Ο
Άγιος Μάρκος γεννήθηκε στην Κωνσταντινούπολη μεταξύ των ετών 1392 και
1393 «εκ τινος πατρωνυμίας Ευγενικός καλούμενος». Ο πατέρας του Γεώργιος
ήταν διάκονος και σακελλίων της Μεγάλης Εκκλησίας, μετέπειτα δε έγινε
πρωτέκδικος, πρωτονοτάριος και μέγας χαρτοφύλαξ, η δε μητέρα του
ονομαζόταν Μαρία και ήταν θυγατέρα του ιατρού Λουκά.
Σπούδασε
σε μεγάλους διδασκάλους, στον Γεώργιο Πλήθωνα, τον Μητροπολίτη
Σηλυβρίας Χορτασμένο, τον Μανουήλ Χρυσόκκο, τον Ιωσήφ Βρυέννιο και
άλλους και είχε έξοχη παιδεία.
Στη
συνέχεια προσήλθε στο μοναχικό βίο, κατά το έτος 1418, σε κάποια μονή
στα Πριγκηπόννησα και τάχθηκε υπό την πνευματική επιστασία του ενάρετου
μοναχού Συμεών, ο οποίος τον έκειρε μοναχό και τον μετονόμασε από
Μανουήλ, Μάρκο. Μόνασε κυρίως στη Μονή του Αγίου Γεωργίου των Μαγγάνων
στην Κωνσταντινούπολη. Εκεί επιδόθηκε στην ιερά μελέτη της Αγίας Γραφής
και των συγγραμμάτων των Πατέρων της Εκκλησίας και συνέγραψε τα πρώτα,
δογματικού κυρίως περιεχομένου, έργα του. Το έτος 1437 έγινε Επίσκοπος
Εφέσου και έλαβε μέρος στην ενωτική Σύνοδο Φερράρας – Φλωρεντίας
(1438-1439). Κατά τον Γεννάδιο Σχολάριο, ο Άγιος Μάρκος αναδείχθηκε
Έξαρχος της Συνόδου και εκπροσώπησε σε αυτή τους Πατριάρχες Αντιοχείας
και Ιεροσολύμων. Στην αρχή των εργασιών της Συνόδου συνέστησε στους
Λατίνους να αποβάλλουν το τραχύ και ανένδοτο του τρόπου τους και της
διαθέσεώς τους, διότι απέβλεπε στην ειρήνευση, την άρση του Σχίσματος
και την επανένωση της Ανατολικής και Δυτικής Εκκλησίας. Είπε μάλιστα
χαρακτηριστικά: «Πρώτον μεν όπως εστίν αναγκαιότατη η ειρήνη ην
κατέλιπεν ημίν ο δεσπότης ημών ο Χριστός και αγάπη, δεύτερον ότι
παρέβλεψεν η Ρωμαϊκή Εκκλησία την αγάπην και διελύθη και η ειρήνη,
τρίτον ότι ανακαλουμένη νυν η Ρωμαϊκή Εκκλησία την τότε καταληφθείσαν
αγάπην, εσπούδασεν ίνα έλθωμεν ενταύθα και εξτάσωμεν τας μεταξύ ημών
διαφοράς, τέταρτον ότι αδύνατόν εστιν ανακαλέσασθαι την ειρήνην εάν μη
λυθή το του σχίσματος αίτιον, και πέμπτον, ίνα και οι όροι των
οικουμενικών συνόδων αναγνωσθώσιν, ως αν φανώμεν και ημείς σύμφωνοι τοις
εν εκείναις πατράσι και η παρούσα σύνοδος εκείναις ακόλουθος…».
