Παρασκευή 7 Ιουλίου 2017

Ιερά Μητρόπολις Πειραιώς: Σχόλιο για τη σύσταση αταραξίας και εφησυχασμού από το Άγιον Όρος



ΙΕΡΑ ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΣ ΠΕΙΡΑΙΩΣ
ΓΡΑΦΕΙΟ ΕΠΙ ΤΩΝ ΑΙΡΕΣΕΩΝ ΚΑΙ ΤΩΝ ΠΑΡΑΘΡΗΣΚΕΙΩΝ
Εν Πειραιεί τη 6η Ιουλίου 2017
ΣΧΟΛΙΟ ΓΙΑ ΣΥΣΤΑΣΗ ΑΤΑΡΑΞΙΑΣ ΚΑΙ ΕΦΗΣΥΧΑΣΜΟΥ ΑΠΟ ΤΟ ΑΓΙΟΝ ΟΡΟΣ
Το Άγιον Όρος ήταν εδώ και δέκα αιώνες το προπύργιο της Ορθοδοξίας, όπου οι αγιορείτες μοναχοί «φύλαγαν Θερμοπύλες». Υπήρξε ο ισχυρός κυματοθραύστης, όπου έσπαγαν και διαλύονταν τα μανιασμένα κύματα των διαχρονικών πλανών και κακοδοξιών. Ο Αγιώνυμος Άθως ήταν συνώνυμος με τον αγώνα κατά των διαχρονικών επίβουλων της αμώμητης και σώζουσας πίστεως των Πατέρων μας. Αυτή η τραχιά, αλλά αγιασμένη, χερσόνησος είναι, σπιθαμή προς σπιθαμή, ποτισμένη από ποταμούς αιμάτων από ομολογητές μοναχούς, για την προάσπιση της αλήθειας της Εκκλησίας μας. Ο αγιορείτικος μοναχισμός υπήρξε ο μεγάλος ασυμβίβαστος με τις πτωτικές δυνάμεις του κόσμου.

Αυτά όμως μέχρι πρότινος. Με θλίψη, απογοήτευση και αγωνία διαπιστώνουμε τελευταία πως το Άγιο Όρος, που γνωρίζαμε, δεν υπάρχει πλέον, αλώθηκε από τις δυνάμεις του πτωτικού κόσμου και έγινε δυστυχώς θεράπων του σύγχρονου οικουμενιστικού οίστρου. Για να είμαστε ακριβείς, η άλωση αυτή αφορά κατά κύριο λόγο τις Ιερές Μονές, οι οποίες μεταβλήθηκαν σε άβουλα φερέφωνα των θιασωτών του οικουμενισμού. Αντίθετα, πλειάδα μεμονωμένων κελιωτών μοναχών έχουν διαχωρίσει τη θέση τους και δίνουν τον επιβεβλημένο αγώνα τους και τη μαρτυρία τους για τη Ορθοδοξία, εκθέτοντας τον εαυτό τους σε διωγμούς και διασυρμούς, για τις οποίες ευθύνονται οι Ιερές Μονές. Όσοι γνωρίζουμε την κατάσταση, κρίνουμε πως το Άγιο Όρος «βράζει», με απρόβλεπτες συνέπειες στο άμεσο μέλλον. 

Μια σαφής απόδειξη των ανωτέρω ισχυρισμών μας είναι η πρόσφατη απαράδεκτη ανακοίνωση – μήνυμα της Έκτακτης Διπλής Ιεράς Συνάξεως του Αγίου Όρους (17/30-6-2017), σχετικά με την, αρκετά ετεροχρονισμένη της, αποτίμηση της «Συνόδου» της Κρήτης.

Μελετώντας την, ο καθένας μπορεί να διαπιστώσει, ότι αυτή έγινε κατόπιν  παραγγελίας. Κι’ αυτό διότι έρχεται, ως προς το περιεχόμενό της, σε αντίθεση με κάποια παλαιότερα ελάχιστα αποσπασματικά κείμενα – κριτικές του Αγίου Όρους στις αποφάσεις της «Συνόδου» της Κρήτης. Σε εκείνα τουλάχιστον είχαν εκφραστεί κάποιες επιφυλάξεις, ενώ στην προκείμενη ανακοίνωση δεν γίνεται ο παραμικρός υπαινιγμός για τις αποδεδειγμένες κραυγαλέες αντορθόδοξες  πρακτικές και αποφάσεις της.

Ως αφορμή για την κοινοποίηση αυτής της ανακοίνωσης επικαλείται την «υποβόσκουσα ταραχή προκαλουμένη από αντιδράσεις κατά των αποφάσεων της Αγίας και Μεγάλης Συνόδου (Κρήτη, 2016). Προτείνονται αποτειχίσεις και διακοπαί του μνημοσύνου των οικείων επισκόπων. Επειδή είμεθα αποδέκται αυτών των ανησυχιών, και ευρισκόμενοι εντός της Εκκλησίας, απευθύνομεν προς όλους τον χαιρετισμόν του Αναστάντος Χριστού: Ειρήνη υμίν. Δεν υπάρχει λόγος ταραχής, εφ’ όσον ευρίσκεται μεθ’ ημών ο Αναστάς Κύριος». Αντί να εξετάσουν οι αγιορείτες πατέρες την αιτία της αναταραχής, καταφεύγουν σε ευχολόγια και το χειρότερο: προτρέπουν σε συμβιβασμούς και απραξίες! Τη στιγμή που τα ¾ των Ορθοδόξων δεν συμμετείχαν στη «Σύνοδο» της Κρήτης και οι πλέον έγκριτοι δογματολόγοι απέδειξαν ότι τα κείμενά της πάσχουν θεολογικά και εκκλησιολογικά, εκείνοι συστήνουν «ειρήνη» και απραξία! Πρακτική αδιανόητη για την χιλιόχρονη ιστορική πορεία και παράδοση του αγιορείτικου μοναχισμού!

Γιατί αποκυλίσθηκε ο λίθος από τη θύρα του μνημείου;Αρχιμανδρίτης Επιφάνιος Θεοδωρόπουλος


Χωρίς αμφιβολία δεν υπάρχει πιστός που να μη γνωρίζει, ότι κατέβηκε Άγγελος εξ ουρανού και αποκύλισε τον λίθο από τη θύρα του μνημείου, μέσα στο οποίο τοποθετήθηκε νεκρός και άπνους ο Δημιουργός της ζωής. Ελάχιστοι όμως έχουν ορθή γνώση για ποιο λόγο αποκυλίσθηκε ο λίθος. Οι περισσότεροι συγχύζουν δύο πράγματα ανεξάρτητα μεταξύ τους: την έξοδο του Κυρίου από τον τάφο και την αποκύλιση του λίθου. Νομίζουν, δηλαδή, ότι ο Άγγελος κατέβηκε και αποκύλισε τον λίθο για να βγει ο Κύριος και ότι, όταν έβγαινε, έγινε σεισμός, ο οποίος κατατρόμαξε τους φύλακες και έγιναν σαν νεκροί. Και έτσι νομίζουν, όχι μόνον απλοί πιστοί, αλλά και μερικοί κήρυκες του Ευαγγελίου. Σε πολλές δε εικόνες της Αναστάσεως, όχι βυζαντινές αλλά της Δύσεως, βλέπουμε τον Άγγελο να σηκώνει τον λίθο και τον Κύριο να βγαίνει από το μνημείο, ενώ οι φύλακες, τρομαγμένοι από τη θέα Του, πέφτουν κάτω σαν νεκροί. Αυτό είναι μια ιστορική ανακρίβεια!
lithos
Όποιος μελετά προσεχτικά τον Ευαγγελιστή Ματθαίο, διαπιστώνει, ότι ο Κύριος είχε βγει από τον τάφο πριν την κάθοδο του Αγγέλου, την αποκύλιση του λίθου και του σεισμού που έγινε την ίδια στιγμή. Ο λίθος δεν αποκυλίσθηκε για να βγει ο Κύριος, αλλά για να αποδειχθεί η έξοδός Του που ήδη είχε γίνει. Αποκυλίσθηκε, για να μπορέσουν οι Μυροφόρες γυναίκες που πλησίαζαν, να δουν κενόν τον τάφο και να πεισθούν για την Ανάσταση. Αλλά ας δούμε το ιερό κείμενο: «Τότε αυτοί πήγαν και ασφάλισαν τον τάφο, αφού σφράγισαν την πέτρα και άφησαν εκεί την φρουρά. Μετά το Σάββατο, τα ξημερώματα της επόμενης ημέρας, ήρθε η Μαρία η Μαγδαληνή και η άλλη Μαρία, για να δουν τον τάφο. Και ξαφνικά έγινε σεισμός μεγάλος, γιατί άγγελος Κυρίου, αφού κατέβηκε από τον ουρανό, ήρθε, κύλησε την πέτρα από την είσοδο και καθόταν πάνω της. Η όψη του ήταν σαν αστραπή και το ένδυμά του λευκό σαν το χιόνι. Από τον φόβο που προκάλεσε, ταράχτηκαν οι φύλακες και έγιναν σαν νεκροί. Μίλησε τότε ο άγγελος και είπε στις γυναίκες: «Μη φοβάστε εσείς, γιατί ξέρω ότι ζητάτε τον Ιησού τον σταυρωμένο. Δεν είναι εδώ, αναστήθηκε όπως είπε. Ελάτε να δείτε τον τόπο, όπου ήταν ο Κύριος. Πηγαίνετε γρήγορα και πείτε στους μαθητές του ότι αναστήθηκε από τους νεκρούς». (Ματθ. κζ’, 66 — κη'( 7).
Όπως καταλαβαίνει ο καθένας, δεν γίνεται εδώ λόγος σε κανένα σημείο για την Ανάσταση του Κυρίου. Η Ανάσταση προϋποτίθεται ότι είχε γίνει. Ο Άγγελος κατεβαίνει, για να δώσει απτή απόδειξη της Αναστάσεως στις Μυροφόρες που ήλθαν στον τάφο. Και γι’ αυτό, σηκώνει τον λίθο, για να τις διευκολύνει να μπουν στον τάφο, για να διαπιστώσουν ότι ήταν κενός. Αφού ανακοίνωσε το γεγονός της Αναστάσεως, λέει σ’ αυτές ότι μπορούν να εξακριβώσουν την αλήθεια των λόγων του, κοιτάζοντας και οι ίδιες: «Ελάτε να δείτε τον τόπον όπου ήταν ο Κύριος». Μην αμφιβάλλετε, δηλαδή, στα λόγια μου. Ο Κύριος πραγματικά αναστήθηκε! Και αν θέλετε αδιάψευστη απόδειξη γι’ αυτό, να ο τάφος! Ερευνήστε τον και θα διαπιστώσετε ότι αυτός είναι κενός. Και οι Μυροφόρες μπήκαν στο μνημείο και αφού διαπίστωσαν ότι ήταν κενό, βγήκαν «με φόβο και μεγάλη χαρά» (Ματθ. κη’, 8).
Ο λίθος λοιπόν σηκώθηκε για τις Μυροφόρες (και για τους Μαθητές, που μετά από λίγο έτρεξαν και αυτοί,) και όχι για τον Κύριο. Σηκώθηκε για την είσοδο των Μυροφόρων και των Μαθητών, και όχι για την έξοδο του Κυρίου. Ο Κύριος, προσθέτοντας το ένα θαύμα πάνω στο άλλο, βγήκε από τον τάφο χωρίς να μετακινήσει τίποτε. Και ο βαρύς λίθος ήταν στη θέση του και οι σφραγίδες παρέμεναν άθικτες και οι φύλακες ήσυχοι παρατηρούσαν την γύρω περιοχή, όταν ο Αρχηγός της Ζωής και Νικητής του θανάτου έβγαινε από τον τάφο. Κανένα σημάδι δεν φανέρωσε αυτό που έγινε, κανένας ήχος ή θόρυβος δεν φανέρωσε αυτό που συνέβη. Όλα ήταν ήσυχα και ήρεμα, και οι φύλακες, χωρίς να καταλάβουν την ανάσταση και έξοδο του Μεγάλου Νεκρού, θα εξακολουθούσαν να φρουρούν για πολύ χρόνο τον κενό πλέον τάφο, αν η κάθοδος του Αγγέλου δεν τους απάλλασσε απ’ αυτόν τον κόπο…
Οι ιεροί Υμνογράφοι, μελετώντας με μεγάλη προσοχή τα ιερά κείμενα και εμβαθύνοντας σ’ αυτά με δύναμη που μας καταπλήσσει, δεν ήταν δυνατόν να μην παρατηρήσουν και αυτήν την λεπτομέρεια, για την έξοδο του Κυρίου από τον τάφο χωρίς να σηκωθεί ο λίθος, χωρίς να καταστραφούν οι σφραγίδες, χωρίς να καταλάβουν οι φύλακες. Και ψάλλουν με θαυμαστό τρόπο: «Όντως, παράνομοι, σφραγίσαντες τον λίθον, μείζονος ημάς θαύματος ηξιώσατε… Δεύτε ίδετε Ιουδαίοι πώς ου διέρρηξε τας σφραγίδας ο τον θάνατον πατήσας…» (Αναστάσιμον στιχηρόν των Αίνων, β’ ήχου). —«Κύριε, εσφραγισμένου του τάφου υπό των παρανόμων, προήλθες εκ του μνήματος, καθώς ετέχθης εκ της Θεοτόκου. Ουκ έγνωσαν πώς εσαρκώθης οι ασώματοί σου Άγγελοι· ουκ ήσθοντο πότε ανέστης οι φυλάσσοντές σε στρατιώται…» (Αναστ. στιχ. Αίνων, πλ. α’ ήχου). «Κύριε, ώσπερ εξήλθες εσφραγισμένου του τάφου, ούτως εισήλθες και των θυρών κεκλεισμένων προς τους μαθητάς σου…» (Ομοίως). —«Φυλάξας τα σήμαντρα σώα, Χριστέ, εξηγέρθης του τάφου, ο τας κλεις της Παρθένου μη λυμηνάμενος εν τω τόκω σου…» (Τροπάριον της ς’ Ωδής του Κανόνος του Πάσχα). —«Εσφραγισμένου του μνήματος, η Ζωή εκ τάφου ανέτειλας, Χριστέ, ο Θεός· και των θυρών κεκλεισμένων, τοις μαθηταίς επέστης, η πάντων Ανάστασις…» (Απολυτ. της Κυριακής του Θωμά).
Πράγματι πόσον ωραία και πόσον ποιητική είναι η σύγκριση της θαυματουργικής εξόδου του Κυρίου από τον σφραγισμένο τάφο, με την είσοδό Του στον κλειστό χώρο, που ήσαν συγκεντρωμένοι οι Μαθητές, ή με την γέννησή Του από την Παρθένο και Αδιάφθορη Μητέρα Του!…

Αρχιμανδρίτου Επιφανίου Θεοδωροπούλου, Αρθρα, Μελέται- Επιστολαί, τ. Α΄, εν Αθήναις 1981, σ. 507-509.

