Η ιστορία, που θα σας αφηγηθώ είναι πέρα για πέρα αληθινή όσα απίστευτα στοιχεία και αν έχει…. ήταν αρχές Δεκέμβρη 2007.
Οι
έννοιες και οι φροντίδες της καθημερινότητας με είχαν καταβάλει εκείνο
τον καιρό και ιδιαίτερα κάποιες οικογενειακές υποθέσεις μου είχαν
προκαλέσει μεγάλη στεναχώρια. Τέλος πάντων σκεφτόμουν, τα έχει αυτά η
ζωή. Αυτό, όμως, που ένοιωσα εκείνο το πρωί ήταν για μένα -έτσι σκεφτόμουν τότε- τελειωτικό.
Από
την προηγούμενη είχα κάποιες εκκρεμότητες να φέρω σε πέρας και μάλιστα
οικονομικές, που με είχαν στεναχωρήσει και με είχαν αγχώσει πολύ. Είχα
πάει στο ταμείο των υπαλλήλων της υπηρεσίας που εργάζομαι και είχα
εισπράξει το ποσό ενός δανείου 20.000 ευρώ, προκειμένου να εξοφλήσω την
τράπεζα η οποία μας έβγαλε το εξοχικό σπίτι σε πλειστηριασμό και
προχώρησε σε κατάσχεση.
Hμουν
πολύ στεναχωρημένη, γιατί αυτό το σπίτι είχε φτιαχτεί με πολύ μόχθο
και κάθε καλοκαίρι πηγαίναμε με τα παιδιά εκεί για διακοπές. Δεν ήθελα
με κανένα τρόπο να το χάσω, αν και οικονομικά ήμουν σε πολύ δύσκολη
κατάσταση, αφού βασιζόμουν μόνο στο μισθό μου. Τέλος πάντων ζήτησα από
τη υπηρεσία δάνειο, για το οποίο μου κρατάνε κάθε μήνα 250 ευρώ από το
μισθό.
Μόλις
το εισέπραξα σε μετρητά πήγα στην τράπεζα και έστειλα 6.000 ευρώ σε
έναν θείο, που είχε καταβάλει εγγύηση για να μη γίνει η κατάσχεση και τα
υπόλοιπα 14.000 θα τα έβαζα σε λογαριασμό της τράπεζας τον οποίο όμως
δεν είχα και έπρεπε να τηλεφωνήσω να μου τον πουν. Και ώσπου να
τελειώσω με όλα αυτά η τράπεζα έκλεισε. Έτσι σκέφθηκα να αφήσω τα
χρήματα, μαζί με όλα τα χαρτιά, όπως ήταν, μέσα στο αυτοκίνητό μου, στο
τσεπάκι της πόρτας του οδηγού. Εκεί ποιος να τα πειράξει. Άλλωστε
πρωί-πρωί θα πήγαινα να τα καταθέσω.