Δευτέρα 28 Μαΐου 2018

Η αγρυπνία του μοναχού στο κελλί του


Αφού είδαμε μέχρι τώρα τι ζητάμε από τον Θεόν στην αγρυπνία μας, για να είναι ένα σάλτο προς τον Θεόν και όχι ένα σκοτάδι, ένα μαρτύριο, τώρα ας πλησιάσωμε περισσότερο την ώρα αυτή της αγρυπνίας.
Είμαστε μόνοι στο κελλί, δεν υπάρχουν άλλα πρόσωπα, ούτε μεταφέρομε μέριμνες ή λογισμούς. Όταν όλα τα θέτωμε εκποδών από το μυαλό και την καρδιά μας, δεν ευρίσκουν κάποιο σημείο για να κολλήσουν. Ό,τι είναι ξένο προς την ζωή μας, δεν έχει καμιά όρεξι να μπή στον νου ή στην καρδιά μας· μόλις πλησίαση, φεύγει ευθύς αμέσως. Οτιδήποτε κολλάει στο μυαλό μας, σημαίνει ότι το θέλομε, το αγαπούμε, υπάρχει ήδη στο βάθος της ψυχής μας. Βεβαίως, ο Θεός επιτρέπει στον σατανά να βάλη κάτι πειραστικό μέσα στον άνθρωπο, αλλά μόνον σε έναν πνευματικό άνθρωπο, για να αποκτήση περισσότερη δόξα, τιμή και απόλαυσι. Γενικώς όμως, όλα όσα έχομε στον νου, προέρχονται από τον βαθύτατο χώρο της βουλήσεως και της καρδιάς μας. Εάν αυτά τα αποβάλωμε με μία βουλητική διάθεσι, τότε μένομε ελεύθεροι και μπορούμε να γεμίσωμε με ό,τι θέλομε την ώρα και τον νου μας. Με τί θα γεμίσωμε λοιπόν την λειτουργία μας; Με ποιούς θα ασχοληθούμε;
Εφ’ όσον είμαστε μόνοι μας, το πρώτο που θα κάνωμε είναι να φέρωμε κοντά μας, με το δικαίωμα που μας δίνει ο ίδιος ο Θεός, τον Θεόν μας. Δεν χρειάζεται να κουρασθούμε, διότι ο Θεός είναι παρών. Δεν ζητάμε από τον Θεόν τίποτε, παρά μόνον να νοιώσωμε και να πιστεύσωμε αυτό που είναι αληθές. Ότι είναι παρών. Ακόμη και να θέλωμε, δεν είναι δυνατόν να απιστούμε στην παρουσία και στην οντότητα του Θεού. Κοι¬τάζομε μέσα στο σκοτάδι; Εκεί είναι ο Θεός. Κοιτάζαμε την εικόνα, τον τοίχο; Εκεί είναι ο Θεός. Παντού είναι ο Θεός.
Καμιά φορά η μιζέρια μας, ο αυθεντισμός μας, η αδράνειά μας, η ραθυμία μας, μας κάνουν να αναρωτιώμαστε πού είναι ο Θεός, διότι έτσι καλύπτεται η συνείδησίς μας και βολευόμαστε στην καθημερινότητά μας. Με την σκέψι ότι ο Θεός είναι μακριά μας, η ζωή μας ρυθμίζεται πολύ καλά και δεν έχομε καμία αγωνία. Αφ’ ης στιγμής όμως θέλομε να είμαστε συνεπείς με την αλήθεια ότι ο Θεός είναι ο εγγύς, ο ων, από την στιγμή εκείνη ο τα πάντα πληρών πρέπει να γίνη το πλήρωμα και του δικού μου κελλιού.
Ο πρώτος λοιπόν που γεμίζει το κελλί μου είναι ο Θεός. Ίσταμαι ενώπιον του Θεού, τον αγαπώ, τον αγκαλιάζω νοερώς ή αισθαντικώς, τον φιλώ, του χαμογελώ, του υπόσχομαι, τον παρακαλώ, τον βάζω να μου υπόσχεται, όπως έκαναν οι άγιοι της Εκκλησίας, γονατίζω μπροστά του, κλαίω, και σιγά- σιγά αρχίζω νοιώθω ότι ανοίγει για μένα η πύλη του ουρανού, ότι δεν είμαι τόσο τυφλός. Αν και τα νοερά μου μάτια έχουν ακόμη πολλή αμβλυωπία, η καρδιά μου, που είναι πιο ευαίσθητη, λυγίζει ευκολώτερα και μπορεί να αντιλαμβάνεται τον Θεον ταχύτερα. Αρχίζω τώρα να του μιλάω, να του εμπιστεύωμαι, να του ανοίγω την καρδιά μου, να του ζητώ, να του απαιτώ, και εκείνος, έχω την αίσθησι ότι με ακούει, διότι πάντοτε έχει την ευαισθησία να ακούη. Ο Θεός πάντοτε είναι πλήρης ακοής· κατά τον προφήτη σκύβει το ους του επάνω μας.
Εάν ο Θεός σκύβη, για να μας μιλήση, για να μας δώση τον λόγο του, πόσο μάλλον σκύβει για να ακούση την κραυγή της καρδιάς μας που πάσχει από την δική του απουσία. Έτσι, η οροφή μας γίνεται ένα άνοιγμα, ένα παράθυρο, και εγώ δεν είμαι μόνος, σπάει η παγωνιά της μοναξιάς. Μπορώ τώρα ό,τι κάνω να το κάνω με μεγαλύτερη επίγνωσι ότι το κάνω γι’ αυτόν. Ακόμη και αν θα έκανα ακροβατισμούς, είμαι βέβαιος ότι θα ένοιωθε τι ήθελα να του πω με αυτούς, πολλώ μάλλον με όλες αυτές τις προσπάθειες της ψυχής μου. Ζω κάτι πολύ ήρεμο, πολύ γλυκύ, κάτι που το αρχίζω μετά από την γαλήνη και την ησυχία, που τα επεδίωξα και τα πέτυχα. Με μία σωματικο-πνευματική προσπάθεια αμέσως το επιτυγχάνομε αυτό. Πρέπει να είναι κανένας πολύ ανήμπορος, ακρωτηριασμένος πνευματικά, αχρηστεμένος, για να μην μπορή να το πετύχη. Αλλά όλοι μας δεν προλάβαμε ακόμη να αχρηστευθούμε τόσο πολύ, ώστε να μην μπορούμε να ονομάσωμε τον Θεόν μας Θεόν ζώντα και άληθινόν.