Η σχέση μας με το Χριστό: Αίσθηση Ανάστασης και Ευχαριστίας Ηρακλής Αθ. Φίλιος, Βαλκανιολόγος-θεολόγος


ΑΝΑΣΤΑΣΕΩΣ ΑΙΣΘΗΣΙΣ
ΦΥΣΕΩΣ ΘΕΑΝΘΡΩΠΙΝΗΣ – ΕΥΧΑΡΙΣΤΙΑΚΩΣ ΕΝΕΡΓΟΥΜΕΝΗΣ.
                                                                                      Για τη φωτοδοσία της, που έκανε το
σκότος μέσα μου να λάμψει ως μεσημβρία

Μόνο το παραλήρημα ενός αθεϊστή θα ήταν ικανό να διακόψει τη συγκέντρωση του νου στο βάθος της ανέκφραστης μη κατανοουμένης, βιωμένης δε αισθήσεως του μυστηρίου. Νομίζω πως είναι η πλέον αρμόζουσα λέξη μιας και δεν σχετίζει την αναφορά της με πράγματα και συμβεβηκότα που δεν συναντούνται στο πρόσωπο του Θεανθρώπου κατά Ιωάννη Δαμασκηνό.
Μπορεί να είναι ψηλά το μέρος της σταύρωσης, μπορεί να έχει πολύ πόνο και το βάδισμα και η σταύρωση, όμως «ἀναλαμβάνω τό ήμα, ἵνα στήσω το νόημα» κατά χρυσοστομικό λόγο. Νόημα νοημάτων, άρρητων συνάμα δε εκφραζομένων λεκτικώς και βιωματικώς συν – αισθημάτων, εξ’ αισθήσεως θεανθρωπίνης, ομολογώ ενεργουμένης μονοφυσιτικώς τῷ τρόπῳ, ἤτοι ως ευχαριστίας «εξεμπλάριον αγάπης» κατά Ιγνάτιο Θεοφόρο. Και ίσως είναι μία ακόμη μονοφυσιτική αποκάλυψη του ανέκφραστου ωραίου στην πνευματικότητα που γεννάται στο μυστήριο της αθανασίας. Δογματικώς ο μονοφυσιτικός τρόπος απέρριψε το μυστήριο, αφού δεν είδε τον Υιό και Λόγο του Θεού ως το δεύτερο πρόσωπο της Αγίας Τριάδος αλλά «βίασε» την υποστατική ένωση των φύσεων Του, καταργώντας το μεγαλείο της φιλάνθρωπης αντίδοσης των ιδιωμάτων.
Green-fields
Τοιουτοτρόπως όταν το μυστήριο νοείται δεν είναι μυστήριο, άρα και μη σωτηριώδες, επομένως δε και κτιστό σε κάθε σύνολη έκφραση αιρετικών αστοχιών, μάλλον δε εγωισμών. Διότι ο εγωισμός δεν παραδέχτηκε τη σάρκωση, την Ανάσταση, τη θεία χάρη. Εν γένει το κατέβασμα του Θεού στη γη. Βλέπετε, οι άνθρωποι συνήθισαν εκείνοι να πηγαίνουν στον θεό που πιστεύουν. Ο Τριαδικός Θεός, ο άσαρκος μιας παλαιάς συμφωνίας αλλά πλέον «ἐν δύο φύσεσιν ἀσυγχύτως, ἀτρέπτως, ἀδιαιρέτως, ἀχωρίστως, γνωριζόμενος» γνωρίζεται. Κατά Καβάσιλα «ἐν αἰνίγματι» και «ἐν εσόπτρῳ» Ο «Deus secretus» πλέον είναι ο «Deus publicus» σύμφωνα με τον ιερό Αυγουστίνο. Και γνωρίζεται όχι νοητικώς αλλά ευχαριστιακώς.
Το ολίσθημα της Δύσης διαχέεται στα κείμενα των Nietzsche, Schopenhauer που με στηλιτευτικό λόγο κάνουν το γερμανικό προτεσταντικό πνεύμα να απολογηθεί για την απώλεια του συσχετισμού με τον Θεό, της κοινωνίας του ανθρώπου με τον υπεράνω εμού, ο Οποίος δεν ασφαλίζει την ύπαρξη  Του εντός των ορίων της βεβαιότητος που Του παρέχει η φύση των προσώπων, αλλά κατεβαίνει στη γη για να ανεβάσει τον άνθρωπο. Και δεν είναι μόνο το αίμα Του που λυτρώνει τον πεσμένο και ξεχασμένο άγνωστο, αλλά το ευχαριστιακό γίγνεσθαι στο πνευματικό απόρρητο τῇ φύσει, αλλά την ίδια στιγμή γνωριζόμενο ως αίσθηση ευχαριστιακής μετοχής στο Σώμα και Αίμα.
Στη ιστορία της Οικονομίας συναντάται μία υπέροχη συνέχεια. Ουδέποτε μία μονομέρεια, ένας εγκλωβισμός και φυσικά ένας ηθικός καθωσπρεπισμός. Αυτή η χωροχρονική αντίληψη του άπειρου και της ακατάληπτης δόξας που φέρεται να οριοθετείται γύρω από μία αγία Τράπεζα, φανερώνει το αχώρητο της σε ένα φυσικό και οντολογικό χώρο. Όσο κι αν επιχειρείται να τυπωθεί με γράμματα η αντίληψη αυτή αφενός μεν  δεν ερμηνεύεται ικανοποιητικώς, αφετέρου δε δεν γνωρίζεται νοητικώς. Έχουμε να κάνουμε με την αναίρεση της πλήρωσης ενός χώρου, της ταύτισης με τη στιγμή ενός χρόνου και τη βίωση του ανεκπλήρωτου, αυτής της ανικανοποίητης διαστροφικής ματαιότητας που κυοφορεί την αγωνία του ανθρώπου να βουτήξει εκεί που δεν μπορεί να γεμίσει.
Πάραυτα έρχεται ο Μάξιμος Ομολογητής και με το τρίπτυχο του σημειώνει το επέκεινα της ευχαριστιακής εμπειρίας ως «σκιά-εικόνα-αλήθεια», μυσταγωγώντας αναστημένο Χριστό στην ολότητα του διφυούς – κατά Γρηγόριο Νύσση – ανθρωπίνου προσώπου. Θα μας πει λοιπόν  ο Μάξιμος πως «σκιά τά τῆς Παλαιᾶς, εἰκών τά τῆς Νέας Διαθήκηςλήθεια τῶν μελλόντων κατάστασις». Κι αν το χωρίο αυτό δείχνει να κινείται σε πλατωνική ατμόσφαιρα (η αντίληψη για τους όρους «εικόνα, «αλήθεια») εντούτοις η έκπληξη έρχεται στο τέλος. Στην «κατάσταση των μελλόντων» που είναι τα αληθή τελούμενα της συνάξεως όπως θα πει ο Μάξιμος και τα οποία δεν σχετίζονται με την «πλατωνικού τύπου ιδεατή πραγματικότητα, αλλά σε μια πραγματικότητα του μέλλοντος, στη μέλλουσα Βασιλεία» καταπώς σημειώνει ο Γέρων Περγάμου Ιωάννης Ζηζιούλας.
Η ασκητική της αγάπης την οποία ο άνθρωπος αγνοεί έγκειται στην αναγνώριση του άλλου όπως ο εαυτός μου. Αυτός ο άλλος είναι ο Χριστός. Η σχέση μου με τον άλλον περνάει μέσα από τον Χριστό, όπως και η σχέση μου με τον Χριστό περνάει μέσα από τον άλλον. Η κοινωνία λοιπόν αυτή της σχέσης, του συσχετισμού μου στο πρόσωπο του Χριστού δεν είναι λογική αναγκαιότητα αλλά βιωματική ύπαρξη της πεπτωκυίας φύσης στο αχώρητο μυστήριο του σεσαρκωμένου Λόγου που πλέον τρώγεται και πίνεται «εἰς ἄφεσιν ἁμαρτιῶν καί εἰς ζωήν αἰώνιον». Αυτή η αναστάσιμη αίσθηση ενεργεί ευχαριστιακά. Σαν την πανήγυρη που θα στηθεί μέσα στους ιερούς ναούς λίγο μετά τα μεσάνυχτα του Μ. Σαββάτου!

Η ενίδρυση του νοός εν τω Υπερώω τόπω και η αιωνίζουσα πανσθενουργός Κένωση


Όπως κάθε χρόνο, ή μάλλον υπέρχρονα και πάντοτε, νύν και αεί, ο Λόγος του Θεού, ο σαρκωθείς Υιός του ανθρώπου, επείγεται του να φτάσει στο πάθος από υπερβάλλουσα αγαθότητα δια την σωτηρία του εμού χρωτός.
Ενίδρυσις νοός_featured
Εκουσίως μολών σπεύδει προς τον Σταυρόν και τον Θάνατον και ως παντεχνήμων τα πάντα μηχανεύεται για να σώσει εμένα, εσένα , τον καθένα, τον ζοφώδη και ασέληνο, τον δόλιο και επίβουλο της αυτού αγαθότητος, τάχατες φίλον και μαθητήν της θείας διδασκαλίας Αυτού.
Όντας όμως προδότης ή αρνητής της μόνης αυτοζωής και συγκυλινδούμενος εν τη εσχάτη αβύσσω των αμαρτημάτων, θεωρεί τον εαυτόν του πάντων εσχατώτερον, εβδελυγμένον, βεβυθμισμένον στις δυσωδίες και απελπισμένον ένεκα των βορβόρων ενθυμήσεων και πράξεων.
Αλλά οψέποτε ελθών εις εαυτόν εκ του ζοφερού ύπνου της ραθυμίας και κλαύσας πικρώς έρχεται προς Πατέρα, όστις με ανοικτές αγκάλες ο φιλεύσπλαχνος ,τον υποδέχεται θύοντας τον Μόσχον τον σιτευτόν. Εκείνος υπήκοος μέχρι θανάτου διακονεί εν τη αφάτω ταπεινώσει τοις θέλουσι Αυτόν, και εν τω συνδέσμω της κραταιάς αγαπήσεώς Του, ιερουργεί την ενθέωση του μυσταγωγούμενου, ενδύοντάς τον την ομόστολο μορφή του προσώπου Του.
Τότε έχοντας καιομένη λαμπάδα εξ αρετών συμπορεύεται Αυτώ βαστάζοντας τον σταυρόν της εθελούσιας πτωχείας του και αίροντας την απέκδυση της αισχύνης εκ καθημερινών πτώσεων.
Και καθεκάστην ώραν και ημέραν , τη οικειότητι Χριστού, υπερβαίνει την τυραννίδα της αυθαιρέτου γνώμης του, αποσβένει την ακάματη πυρκαγιά των νευρώσεων εκ της ενοχής και του φόβου, αποβάλλει την καπήλευση της υποκρισίας και επιγινώσκει τον τρόπον της διαλύσεως του χρέους του και δια της μετανοίας ορά το Φώς το Ανέσπερον και σιταρχεί την λάμπουσα τηλαυγέστερα θεία δόξα Του εν τη θημωνία της καρδίας του.
Ω, καλή θημωνία!!! Σιτοδότα Εύσπλαχνε Κύριε, δόξα σοι!
Μετά ταύτα επιλανθάνοντας κάθε άλλη ευφροσύνη και υπερβαίνοντας την ατάκτως κυματοτρόφον μαίνουσαν ροπήν του είναι του, και μεταστοιχειώσας το φθαρτόν μιμείται Αυτού τον τύπον, τον τρόπον και την αίσθησιν. Και εν τη αγαθότητι Αυτού προσκαλείται και καθέζεται δαιτυμόνας στην ψυχοτρόφον τράπεζαν, απολαμβάνοντας της δεσποτικής ξενίας του επαναβεβηκότος Λόγου εν τω υπερώω τόπω, ένθα εκεί πλέον ο νούς του στερεούται και ενίδρυται.
Εν σοι Κύριε μεγαλοπρεπώς καινοποιείς με, απαθανατίζον το πρόσλημμα.
Και ψάλλοντας τότε το «Χριστός ανέστη!», ακούει το «Αληθώς Ανέστη!» να αντιφωνεί εν θάμβει όλη η κτίσις.

«Θέλεις να γίνεις Άγιος»;αρχιμ. Ιάκωβος Κανάκης, Πρωτοσύγκελλος Ι.Μ. Γόρτυνος και Μεγαλοπόλεως


Στο ερώτημα αυτό η απάντηση είναι καταφατική.  Πώς επιτυγχάνεται όμως αυτό; Φαίνεται να είναι δύσκολο και ζητούμενο, αλλά θα δούμε ότι δεν είναι ζητούμενο. Από την διδασκαλία των αγίων Πατέρων μας είναι παραδεδομένος ο τρόπος που ο άνθρωπος φθάνει στην αγιότητα, στον τελικό δηλαδή σκοπό του.
Υπάρχει πράγματι μία οδός, που οδηγεί στον Θεό και η οδός  αυτή είναι η οδός της Εκκλησίας. Στην Αγία Γραφή, που είναι κείμενο εμπειριών «αυτοπτών» και «αυτηκόων» μαρτύρων της Αλήθειας, διαβάζουμε ότι και ο Χριστός ονομάζεται οδός («Ἐγώ εἶμι ἡ ὁδός…» Ἰω.14,6).  Αφού λοιπόν ο Χριστός είναι δρόμος καταλαβαίνουμε ότι και η αγιότητα είναι μια συνεχής κατάσταση που δεν έχει τέλος. Ποτέ δηλαδή δεν σταματάς την προσπάθεια, αλλά αντίθετα συνεχώς, όσο βρίσκεσαι στην ζωή, συνεχώς προσπαθείς. Έτσι η ίδια η αγιότητα είναι δρόμος! Μην ξεχνάμε ότι το πρώτο όνομα των χριστιανών ήταν οι «ἐπί τῆς ὁδοῦ».Το πρώτο στοιχείο που ήθελα να σας επισημάνω είναι αυτό ακριβώς, ότι η πορεία προς την αγιότητα είναι δρόμος, άρα δεν πρόκειται για μια στατική κατάσταση, αλλά για μια πορεία με συνεχή προσπάθεια μέχρι ο άνθρωπος να κλείσει  τα μάτια του για τον κόσμο αυτό.
Είπαμε λοιπόν για την πορεία προς τον Θεό.  Ας πούμε κάτι για εμάς τους ανθρώπους. Το δεύτερο σημαντικό βήμα για τον χριστιανό είναι η προσπάθεια να ακολουθήσει αυτόν τον δρόμο. Με σαφήνεια έχουν καταγράψει στα κείμενά τους οι άγιοι, ότι ο άνθρωπος μετά την πτώση δυσκολεύεται να διαβεί αυτόν τον δρόμο γιατί ρέπει προς τα πονηρά εκ νεότητος αυτού ή όπως ψάλλουμε «ἐκ νεότητός μου πολλά πολεμεῖ με πάθη…». Ζει μια παρά φύση κατάσταση, μια κοπιαστική ζωή, αφού η ψυχή του έχει πάθη και βιώνει τα αποτελέσματα αυτών των παθών που λέγονται αμαρτήματα. Τα πάθη λοιπόν είναι οι ρίζες και οι αμαρτίες οι καρποί. Ο αγώνας, η προσπάθεια λοιπόν του πιστού, είναι η εκρίζωση αυτών των παθών. Αυτό βέβαια ακούγεται θεωρητικό και απλό. Δεν είναι όμως, αφού ο άνθρωπος έρχεται σε αυτήν την περίπτωση σε αντίθεση με τον ίδιο του τον εαυτό. Ίσως είναι το πιο δύσκολο εγχείρημα της ζωής του, να έρθει δηλαδή κάποιος σε σύγκρουση με τον ίδιο του τον εαυτό.
Αν πάντως πάρεις την απόφαση αυτή να βαδίσεις αυτήν την στράτα, τότε χρειάζεσαι βοήθεια. Δεν μπορείς να το καταφέρεις μόνος σου. Χρειάζεται να εμπιστευθείς την πορεία σου σε έναν πνευματικό πατέρα. Είναι το πρόσωπο που θα σε οδηγήσει με ασφάλεια στον σκοπό αυτό. Και γι᾽ αυτό χρειάζεται να κάνεις καρδιακή προσευχή για να σου δοθεί αυτό το μεγάλο δώρο, δηλαδή να σου στείλει ο Θεός ως δώρο, αυτό το πρόσωπο που θα αναλάβει το δύσκολο αυτό έργο.
Με την σειρά του εκείνος, με την Χάρη του Θεού, θα εντοπίσει τα πάθη που υπάρχουν μέσα σου και θα ξεκινήσει την θεραπεία σου, η οποία δεν είναι πάντα ανώδυνη ή καλύτερα σχεδόν πάντα είναι επώδυνη, για τον λόγο που είπαμε, για το ότι δηλαδή καλείσαι να μην θωπεύεις πλέον τον εαυτό σου, αλλά να τον ελέγχεις, να μην τον δικαιολογείς, αλλά να τον βάζεις στην διαδικασία της αυτοκριτικής. Εκείνος θα σου προτείνει φάρμακα για την γιατρειά σου, όσα δηλαδή η Παράδοση της Εκκλησίας προτείνει για την κάθε περίπτωση, έχοντας στον νου του τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά της προσωπικότητάς σου.
Στην πνευματική αυτή προσπάθεια δεν είναι φυσικά αμέτοχος ο Θεός και εσύ δεν είσαι μόνος. Αυτός θα κατευθύνει τα πράγματα, Αυτός  θα σε ενισχύει στον αγώνα, Αυτός θα σε βοηθάει να φθάσεις στον σκοπό σου.
Σε τι ακριβώς θα σε βοηθήσει;
Βασικός σκοπός της πνευματικής πορείας είναι η απόκτηση της ταπείνωσης και η απομάκρυνση από τον εγωισμό. Δύο λοιπόν είναι οι πηγές του οδοιπόρου στον δρόμο πού αναφέραμε. Φροντίζεις να ξεδιψάς από τα καθαρά  καί κρυστάλλινα νερά της Πηγής που λέγεται ταπείνωση και απομακρύνεσαι από τα λασπωμένα νερά της άλλης πηγής που λέγεται εγωισμός, υπερηφάνεια, φιλαυτία κτλ. Ο Θεός καθημερινά θα σου δίνει ευκαιρίες για να ταπεινωθείς και για να απελευθερωθείς από τα δεσμά  της υπερηφάνειας. Στην δουλειά σου, στην καθημερινότητά σου θα γίνεται αυτό.  Έτσι αν πολλές φορές η φιλαυτία θα σου θολώνει το νου και δεν θα αναγνωρίζεις τις ευκαιρίες αυτές, φρόντισε να καθαρίζουν  τα μάτια σου,  να μένουν ανοικτά και να παρακολουθείς αυτά που θα γίνονται.
Σιγά-σιγά, μέρα με την ημέρα η συνεργασία αυτή του Θεού, του πνευματικού και φυσικά η δική σου θα αποδίδει καρπούς και θα το νιώθεις.
Παράλληλα με αυτά χρειάζεται να ζεις μέσα σε μια ανάλογη ατμόσφαιρα. Την ατμόσφαιρα αυτή συνθέτουν η συμμετοχή σου στην λατρεία της εκκλησίας, στα μυστήριά της και κυρίως στην Θεία Λειτουργία που είναι Το Μυστήριο. Ακόμα θα βοηθήσει πολύ η κατά μόνας προσευχή σου (χαιρετισμοί της Παναγίας, ο Παρακλητικός της κανόνας, όπως και οι παρακλήσεις άλλων αγίων).  Η μελέτη της Αγίας Γραφής και άλλων πατερικών βιβλίων, βοηθάει και αυτή με την σειρά της  στην δημιουργία της ατμόσφαιρας. Η ελεημοσύνη επίσης (όχι μόνο με χρήματα) ως προσφορά αγάπης σε ανθρώπους που το έχουν ανάγκη θα σε ενισχύσει. Αν για παράδειγμα επισκεφθείς ένα ίδρυμα με ορφανά παιδιά, ένα νοσοκομείο για να στηρίξεις έναν ασθενή. Αυτά αποτελούν δείγματα πραγματικής ελεημοσύνης, και από αυτά λοιπόν θα βοηθηθείς πολύ.
Τέλος, υπάρχει κάτι που μπορεί να σου δώσει την μεγαλύτερη ώθηση, που μπορεί να σε εκτοξεύσει πραγματικά. Να μην κατηγορείς ποτέ κανέναν! Αυτή είναι η πεμπτουσία της Πίστης μας. Αυτό είναι θα έλεγα το κοινό «μυστικό της επιτυχίας». Για όλους και για όλα μια καλή σκέψη, έναν καλόν λογισμό, και τότε θα κατοικήσει μέσα σου ο Χριστός, αυτό λέγεται αγιότητα. Έτσι θα ζεις την αγιότητα και θα οδηγήσε –σχεδόν χωρίς να το καταλάβεις- στην  σωτηρία της ψυχής σου.
Επειδή αυτό δεν είναι εύκολο να το πετύχουμε, αφού έχουμε μάθει να λέμε συνήθως ότι για όλα φταίνε οι άλλοι- χρειαζόμαστε καί πάλι βοήθεια. Θα μας τήν προσφέρει  αυτή που επικαλούμαστε στην προσευχή μας, που την θυμόμαστε τουλάχιστον στίς δύσκολες στιγμές μας, είναι η ίδια που βρίσκεται κοντά μας με τα ιερά εικόνισματά της.  Είναι η Παναγία! Αυτήν  έχουμε πάντοτε μπροστά μας και στις σκέψεις μας. Νά έχουμε στο νού μας αυτό: Η Παναγία που είναι το πρόσωπο της σιωπής και της υπακοής έχει να μας πεί πάρα πολλά για τον δρόμο που άνοιξε ο Υιός της. Αυτή θα μας βοηθήσει να πετύχουμε τον σκοπό μας, αφού απευθυνόμενοι στο Χριστό λέμε «δια της Θεοτόκου ελέησον ημάς»!