Αντιλήφθηκε
όμως εγκαίρως, ότι οι Λατίνοι δεν επιθυμούσαν την εξέταση των διαφορών
και των αιτιών του Σχίσματος και γενικά αληθινή εκκλησιαστική ένωση,
αλλά επεδίωκαν την καθυπόταξη της Ορθοδόξου Εκκλησίας στον Πάπα και την
παραδοχή εκ μέρους αυτής των λατινικών ετεροδιδασκαλιών,
εγκαταλειπομένων των ορθοδόξων δογμάτων. Έτσι θεώρησε χρέος του να
ηγηθεί της πανορθοδόξου αντιδράσεως κατά των λατινικών σχεδίων και
τέθηκε επικεφαλής των αποκληθέντων Ανθενωτικών, όχι μόνο κατά την
διάρκεια της Συνόδου, αλλά και μετά την επιστροφή του στην
Κωνσταντινούπολη. Γι’ αυτό και απέκρουσε κατά την διάρκεια των συνοδικών
συζητήσεων τις αξιώσεις και την επιχειρηματολογία των Λατίνων και
αρνήθηκε να υπογράψει τον όρο της επιβληθείσης ψευδό-ενώσεως. Η μη
υπογραφή του απαράδεκτου για την κοινή ορθόδοξη εκκλησιαστική συνείδηση,
κειμένου εκ μέρους του Αγίου Μάρκου, είχε τόσο μεγάλη σημασία, ώστε
μόλις ο Πάπας Ευγένιος Δ’ (1431-1447) το πληροφορήθηκε αναφώνησε
περίλυπος : «Εποιήσαμεν λοιπόν ουδέν».
Λίγο
αργότερα ο αυτοκράτορας προσέφερε στον Άγιο τον Πετριαρχικό θρόνο, αλλά
αυτός αρνήθηκε. Επειδή δε, δεν επιθυμούσε να συλλειτουργήσει με τον
λατινόφρονα Πατριάρχη Μητροφάνη τον από Κυζίκου, έφυγε από την
Κωνσταντινούπολη την ημέρα της Πεντηκοστής του έτους 1440 και ήλθε στην
Έφεσο. Και εκεί όμως δεχόταν ενοχλήσεις από τους ενωτικούς. Γι’ αυτό
αναχώρησε με προορισμό το Άγιο Όρος. Καθ’ οδόν, διερχόμενος διά της
νήσου Λήμνου, κρατήθηκε και περιορίσθηκε εκεί, με εντολή του
αυτοκράτορα. Στη Λήμνο παρέμεινε δύο χρόνια και από εκεί εξαπέλυσε τη
σπουδαία εγκύκλιό του «τοις απανταχού της γης και των νήσων
ευρισκομένοις Ορθοδόξοις Χριστιανοίς». Μετά ο θεοειδής στην ψυχή και την
προαίρεση Άγιος, ήλθε στην Κωνσταντινούπολη, όπου και κοιμήθηκε με
ειρήνη στις 23 Ιουνίου του 1444 μ.Χ. και ενταφιάσθηκε στη μονή του Αγίου
Γεωργίου των Μαγγάνων. Ο Πατριάρχης Γεννάδιος Σχολάριος, το 1456 μ.Χ.,
όρισε διά συνοδικής πράξεως, να εορτάζεται η μνήμη του Αγίου στις 19
Ιανουαρίου.
Απολυτίκιο. Ηχος γ’. Θείας πίστεως
Θείας
πίστεως, ομολογία, μέγον εύρατο, η Εκκλησία, ζηλωτήν σε θειε Μάρκε
πανεύφημε, υπερμαχούντα πατρώου φρονήματος, και καθαιρούντα του σκότους
υψώματα. Όθεν άφεσιν, Χριστόν τον θεόν ικέτευε, δωρήσασθαι ημίν τοις σε
γεραίρουσι.
Ο ΑΣΤΗΡ ΤΗΣ ΕΦΕΣΟΥ
Ο ΥΠΕΡΜΑΧΟΣ ΤΗΣ ΟΡΘΟΔΟΞΙΑΣ
Η ΠΑΙΔΙΚΗ ΗΛΙΚΙΑ ΚΑΙ ΟΙ ΣΠΟΥΔΕΣ ΤΟΥ
Εφέτος κλείνουν 560 έτη από την κοίμηση του εν αγίοις πατρός ημών και ομολογητού Μάρκου αρχιεπισκόπου Εφέσου του Ευγενικού.
Ο άγιος Μάρκος (κατά κόσμο Εμμανουήλ),
εγεννήθη από ευσεβείς γονείς το 1392 εις την βασιλίδα των πόλεων,
Κωνσταντινούπολιν. Ο πατέρας του ωνομάζετο Γεώργιος και ήτο
αρχιδικαστής, σακελλίων και διάκονος της Μεγάλης Εκκλησίας, η μητέρα του
ωνομάζετο Μαρία και ήτο θυγατέρα του ευσεβούς ιατρού Λουκά.
