά την κοίμηση του θ' άκουγε τις προσευχές τους και τις θλίψεις τους όπως συμβαίνει σ' έναν ζωντανό άνθρωπο. Έτσι πήγαιναν τακτικά στον τάφο τους. Το φθινόπωρο του 1993 η Σύνοδος των Επισκόπων της Αμερικής με υπεύθυνο τον Αρχιεπίσκοπο Αντώνιο του Σαν Φρανσίσκο, αφού έγινε μία παννυχίδα στον τάφο του Αγίου, αποφάσισαν να τον ανοίξουν. Μόλις άνοιξαν την λάρνακα, είχε σκουριάσει λίγο το φέρετρο γιατί ήταν μεταλλικό, άνοιξαν με φόβο Θεού και προσευχή το φέρετρο. Το πρόσωπο του Αγίου ήταν σκεπασμένο με τον αέρα (κάποιο πανί) και η ματιά τους έπεσε στ' άφθαρτα χέρια του Αγίου. Ξεσκέπασαν και το πρόσωπο του και αποκαλύφθηκε και το άφθαρτο πρόσωπο του. Μια υπερκόσμια πνευματική γαλήνη, μια ευλαβική σιωπή απλώθηκε παντού. Βίωναν όλοι στιγμές θείας Χάριτος μπροστά στον Άγιο του Θεού. Αποφασίστηκε και την επόμενη χρονιά το 1994 στις 2 Ιουλίου να γίνει η ανακήρυξη του Αγίου επίσημα πλέον. Ο Θεός δεν μας εγκατέλειψε και μας έστειλε ένα μεγάλο Άγιο να πρεσβεύει για εμάς δίπλα στον Θρόνο του Θεού στα χρόνια αυτά της γενικής αποστασίας μας από τον Θεό.
Ο Καθεδρικός Ναός με τους χρυσούς τρούλους και που είναι αφιερωμένος στην Παναγία, στην χαρά των θλιβομένων, βρίσκεται στη λεωφόρο Γκίρι μεταξύ 26ης και 27ης λεωφόρου και είναι το κτίριο που δεσπόζει στην βορειοδυτική πλευρά του Σαν Φρανσίσκο. Ο Ναός είναι ορατός από πολλά σημεία της πόλης, ή έρχεσαι από τη θάλασσα ή από την γέφυρα Χρυσή πύλη. Το κουβούκλιο του τάφου βρίσκεται δύο πατώματα κάτω από το Ιερό. Κατεβαίνει σ' ένα υπόγειο παρεκκλήσιο με χαμηλό αγιογραφημένο ταβάνι με τον Παντοκράτορα και με αγιογραφίες στους τοίχους και γυαλιστερό μαρμάρινο δάπεδο. Εδώ έρχονται καθημερινά, μετά την κοίμηση του οι πιστοί και προσεύχονται στον τάφο του. Χιλιάδες πιστοί επισκέπτονται τον Άγιο, άλλοι του στέλνουν γράμματα και ζητούν την βοήθεια του και τις προεσβείες του. Ζητούν το νήμα από τα κεριά που ανάβουν στον τάφο του και λίγες σταγόνες λάδι από την καντήλα που καίει εκεί.