«ίνα ώσιν εν» (Ιω. 17,22): τί μας εμποδίζει;Πρωτοπρεσβύτερος Χρήστος Αιγίδης


Κάθε φορά που η δική μου αδυναμία δεν συντελεί στο «ίνα ώσιν εν»
δεν ζω αληθινά τη  χαρά Του…

Κάθε φορά που οι επιλογές μου δεν αποσκοπούν στο «ίνα ώσιν εν»
δεν βιώνω αληθινά την Ευλογία Του…
Κάθε φορά που η δική μου μικρότητα διασπά το «ίνα ώσιν εν»
δεν έχω υγιή αίσθηση της παρουσίας Του…
Σε κάθε περίπτωση που με δυσκολεύει η παρουσία του αδελφού μου
αντιδρώ στο λόγο Του  «ίνα ώσιν εν»
Όταν ο αδελφός μου ΔΕΝ είναι ο Παράδεισός μου αλλά μετατρέπεται στην κόλασή μου,
μάλλον δεν ισχύει το «ίνα ώσιν εν» Του…
Όταν αυτονομούμαι στην πνευματική μου ζωή και αποκόβομαι από την Εκκλησιαστική   Κοινότητα
δεν  είμαι στο «ίνα ώσιν εν» …
Το «ίνα ώσιν εν» θέλει αρχοντιά, κόπο, θυσία, ταπείνωση …

Οι πειρασμοί δεν νυστάζουν, ούτε κουράζονται! (Γέροντας Ιωσήφ Βατοπαιδινός)


Με την ευκαιρία του 8ου Μνημοσύνου του μακαριστού Γερ. Ιωσήφ Βατοπαιδινού, επαναδημοσιεύουμε έναν πνευματικό λόγο του.
Οι πειρασμοί δεν νυστάζουν, ούτε κουράζονται! Αν και πάντα είναι ωφέλιμοι, στη φύση τους όμως είναι βαρείς και κοπιαστικοί. Μόνον όταν ανοίξουν τα μάτια της ψυχής με τη φιλοπονία και το ταπεινό φρόνημα, γίνονται κατά κάποιο τρόπο, υποφερτοί, ακόμα και επιθυμητοί.

Η ματαιότης Μοναχός Αρσένιος Σκήτη Κουτλουμουσίου Αγίου Όρους


Πολλοί άνθρωποι ονομαστήκανε σοφοί ιδιαιτέρως στην προ Χριστού εποχή. Πράγματι τότες η σοφία ήταν στην πρώτη θέση που ο άνθρωπος ποθούσε να αποκτήσει. Αλλά και για να ακριβολογήσουμε ο σεβασμός προς τον Θεό υπερέχει της σοφίας. Όμως τότες στην αρχαία εποχή μόνον ο εβραϊκός λαός μπορούσε να πει ότι σέβεται τον αληθινό Θεό, τα δε άλλα έθνη της γης είχανε για θεούς τους δαίμονας, κατά τον προφητάνακτα Δαυίδ. Όμως κατά την διάρκεια τόσων πολλών αιώνων μόνον ένας άνθρωπος πάνω στη γη απέκτησε την περισσότερη σοφία από όλους τους ανθρώπους που γεννήθηκαν και θα γεννηθούν μέχρι της συντελείας του αιώνος. Και αυτός είναι ο προφήτης και βασιλέας Σολομών. Ο ίδιος ζήτησε από τον Θεό την σοφία για να κυβερνήσει τον αναρίθμητο λαό του Ισραήλ και ο Θεός όχι μόνο δεν του την αρνήθηκε, αλλά τον βεβαίωσε πως σε κανέναν δεν είχε δώσει τόση πολλή σοφία και ούτε ποτέ πλέον θα δώσει σε άνθρωπο περισσότερη ή και ίση σοφία σαν τον Σολομώντα.
Πολλοί βασιλείς προστρέχανε για να προσκυνήσουν και να θαυμάσουν τον βασιλέα Σολομώντα, αλλά ιδιαιτέρως για να ακούσουν και να ψηλαφήσουν τρόπον τινά οι ίδιοι αυτήν την σπουδαία και μεγάλη σοφία του Σολομώντος. Επιπλέον ήταν και ο πιο πλούσιος και ένδοξος βασιλιάς πάνω στην γη, μάλλον τον πλούτισε ο Θεός, όπως ο Ίδιος του υποσχέθηκε πως όσο θα ζει δεν θα είναι κανείς βασιλιάς πάνω στην γη ενδοξότερος και πλουσιότερός του. Άκουσε και η βασίλισσα της Σαβά για τον Σολομώντα και πήρε την απόφαση να τον επισκεφτεί για να τον θαυμάσει, αλλά και να του θέσει πολύ δύσκολα ερωτήματα, για να πειστεί και η ίδια αν πράγματι έχει τόση σοφία όπως διαλαλούσαν οι φήμες παντού. Και φυσικά δεν άργησε η βασίλισσα να το διαπιστώσει και μόνη της όταν επισκέφτηκε τον βασιλιά. Και τόσο πολύ θαμπώθηκε, που αναγκάστηκε να πει πως αυτά που άκουσε μισή αλήθεια μόνον καλύπτανε, διότι όταν αντίκρισε την πραγματικότητα, έμεινε άφωνη και δεν ήξερε να βρει λόγια να εγκωμιάσει τον βασιλιά. Όσο για τα δύσκολα ερωτήματα που έθεσε η βασίλισσα στον Σολομώντα έμεινε πάλι εκστατική και έκπληκτη, διότι ο σοφός βασιλιάς απαντούσε με πολλή άνεση και ευκολία στα δυσνόητα ερωτήματα της βασίλισσας. Και η βασίλισσα της Σαβά δεν ήταν ένα απλούτσικο μυαλό ενός συνηθισμένου ανθρώπου, αλλά ήταν μια σοφή βασίλισσα και εννοείται πως τα ερωτήματα που έθεσε στον Σολομώντα δεν ήταν για όλους τους ανθρώπους. Όμως επαναλαμβάνουμε ο βασιλιάς απαντούσε στη βασίλισσα με τόση ευκολία και σιγουριά σαν να τα έβλεπε με τα σωματικά μάτια μπροστά του.
Αυτός λοιπόν ο μεγάλος και ανεπανάληπτος στη σοφία βασιλιάς Σολομών, αφού είδαν τα μάτια του τα πάντα, ό,τι αγαθό υπάρχει πάνω στην γη και μάλιστα όπως λέει και ο ίδιος πως τα απόλαυσε όλα όσα επιθύμησε η ψυχή του, αυτός λοιπόν είπε τα μοναδικά και ανεπανάληπτα σε σοφία λόγια πως: «Ματαιότης ματαιοτήτων τα πάντα ματαιότης». Ας προσέξουμε καλά, διότι δεν τα είπε αυτά τα λόγια σε κατάσταση κάποιας θλίψεως, αλλά αντιθέτως ήταν σε κατάσταση πλήρους ψυχοσωματικής υγείας, που σημαίνει πως τα φοβερά αυτά λόγια είναι θεόπνευστα και έχουν πολύ μεγάλο ωφέλιμο νόημα για όσους θέλουν να τα μελετήσουν σε βάθος με ειλικρίνεια. Και αφού ο σοφός βασιλιάς με τις πέντε αυτές σοφές λέξεις μας αποκαλύπτει τι είναι στην πραγματικότητα η επίγεια ζωή, σαν συμπέρασμα και παραίνεση μας λέει πως: « Να σέβεσαι το Θεό και να τηρείς τις εντολές Του, αυτό είναι το παν για τον άνθρωπο».

«Την πρώτη φορά ήλθε για να σώσει τον κόσμο· τη δεύτερη θα έλθει για να τον κρίνει» (Κυριακή Απόκρεω).Μητροπολίτης Σερβίων & Κοζάνης Διονύσιος Ψαριανός


Τίποτ’ άλλο δεν είναι τόσο βέβαιο στη ζωή μας παρά ότι θα πεθάνουμε. Το γεγονός ότι γεννηθήκαμε και είμαστε σε τούτο τον κόσμο οδηγεί στη βεβαιότητα πως μια μέρα θα φύγουμε. Κάθε μέρα το βλέπουμε και το διαπιστώνουμε, πως άνθρωποι γεννιούνται κι άνθρωποι αποθνήσκουν· άλλοι έρχονται κι άλλοι φεύγουν. Αλλά κι άλλο ένα είναι το ίδιο βέβαιο, πως θα κριθούμε, πως θα δώσουμε δηλαδή λόγο για τη διαγωγή μας σε τούτη τη ζωή. Αυτή είναι κοινή πίστη, ριζωμένη μέσα σε όλους τους ανθρώπους όλων των λαών κι όλων των αιώνων. Αλλά έχουμε «βεβαιότερον τον προφητικόν λόγον»· η θεία Γραφή ομιλεί για τη μεγάλη και επιφανή ημέρα της κρίσεως, κι ο Ιησούς Χριστός για τη δευτέρα του παρουσία, καθώς θα το ακούσουμε αύριο στο Ευαγγέλιο της θείας Λειτουργίας.
Η δευτέρα παρουσία του Ιησού Χριστού και η κρίση είναι η πράξη του Θεού, στην οποία καταξιώνεται η διδαχή του Ευαγγελίου, η πίστη της Εκκλησίας και ο βίος των πιστών. Την ευαγγελική, ο άγιος Ιωάννης ο Χρυσόστομος την ονομάζει «ηδίστην», δηλαδή γλυκύτατη περικοπή, που οι πιστοί την ακούν από το στόμα του Κυρίου, τη μελετούν με σπουδή και την κρατούν στη μνήμη τους με κατάνυξη. Η Εκκλησία επισφραγίζει το Σύμβολο της πίστεως με την προσδοκία της αναστάσεως και της κρίσεως· «προσδοκώ ανάστασιν νεκρών…». Η πληροφορία της συνείδησης μας και ο λόγος του Ιησού Χριστού στην ευαγγελική περικοπή αρκούν για να μας πείσουν, αλλά είναι σαφής και ο λόγος του Αποστόλου, όταν γράφει προς Εβραίους· «απόκειται τοις ανθρώποις άπαξ αποθανείν, μετά δε τούτο κρίσις».
Αλλά πολλοί από τους ανθρώπους δεν το βάζουν στο μυαλό τους μήτε πως θα πεθάνουν μήτε πως έχουν να κριθούν από το Θεό για τα έργα τους. Είναι το χειρότερο που μπορεί να πάθει ο άνθρωπος. Βγάλε από μέσα σου τη μνήμη του θανάτου και το φόβο της κρίσεως κι ύστερα κατέβασες τον εαυτό σου στη θέση του κτήνους και δεν κρατιέσαι πουθενά. Μάλιστα όταν είσαι νέος. Οι νέοι, σαν και να μην είναι τόσοι γέροι γύρω τους, σαν και να μην το βλέπουν πως κάθε μέρα αποθνήσκουν άνθρωποι. Ξεγελιούνται λοιπόν από τα νιάτα τους κι από την υγεία τους και θαρρούν πως πάντα θα είναι νέοι, πως δεν θα πεθάνουν ποτέ και πως δεν έχουν να δώσουν λόγο για τον τρόπο της ζωής τους. Κι όμως το πιο ευεργετικό για όλους, κι όταν είμαστε νέοι κι όταν θα γεράσουμε, είναι η μνήμη του θανάτου. Όλη η ζωή των σοφών ανθρώπων και των άγιων του Θεού είναι μνήμη θανάτου. Όσο είναι πικρό, άλλο τόσο είναι και σωτήριο να θυμάται ο καθένας μας πως θα πεθάνει. Όποιος δεν ξεχνά το θάνατό του είναι κοντά, για να μην αμφιβάλλει πως τον περιμένει η κρίση και η ανταπόδοση του Θεού.
Ο Ιησούς Χριστός μίλησε καθαρά και είπε για τη δευτέρα και ένδοξη παρουσία του. Την πρώτη φορά ήλθε ταπεινά και φτωχά· τη δεύτερη θα έλθει με όλη τη θεϊκή του δόξα. Την πρώτη φορά ήλθε για να σώσει τον κόσμο· τη δεύτερη θα έλθει για να τον κρίνει. Την πρώτη φορά έδωσε την εντολή της αγάπης· τη δεύτερη θα κρίνει με δικαιοσύνη. Όχι μόνο ως Θεός ούτε μόνο ως άνθρωπος, αλλά ως Θεάνθρωπος· ως Θεός, που είναι απόλυτα δίκαιος και ως άνθρωπος, που ξέρει την ανθρώπινη ασθένεια. Ο ίδιος το είπε, ότι «ο Πατήρ πάσαν την κρίσιν δέδωκε τω Υιώ». Ο Υιός, που ήλθε για να σώσει τον κόσμο, ο Υιός και θα τον κρίνει. Και θα τον κρίνει με τα λιγότερα, για να σωθούν περισσότεροι, γιατί ο Θεός θέλει να σωθεί ο κόσμος. Δεν θα σωθούν μόνο όσοι δεν θα το θελήσουν, όσοι ούτε με διδασκαλία ούτε με σημεία θα θελήσουνε να πιστέψουν στο Χριστό. Αυτοί και τώρα το ίδιο λένε και τότε το ίδιο θα πουν «Κύριε, πότε σε είδομεν;». Πού και πότε τον είδαμε το Χριστό;
Εδώ τώρα είναι, που η ευαγγελική περικοπή, για τη δευτέρα παρουσία του Ιησού Χριστού και για την κρίση του κόσμου, παίρνει ένα απροσμέτρητο βάθος και μια μέγιστη κοινωνίκή σημασία. Όχι μεγάλα λόγια και θεωρίες, αλλά μικρά και καθημερινά πράγματα. Όχι τάχα θυσίες και θεαματικές πράξεις, άλλα ψωμί για τον νηστικό και ρούχο για τον γυμνό κι ένα ποτήρι νερό για τον διψασμένο. Το ελάχιστο, που μπορεί να δώσει ο καθένας κι όχι μόνο το μέγιστο, που μπορούν και πρέπει να δώσουν οι λίγοι. Όταν καταδικάζουμε την κοινωνική αδικία και ανισότητα, και δεν έχουμε άδικο, ξεχνάμε πως η αναλογία της ευθύνης πέφτει σε όλους. Και συμβαίνει όσοι μόνο φωνάζουν γι’ αυτά τα πράγματα, να μην είναι πάντα οι πιο φτωχοί και αδικημένοι. Αλλά είναι φυσικό, όταν το κοινωνικό κήρυγμα δεν ξεκινά από την πίστη στο Θεό, και σαν εφαρμογή της εντολής του Θεού για δικαιοσύνη και αγάπη, τότε χάνεται, σαν αόριστη και θεωρητική διδασκαλία, έξω από τα πρόσωπα και τα πράγματα, που είναι η ζωή. Και είναι πάλι φυσικό όταν δεν πιστεύουμε στο Θεό ούτε και στον άνθρωπο πιστεύουμε. Τότε δεν είναι ο άνθρωπος, σαν αδελφός μας και αδελφός του Ιησού Χριστού, που μας πονάει, αλλά το δόγμα και η θεωρητική διδασκαλία του κάποιου κοινωνικού συστήματος, στο οποίο πιστεύουμε.
Μια είναι η αλήθεια, ότι μας περιμένει ο θάνατος κι ύστερα μας αναμένει κρίση. Όπως και να ’χει θα δώσουμε λόγο για τη ζωή μας. Μάθαμε να λέμε πως οι φυσικοί νόμοι είναι απαράβατοι, μα πιο πολύ απαράβατοι και αμετάθετοι είναι οι ηθικοί νόμοι, γιατί δεν γίνεται τίποτε στην τύχη, για να μπορεί να σταθεί το υλιστικό αξίωμα· «Φάγωμεν, πίωμεν, ούριον γαρ αποθνήσκομεν». Κάποτε θα βρούμε μπροστά μας τη ζωή μας και τις πράξεις μας θα μας δικάσει ο Θεός «διά Ιησού Χριστού». Κι αν είναι να μας δικάσει ο Χριστός σαν Θεός, δεν θα σωθεί κανένας από μας. Μα θα μας δικάσει σαν Θεός και άνθρωπος μέσα στα ανθρώπινα μέτρα. Και θα μας ζητήσει αν είχαμε μεταξύ μας αγάπη· η αγάπη, γράφει ο Απόστολος, «καλύψει πλήθος αμαρτιών». Η αγάπη δεν είναι μια λέξη και μια θεωρητική διδασκαλία, αλλά συγκεκριμένη κάθε φορά πράξη προς τον συνάνθρωπο και τον πλησίον, που είναι αδελφός «εν τω ονόματι Ιησού Χριστού». Όχι απρόσωπα ο άνθρωπος ούτε η ανθρωπότητα, αλλά ο πλησίον προσωπικά και ο αδελφός. Ας έχουμε λοιπόν αγάπη, ας πιστεύουμε στο Θεό, που από αγάπη προς τον άνθρωπο έγινε άνθρωπος, για να σώσει έναν-έναν τον άνθρωπο. Για να ακούσουμε όταν θα μας κρίνει· «Δεύτε οι ευλογημένοι…». Αμήν.
Πηγή : http://fdathanasiou.wordpress.com/