Αμφότεροι
οι γονείς προσπάθησαν και επέτυχαν να αναθρέψουν τον μικρό Εμμανουήλ εν
παιδεία και νουθεσία Κυρίου. Αλλά ο θάνατος του πατρός του άφησε αυτόν
και τον μικρότερό του αδελφό Ιωάννη ορφανούς εις νεαρά ηλικία.
Τα
πρώτα γράμματα ο άγιός μας τα εδιδάχθη από τον πατέρα του Γεώργιο, ο
οποίος είχε μία ονομαστή ιδιωτική σχολή. Μετά τον θάνατον του πατρός του
η μητέρα του τον έστειλε να μαθητεύεση εις τους πλέον φημισμένους
διδασκάλους της εποχής του, τον Ιωάννη Χορτασμένο (κατόπιν Ιγνάτιο
Μητροπολίτη Σηλυμβρίας) και τον μαθηματικόν και φιλόσοφον Γεώργιον
Γεμιστόν Πλήθωνα. Μεταξύ των συμμαθητών του ήτο και ο μετ έπειτα
άσπονδος εχθρός του Βησσαρίων ο καρδινάλιος.
ΔΙΔΑΣΚΑΛΟΣ ΚΑΙ ΜΟΝΑΧΟΣ
Όταν
ο νεαρός Εμμανουήλ τελείωσε τας σπουδάς του, ανέλαβε την διεύθυνση της
πατρικής σχολής και εις σύντομο χρονικό διάστημα ανεγνωρίσθει ως ένας
από τους πλέον λαμπρούς διδασκάλους της ψυχορραγούσης πόλεως. Μεταξύ των
μαθητών του, που διέπρεψαν αργότερον, ήσαν ο Γεώργιος Γεννάδιος
Σχολάριος,-ο πρώτος μετά την πτώσιν της Πόλεως Πατριάρχης-, ο Θεόδωρος
Αγαλλιανός, ο Θεοφάνης Μητροπολίτης Μηδείας και ο αδελφός του Ιωάννης ο
Ευγενικός.
Αλλά
ο θείος έρως δεν άφησε τον Εμμανουήλ να παρασυρθεί από την γεμάτη
υποσχέσεις λαμπρά καριέρα του διδασκάλου, ούτε οι λίαν φιλικές σχέσεις
του με τον αυτοκράτορα τον εμπόδισαν να απαρνηθεί τον κόσμο και να
καταφύγει εις την νήσον των Πριγκιποννήσων Αντιγόνη, πλησίον του
φημισμένου ασκητού Συμεώνος. Εκεί έμεινε αγωνιζόμενος πνευματικώς επί
δύο έτη και μετά, κατόπιν των τουρκικών επιδρομών εις τας νήσους, ήλθε
με τον γέροντά του εις την περίφημο τότε Μονή του Αγίου Γεωργίου των
Μαγγάνων, εις την Κωνσταντινούπολιν.
Ο
μοναχός Μάρκος συνέχισε και εις την νέαν μετάνοιά του την σκληράν
ασκητικήν ζωήν. Εις την μονήν των Μαγγάνων, ο άγιος Μάρκος συνέθεσε
σχεδόν τα περισσότερα από τα 100 έργα του που έχουν διασωθεί μέχρι
σήμερον. Ιδιαιτέρως σημαντικά είναι τα έργα που έγραψε εναντίων των
λατινοφίλων αντιπάλων του Αγίου Γρηγορίου του Παλαμά, τον οποίον εσέβετο
πολύ και τον είχε ως πρότυπο του. Εις την Μονήν αυτήν ο Μάρκος έλαβε
και το χρίσμα της ιεροσύνης, κατόπιν πιέσεως, διότι ο ίδιος θεωρούσε τον
εαυτό του ανάξιο δια τέτοιον υψηλόν λειτούργημα. Σύντομα δε απέκτησε
και φήμη καλού πνευματικού, δι,αυτό πολλοί κληρικοί και λαϊκοί έγραφον
εις τον άγιον ζητώντες την γνώμη του επί διαφόρων ζητημάτων.