Σάββατο 27 Ιανουαρίου 2018

Κυριακή Τελώνου και Φαρισαίου- «Ο Θεός, ἱλάσθητί μοι τῷ ἁμαρτωλῷ»


Ἀπόστολος: Β´ Τιμ. γ´ 10–15
Εὐαγγέλιον: Λουκ. ιη´ 10–14
Ἦχος πλ. δ. Ἑωθινόν: ΙΑ´
«Ο ΘΕΟΣ, ΙΛΑΣΘΗΤΙ ΜΟΙ Τῼ ΑΜΑΡΤΩΛῼ»
Ἡ σημερινὴ εὐαγγελικὴ περικοπὴ μᾶς παρουσιάζει δύο διαφορετικοὺς ἀνθρώπους, ποὺ ἀνέβησαν στὸ ἱερὸ νὰ προσευχηθοῦν. Ὁ Χριστὸς εἶπε τὴν παραβολὴ αὐτή, γιὰ νὰ τονίσει τὸν τρόπο, ποὺ πρέπει νὰ ἀπευθυνόμαστε στὸν Θεὸ διά τῆς προσευχῆς μέσῳ τῆς ταπεινώσεως καὶ αὐτομεμψίας.
Ἡ σκηνὴ εἶναι συγκλονιστικὴ καὶ ἡ ἀντίθεση μεταξὺ τῶν δύο ἀνθρώπων εἶναι ἔντονη. Ὁ ἕνας, Φαρισαῖος, μὲ τὴν ἐπιδεικτικὴ θρησκευτικότητα καὶ τὴν ἀλαζονικὴ εὐσέβεια, ἐμφανίζεται μπροστὰ στὸν Θεὸ ὄχι, γιὰ νὰ προσευχηθεῖ, ἀλλὰ νὰ ἀπαριθμήσει φωναχτὰ «πρὸς τὸ θεαθῆναι τοῖς ἀνθρώποις» τὶς θρησκευτικές του ἀρετὲς καὶ τὰ καλά του ἔργα, ποὺ ἐκ πρώτης ὄψεως εἶναι ἀξιέπαινα. Νήστευε δύο φορὲς τὴν ἑβδομάδα καὶ ἔδιδε τὴν δεκάτη (1/10) τῶν εἰσοδημάτων του σὲ δωρεὲς καὶ ἐλεημοσύνες.
Ὁ Κύριος δὲν καταδικάζει αὐτὲς τὶς ἀρετὲς τοῦ Φαρισαίου, ἀλλὰ τὸ κίνητρο αὐτῶν, τὴν ἀπουσία ἀγάπης πρὸς τὸν Θεὸ καὶ τὸν πλησίον, καὶ τὸν ἐγωϊσμό, τὴν αὐτοπροβολή, τὴν αὐτοδικαίωση. Τὰ τελευταῖα εἶναι, ποὺ καθιστοῦν τὰ καλὰ ἔργα τοῦ Φαρισαίου ἄκαρπα. Εἶναι μία πνευματικὴ παγίδα, ποὺ ἐμεῖς οἱ χριστιανοὶ ὀφείλουμε νὰ ἀποφύγουμε. Πολλὲς φορὲς ἡ εὐλάβειά μας καὶ ἡ ἐλεημοσύνη δὲν φθάνει στὰ μέτρα τοῦ Φαρισαίου. Πολλοὶ χριστιανοὶ πλέον δὲν νηστεύουν, ἡ ἐλεημοσύνη τους εἶναι περιορισμένη, καὶ γίνεται μὲ τρόπο ἐπιδεικτικό, γιὰ αὐτοπροβολή, χωρὶς ἀγάπη, προσβλητικὴ γιὰ τὸν ἀποδέκτη τῆς ἐλεημοσύνης.