 Κάθε χρόνο στις 2 Ιουλίου τελείται η Θεία Λειτουργία και καταφθάνουν εκεί στο παρεκκλήσιο του τάφου του πλήθους κόσμου. Στο κέντρο βρίσκεται η λάρνακα που είναι σκεπασμένη με τον μανδύα του Αγίου, γύρω υπάρχουν μανουάλια με κεριά αναμμένα. Στην κεφαλή της λάρνακας βρίσκεται τοποθετημένη η Επισκοπική μίτρα του Αγίου και η ποιμαντορική του ράβδος βρίσκεται στο κάτω μέρος της λάρνακας. Και εκεί βρίσκεται ένα αναλόγιο με το Ψαλτήρι που το διαβάζουν οι πιστοί όταν πηγαίνουν στο Άγιο και μετά του λένε τα προβλήματα τους. Σ' ένα άλλο αναλόγιο δίπλα είναι η εικόνα των Εισοδίων της Παναγίας που την αφιέρωσε μια οικογένεια από την Κίνα στον Άγιο ως ευγνωμοσύνη που τους είχε βοηθήσει και έδωσε ένα ιερό όρκο η κυρία αυτή μαζί με την μητέρα της να δωρίσουν την εικόνα τους αυτή, το κειμήλιο τους στον Άγιο Ιωάννη στον τάφο του. Αυτή η εικόνα είχε έναν ιδιαίτερο νόημα για τον Άγιο, χωρίς αυτοί να το ξέρουν, γιατί στην ζωή μας τίποτα δεν συμβαίνει τυχαία. Αυτή την γιορτή των Εισοδίων της Παναγίας μας ο Άγιος την αγαπούσε πολύ, η κουρά του έγινε σε Μοναστήρι της Γιουγκοσλαβίας που ήταν αφιερωμένο στην εορτή των Εισοδίων. Επίσης την ημέρα των Εισοδίων πήγε ως Επίσκοπος στην Σαγγάη στον Ναό της Παναγίας μας που ονομαζόταν; «η αμαρτωλών Σωτηρία» και πάλι την ημέρα των Εισοδίων έρχεται στο Σαν Φρανσίσκο ως Επίσκοπος. Όταν παντρεύτηκε η κυρία αυτή πήγε στην Αμερική στον Σαν Φρανσίσκο και απέχτησαν έναν αγόρι των Ιωάννη. Όταν αργότερα κατατάχτηκε στο στρατό και θα τον έστελναν στον πόλεμο στο Βιετνάμ, το αγόρι που ευλαβείτο πολύ τον Άγιο Ιωάννη πήγε στον τάφο του και του άφησε μια φωτογραφία που είχε του Αγίου πάνω στην Επισκοπική του μήτρα, που βρίσκεται πάνω στην Λάρνακα και μετά από λίγες μέρες την πήρε ως ευλογία, την έβαλε στην τσέπη της στολής του στο μέρος της καρδιάς και πήγε στον πόλεμο. Και από ότι έγραφε στην μάνα του ο αξιωματικός γιος της ο Άγιος τον προστάτεψε και καμία σφαίρα δεν τον χτύπησε. Κάποτε το απόσπασμα του αιχμαλωτίστηκε και αυτός γλύτωσε, μία βόμβα έπεσε δίπλα τους, άλλοι τραυματιστήκαν σοβαρά και αυτός έμεινε αβλαβής.
 Η καντήλα πάνω από τη Λάρνακα του Αγίου καίει συνεχώς. Έρχονται εδώ όλοι με μια παιδική πίστη να μιλήσουν στον Άγιο, να παραπονεθούν για τις θλίψεις τους και ο Άγιος τους ακούει και τους βοηθάει. Ο Άγιος θέλει να προσευχόμαστε και να μην ξεχνάμε να μνημονεύουμε τους κεκοιμημένους από ένα περιστατικό που φανερώθηκε στον ύπνο κάποιου ανθρώπου και του είπε: «να προσεύχεσαι για τους κεκοιμημένους». Επίσης και σ' ένα διάκο φανερώθηκε και του είπε ότι: «είμαι πολύ ευτυχής που προσεύχεσαι για τους αρρώστους, πάντα να προσεύχεσαι και να επισκέφτεσαι τους αρρώστους». Σε κάποια γυναίκα που τον είδε στον ύπνο της, της είπε: «πείτε στον κόσμο παρόλο που έχω πεθάνει είμαι ακόμα ζωντανός» μία νοσοκόμα διηγείται ότι ένα βράδυ ένας σοβαρά άρρωστος ζητούσε τον Άγιο να πάει εκεί ένοιωθε ότι θα πέθαινε, είχε όμως ξεσπάσει μια καταιγίδα και με τον αέρα που φυσούσε κόπηκε το ρεύμα, δεν λειτουργούσαν και τα τηλέφωνα και η νοσοκόμα του είπε ότι τώρα δεν μπορούμε να τον ειδοποιήσουμε το πρωί θα πάει κάποιος στον Επίσκοπο. Σε μισή ώρα ακούστηκαν κτύποι στην είσοδο του Νοσοκομείου και όταν ρώτησε ο μισοκοιμισμένος φύλακας, ποιος είναι; - Ανοίξτε την πύλη, είμαι ο Επίσκοπος Ιωάννης, με κάλεσαν και με περιμένουν. Άνοιξε ο φύλακας και ο Άγιος διέσχισε γρήγορα τον διάδρομο και ρώτησε την νοσοκόμα: «ποιος είναι ο άρρωστος που με περιμένει, πήγαινε με σε αυτόν». Πως ο Άγιος διάβασε την σκέψη του αρρώστου και πήγε μέσα στην καταιγίδα στο νοσοκομείο δίπλα του; ήταν προορατικός και τα αψηφούσε όλα για τους ασθενείς του. Επειδή ταξίδευε συχνά αεροπορικώς και η σωρός του πάλι αεροπορικώς ήρθε από το Σιάτλ στο Σαν Φρανσίσκο, θεωρείται προστάτης των ταξιδευόντων αεροπορικώς, αλλά επειδή γλύτωσε κάποιος από τροχαίο θεωρείται και προστάτης των ταξιδιωτών.