ΕΙΣ ΤΗ ΣΥΝΟΔΟΝ ΤΗΣ ΦΕΡΡΑΡΑΣ
Το
1436 και ενώ ακόμη ήτο ιερομόναχος ο Πατριάρχης Αλεξανδρείας τον
διορίζει ως αντιπρόσωπο του εις την συγκληθείσαν σύνοδον δια ένωσιν των
εκκλησιών. Το ίδιον έτος ο Αυτοκράτωρ Ιωάννης ο Παλαιολόγος τον
αναγκάζει να δεχθεί τον Μητροπολιτικόν θρόνον της Εφέσου που είχε
χηρεύσει εκείνον τον καιρόν.
Ο αυτοκράτωρ
δείχνει την μεγάλη εκτίμηση που έτρεφε εις τον άγιον Μάρκον διορίζοντάς
τον γενικόν έξαρχον της συνόδου. Ούτως ο άγιος ηναγκάσθη να ακολουθήσει
τον Πατριάρχη και την λοιπήν αντιπροσωπία εις την Ιταλία.
Ο άγιος
Μάρκος πήγε στην σύνοδον με τας καλυτέρας προθέσεις και έδειξε την
διαλλακτικότητά του με τον λόγο που συνέθεσε δια τον πάπαν, προτού ακόμη
αρχίσουν αι εργασίαι της συνόδου εις την Φερράραν. Μερικοί μάλιστα
Ορθόδοξοι αντιπρόσωποι παρεξήγησαν τον Μάρκον δια την διαλλακτικότητα
του ύφους του εις τον διάλογο με τον καρδινάλιο Κεσσαρίνι, και απήτησαν
όπως εις το εξής ομιλεί ο Βησσαρίων, Μητροπολίτης Νικαίας.
Το
πρώτο θέμα των συζητήσεων ήτο το καθαρτήριο πυρ. Του Βησσαρίωνος
αδυνατούντος - λόγω ανεπαρκούς θεολογικής καταρτίσεως - να ομιλήσει,
ομίλησε δια τους Ορθοδόξους ο άγιος Μάρκος, εκφωνήσας επί του θέματος
τέσσαρες αντιρρητικούς λόγους.
Αι
κρυστάλλιναι ορθόδοξοι απόψεις, ως επαρουσιάσθησαν από τον άγιο μας,
ενθουσίασαν τον αυτοκράτορα, ο οποίος προσέβλεπε εις τον Μάρκον ως τον
μόνον Ορθόδοξο θεολόγο που ηδύνατο να απαντά ευχερώς εις τους λόγους των
παπικών. Αλλά ο περί τα θεία άσχετος βυζαντινός αυτοκράτωρ ήλπιζε ότι
αι ορθόδοξοι απόψεις θα επεκράτουν, μη γνωρίζων ότι οι παπικοί θα
επέμεναν αμετακίνητοι εις τας πλάνας των. Δι΄αύτόν τον λόγο, όταν είδε
ότι η παράλογος επιμονή των λατίνων θα ναυαγούσε τον πολιτικό του σκοπό -
ήτοι την ένωση των δύο εκκλησιών και την εξ αυτής αναμενόμενη παπική
βοήθεια δι αντιμετώπισιν των Τούρκων - άρχισε να πιέζει τους Ορθοδόξους
να ακολουθήσουν μία ηπιότερη η καλύτερα ενδοτική γραμμή.
Η ΨΕΥΔΟΕΝΩΣΙΣ
Οι
λατίνοι άρχισαν να εφαρμόζουν την γνωστή τακτική των ψιθύρων, ψευδών
και εκβιασμών, και ούτω κατ εκείνη την εποχή διένειμαν εις την Φερράραν
εκατοντάδας φυλλαδίων, τα οποία περιείχαν 54 αιρετικές δοξασίας των
Ορθοδόξων!!! Βλέποντας την κατάσταση να χειροτερεύει εις βάρος των
Ορθοδόξων, δύο εκ των εγκρίτων μελών της Βυζαντινής αντιπροσωπείας, ο
Μητροπολίτης Ηρακλείας Αντώνιος, πρώτος τη τάξει Μητροπολίτης του
Οικουμενικού θρόνου και ο αδελφός του Μάρκου Ιωάννης, προσπάθησαν να
αποδράσουν από την Φερράραν, αλλά ημποδίσθησαν από τον αυτοκράτορα. Και
επειδή ο Ιωάννης συνοδευόταν μέχρι τον λιμένα από τον αδελφό του, ο
αυτοκράτωρ και ο Πατριάρχης φοβούμενοι τυχόν άλλας απόπειρας αποδράσεως -
εν συνεννοήσει μετά των παπικών - μετακίνησαν τις εργασίες της συνόδου
από την Φερράραν, που ήτο πλησίον της θαλάσσης, εις την Φλωρεντία.