Τί τάχα είναι η ταπεινοφροσύνη; (Τελώνου και Φαρισαίου. Κυριακή ΙΣΤ΄ Λουκά)




Ανάμεσα στις παραβολές που είπε ο Ιησούς Χριστός είναι και η παραβολή του Τελώνη και του Φαρισαίου. Σ’ αυτή την παραβολή ο ουράνιος Διδάσκαλος με απλά λόγια δίδαξε και είπε για την υπερηφάνεια και για την ταπεινοφροσύνη. Και η Εκκλησία, μπαίνοντας  στο Τριώδιο, διαβάζει την παραβολή αυτή, για να μας υπενθυμίσει πως η ταπεινοφροσύνη είναι το πρώτο σκαλοπάτι στην κλίμακα, που μας ανεβάζει στην πνευματική μας προκοπή και τελείωση. Το Τριώδιο, μέσα στο εκκλησιαστικό έτος, είναι μία περίοδος προσευχής και μετάνοιας των ορθόδοξων χριστιανών από σήμερα ως την εορτή του Πάσχα. Αλλ’ ας ακούσουμε την παραβολή του Τελώνη και του Φαρισαίου στη δική μας απλή γλώσσα.

«Είπε ο Κύριος αυτήν εδώ την παραβολή. «Δυό άνθρωποι ανέβηκαν στο ναό για να προσευχηθούν ο ένας Φαρισαίος και ο άλλος Τελώνης. Ο Φαρισαίος στάθηκε και προσευχόταν στον εαυτό του με αυτά τα λόγια. «Θεέ μου, σε ευχαριστώ, γιατί εγώ δεν είμαι σαν τους άλλους ανθρώπους, τους κλέφτες, τους άδικους, τους άτιμους ή και σαν τούτον εδώ τον Τελώνη· νηστεύω δυό φορές την εβδομάδα και δίνω το δέκατο απ’ όλα τα εισοδήματα μου». Κι ο Τελώνης στεκόταν από μακρυά και δεν ήθελε μηδέ τα μάτια του να σηκώσει στον ουρανό, μόνο χτυπούσε το στήθος του κι έλεγε· «Θεέ μου, συγχώρεσε με τον αμαρτωλό». Σας λέγω λοιπόν πως αυτός κατέβηκε στο σπίτι του δικαιωμένος μπροστά στο Θεό παρά ο άλλος. Γιατί όποιος περηφανεύεται θα ταπεινωθεί κι όποιος ταπεινώνεται θα υψωθεί».
Ο Ιησούς Χριστός είπε την παραβολή του Τελώνη και του Φαρισαίου για να καταδικάσει την υπερηφάνεια. Είχε να κάνει με τους Φαρισαίους, που ήσαν άνθρωποι γεμάτοι εγωισμό και υπεροψία· πίστευαν για τον εαυτό τους πως ήσαν δίκαιοι και άγιοι, περιφρονούσαν τους άλλους ανθρώπους και τους έβλεπαν όλους αμαρτωλούς. Αλλά τέτοιοι Φαρισαίοι βέβαια δεν ήσαν μόνο τότε, μα υπάρχουν πάντα, γεμάτοι υποκρισία και φουσκωμένοι από εγωισμό και υπερηφάνεια· αυτοί είναι σίγουροι για την αγιοσύνη τους κι όλους τους άλλους τους βλέπουν αμαρτωλούς. Γιατί τέτοια είναι η υπερηφάνεια· τυφλώνει τους ανθρώπους και τους σηκώνει τα μυαλά, και τους κάνει να βλέπουν τον εαυτό τους εκείνον που δεν είναι. Μα τέτοιους ανθρώπους υπερόπτες και φαντασμένους δεν τους θέλει ο Θεός.