 Μια δασκάλα φωνητικής, η Άννα, είχε βοηθήσει τον Άγιο στην Σαγγάη που ήταν. Του μάθαινε να προφέρει σωστά τα φωνήεντα, γιατί είχε πρόβλημα με το κάτω σιαγόνι του και δεν μπορούσε να προφέρει τις λέξεις. Από την πολλή νηστεία ήταν εξαντλημένος ο οργανισμός του και κρεμόταν πολύ το κάτω σιαγόνι του. Αυτός πάντα της έδινε σε κάθε επίσκεψη 20 δολλάρια. Μόλις άρχιζε την νηστεία, άρχιζε πάλι το ελάττωμα αυτό και τον επισκεφτόταν συχνά. Το 1945 τραυματίστηκε στον πόλεμο σοβαρά και ζητούσε να ‘ρθει στο νοσοκομείο ο Άγιος να την κοινωνήσει. Όμως είχε άσχημο καιρό με ανεμοθύελλα. Ήταν 10 με 11 την νύχτα, οι γιατροί της είπαν δεν μπορεί να γίνει αυτό, επειδή ήταν περίοδος πολέμου και το νοσοκομείο έκλεινε μετά την δύση του ηλίου. Το πρωί θα ειδοποιούσαν τον Επίσκοπο. Εγώ φώναζα: έλα Βλαντίκα, και ξαφνικά ανοίγει η πόρτα του θαλάμου και μπαίνει μέσα ο Άγιος μουσκεμένος από την βροχή. Τον άγγιξα γιατί νόμισα πως ήταν το πνεύμα του, εκείνος χαμογέλασε, με κοινώνησε και εγώ κοιμήθηκα. Όταν αργότερα ξύπνησα τους είπα ότι ήρθε ο Άγιος και με κοινώνησε, αυτοί όμως δεν με πίστεψαν το νοσοκομείο κλείνει μετά την δύση μου είπαν, οι πόρτες είναι κλειστές. Μία άλλη ασθενής τους είπε ότι πράγματι είχε έρθει ο Άγιος εκεί, αλλά ούτε εκείνη την πίστεψαν. Και ενώ η νοσοκόμα που δεν την πίστευε της έφτιαχνε το προσκέφαλο, βρήκε 20 δολλάρια. Ο Άγιος όταν ήρθε της άφησε και λεφτά γιατί δεν είχε τίποτα εκείνο το διάστημα. Τα χρόνια πέρασαν, όταν έφυγε ο Άγιος για το Σαν Φρανσίσκο, ήρθε και εκείνη εκεί και ήθελε να την ψάλλει και να την κηδέψει ο Άγιος. Και πράγματι το 1968 πέθανε το βράδυ της Μεταμορφώσεως από αέριο από γκάζι του σπιτιού της και μία άλλη κυρία, η Όλγα, είδε στον ύπνο της εκείνο το βράδυ τον Άγιο μέσα στον Ναό να θυμιάζει ένα φέρετρο με την Άννα μέσα και να της ψέλνει τόσο ωραία την νεκρώσιμη ακολουθία. Έτσι ο Άγιος της εκπλήρωσε την επιθυμία της. Το πρωί έμαθε η Όλγα ότι εκείνο το βράδυ πέθανε η Άννα.