Το θείο ΒρέφοςΠρωτοπρεσβύτερος Αλέξανδρος Σμέμαν (†)


«Δι’ ημάς γαρ εγεννήθη παιδίο νέον ο προ αιώνων Θεός». Ένας από τους κυριότερους ύμνους των Χριστουγέννων καταλήγει σ’ αυτά τα λόγια, ταυτίζοντας το Βρέφος που γεννήθηκε στο σπήλαιο της Βηθλεέμ με τον «προ αιώνων Θεό». Ο ύμνος αυτός συνετέθη τον 6ο αιώνα από τον περίφημο Βυζαντινό υμνογράφο Ρωμανό το Μελωδό:
Η Παρθένος σήμερον, τον υπερούσιον τίκτει και η γη το σπήλαιον τω απροσίτω προσάγει· άγγελοι μετά ποιμένων δοξολογούσι· μάγοι δε μετά αστέρος οδοιπορούσι· δι’ ημάς γαρ εγεννήθη παιδίον νέον, ο προ αιώνων Θεός. (Κοντάκιον Χριστουγέννων)
Το παιδί ως Θεός, ο Θεός ως παιδί… Γιατί δημιουργείται αυτή η ζωηρή συγκίνηση την περίοδο των Χριστουγέννων όταν οι άνθρωποι, ακόμη και αυτοί με χλιαρή πίστη ή ακόμη και οι άθεοι, παρατηρούν αυτό το μοναδικό, ασύγκριτο θέαμα της νεαρής μητέρας να κρατά το παιδί στην αγκαλιά της, και γύρω τους οι «Μάγοι οι από Ανατολών», οι ποιμένες, δροσεροί από τη νυχτερινή τους σκοπιά στους αγρούς, τα ζώα, ο ανοιχτός ουρανός, ο αστέρας; Γιατί είμαστε τόσο βέβαιοι, αλλά και συνεχώς ανακαλύπτουμε, πως σ’ αυτόν το θλιβερό πλανήτη μας δεν υπάρχει τίποτε ομορφότερο και πιο χαρμόσυνο απ’ αυτό το θέαμα, που το πέρασμα των αιώνων αποδείχτηκε ανίκανο να ξεριζώσει από τη μνήμη μας; Επιστρέφουμε σ’ αυτό το θέαμα οποτεδήποτε δεν έχουμε άλλο καταφύγιο, οποτεδήποτε έχουμε βάσανα στη ζωή, και αναζητούμε αυτό που θα μας ελευθερώσει.
Όμως στην ευαγγελική διήγηση για τη γέννηση του Ιησού Χριστού, η μητέρα και το παιδί δε λένε ούτε μία λέξη, ωσάν οι λέξεις να είναι περιττές, επειδή καμιά λέξη δεν μπορεί να ερμηνεύσει, να ορίσει ή να εκφράσει το νόημα όσων έλαβαν μέρος και εκπληρώθηκαν εκείνη τη νύχτα. Και παρ’ όλα αυτά χρησιμοποιούμε λέξεις εδώ, όχι για να εξηγήσουμε ή να ερμηνεύσουμε, αλλά επειδή, όπως η Γραφή λέει, «εκ γάρ του περισσεύματος της καρδίας το στόμα λαλεί» (Ματθ. 12, 34). Είναι αδύνατο κάποιος, που ξεχειλίζει η καρδιά του, να μη μοιραστεί με άλλους τα βιώματά του.
Οι λέξεις «παιδίον» και «Θεός» είναι οι πλέον αποκαλυπτικές για το μυστήριο των Χριστουγέννων. Κατά κάποιο τρόπο, είναι ένα μυστήριο που απευθύνεται στο παιδί που συνεχίζει να ζει μυστικά μέσα σε κάθε ενήλικα, στο παιδί που συνεχίζει να ακούει ό,τι ο ενήλικας έχει πάψει να ακούει, και που ανταποκρίνεται με μια χαρά, που ο ενήλικας, μέσα στον γήινο, υπερώριμο, κουρασμένο και κυνικό κόσμο που ζει, αδυνατεί να νιώσει. Μάλιστα, τα Χριστούγεννα είναι μια γιορτή για τα παιδιά, όχι μόνο εξαιτίας του χριστουγεννιάτικου δένδρου που διακοσμούμε και φωτίζουμε, αλλά μ’ έναν πολύ βαθύτερο τρόπο, και μόνο τα παιδιά δεν ξαφνιάζονται για το ότι, όταν ο Θεός κατέρχεται στη γη, έρχεται ως παιδί.
Αυτή η εικόνα του Θεού ως παιδιού συνεχίζει να λάμπει μέσα από τις εικόνες και τα αναρίθμητα έργα τέχνης, φανερώνοντας πως ό,τι είναι ουσιαστικότερο και πλέον χαρμόσυνο στο Χριστιανισμό βρίσκεται ακριβώς εδώ, σ’ αυτήν την αιώνια παιδικότητα του Θεού. Οι ενήλικες, ακόμη και αυτοί που «συμπαθούν περισσότερο τα θρησκευτικά θέματα», περιμένουν και προσδοκούν από τη θρησκεία να δώσει εξηγήσεις και αναλύσεις· τη θέλουν έξυπνη και σοβαρή. Οι αντίπαλοί της είναι εξίσου σοβαροί, και, τελικά, τόσο βαρετοί, καθώς αντιμετωπίζουν τη θρησκεία μ’ ένα χαλάζι από «ορθολογικές» σφαίρες. Στην κοινωνία μας δεν υπάρχει καμιά φράση που να μεταφέρει καλύτερα την περιφρόνησή μας από το να χαρακτηρίσουμε κάτι λέγοντας πως «είναι παιδιάστικο». Μ’ άλλα λόγια, δεν είναι για τους ενήλικες, τους έξυπνους και σοβαρούς. Έτσι τα παιδιά μεγαλώνουν και γίνονται εξίσου σοβαρά και βαρετά. Ο Χριστός όμως είπε, «γένησθε ως τα παιδία» (Ματθ. 18,3). Τι σημαίνει αυτό; Τι λείπει από τους ενήλικες, ή καλύτερα, τι έχει στραγγαλισθεί, καταπνιγεί, εκμηδενισθεί από ένα παχύ στρώμα ενηλικιότητας; Δεν είναι πάνω απ’ όλα αυτή η ικανότητα, η τόσο χαρακτηριστική των παιδιών, να θαυμάζουν, να αγαλλιούν και το πιο σπουδαίο να είναι γνήσια στη χαρά και στη λύπη; Η ενηλικίωση στραγγαλίζει επίσης την ικανότητα να εμπιστεύεσαι, να αυτοεγκαταλείπεσαι, να αφήνεσαι τελείως στην αγάπη και να πιστεύεις με όλη σου την ύπαρξη. Τελικά τα παιδιά παίρνουν στα σοβαρά ό,τι οι ενήλικες δεν μπορούν πλέον να αποδεχθούν: τα όνειρα, αυτά που διασπούν την καθημερινή μας εμπειρία και την κυνική μας καχυποψία, αυτό το βαθύ μυστήριο του κόσμου και κάθετι που αποκαλύπτεται στους αγίους, στα παιδιά και στους ποιητές.
Έτσι μόνο όταν εισχωρήσουμε στο παιδί που ζει κρυμμένο μέσα μας, μπορούμε να κάνουμε δικό μας το χαρμόσυνο μυστήριο του Θεού που έρχεται προς εμάς «ως παιδίον». Το παιδί δε διαθέτει ούτε κύρος ούτε εξουσία· όμως η απουσία ακριβώς κύρους το αναδεικνύει σε βασιλιά· πηγή της βαθιάς του δύναμης είναι η ανικανότητα να υπερασπιστεί τον εαυτό του και η τρωτότητά του. Το παιδί σ’ αυτή τη μακρινή σπηλιά της Βηθλεέμ δεν έχει επιθυμία ώστε να το φοβόμαστε· εισέρχεται στις καρδιές μας χωρίς να μας εκφοβίζει, χωρίς να επιδεικνύει το κύρος και τη δύναμή του, αλλά μόνο με την αγάπη. Μας δίνεται ως παιδί, και μόνο ως παιδιά μπορούμε με τη σειρά μας να το αγαπήσουμε και να δοθούμε σ’ αυτό. Ο κόσμος κυβερνάται από τη δύναμη και την εξουσία, από το φόβο και την κυριαρχία. Το «παιδίον Θεός» μάς απελευθερώνει απ’ όλα αυτά. Το μόνο που επιθυμεί από μας είναι η αγάπη μας, που προσφέρεται με ελευθερία και χαρά· το μόνο που επιθυμεί από μας είναι να του δώσουμε την καρδιά μας. Και τη δίνουμε σ’ ένα ανυπεράσπιστο παιδί, που εμπνέει όμως τεράστια εμπιστοσύνη.
Με τη γιορτή των Χριστουγέννων η Εκκλησία μάς αποκαλύπτει ένα μυστήριο χαράς: το μυστήριο μιας ελεύθερα προσφερόμενης αγάπης που δεν επιβάλλεται σε κανέναν. Μιας αγάπης ικανής να δει, να αναγνωρίσει και να αγαπήσει το Θεό στο πρόσωπο του θείου Παιδιού, και να γίνει έτσι δώρο μιας νέας ζωής.

Από το: 
Εορτολόγιο. Ετήσιος Εκκλησιαστικός Κύκλος, τόμ. Β΄, εκδόσεις Ακρίτας, Αθήνα 1997, σ. 61-64.