 Της Ζηναίδας της είχε αναθέσει τα δωρεάν γεύματα για πτωχούς, έπαιρνε λεφτά από το ταμείο του Αρχιεπισκόπου, ένα ποσό των 20 δολαρίων κάθε μήνα για το σκοπό αυτό. Μια μέρα της έκανε δώρο 10 γαλλικά φράγκα, εγώ λέει η Ζηναίδα, τα ξόδεψα όλα για το σκοπό αυτό και ειδικά αυτόν τον μήνα έκανα πολλά έξοδα και χρώσταγα 70 δολλάρια. Δεν ήξερα τι να κάνω, έκανα προσευχή στον Άγιο (γιατί έλειπε στην Αμερική), του ζητούσα να με βοηθήσει, κάνω αυτό που μου είπες, αλλά τώρα έχω πολλά προβλήματα, βοήθησε με. Και το πρωί ο ταχυδρόμος της έδωσε ένα γράμμα από το ταμείο του Αρχιεπισκόπου. Νόμισε πως θα ήταν τα συνηθισμένα 20 δολλάρια μέσα, όταν όμως το άνοιξε βρήκε 70 δολάρια, ακριβώς όσα χρωστούσε. Πήγε λοιπόν και ξεχρέωσε, έγραψε και ένα ευχαριστήριο γράμμα και τον επόμενο μήνα ήταν πάλι τα καθιερωμένα 20 δολλάρια. Εκείνα τα λεφτά της τα είχε στείλει ο Άγιος. Πριν φύγει της ανέθεσε να φροντίζει ένα ορφανό παιδί, τον Βλαντιμίρ. Αλλά κάτι με τα δωρεάν γεύματα, κάτι με την ηλικιωμένη μητέρα της και τον θείο της έσπασαν τα νεύρα της και άρχισε να παρακαλεί τον Άγιο να τη βοηθήσει να τα βγάλει πέρα. Θα τα παρατήσω, έλεγε, δεν αντέχω άλλο. Και το βράδυ είδε στον ύπνο της τον Άγιο να έρχεται  σπίτι της και να πηγαίνει σε αυτήν μόνο και να την ευλογεί. Το πρωί ο ταχυδρόμος της έφερε ένα δέμα, ένα περιοδικό που είχε την μορφή του Αγίου όπως τον είχε δει στον ύπνο της και στο εξώφυλλο ένα σημείωμα: «Στην Ζηναίδα». Αμέσως πήρε χαρά και δύναμη να συνεχίσει τον αγώνα της αυτό. Άλλη μια φορά την έσωσε από βέβαιο θάνατο. Μια μέρα ενώ θα έβγαινε έξω, κοιτώντας από το παράθυρο τον κόσμο είχε ανάμεσα σε κάτι αυτοκίνητα κάτι σαν μια μικρή σωλήνα, την κυρίεψε η περιέργεια και άρχισε να ντύνεται για να πάει κάτω να δει να το κλωτσήσει. Τότε κτυπάει η πόρτα, ανοίγει ήταν ο Άγιος. Μπήκε μέσα, κάθισε στην πολυθρόνα 5 λεπτά και έφυγε χωρίς να της πει τίποτα. Τότε ξανακτυπά στο παράθυρο και είδε αστυνομικούς στο δρόμο να παίρνουν με πολλή προσοχή αυτό το παράξενο πράγμα. Κατέβηκε γρήγορα κάτω και έμαθε ότι ήταν βόμβα και θα ήτα νεκρή που σκεφτόταν να το κλωτσήσει εάν δεν την καθυστερούσε ο Άγιος Ιωάννης.
 Μια κυρία άρρωστη με πρόβλημα καρδιάς, φορούσε μια κονκάρδα με τον Άγιο Ιωάννη και μια μέρα λιποθύμησε στην Εκκλησία, τότε ο ψάλτης την σταύρωσε με την κονκάρδα, προσευχήθηκε στον Άγιο Ιωάννη να την κάνει καλά και πράγματι αμέσως συνήλθε.
 Μια μέρα λέει η Ζηναίδα είχε μαγειρέψει η μητέρα της ένα φαγητό, τα βαρενίκι, που το τρώνε πολύ στην Ρωσία είναι ένα είδος ζυμαρικών με τυρί και θα πήγαινε στον Επίσκοπο Ιωάννη. Τα είδε στο τραπέζι ο θείος της και τα λαχτάρησε, πήγε η Ζηναίδα στον Άγιο μετά το φαγητό μαζί με τα βερανίκι και ο Άγιος έφαγε πολύ λίγο από τα τρόφιμα που του πήγε, τα βερενίκι όμως δεν τα άγγιξε καθόλου, τον πίεζε να φάει η Ζηναίδα, όμως αυτός δεν έφαγε καθόλου λες και προγνώριζε ότι τα είχε λαχταρήσει ο θείος της.