Διδασκαλία περί της νοεράς προσευχής Γέροντας Εφραίμ, Προηγούμενος Ι.Μ. Φιλοθέου


Αυτά δεν σας τα εχω πει άλλη φορά. Αυτή είναι μια δική μου παράλειψις, κι ας πούμε δική μου υπευθυνότητα.
Η καρδιά του ανθρώπου είναι το κέντρον των υπέρ φύσιν, των κατά φύσιν και των παρά φύσιν κινήσεων. Τα πάντα ξεκινούν από την καρδιά. Εάν η καρδιά καθαρισθή, τότε οπτάνεται ο Θεός, βλέπουμε τον Θεό. Πώς θα Τον δούμε; Μήπως ο Θεός είναι άνθρωπόμορφος και έχει σχήμα ανθρώπινο για να Τον δούμε; Όχι. Ο Θεός είναι νοητός. Ο Θεός είναι Πνεύμα· και ως Πνεύμα απόλυτον βρίσκεται στο σύμπαν. Αλλά βρίσκεται και μέσα στην καρδιά του ανθρώπου, όταν αυτή γίνη δεκτικόν δοχείον. Και για να γίνη δεκτικόν δοχείον, πρέπει να γίνη καθαρή. Όχι να την πλύνουμε με νερό, αλλά να γίνη καθαρή από λογισμούς ακαθάρτους. Αλλά για να καθαρισθή η καρδιά πρέπει να πιή κάποιο φάρμακο. Το φάρμακο είναι η προσευχή.
Geron Efraim Filotheitis
Όπου πηγαίνει ο Βασιλεύς, διώκονται οι εχθροί και όπου πηγαίνει ο Χριστός, το Όνομά Του το Άγιον, φυγαδεύονται των δαιμόνων οι φάλαγγες. Και όταν εθρονισθή καλά – καλά μέσα ο Χριστός, τότε υπακούουν τα πάντα. Όπως ένας βασιλεύς που έχει κυριεύσει ένα κράτος και πάει να ενθρονισθή στην πρωτεύουσα και έχει καθυποτάξει όλους τους επαναστάτας προηγουμένως και έχει γεμίσει το κράτος από φαντάρους και όπλα, αφού καθησυχάσουν όλες οι εσωτερικές ανωμαλίες, τότε βασιλεύει τους υπηκόους με ειρήνη και αγαλλίασιν. Ο βασιλεύς τότε κάθεται εις τον θρόνον του και βλέπει τα πάντα υποτεταγμένα και τότε χαίρεται και αγάλλεται.
Έτσι είναι και το κράτος της καρδιάς μας. Έχει μέσα εχθρούς, έχει επαναστάτας, έχει λογισμούς, πάθη, αδυναμίες, το ένα, το άλλο, ανακατωσούρες, θύελλες, τρικυμίες, ταραχές και αντιζηλίες. Όλα στην καρδιά γίνονται. Και για να μπορέση αυτό το κράτος της καρδιάς να καθησυχάση και να υποταχθή, πρέπει να έλθη ο Χριστός, ο Βασιλεύς με τις στρατιές Του, να κυριεύση το κράτος, να διώξη τον διάβολο, να καθησυχάση κάθε ανησυχία από τα πάθη και αδυναμίες, να βασιλεύση σαν αυτοκράτωρ και σαν Παντοδύναμος, και τότε κατά τους Πατέρας, αυτή η κατάστασις λέγεται καρδιακή ησυχία. Αυτό θα πή καρδιακή ησυχία, να βασιλεύη η προσευχή χωρίς να διακόπτεται, και η προσευχή να έχη δημιουργήσει την καθαρότητα και την ήσυχον καρδίαν.
Οι τρόποι του προσεύχεσθαι είναι πολλοί. Υπάρχει βέβαια ο προφορικός τρόπος. Είναι δηλαδή το να λέμε την ευχή με το στόμα. Αυτός ο τρόπος είναι που πρέπει να τον μεταχειριστούμε κατ’ αρχάς, όταν αρχίσουμε να εργαζόμαστε την ευχή, για να επιτύχωμε τον τελικό σκοπό μας.
Επειδή ο νους είναι αεικίνητος (κινείται πάντοτε) και επειδή όχι κατά φύσιν, αλλά κατά κατάχρησι και αδιαφορία και κατά άγνοια πολλή, περιπολεί ο νους εδώ κι εκεί, γυρίζει όλο τον κόσμο και επαναπαύεται στις διάφορες ηδονές. Πότε ο νους πάει στα σαρκικά, πότε σε άλλο πάθος. Λόγω του μετεωρισμού οδηγείται να τριγυρνάη οπουδήποτε, και να χαζεύη, που λέμε. Πάντως όπου κι αν πάη, ό,τι κι αν σκεφθή βλέπει μέσα του και κάποια ηδονή και ευχαρίστησι.
Γι’ αυτό ο άνθρωπος που έχει σκοπό να κατορθώση το «αδιαλείπτως προσεύχεσθαι» και να συμμαζέψη αυτόν τον σκονισμένο νού του, τον αλήτη, που γυρίζει όλα τα σοκάκια, ώστε να συμμορφωθή και να γίνη νοικοκύρης, πρέπει να του προσφέρη κάτι, να τον γλυκάνη, διότι όπως είπαμε ευχαριστιέται και ηδονίζεται να τριγυρνάη εδώ κι εκεί. Πρέπει να τον ελκύσουμε πάλι με κάτι το ηδονικό. Γι αυτό χρειάζεται να λέμε κατ’ αρχάς την προσευχή με το στόμα. Ο αρχάριος που διδάσκεται την προσευχήν, πρέπει ν’ αρχίση με το στόμα και να λέη: «Κύριε Ιησού Χριστέ, ελέησόν με» και να προσπαθή να τραβά τον νού από τα κοσμικά. Η φωνή, η οποία θα βγαίνη, ο ήχος της φωνής, θα ελκύη τον νουν εις προσοχήν. Ο ήχος που δημιουργεί το κούνημα της γλώσσας σιγά – σιγά συμμαζεύει τον νού από το σκορπισμό. Η προαίρεσις, η προσπάθεια, η προσοχή και ο σκοπός που επιδιώκουμε να πετύχουμε την αδιάλειπτη προσευχή, μας βοηθούν όλα αυτά ώστε να αρχίση να συμμαζεύεται ο νους μας.
Αλλά λεγομένης της ευχής συν τω χρόνω αρχίζει να δημιουργήται κάποια ευχαρίστησις, κάποια χαρά, μια ειρήνη, κάτι το πνευματικό. Έ! αυτός είναι ο Θεός! Ελκύει τον νουν αυτή η ευχαρίστησις. Προχωρώντας η προφορική ευχή, έλκοντας τον νουν προς τα έσω, δίνεται μια ελευθερία στο νού να λέη κι εκείνος την ευχή, χωρίς να ανοίγη το στόμα. Αρχίζει δηλαδή να γίνεται κάποιος καρπός. Μετά την λέει ο άνθρωπος πότε με τον νούν, πότε με το στόμα, και αρχίζει σιγά – σιγά ο νους να κυριεύη την ευχή. Αδολεσχώντας ο νους συνεχώς με την ευχή, αρχίζει να μπαίνη και στην καρδιά. Και κεί που στέκεται ο άνθρωπος, βλέπει την καρδιά να λέη την ευχή.

Η σύνδεση της καρδιάς με τη νοερά προσευχή Γέροντας Εφραίμ, Προηγούμενος Ι.Μ. Φιλοθέου



Για να φθάσωμε όμως εδώ, θα βοηθήση πολύ ο τρόπος που λέγεται η ευχή, τον οποίον βέβαια ίσως έχετε ακούσει άλλοτε, ίσως έχετε διαβάσει. Πάντως τώρα θα τον συστηματοποιήσουμε για να τον εξασκήσουμε, διότι θα φέρη καλά αποτελέσματα.
Είπαμε ότι η καρδιά είναι το κέντρον όλων των κινήσεων, των ψυχικών και των διανοητικών, αλλά και των πόνων του σώματος. Ο κάθε πόνος ο σωματικός κτυπάει στην καρδιά. Και το δόντι στην καρδιά κτυπάει όταν πονά. Και το χέρι όταν πληγωθή και το νεφρό, και όλα στην καρδιά θα κτυπήσουν. Η καρδιά κινείται διά μέσω της αναπνοής, όταν παύση ο άνθρωπος να αναπνέη, σιγά – σιγά σταματάει και η καρδιά. Η καρδιά του ανθρώπου διά της εισπνοής δέχεται τον καθαρό αέρα, τον βγάζει και παίρνει άλλον, και έτσι σιγά – σιγά διατηρείται στη ζωή.
pray
Όταν λοιπόν αφήσουμε τον κανονικόν και φυσικόν ρυθμόν της εισπνοής και εκπνοής, και εισπνέουμε και εκπνέουμε αργά, γίνεται μια ανωμαλία στην φυσική εισπνοή και εκπνοή της καρδιάς. Οπότε όσο υπάρχει αυτή η ανωμαλία, δημιουργείται κάποιος πόνος, κάποια, ας το πούμε, στένωσι στην καρδιά, διότι δεν απολαμβάνει τον αέρα κατά τον ρυθμό της φύσεως. Δηλαδή αντί να τον δώσωμε σύντομα, τον δίνουμε τον αέρα πιο αργά. Ο πόνος που δημιουργείται κατά φυσική συνέπεια, έλκει τον νουν να προσέξη την καρδιά, και αυτή η έλξις του νού προς την καρδιά δημιουργεί την ένωσιν του νού και της καρδιάς. Όπως όταν πονάη το δόντι, ο νους γυρνάει – γυρνάει, και πάλι στον πόνο ξανάρχεται, έτσι και στην καρδιά.
Όταν θα αρχίσουμε να λέμε την ευχή με αραιά εισπνοή και εκπνοή θα δημιουργηθή, κατά φυσική συνέπεια, αυτός ο πόνος, αυτή η στενοχώρια στην καρδιά. Αυτή η στενοχώρια θα μας βοηθήση, ώστε ο νους να προσέξη την καρδιά. Λέγοντας λοιπόν την ευχή ρυθμισμένη με μια αραιά εισπνοή και εκπνοή ο νους θα κατεβαίνη στον πόνο, οπότε θα αποκλεισθή ο μετεωρισμός.
Αποκλειομένου του μετεωρισμού μ’ αυτόν τον τρόπον, ο νους θα βρή ησυχία, δεν θα βρή αιτία να σκορπισθή. Ο πόνος τον συνάζει.
Αυτή η μέθοδος με την αραιά εισπνοή και εκπνοή είναι απαιτητικό μέσο, μαζί με την προσοχή, ώστε να μη μας ξεφεύγη ο νους. Έτσι θα μπορέσουμε να κόψουμε τον μετεωρισμό, ο οποίος είναι η αφαίμαξις της ουσίας της προσευχής. Δηλαδή ο μετεωρισμός μας αφαιρεί την ωφέλεια της προφερομένης ευχής.
Αποκλείοντας λοιπόν τον μετεωρισμό δίνουμε αέρα στο νού, να είναι καθαρός και να προσέχη στην καρδιά. Αρχίζουμε λοιπόν να αναπνέουμε σιγά – σιγά και αναπνέοντας ενώνουμε και την προσευχή «Κύριε Ιησού Χριστέ, ελέησόν με». Είτε μια ευχή, είτε δύο, είτε τρεις θα πούμε στην εισπνοή. Ύστερα εκπνέοντας πάλι θα ενώσουμε την προσευχή. Τρεις φορές θα την πούμε στην εκπνοή και δύο στην εισπνοή, όπως μπορούμε· πάντως κατ’ αυτή την έννοια θα ρυθμίζουμε την ευχή με την αναπνοή.
Τώρα εάν μπορούμε να λέμε την ευχή νοερώς με αραιά εισπνοή και εκπνοή καλώς. Εάν όμως δυσκολευώμεθα διότι ο νους παθαίνει δυσκολία από τον πειρασμό, θα παίρνουμε αναπνοή από το στόμα και μπορεί να κουνιέται λίγο παραμικρό η γλώσσα μας και αυτό είναι ευεργετικό πολύ στην αρχή.
Αφού λοιπόν θα αδολεσχήσωμε κατ’ αυτήν την έννοια, ρυθμίζοντας την προσευχή με την αραιά εισπνοή και εκπνοή, θα αρχίση να δημιουργήται μέσα στην καρδιά μας ένας πόνος και ο νους θα κολλήση εκεί. Αμετακίνητα θα προσπαθή ο νους να είναι στην καρδιά.
Όταν παίρνουμε την εισπνοή από το στόμα ή από τη μύτη θα λέμε την ευχή, εν τω μεταξύ ο νους θα είναι στην καρδιά, θα παρακολουθή όχι την καρδιά, το σχήμα· δεν θα φανταζώμεθα το σχήμα της καρδιάς, αλλ’ ο νους θα προσέχη στην καρδιά χωρίς να την φαντάζεται. Απλώς θα τοποθετηθή ο νους στο μέρος της καρδιάς και δεν θα φανταζώμαστε την καρδιά, γιατί αν τη φανταζώμαστε σιγά – σιγά εισχωρεί πλάνη και θα κάνουμε μια φαντασιώδη προσευχή.
Απλανής είναι η προσευχή όταν γίνεται αμετεωρίστως, ασχηματίστως με ανίδεο νού, χωρίς ουδεμία μορφή, ουδέν σχήμα, τίποτε απολύτως. Ο νούς θα είναι καθαρός από κάθε φαντασία θεία και ανθρωπίνη. Ούτε Χριστό, ούτε Παναγία, ούτε τίποτε. Μόνο ο νους νοερώς θα βρίσκεται μέσα στην καρδιά, μέσα στο στήθος, τίποτε άλλο. Μόνο να προσέχη ότι βρίσκεται εκεί μέσα. Αλλά εν τω μεταξύ με την εισπνοή θα αρχίση να λέη ο νούς την ευχή χωρίς να φαντάζεται τίποτε άλλο. Η καρδιά σαν μηχανή θα δουλεύη την ευχή και ο νούς σαν ένας απλός θεατής θα παρακολουθή τα λόγια της ευχής. Αυτός είναι ο απλανής δρόμος της νοεράς προσευχής.