 Κάποτε σκεφτόταν να πάει να του ζητήσει ευλογία να πάει σε Μοναστήρι. Το βράδυ τον είδε στον ύπνο της και δεν της έδινε ευλογία και κοιτώντας στον τοίχο της λέει: για χάρη του μείνε, και άνοιξε ο τοίχος και βγήκε ένα μωρό. Εκείνη έκλαιγε και ξύπνησε και σε λίγες μέρες γέννησε η γυναίκα του αδελφού της, αλλά αρρώστησε από φυματίωση και πάνω στον μήνα πέθανε, και ο αδελφός της της έδωσε να μεγαλώσει το μωρό. Γι΄ αυτό τότε της είχε πει ο Άγιος αυτά τα λόγια. Τον νοιώθει τόσο κοντά της τον Άγιο Ιωάννη η Ζηναίδα ακόμη και τώρα που έχει πεθάνει. Κάποτε θα πήγαινε με τον ανηψιό της, τον Φιλίπ, στην Αμερική και ο ανηψιός της τα χάλασε τα λεφτά του, θα ‘χει η θεία μου, έλεγε, και δεν τους έφταναν για τα εισιτήρια. Της είχε στείλει και λίγα χρήματα κάποιος γνωστός της αρχιμανδρίτης εις μνήμη του αγαπημένου Επισκόπου Ιωάννη. Και αποφάσισαν να πάνε, αλλά τα χάλασε ο ανηψιός της τα δικά του και άρχισε να προσεύχεται στον Άγιο να την βοηθήσει. Έλεγε. Εάν νομίζεις πως αυτό το ταξίδι θα ‘ναι για το καλό του Φιλίπ, βοήθησε μας. Και εκείνη την ημέρα πήρε ένα σημείωμα από το ταχυδρομείο 7.700 φράγκων στ' όνομα της, ακριβώς το ποσό που χρειάζονταν για τα εισιτήρια. Πήγε στο ταχυδρομείο και της είπαν ότι μπορεί να πάρει αμέσως σήμερα τα χρήματα και τα πήρε χωρίς να χει μαζί της ούτε καν την ταυτότητά της. Ευχαρίστησα τον Άγιο που πάντα με βοηθάει. Ήθελε να πάρει κόκκινες κρυστάλλινες καντηλόκουπες από την Αμερική (γιατί στην Γαλλία δεν έβρισκε) και όλο το ξεχνούσε εκεί που γύριζε στην Αμερική, και μόλις πήγαν στον τάφο του Αγίου, αμέσως το θυμήθηκε και πήγε μετά και αγόρασε, ο Άγιος την βοήθησε να τις θυμηθεί. Την ευλογία του Αγίου Ιωάννη να έχουμε όλοι μας.
ΑΓΙΟΣ ΙΩΑΝΝΗΣ ΜΑΞΙΜΟΒΙΤΣ
ΕΠΙΣΚΟΠΟΣ ΣΑΓΓΑΗΣ ΚΑΙ ΣΑΝ ΦΡΑΝΣΙΣΚΟ
Απολυτίκιον.Ήχος πλ. Α'
Τον συνάναρχον Λόγον.
Ιωάννη Μαξίμοβιτς, αγγελόμορφε, ιεραρχών θεοφόρων και διδασκάλων σοφών εκλαμψάντων άρτι σάπφειρε πολύτιμε, ως Ορθόδοξων ασκητών καλλονήν και ποταμόν αστείρευτον θαυμασίων, σε ανυμνούντες ευχάς σου θερμάς προς Κύριον αιτούμεθα.
 ΚοντάκιονΉχος πλ. δ'.  Τη Υπερμάχω
             Τον ταπεινόν, απλούν, φιλόθεον, φιλάρετον, σεμνόν, μακρόθυμον, πραυν και ευμπάθητον, ευφημήσωμεν Ορθόδοξον ιεράρχην, Ιωάννην τον Μαξίμοβιτς, μελίσμασιν ως θαυμάτων φρέαρ όντως ακεσώδυνον, πόθω κράζοντες, Χαίροις, χάριτος σκήνωμα.
Μεγαλυνάριον. 
           Χαίροις, ιεράρχα νεοφανές, μάκαρ Ιωάννη, ταπεινώσεως κορυφή, χαίροις, ο ανύσας ουρανοδρόμον άρτι πορείαν και θαυμάτων κρήνη γενόμενος.
(Από την Ακολουθία του Αγίου ΙΩΑΝΝΟΥ ΜΑΞΙΜΟΒΙΤΣ, εκδ. Ι. Μονής Αγίου Νεκταρίου Τρίκορφου Φωκίδος 2006).
Πηγή: Ο Όσιος Φιλόθεος της Πάρου Τεύχος 23 Μάιος - Αύγουςτος 2008
Εκδόσεις "Ορθόδοξος Κυψέλη"  Θεσσαλονίκη