Η αποδημία σε μακρινή χώρα Άγιος Θεοφύλακτος Επίσκοπος Αχρίδος


Η παραβολή του Ασώτου παρουσιάζει το Θεό σαν άνθρωπο, τον αληθινά φιλάνθρωπο και τους δύο γιούς, καθώς και τις δύο κατηγορίες των ανθρώπων, τους δίκαιους και τους αμαρτωλούς. Ο μικρός είπε· δώσε μου το μερίδιό μου από την περιουσία μας. Η δικαιοσύνη είναι αρχική κατάσταση του ανθρώπου, γι’ αυτό κι ο μεγάλος δεν παρεκκλίνει· υστερογέννητο κακό η αμαρτία, γι’ αυτό και παρεκκλίνει ο μικρός, αυτός, δηλαδή που συναυξήθηκε με την αμαρτία που μπήκε στον κόσμο έπειτα. Και με άλλο νόημα λέγεται ο αμαρτωλός άνθρωπος «νεώτερος γιός», σαν νεωτεριστής κι αποστάτης στο πατρικό θέλημα.
«Πατέρα, δώσε μου το μερίδιό μου από την περιουσία μας». Περιουσία του ανθρώπου είναι το λογικό, με επακολούθημα την αυτεξουσιότητα γιατί κάθε λογικό είναι αυτεξούσιο. Μας παραχωρεί ο Κύριος το λόγο, για να τον χρησιμοποιούμε κατά το θέλημά μας, σαν δικό μας κτήμα. Και τον παραχωρεί σ’ όλους εξίσου, γιατί όλοι είμαστε εξίσου λογικοί, εξίσου αυτεξούσιοι. Άλλοι όμως κάνουμε λογική χρήση της τιμητικής παραχώρησης κι άλλοι εξευτελίζουμε το θείο δώρο. Και όλα γενικά όσα μας έχει δώσει Θεός, ας τα θεωρήσουμε περιουσία μας, τον ουρανό, τη γη, την πλάση όλη, το νόμο, τους προφήτες. Αλλά ο μικρός γιός ενώ είδε τον ουρανό, και τον θεοποίησε, τη γη και την προσκύνησε, δεν θέλησε να πορευτεί στις γραμμές του νόμου, δολιεύτηκε τους λόγους των προφητών. Ο μεγαλύτερος όμως γιός τα χρησιμοποίησε όλα για τη δόξα του Θεού.
ΠΑΡΑΒΟΛΗ ΑΣΩΤΟΥ ΥΙΟΥ_1
Στο ίδιο μέτρο τους τα παραχώρησε και τους άφησε να πορευτούν κατά το θέλημά τους· δεν υποχρεώνει κανένα που δεν θέλει να τον υπηρετεί. Αν ήθελε να μας υποχρεώσει, ούτε λογικούς θα μας δημιουργούσε ούτε αυτεξούσιους. Όλα αυτά ο μικρός τα σπατάλησε αμέσως. Και ο λόγος, η αποδημία του στα μακρινά. Όταν, δηλαδή, ο άνθρωπος απομακρυνθεί από το Θεό και θέσει τον εαυτό του πέρα από το θείο φόβο εξαντλεί όλα τα θεία δώρα. Όταν μένουμε κοντά στο Θεό, τίποτα τέτοιο δεν κάνουμε που οδηγεί στην απώλεια κατά το λόγο «απ’ την αρχή έβλεπα τον Κύριο δίπλα μου, στα δεξιά μου παντοτινά για να μην ταραχτώ». Όταν όμως απομακρυνθούμε απ’ αυτόν κι αποστρατήσουμε από το θέλημά του, πράττουμε και πάσχουμε τα χειρότερα, πάλι κατά το λόγο «όσοι απομακρύνονται από σένα θα χαθούν».
«Σκόρπισε» λοιπόν την περιουσία του κι ήταν φυσικό. Γιατί η αρετή έχει ένα όνομα και είναι κάτι απλό. Η κακία όμως είναι ποικίλη και προκαλεί πολλές πλάνες. Η ανδρεία, λόγου χάρη, έχει ένα όνομα και αναφέρεται στο πότε, πώς και σε ποιους πρέπει να λειτουργεί το θυμικό μας. Της κακίας, όμως είναι δύο τα είδη, η δειλία και η θρασύτητα. Βλέπεις ότι η λέξη διασπάται και χάνεται η ενότητα της αρετής; Και όταν εξάντλησε την περιουσία του και δεν περπατούσε πια ο άνθρωπος σύμφωνα με το λόγο, εννοώ τις διατάξεις του φυσικού νόμου, αλλά μήτε το γραπτό νόμο ακολουθούσε, μήτε τους προφήτες άκουε, πέφτει μεγάλη πείνα, όχι πείνα τροφών αλλά πείνα του λόγου του Κυρίου.
Και αρχίζει να στερείται, γιατί δεν φοβόταν τον Κύριο παρά ήταν μακριά του -επειδή για όσους φοβούνται τον Κύριο δεν υπάρχει στέρηση. Και πώς δεν υπάρχει στέρηση για όσους φοβούνται; Γιατί όποιος φοβάται τον Κύριο θα θέσει την ικανοποίησή του μέσα στον κύκλο των εντολών του. Γι’ αυτό και βασιλεύει στο σπίτι του τιμή και πλούτος και αντίθετα, σκορπίζει αυτός και μοιράζει στους φτωχούς· τόσο πολύ απέχει ο ίδιος από τη στέρηση. Αυτός λοιπόν που αποδήμησε μακριά από το Θεό και δεν έχει μπροστά στα μάτια του το φοβερό του πρόσωπο, στερείται κατά φυσικό λόγο, αφού καμιά θεϊκή καταβολή δεν ενεργεί μέσα του. Και αφού πήγε, δηλαδή αφού προόδευσε και πρόκοψε στην κακία, έγινε, μισθωτός, σ’ ένα πολίτη της χώρας εκείνης. Ο μισθωτός του Κυρίου γίνεται ένα πνεύμα μαζί του· ο μισθωτός της πορνικής φύσεως των δαιμόνων γίνεται ένα σώμα μ’ αυτούς, όλος σάρκα, χωρίς να γίνεται μέσα του καμιά εισχώρηση του πνεύματος, όπως στους ανθρώπους πριν από τον κατακλυσμό. Γιατί όπως νά ‘ναι πολίτες της χώρας που απέχει από το Θεό είναι οι δαίμονες. Και αυτός, αφού πρόκοψε και έγινε δυνατός στην κακία, βόσκει χοίρους, γίνεται δηλαδή και στους άλλους δάσκαλος της κακίας και των βρώμικων πράξεων. Γιατί όλοι που δοκιμάζουν ευχαρίστηση με την ακαθαρσία των αισχρών πράξεων και των υλικών παθών είναι χοίροι. Γιατί του χοίρου τα μάτια ποτέ δεν μπορούν να κοιτάξουν προς τα επάνω, επειδή έχουν μια αλλόκοτη διάπλαση. Γι’ αυτό και οι χοιροβοσκοί, όταν δεν μπορούν να σταματήσουν τις κραυγές του χοίρου που κρατούν, τον γυρίζουν ανάσκελα και τον κάνουν έτσι να μετριάζει τις κραυγές του. Γιατί αυτός ξαφνιάζεται και σωπαίνει βλέποντας ψηλά και πράγματα που δεν είδε ποτέ. Τέτοια είναι τα μάτια όσων τρέφονται με τα αισχρά, ποτέ δεν βλέπουν ψηλά. Χοίρους λοιπόν βόσκει όποιος νικά πολλούς στην αισχρότητα, όπως οι πορνοβοσκοί, οι αρχιληστές, οι αρχιτελώνες. Όλοι αυτοί βόσκουν χοίρους. Και επιθυμεί τούτος ο αξιοθρήνητος να χορτάσει από αμαρτία και κανένας δεν του δίνει το χορτασμό της.
Κανένας δεν χορταίνει την αισχρότητα, όποιος εξοικειώθηκε μαζί της. Μήπως και η ηδονή μένει; Ή την ίδια στιγμή που τη νιώθει κανένας περνά, και βρίσκεται ο αξιοθρήνητος με άδεια χέρια; Με χαρούπια παρομοιάζεται η αμαρτία, που έχει γλυκύτητα και σκληράδα· η ευχαρίστησή της προσωρινή, ενώ η τιμωρία της αιώνια. Κανένας λοιπόν δεν δίνει χορτασμό από τις αισχρότητες σ’ όποιον εντρυφά μέσα σ’ αυτές. Γιατί ποιός θα του δώσει τον κορεσμό και θα παύσει την πείνα του; Ο Θεός; Μα δεν είναι κοντά, γιατί βρίσκεται σε μακρινή αποδημία από το Θεό αυτός που τρώει τα χαρούπια. Μήπως οι δαίμονες; Πώς όμως, αφού αυτοί επιδιώκουν περισσότερο να μη γίνει ποτέ σταμάτημα της κακίας και χορτασμός της;
«Κι αφού ήρθε στον εαυτό του· είπε· πόσοι μισθωτοί του πατέρα μου πετούν τα τρόφιμά τους κι εγώ πεθαίνω της πείνας…» Ήρθε στον εαυτό του ο ως τότε άσωτος. Ώσπου έπραττε τις αισχρότητες ήταν έξω από τον εαυτό του, λέγεται ότι κατασπατάλησε την περιουσία του, και είναι φυσικό. Γι’ αυτό είναι έξω από τον εαυτό του. Γιατί αυτός που δεν καθοδηγείται από το λόγο αλλά ζει σαν άλογος και γίνεται οδηγός της αλογίας των άλλων, είναι έξω από τον εαυτό του και δεν μένει πάνω στην ουσία του, το λόγο. Και όταν αναλογιστεί ποιός ήταν και σε ποιά αθλιότητα κατάντησε, τότε έρχεται στον εαυτό του με τον αναλογισμό και τη μετάνοια από την περιπλάνησή του.
Μισθωτούς πάλι εννοεί τους κατηχουμένους που δεν έφτασαν ακόμα να γίνουνε γιοί, επειδή ακόμα δεν φωτίστηκαν. Όμως οι κατηχούμενοι έχουν περισσεύματα από λογικές τροφές, ακούοντας τα αναγνώσματα καθημερινά. Άκουσε τα εξής για να μάθεις τη διαφορά γιου και μισθωτού. Εκείνων που σώζονται οι κατηγορίες είναι τρεις. Οι πρώτοι ασκούν την αρετή, επειδή φοβούνται την τιμωρία. Για τούτο κάνει υπαινιγμό κι ο Δαυίδ λέγοντας· «καθήλωσε με το φόβο σου τη σάρκα μου· με παραλύει της τιμωρίας σου ο φόβος». Οι δεύτεροι φαίνονται ότι είναι μισθωτοί, επειδή τρέχουν να ευαρεστήσουν το Θεό από επιθυμία της αμοιβής. «Πίεσα τον εαυτό μου να εκτελέσω το θέλημά σου για την αιώνια ανταμοιβή μου». Όσοι όμως είναι γιοί εκτελούν τις εντολές του από αγάπη προς το Θεό καθώς πάλι ο ίδιος ο Δαυίδ λέει· «Πόσο Κύριε, αγάπησα το νόμο σου· όλη την ημέρα είναι το μελέτημά μου». Και πάλι· «Άπλωσα τα χέρια μου στις εντολές σου, που τις αγάπησα, και όχι που τις φοβήθηκα». Και πάλι· «Με γεμίζουν από θαυμασμό τα έργα σου, κι επειδή είναι θαυμαστά, γι’ αυτό τα ερεύνησε η ψυχή μου». Και δεν πρέπει να νομίζουμε ότι οι κατηχούμενοι μόνο λέγονται μισθωτοί αλλά και όσοι μέσα στην Εκκλησία δεν είναι πιο δοκιμασμένοι. Όταν λοιπόν κάποιος, που ήταν στην τάξη των γιών κι έπειτα αποκηρύχτηκε για τις αμαρτίες του, βλέπει ν’ απολαμβάνουν άλλοι τα δώρα του Θεού και να μετέχουν στα θεία μυστήρια και στον θείο άρτο, τότε είναι η ώρα γι’ αυτόν τον θλιβερό επίλογο.
Αλλά θα σηκωθώ, από την πτώση δηλαδή της αμαρτίας, και θα πάω στον Πατέρα μου και θα του πω Πατέρα, αμάρτησα μπροστά στον ουρανό, επειδή τον εγκατέλειψα και προτίμησα τη σιχαμερή ηδονή κι από την πατρίδα μου τον ουρανό πρόκρινα τη χώρα του λιμού. Αμαρτάνει απέναντι του χρυσού κατά κάποιο τρόπο όποιος προτιμά το μολύβι κι αμαρτάνει στον ουρανό, όποιος προτιμήσει τη γη. Αστοχεί πάντως από το δρόμο που οδηγεί στον ουρανό. Σημείωσε ότι όταν έκανε την αμαρτία, δεν ένιωθε ότι βρισκόταν μπροστά στο Θεό, όταν όμως κάνει την εξομολόγησή του, αισθάνεται ότι έχει αμαρτήσει μπροστά του. Σηκώθηκε και ήρθε στον Πατέρα του. Δεν πρέπει μόνο να επιθυμούμε, ό,τι αρέσει στο Θεό αλλά και να το πράττουμε. Και καθώς είδες τη θερμή μετάνοια, κοίταξε και την ευσπλαχνία του Πατέρα του. Δεν περίμενε το γιό να έρθει κοντά του. Τρέχει και τον αγκαλιάζει. Έχοντας το πατρικό φίλτρο, αν και Θεός, με όλο του το είναι, ολόκληρο τον αγκαλιάζει, για να τον σφιχτοπεριπλέξει από παντού με τον εαυτό του, όπως έχει λεχθεί· «Και θα σε περιντύσει, η δόξα του Θεού». Και πρώτα, όταν ο γιός απομακρύνθηκε, ήταν καιρός ν’ απομακρυνθεί κι ο Πατέρας από το σφιχταγκάλιασμα. Όταν τον πλησίασε με την προσευχή και την επιστροφή του, ήρθε η ώρα να τον αγκαλιάσει. Πέφτει λοιπόν στον τράχηλό του, δείχνοντας στον παλαιό αποστάτη να γίνει υπάκουος. Και για να επιβεβαιώσει τη συμφιλίωση τον καταφιλεί, εξαγνίζοντας πρώτα το στόμα του ακάθαρτου, καθώς το πρόθυρο του σπιτιού κι έπειτα προχωρεί τον εξαγνισμό και στον εσωτερικό του κόσμο.
«Και είπε στους δούλους του ο Πατέρας. Φέρτε την πρώτη στολή του και ντύστε τον και βάλτε του δαχτυλίδι στο χέρι και στα πόδια του παπούτσια. Φέρτε και το μοσχάρι το σιτευτό και θυσιάστε το κι ας φάμε κι ας ευχαριστηθούμε, γιατί αυτός ο γιός μου ήταν νεκρός και ξαναέζησε και είχε χαθεί και βρέθηκε. Κι άρχισαν να διασκεδάζουν». Δούλους μπορείς να θεωρήσεις τους αγγέλους, τα λειτουργικά πνεύματα που αποστέλλονται στη διακονία της σωτηρίας των άξιων. Γιατί αυτοί στολίζουν όποιον επιστρέφει από την κακία με την πρώτη στολή, που φορούσαμε πριν αμαρτήσουμε, το ρούχο της αφθαρσίας ή την πολυτιμότερη απ’ όλες τις άλλες, που είναι η στολή του βαπτίσματος. Γιατί αυτήν πρώτη φορώ κι αύτη μου σκεπάζει την ασκήμια μου. Ή τους αγγέλους λοιπόν μπορείς να θεωρήσεις δούλους, που διακονούν σ’ όσα εμείς τελούμε και μ’ όσα παίρνουμε τον αγιασμό. Μπορείς να θεωρήσεις και τους ιερείς, που και με το βάπτισμα και με την διδασκαλία ντύνουν εκείνον που επιστρέφει και το Χριστό μας φορούν σαν πρώτη στολή – όσοι βαπτιστήκαμε στ’ όνομα του Χριστού, το Χριστό ντυθήκαμε. Μας δίνουν έπειτα δαχτυλίδι στο χέρι, τη σφραγίδα του χριστιανισμού, που με τα έργα μας πήραμε, γιατί το χέρι είναι της πράξης σύμβολο και της σφραγίδας το δαχτυλίδι. Όποιος λοιπόν βαπτίζεται και καθένας που επιστρέφει από την κακία οφείλει να έχει πάνω στο χέρι του, δηλαδή πρακτική δύναμη τη σφραγίδα και το γνώρισμα του Χριστιανού, για να μπορεί να δείχνει ότι κατά την εικόνα του πλάστη του ανανεώθηκε. Μπορείς κι αλλιώς να θεωρήσεις το δαχτυλίδι, σαν αρραβώνα του Πνεύματος, ότι ο Θεός δίνει τα πιο τέλεια αγαθά, όταν είναι η ώρα τους. Αλλά τώρα σαν εγγύηση μας δίνει τα χαρίσματα εκείνα, σαν αρραβώνα των μελλοντικών, σε άλλους θαυματουργική ικανότητα, σε άλλους δύναμη διδασκαλίας, σε άλλους κάτι άλλο κι έπειτα απ’ αυτά ελπίζουμε θετικά και τα πιο τέλεια. «Υποδήματα στα πόδια του», για να προφυλάγονται από τους σκορπιούς, τα αμαρτήματα που θεωρούσαν μικρά και κρυφά, όπως είπε ο Δαυίδ αλλά θανατηφόρα και αυτά. Αλλά βέβαια κι από τα φίδια, τις αμαρτίες που πιστεύεται ότι βλάπτουν φανερά. Και με άλλο νόημα, δίδονται παπούτσια σ’ αυτόν που αξιώθηκε την πρώτη στολή, επειδή ο Θεός τον ετοιμάζει για το κήρυγμα και την ωφέλεια των άλλων. Ο χριστιανισμός είναι ωφέλεια του διπλανού του.
Δεν είναι άγνωστο ποιό είναι το μοσχάρι το σιτευτό, που θυσιάζεται και τρώγεται. Χωρίς αμφιβολία είναι ο αληθινός γιός του Θεού, αφού έγινε άνθρωπος κι έλαβε σάρκα που είναι άλογη και κτηνώδης, μ’ όλο που την έχει γεμίσει με τις δικές τους ιδιότητες. Απ’ αυτή την άποψη θεωρείται μοσχάρι, άπειρος από το ζυγό της αμαρτίας και σιτευτό, επειδή είχε από την αρχή του κόσμου οριστεί γι’ αυτό το μυστήριο. Και θα φανεί ίσως ακόμα πιο παράδοξο αυτό που θα πω αλλά θα το πω. Ο άρτος της κοινωνίας, επειδή κατά το φαινόμενο αποτελείται από σιτάρι, μπορεί να λεχθεί σιτευτός. Κατ’ άλλο νόημά του όμως επειδή είναι σάρκα θα μπορούσε να λεχθεί μοσχάρι. Οπότε μόσχος και σιτευτός είναι το ίδιο. Καθένας λοιπόν που βαπτίζεται και γίνεται γιός του Θεού ή καλύτερα αποκαθίσταται στη θέση του γιού και γενικά καθένας που καθαρίζεται από την αμαρτία κοινωνεί αυτό το σιτευτό μοσχάρι και γίνεται αιτία χαράς και στον Πατέρα και στους δούλους του, αγγέλους και ιερείς, επειδή επέστρεψε από το θάνατο στη ζωή και από την απώλεια βρέθηκε. Όσο βρισκόταν μέσα στη κακία, ήταν νεκρός, δεν υπήρχε γι’ αυτόν ελπίδα. Όσον είχε ανθρώπινη φύση τη μεταβλητή, που μπορεί από την κακία να μεταπέσει στην αρετή, λέγεται ότι είχε χαθεί. Αυτή είναι μετριότερη έκφραση από την πρώτη.
Γιατί είπε την παραβολή ο Κύριος;
Ο μεγάλος γιός ήταν στο χωράφι. Στο γυρισμό καθώς πλησιάζοντας στο σπίτι άκουσε τραγούδια και χορούς, κάλεσε κάποιο παιδί από τους υπηρέτες και ρωτούσε τί γινόταν. Κι αυτό του είπε ότι γύρισε ο αδελφός σου κι ο πατέρας σου έσφαξε το σιτευτό μοσχάρι, επειδή του ήρθε γερός. Θύμωσε και δεν ήθελε να μπει. Βγήκε ο Πατέρας και τον παρακαλούσε κι εκείνος του είπε· Σκέψου πόσα χρόνια σε υπηρετώ χωρίς ποτέ να παρακούσω το λόγο σου και ποτέ δεν μου έδωσες ένα ερίφι να διασκεδάσω με τους φίλους μου. Όταν όμως ήρθε τούτος εδώ ο γιός του, που σπατάλησε τη περιουσία σου με τις πόρνες, του έσφαξαν το μοσχάρι το σιτευτό. Και του είπε· Παιδί μου, συ είσαι πάντα μαζί μου κι όλα τα δικά μου είναι δικά σου· έπρεπε όμως να διασκεδάσεις και να χαρείς, γιατί ο αδελφός σου ήταν νεκρός και ξανάζησε κι είχε χαθεί και βρέθηκε». Εδώ είναι πολυθρύλητο ζήτημα. Πώς παρουσιάζεται φθονερός ο γιός ο ενάρετος στα άλλα κι υπάκουος στον πατέρα του;
Τούτο θα βρει τη λύση του, αν κανένας αναλογιστεί, γιατί λέχθηκε η παραβολή. Χωρίς αμφιβολία, επειδή οι καθαροί κι αυτοδικαιολόγητοι Φαρισαίοι διαμαρτύρονται, που ο Χριστός δεχόταν τις πόρνες και τους τελώνες. Γι’ αυτό η παραβολή αυτή μπήκε στη σειρά των προηγουμένων της. Λέχθηκε λοιπόν, γιατί οι Φαρισαίοι γόγγυζαν, επειδή ήσαν, όπως νόμιζαν, πιο δίκαιοι από τους τελώνες. Πρόσεξε ότι το πρόσωπο του γιού, που φαίνεται ότι γογγύζει, αντιπροσωπεύει όλους εκείνους που σκανδαλίζονται για τη γενική ευτυχία και σωτηρία των αμαρτωλών. Τούτο όμως δεν είναι φθόνος αλλά ξεχείλισμα της φιλανθρωπίας του Θεού, που δεν γνωρίζουμε το λόγο της και γι’ αυτό γεννά το γογγυσμό. Μήπως κι ο Δαυίδ δεν παρουσιάζει κάποιον που σκανδαλίζεται για την ειρήνη των αμαρτωλών; Το ίδιο και ο Ιερεμίας λέει· «Γιατί προχωρεί ο δρόμος των ασεβών; Σαν φυτά τους φύτεψες και έκαναν ρίζες». Αυτά όλα είναι σημάδια της αδύνατης και φτωχής διάνοιας των ανθρώπων, που ανάβει κι απορεί για την ανάξια τάχα ευτυχία των πονηρών. Με την παραβολή αυτή ο Κύριος μιλάει κάπως έτσι στους Φαρισαίους. Ας είναι. Σεις είστε δίκαιοι κατά το παράδειγμα του γιού εκείνου κι αρεστοί στον Πατέρα. Σας παρακαλώ, εσάς τους δίκαιους και καθαρούς, να μη γογγύζετε για τη χαρά που κάνουμε για τη σωτηρία του αμαρτωλού, γιατί κι αυτός είναι γιός. Δεν εμφανίζεται λοιπόν εδώ φθόνος, αλλά διορθώνει ο Κύριος το φρόνημα των Φαρισαίων με την παραβολή, ώστε αν αυτοί είναι δίκαιοι κι έχουν εκτελέσει κάθε εντολή του Θεού, να μη θυμώνουν για το δέξιμο των αμαρτωλών. Και δεν είναι παράδοξο αν θυμώνουμε για όσα νομίζουμε πως γίνονται ανάξια. Είναι τόση η φιλανθρωπία του Θεού και τόσο άφθονα μας μεταδίδει τ’ αγαθά του, ώστε μπορεί απ’ αυτό να γεννηθεί γογγυσμός. Τούτο το λέμε στις καθημερινές συναναστροφές. Πολλές φορές, ευεργετούμε κάποιον κι όταν μας δείχνει αχαριστία του λέμε ότι με κατηγορούν όλοι γιατί σου έκανα τόσες ευεργεσίες. Μπορεί να μη μας κατηγόρησε κανένας αλλά πλάθουμε το περιστατικό, επειδή θέλουμε να παρουσιάσουμε το μέγεθος της φιλανθρωπίας.
Αυτός είναι αποκλειστικά ο σκοπός της παραβολής. Αφορά τους Φαρισαίους που γόγγυζαν για τους αμαρτωλούς που δεχόταν ο Κύριος και διδάσκει αν είμαστε δίκαιοι, να μην αποδιώκουμε τους αμαρτωλούς μήτε να γογγύζουμε, όταν τους δέχεται ο Θεός. Μικρός γιός οι πόρνες κι οι τελώνες· ο μεγαλύτερος, οι Φαρισαίοι και οι Γραμματείς που θεωρούνταν καθ’ υπόθεση δίκαιοι, σαν να λέει ο Θεός: «Ας υποθέσουμε ότι σεις είστε αληθινά δίκαιοι και δεν έχετε παραβιάσει καμιά εντολή μου· δεν πρέπει λοιπόν να δέχεστε όσους επιστρέφουν από την αμαρτία;». Αυτού του είδους τους γογγυστές διδάσκει με την παραβολή. Το μόνο αληθινό είναι ότι ο μεγάλος γιός αντιπροσωπεύει τους δίκαιους και ο μικρός όσους αμαρτάνουν και επιστρέφουν.
Η οικονομία ολόκληρη της παραβολής έγινε για τους Φαρισαίους· τους διδάσκει ο Κύριος να μη δυστροπούν για το δέξιμο των αμαρτωλών κι ας ήσαν αυτοί δίκαιοι. Κανένας λοιπόν ας μη δυστροπεί με τις αποφάσεις του Θεού αλλά ας ανέχεται να ευτυχούν και να σώζονται όσοι θεωρούνται αμαρτωλοί. Πώς ξέρεις εσύ αν δεν μετανόησε κάποιος, που εσύ νομίζεις αμαρτωλό, και γι’ αυτό έγινε δεκτός; Και πού γνωρίζεις αν έχει αρετές αφανέρωτες, που για χάρη τους τον βλέπει ο Θεός με αγάπη;
Πηγή: Μητροπ. Τρίκκης Διονυσίου, Πατερικόν Κυριακοδρόμιον Τόμ.Β΄, Αθήναι 1969 σελ.130-141.

«Κύριε Ιησού Χριστέ Ελέησόν με..»: ο υψηλότερος τρόπος νοεράς προσευχής Γέροντας Εφραίμ, Προηγούμενος Ι.Μ. Φιλοθέου


Όταν θα τον εξασκήσουμε αυτόν στην αρχή θα βρούμε κάποια δυσκολία, αλλά μετά θα βρούμε πλάτος, φάρδος, ύψος, βάθος. Θα δημιουργηθή πρώτον μια χαρά μεμιγμένη με πόνο, μετά σιγά – σιγά χαρά, ειρήνη, γαλήνη. Αλλά και ο νους αφού γλυκανθή δεν θα μπορέσουμε να τον ξεκολλήσουμε από την προσευχή στην καρδιά και στην ευχή.
Θα δημιουργηθή τέτοια κατάστασις, που δεν θα θέλουμε να ξεκολλήσουμε. Θα καθήσουμε σε μια γωνιά, είτε όρθιοι, είτε καθισμένοι, θα σκύψουμε το κεφάλι και δεν θα θέλουμε να ξεκολλήσουμε από εκεί ώρες ολόκληρες. Μπορούμε να καθήσουμε μια, δυο, τρεις, τέσσερες, πέντε, έξη ώρες κόκκαλο, και να μή μας κάνη καρδιά να σηκωθούμε, ούτε ο νούς να πάη πουθενά άλλου. Τον βλέπουμε μόλις πάει πουθενά άλλου, αμέσως τραβάει κάτω το κεφάλι. Γίνεται δηλαδή μια αιχμαλωσία στο θέμα της προσευχής. Ο τρόπος αυτός της προσευχής είναι λίαν αποτελεσματικός. Πρώτον θα φέρη την αμετεώριστον προσευχήν, θα φέρη χαρά, ειρήνη· συνάμα θα φέρη δάκρυα χαράς, διαύγεια του νού. Ο νούς θα γίνη δεκτικός θεωριών, θα δημιουργηθή μετά η απόλυτος καρδιακή ησυχία. Δεν θα θέλη ο άνθρωπος να ακούη τίποτε απολύτως. Θα νομίζη ότι βρίσκεται σε μια Σαχάρα έρημο. Συνάμα θα γίνεται η ευχή και πιο σύντομα. Θέλω να την έχω σύντομα, θέλω αργά, όπως αναπαύεται η ψυχή, όπως της αρέσει εκείνη την ώρα.
spilaio Timiou Prodromou Mikras Agias Annis
Θα λέμε λοιπόν: «Κύριε – Ιησού – Χριστέ – ελέησόν με – Κύριε – Ιησού –…» και ο νούς θα παρακολουθή την ευχή όπως ένας μηχανικός παρακολουθεί το μηχάνημα που δουλεύει. Ύστερα αφού δεν θα μπορούμε να πάρουμε άλλη αναπνοή θα εκπνέουμε σιγά – σιγά «Κύριε – Ιησού – Χριστέ – ελέησόν με, Κύριε – Ιησού –…», ώστε να φθάσουμε στο τέρμα. Άντε πάλι μια αναπνοή σιγά – σιγά. Όχι βιαστικά· απαλά, ήρεμα, ήσυχα, χωρίς βία. «Κύριε Ιησού Χριστέ, ελέησόν με» και να δήτε ύστερα από λίγο στις δουλειές σας επάνω, μόλις παίρνετε αναπνοή θα λέτε: «Κύριε Ιησού Χριστέ, ελέησόν με», υστέρα στην εκπνοή πάλι την ευχή. Μόνη της η καρδιά τόσο θα αναπαυθή και ο νούς όπου και να βρίσκεται θα παίρνετε αναπνοή και ο νους θα λέγη την ευχή. Βέβαια μπορεί να μη λέτε τρεις ευχές, πάντως μία θα λέτε τουλάχιστον. Και ύστερα θα αποκτηθή ένας ρυθμός, ένας μηχανισμός ρυθμισμένος μαστορικά, και θα δήτε κατόπιν τα αποτελέσματα που θα έχη αυτή η προσευχή. Θα τραβάη όλο και πιο πολύ. Θα λέτε: πέρασε ένα τέταρτο, και θάχουν περάσει δύο ώρες. Τόσο δεν θα θέλη ο άνθρωπος να ξεκολλήση ο νούς του από την καρδιά και από το να ακούη την προσευχή. Τί τα θέλεις τα ψαλσίματα, τι θέλεις εκείνο; Γι’ αυτό οι Πατέρες στάς ερήμους δεν χρειάζονταν τέτοια πράγματα. Βέβαια αυτά επικυρώνονται από την εκκλησίαν. Αλλά οι άνθρωποι που βρήκαν αυτόν τον τρόπον της νοεράς προσευχής, που είναι λίαν υψηλότερος των τυπικών, άφησαν τους τύπους και πιάσαν την ουσίαν. Εμείς επειδή χάσαμε την ουσίαν, γιατί ίσως δεν έχουμε διδασκάλους να μας πουν, ή ότι δεν έχουμε την προαίρεσιν και την θέλησιν, πιάσαμε τα τυπικά. Έτσι οι σημερινοί μοναχοί κάνουν τον Εσπερινό τους, την ακολουθία τους, πέραν τούτου τίποτε. Κάνουν και την εργασίαν τους και λένε ότι κάνουν το καθήκον. Μα δεν έγινε το καθήκον.
Ο Άγιος Ιωάννης ο Ελεήμων δημιούργησε μοναστήρι και είπε:
—«Πατέρες, κάντε τα καθήκοντά σας τα πνευματικά, κι εγώ θα σας τρέφω, για να μην έχετε μέριμνα για τα υλικά και υστερείτε από την προσευχή. Εγώ θα σας δίνω τα χρειαζούμενα κι εσείς προσεύχεσθε». Απαντάει ο ηγούμενος:
—Μακαριώτατε Δέσποτα, εκτελούμε τα καθήκοντά μας. Διαβάζουμε την Πρώτη ώρα, την Τρίτη, την Έκτη και την Ενάτη, το Απόδειπνο, τον Εσπερινό, την Λειτουργία.
—Ά! λέει, φανερό είναι ότι είσαστε αμελείς. Και τις άλλες ώρες τι κάνετε;
Τί ήθελε να πή ο Άγιος Ιωάννης μ’ αυτά; Ότι δεν εκπλήρωναν το καθήκον τους, διότι δεν προσηύχοντο αδιάλειπτα.
Όταν σηκωθούμε για την ακολουθία μας, αφού αρχίσουμε το· «Βασιλεύ Ουράνιε», το Τρισάγιο, «Ελέησόν με ο Θεός», θα σκύψουμε το κεφάλι λίγο μπροστά στο στήθος, θα προσπαθήσουμε τον νου να τον ξεκολλήσουμε από κάθε τι και να τον βάλλουμε μέσα στο στήθος, μέσα στην καρδιά μας. Με το σκύψιμο θα βιάσουμε το νου μας να μπή εκεί μέσα. Αφού μπή εκεί μέσα, θα αρχίσουμε με την εισπνοή «Κύριε Ιησού Χριστέ, ελέησόν με» και το κομποσχοίνι θα δουλεύη. Και να δήτε. Βέβαια στις αρχές μπορεί να γίνη λίγο δυσκολία, αλλά λίγο επιμονή και υπομονή και θα φέρη το αποτέλεσμα. Μετά σαν πάρη φωτιά και γλυκανθή λιγάκι και μπή στο νόημα δεν τον πιάνει κανένας, όλη νύχτα να καθήση. Και τότε θα δήτε, θα περνάη η ώρα και θα λέτε: Μα τώρα άρχισα την προσευχή. Και θα βρήτε μεγαλυτέρα ωφέλεια στον τρόπο αυτό της προσευχής. Και ποιός βέβαια είναι ο σκοπός μας που ήρθαμε εδώ; Δεν ήρθαμε να βρούμε τον Θεόν; Δεν ήρθαμε να βρούμε την ειρήνη; να απαλλαγούμε από τα πάθη;

Το θεόσδοτο δώρο της χαράς Γέροντας Αλέξιος, Καθηγούμενος Ιεράς Μονής Ξενοφώντος


«Ο δε καρπός του Πνεύματος έστιν αγάπη, χαρά, ειρήνη, μακροθυμία, χρηστότης, αγαθωσύνη, πίστις, πραότης, εγκράτεια».
(Γαλάτας ε’22).
Ο Θείος Απόστολος Παύλος στο προαναφερόμενο χωρίο αποκαλύπτει τα χαρίσματα που παρέχει το Πνεύμα το Άγιο στους πιστούς που ζουν εν Πνεύματι και αληθεία. Αφού απαρίθμησε προηγουμένως τους καρπούς της αποστασίας εκ της θεϊκής πορείας (Γαλ. ε’ 19-22), καταγράφει στη συνέχεια τί το Πνεύμα δωρίζει σ’ όσους είναι του Χριστού, σ’ αυτούς που έχουν σταυρώσει τον αμαρτωλό εαυτό τους μαζί με τα πάθη και τις επιθυμίες τους.
xara
Αξιώνονται να γίνουν δοχεία καθαρά του Αγίου Πνεύματος, περιέχοντα καρπούς γλυκείς, τις χριστομίμητες θείες αρετές, όσοι «εν καινότητι ζωής» πορεύονται.
Ας επικεντρώσουμε την αναφορά μας στο θεόσδοτο δώρο της χαράς, που το αναζητά επίμονα κάθε ανθρώπινη ψυχή.
Θεωρείται η χαρά ένα ευαίσθητο πνευματικό γνώρισμα που γεμίζει με ευφροσύνη το είναι μας, και που η έλλειψίς του μας βυθίζει σε θλίψη και κατήφεια. Τις πηγές της, τις αναζητά ο άνθρωπος συνήθως στον πλούτο, στη δόξα, στις απολαύσεις· όμως ματαιοπονεί γιατί δεν βρίσκεται τελικά εκεί· η χαρά είναι δώρο Θεού, καρπός του Αγίου Πνεύματος. Χορηγείται σ’ αυτούς που ξέρουν ν’ αγαπούν, να υπομένουν τις δυσκολίες της ζωής, να συγχωρούν, να ελπίζουν και να αισιοδοξούν, και κυρίως να πιστεύουν στην θεϊκή πρόνοια δηλαδή, η χαρά είναι το ίδιο των αγωνιζομένων ανθρώπων, που στοχεύουν στην αιώνια χαρά, εσωτερική ευφροσύνη και τελειότητα, που κανείς δεν μπορεί να μας την αφαιρέσει και που οδηγεί στην τελειότητα!
Αυτός που δοξάζει τον Θεό, όχι μόνο στα ευχάριστα της ζωής γεγονότα, αλλά και στα δύσκολα και ζοφερά! Αυτός που πιστεύει πως πίσω από τα σύννεφα των δοκιμασιών υπάρχει ο ήλιος της θεϊκής αγάπης! Αυτός που εφευρίσκει τρόπους, και μαθητεύει στην πείρα και διδαχή των Θεοφόρων Πατέρων μας, για να διασκεδάζει του πειρασμού τις σκληρές προσβολές, που απειλούν να του κλέψουν το θείο δώρο, την χαρά, και ζει την Αποστολική εμπειρία: «Χαίρω εν τοις παθήμασί μου»! Αυτός ζει την ελευθερία των τέκνων του Θεού και εκεί αναπαύεται το Πνεύμα, η χαρά του Θεού, και τον λυτρώνει από της λύπης τα δεσμά.
Η χαρά του Χριστού δεν σκιάζεται από τα δύσκολα της ζωής, ούτε φυγαδεύεται από τον πόνο ή τα ατυχή περιστατικά που μας συμβαίνουν, ούτε από τα «γιατί» της ολιγοπιστίας και φιλαυτίας μας, του εγωισμού και της ζήλειας, της συγκρίσεως και κατακρίσεως, τα οποία αποκλείουν τη θεϊκή αύρα της αληθινής χαράς που γαληνεύει το πνεύμα μας και γεμίζει ευφροσύνη την ψυχή μας.
«Χαίρετε εν Κυρίω πάντοτε» (Φιλ. δ’ 4), μας προτρέπει το Πνεύμα το Άγιο! Μόνο η εν Κυρίω χαρά είναι μόνιμη και αναφαίρετη, γιατί είναι ανιδιοτελής, απαύγασμα της γνήσιας κοινωνίας του ανθρώπου μετά του Θεού, που είναι η χαρά και η ειρήνη του κόσμου. Είναι η βεβαιότητα στην αγάπη του Θεού. Είναι ακόμη ευχή και δωρεά του Κυρίου ημών Ιησού Χριστού που έγινε προσευχή προς τον Πατέρα μας τον εν τοις ουρανοίς, την στιγμή της μεγάλης δοκιμασίας και του πόνου Του: «ίνα η χαρά η εμή εν υμίν μείνη, και η χαρά υμών πληρωθή» (Ιω. ιε’ 11).
Μέσα σε μια εποχή με τόση δυστυχία, με τόσους πολέμους, με πολλές δοκιμασίες και πειρασμούς, με πλεονασμό των καταθλίψεων, τί θέση έχει η χαρά στην ζωή μας; Πώς να μιλήσουμε για κάτι που όλα γύρω μας το απειλούν και το απομακρύνουν;
Παρά ταύτα, η χαρά, σαν δώρο και καρπός του Αγίου Πνεύματος, δεν κλονίζεται όταν πιστεύουμε στις ενέργειες του Θεού που δεν παύουν να παρέχουν τα ελέη Του και τους οικτιρμούς Του, την βεβαία ελπίδα που εκπορεύεται από την Εσταυρωμένη Αγάπη. «Τω μώλωπι Αυτού, ημείς ιάθημεν» (Προφ. Ησαΐα νγ’ 5). Και όπως γράφει ένας Χριστιανός ποιητής: «Χαράς ανάβλυσαν πηγές απ’ τις δικές Σου τις πληγές κι απ’ τους δικούς Σου πόνους».
Έτσι, τα λυπηρά σε χαρά μεταποιούνται, όταν τα καρπούμεθα ως παρεμβάσεις του Παναγίου Πνεύματος στη ζωή μας· όταν εμποδίζουμε με την βεβαία πίστη μας το σκοτάδι των δυσκολιών να καλύψει το φως της ελπίδος και της αγάπης του Θεού.
Ευχόμεθα εκ ψυχής ο Δοτήρας παντός αγαθού, ο Κύριός μας Ιησούς Χριστός, να μας χαρίζει τη ζωοποιό αυτή αρετή, για να μετέχουμε της θείας ευφροσύνης και της αιωνίου χαράς από του νυν, και εις τους αιώνας των αιώνων.
Ευλογημένη η νέα χρονιά, με πληρότητα χαράς, απαύγασμα σωτηρίας της από του Σωτήρος ημών και Δεσπότου Χριστού πίστεως.
Ο Καθηγούμενος της Ι.Μ. Ξενοφώντος
αρχιμ. Αλέξιος
και οι συν εμοί εν Χριστώ αδελφοί.

«Θα βρήτε χάρι, θα βρήτε ελάφρωσι στα πάθη..»Γέροντας Εφραίμ, Προηγούμενος Ι.Μ. Φιλοθέου

Λοιπόν αυτή η προσευχή κατ’ αυτήν την έννοια, αφού δημιουργήση μέσα την θέρμην, θα δημιουργηθή μια φλόγα μέσα στην ψυχή, αφού η προσευχή θα κινή την θέρμην και η θέρμη θα γεννά την προσευχή. Και αφού γίνη αυτό το πράγμα, θα δήτε τότε καίγονται και οι αδυναμίες, καίγονται και οι λογισμοί, καίγονται και τα πάθη λίγο – λίγο και καταλήγουμε στην καθαρότητα της καρδιάς, οπότε θάρθη ο Πατήρ, ο Υιός και το Άγιον Πνεύμα και θα δημιουργήσουν Μονήν και κατοικίαν.
φως
Λένε οι Πατέρες, ότι ο νούς εύκολα μολύνεται και εύκολα καθαρίζεται. Η καρδιά δυσκόλως καθαρίζεται και δυσκόλως μολύνεται. Μόλις πάει το κακό στο νου αμέσως μολύνθηκε ο νούς, ενώ η καρδιά δεν έγινε αμέσως και μέτοχος του κακού λογισμού. Έτσι όταν η καρδιά δημιουργήση κατάστασι πνευματική και ύστερα κάπως την χάσει και αρχίσει ο νούς να μολύνεται, η καρδιά εύκολα δεν αλλάζει διότι προηγουμένως, είχε αλλοιωθεί από την θείαν χάριν, και έτσι σιγά – σιγά προχωράει το κακό. Γι’ αυτό χρειάζεται η προσευχή· γιατί μετασχηματίζει την καρδιά από σαρκική και εμπαθή και εγωιστική, σε αγαθή, ώστε να μή αισθάνεται πάθος. Και όταν καθαρισθή το κέντρον, όλη η περιφέρεια και η ακτίνα θα γίνη καθαρή.
Η προσευχή θα διώξη και την απελπισία, την απόγνωσι, την αμέλεια και την ραθυμία, διότι θα δημιουργήση νέαν προαίρεσιν, νέον κόπον, νέους αγώνας. Και τότε αν αισθανθούμε αυτό το πράγμα, θα εννοήσουμε ακριβώς τον καρπόν της προσευχής, τον σκοπόν της προσευχής.
Τότε θα καταλάβωμε και την βασιλεία των ουρανών που είναι μέσα στην καρδιά μας «Η βασιλεία του Θεού εντός ημών εστί». Εκεί μέσα μ’ αυτό το σκάψιμο που θα κάνουμε, με την εισπνοή και την εκπνοή προσπαθώντας ο νους να είναι μέσα, να προσέχη στα λόγια της ευχής, ανέβα – κατέβα η προσευχή, σκάβουμε έτσι, σκάβουμε – σκάβουμε και θα βρούμε τον Μαργαρίτη τον κεκρυμμένο. Ποιός είναι ο Μαργαρίτης; Είναι η χάρις του Αγίου Πνεύματος, την οποίαν πήραμε όταν βαπτισθήκαμε. Αλλά είτε διότι δεν το διδαχθήκαμε, είτε επειδή προχωρήσαμε στα πάθη, παραχώθηκε η θεία χάρις του βαπτίσματος και δεν μπορεί να δημιουργήση διαύγεια. Συνεπώς φταίνε τα πάθη μας. Αλλά ψάχνοντας – ψάχνοντας με την εισπνοή και την εκπνοή, με την προσπάθεια αυτή πετάμε τις σαβούρες. … Έτσι είτε έβγαζε κέρδος από την προσευχή, είτε από την θεωρία, και περνούσαν έτσι επτά, οκτώ, εννέα ώρες.
Προσεύχεσαι, προσεύχεσαι και νόμιζες ότι τώρα άρχισες την προσευχή. Τί είναι δύο, τρεις, τέσσερες ώρες; Και αν ο νούς θέλει να ξεφύγη, ας πούμε να ξεσκάση, πάλι τον τραβάει σαν να είναι ένα πράγμα πάνω στην καρδιά και τον τραβάει εκεί. Μια έλξις γίνεται και σιγά – σιγά ο άνθρωπος μ’ αυτήν την αδολεσχία και μ’ αυτήν την προσευχήν τελειοποιείται έσωθεν και η καρδιά καθαρίζεται όλο και περισσότερο και μετά αποκτά την καρδιακή προσευχή, μετά έρχονται καταστάσεις. Μόνος του ο νούς παρακολουθεί την καρδιά να λέη την ευχή· δεν χρειάζεται εισπνοή και εκπνοή, όταν έλθη αυτή η κατάστασις. Αυτή λέγεται καρδιακή ευχή.
Οι Πατέρες μας, αφού αδολεσχούσαν έτσι στην ευχή και σιγά – σιγά είχον θέρμη, μετά είχαν έρωτα Θεού και μετά, αφού μεγάλωνε πολύ ο Θείος έρωτας, έβγαιναν από τον εαυτό τους και έρχονταν σε θεωρία, είχαν εκστάσεις. Τους έπαιρνε ο Θεός· ψυχικώς τους έπαιρνε; σωματικώς; δεν έχει σημασία, πάντως έφευγαν από τον εαυτόν τους. Δεν καταλαβαίνει ο άνθρωπος, αν πηγαίνη επάνω με την καρδιά ή με το σώμα. Μόνο καταλαβαίνει ότι η κατάστασις της προσευχής τον έφερε στην θεωρία.
Βλέπουμε πόσο βοηθάει αυτός ο τρόπος για την επιτυχία της αδιαλείπτου προσευχής. Αυτός που εξασκεί έτσι την προσευχή και στη δουλειά επάνω, στο εργόχειρο, χωρίς να το θέλη, θα κάμνη εισπνοή και εκπνοή με την ευχή. Θα κολλήση πάνω στην εισπνοή και την εκπνοή η προσευχή. Με την εισπνοή που θα παίρνη, θα αρχίζη χωρίς να το θέλη να λέη την ευχή. Τόσο ωραίο αποτέλεσμα φέρνει αυτός ο τρόπος.
Θα πρέπει με πόθο, με προθυμία, με ζήλο ν’ αρχίσουμε. Λίγο δυσκολία στην αρχή, αλλά κατόπιν θ’ ανοίξη ο δρόμος και μετά δεν σταματάει κανένας τον άνθρωπο. Ό,τι θέλουν ας πουν υστέρα οι άλλοι. Έχει γλυκαθεί η ψυχή του και δεν τον σταματάει κανείς. Θα δήτε τότε, ότι θα βρήτε χάρι, θα βρήτε ελάφρωσι στα πάθη. Τόση ελάφρωσι στα πάθη θα βρήτε και κυρίως στους αισχρούς λογισμούς, θα βρήτε μεγάλη ανακούφισι. Θα εξαλειφθούν συν τω χρόνω, θα εξαλειφθούν από τον νουν διά της προσευχής, η δε καρδία θα γίνη τελείως καλά. Θα γίνη παιδική καρδιά, δεν θα αισθάνεται τίποτε. Θα τα βλέπη όλα φυσιολογικά.

«Η απάθεια έρχεται μόνον δια της νοεράς προσευχής..»Γέροντας Εφραίμ, Προηγούμενος Ι.Μ. Φιλοθέου



Κάθεται λοιπόν ο άνθρωπος και ακούει την καρδιά που δουλεύει. Έ! το δούλεμα αυτό βγάζει εμπόριο. Όπως μια μηχανή, την βάζουμε μπροστά και δουλεύει, το ίδιο συμβαίνει όταν προχωρήση η επιστήμη της προσευχής. Όπως όταν στις αρχές είναι χειροκίνητες οι μηχανές χρειάζονται κόπο· όταν όμως τις ρυθμίση ο μηχανικός ώστε να γίνουν αυτόματες και με ηλεκτρισμό, τότε βγάζουν περισσότερη δουλειά και χωρίς κόπο. Παρόμοια συμβαίνει και με την προσευχή. Στην αρχή χρειάζεται κόπος για να ρυθμίση κανείς την προσευχή με την αναπνοή του· κατόπιν όμως γίνεται αυτόματα αυτή η εργασία και ο νους την παρακολουθεί, όπως ο μηχανικός παρακολουθή την αυτόματη μηχανή. Εν τω μεταξύ αν βρήτε και καμμιά δυσκολία ώσπου να μπήτε στο ρυθμό, μου την λέτε. Εσείς θα βάλλετε αρχή και ό,τι δυσκολία βρήτε να μου την πήτε να την ρυθμίσω εγώ, να μπή το νερό στο αυλάκι, μετά θα τρέχη μόνο του.
Gerontas Efraim Filotheiis, Mega Synodiko Ieras Megistis Monis Vatopaidiou 012
Την προσευχή θα την βοηθήση, όπως είπαμε, η σιωπή των χειλέων, να μη έχουμε παρρησία και υπερηφάνεια. Είναι πάρα πολύ μεγάλο εμπόδιο στην προσευχή η υπερηφάνεια. Όταν θα προσεύχεσθε, μόλις θα γεννά το μυαλό λογισμούς, θα κατηγορήτε τον εαυτόν σας συνεχώς – συνεχώς για να μη σηκώση κεφάλι η υπερηφάνεια μέσα. Ματσούκι, ξύλο. «Είσαι τέτοιος, είσαι τέτοιος, είσαι τέτοιος…», ώστε ο εγωισμός να μή σηκώση κεφάλι καθόλου. Τίποτε να μή σκέπτεται ο άνθρωπος εκείνη την ώρα, μονάχα να προσπαθήση να προσεύχεται μετά φόβου.
Αυτά δεν τα ξέραμε όταν είμασταν στον κόσμο, δεν είχαμε αυτή την λεπτομέρεια, την διδαχή αυτή απ’ τον πνευματικό μας, και προσευχόμασταν και με φαντασίες, προσευχόμασταν έτσι και αλλοιώς. Δεν μας παρεξηγούσε βέβαια ο Θεός, γιατί δεν ξέραμε. Αλλά το θέμα είναι να διδαχθούμε πράγματα στην πράξι γενόμενα και όχι στη θεωρία, και ό,τι πηγάσει απ’ αυτήν την προσευχή είναι γνήσιο και δεν είναι από τη φαντασία, ούτε το φαντασθήκαμε διότι μας ήρθε ένας συναισθηματισμός, όταν π.χ. είδαμε μια ωραία Παναγία και την φαντάστηκα μετά στην προσευχή. Ποιός μπορεί να αποδώση αυτό στη θεία χάρι, και να πή ότι δεν είναι από την φαντασία και την ηδονή του μυαλού και από συναισθήματα αυταρεσκείας. Αλλ’ εκείνο που θα πηγάση από τον αμετεώριστον νουν και από το Όνομα του Χριστού είναι γνήσιο.
Λοιπόν, έτσι θα προσευχόμαστε επ’ εδώ και πέρα. Αυτός ο τρόπος θα γίνη πλέον κανών προσευχής, διότι θα μας βοηθήση πολύ να δούμε τα πάθη μας, τα σφάλματά μας. Όλος ο κόπος αυτός θα μας βοηθήση να συμμαζέψουμε το νου μας. Διότι το φως, το πέρα – δώθε, το κούνημα δημιουργεί σύγχυσι στο νου. Αλλά όταν στέκεται ο άνθρωπος είτε όρθιος, είτε καθισμένος, είτε γονατιστός δεν συγχύζεται ο νούς. Αυτός ο τρόπος έχει πολλή ουσία μέσα. Αυτό θα το δουλέψετε και θα δήτε, μεγάλα πράγματα θα βρήτε. Αφού, πιστέψτε με, όταν λέγαμε την ευχή έτσι, αρχάριοι κι εμείς, τόση ευωδία υπήρχε, ευωδίαζαν όλα.
Oύτε από την πολλή μελέτη, ούτε απ’ τα πολλά ψαλσίματα ποτέ ο άνθρωπος έφθασε στην απάθεια. Η απάθεια έρχεται μόνον διά της νοεράς προσευχής. Θα μισήση μόνος του και την αργολογίαν και την παρρησίαν, θα προσπαθή να ξεμοναχιάζεται ο άνθρωπος να μή χάση αυτό το πράγμα.
Αυτό εύχομαι να σας δώση ο Θεός, την αίσθησι της προσευχής αυτής. Και όταν την γνωρίσετε στην πράξι, τότε θα δήτε και θα εννοήσετε καλά – καλά τα πράγματα που σας λέω. Τώρα πολύ – πολύ μπορεί να μή με εννοήτε, αλλά μετά που θα ’ρθή η χάρις του Θεού, τότε θα καταλάβετε και θα πήτε: Ά, καλά μας έλεγε ο Γέροντας. Και την ημέρα που θα πηγαίνετε στις εργασίες σας θα βλέπετε να λέτε «Κύριε Ιησού Χριστέ» στην εισπνοή, «ελέησόν με» στην εκπνοή. Θα είναι προσευχή χωρίς κομποσχοίνι. Θα λέγεται μόνη της και θα δημιουργήται η θέρμη, και η θέρμη θα φέρη μετά όλα τα καλά.

Πηγή: Έκδοσις Ιεράς Μονής Φιλοθέου Αγίου Όρους. Κεντρική διάθεσις: «Ορθόδοξος Κυψέλη».