Όταν
δε επανήρχισαν αι εργασίαι της συνόδου ο Εφέσου ήτο ο κύριος ομιλητής
των Ορθοδόξων. Αι σαφείς όμως απαντήσεις του και αι ανατροπαί των
λατινικών κακοδοξιών προκάλεσαν το μένος των λατινοφρόνων Ορθοδόξων, οι
οποίοι με την σιωπηρά συγκατάθεση και ανοχή του αυτοκράτορος προσπάθησαν
να διαβάλουν τον άγιο Μάρκο, κυκλοφορούντες μάλιστα και την είδηση ότι ο
Εφέσου είχε τρελαθεί. Εις μίαν δε συνεδρίαση της Ορθοδόξου
αντιπροσωπείας, όταν ο Μητροπολίτης Εφέσου απεκάλεσε τους παπικούς
«αιρετικούς» οι Μητροπολίτες Λακεδαίμονος και Μυτιλήνης ύβρισαν τον άγιο
και προσπάθησαν να τον κτυπήσουν.
Ο ΕΦΕΣΟΥ ΜΑΡΚΟΣ ΔΕΝ ΥΠΟΓΡΑΦΕΙ
Διαπιστώνων
ο άγιος ότι όλες οι προσπάθειές του να πείσει τους Ορθόδοξους να μην
προχωρήσουν εις την ένωση - γενόμενοι θύματα των παπικών - ήσαν μάταιοι,
απεσύρθη από του να συμμετέχει ενεργώς εις τας εργασίας της συνόδου.
Τελικώς
την 5 Ιουλίου 1439 υπεγράφη η ένωση και ως αναφέρει ο Συρόπουλος οι
περισσότεροι Ορθόδοξοι αντιπρόσωποι υπέγραψαν χωρίς την θέληση των και
φοβούμενοι τον αυτοκράτορα. Όταν δε ο πάπας ηρώτησεν εάν υπέγραψε ο
Μάρκος και έλαβε απάντηση αρνητική είπε προφορικώς «λοιπόν, εποιήσαμεν
ουδέν».Ο υπερόπτης και δεσποτικός πάπας ζήτησε ανερυθριάστως από τον
άβουλο βυζαντινό αυτοκράτορα, όπως στείλει τον Μάρκον εις αυτόν δια να
τον δικάσει ενώπιον συνοδικού δικαστηρίου, αλλ' ευτυχώς ο αυτοκράτωρ
ηρνήθη.
Αργότερα
όμως παρεκάλεσε τον Μάρκον, αφού είχε πάρει προφορικές διαβεβαιώσεις
δια την ασφάλειάν του από τον πάπα, να εμφανισθεί ενώπιον του ποντίφικα
και να εξηγήσει την στάση του. Ο Μάρκος υπακούοντας εις το αυτοκρατορικό
πρόσταγμα επήγε εις τον πάπαν. Μάταια όμως προσπάθησε ο αρχιαιρεσιάρχης
της δύσεως να τον πείσει να δεχθεί την εκτρωματική ένωση. Όταν δε είδε
ότι ο Μάρκος έμεινε αμετακίνητος εις τας απόψεις του, κατέφυγε εις
εκβιασμούς και απείλησε ότι θα καταδίκαζε τον άγιό μας ως αιρετικό. Αλλ΄
ο άγιος Μάρκος μη πτοηθείς απήντησε μετά παρρησίας λέγων. «Αι σύνοδοι
κατεδίκαζον τους μη πειθωμένους τη Εκκλησία, αλλ' εις δόξαν τινά
εναντίον αυτής ενισταμένους και ταύτη κηρύττοντας και υπέρ αυτής
αγωνιζόμενους, διό και αιρετικούς εκάλουν αυτούς...Εγώ δε ου κηρύττω
ιδίαν μου δόξαν ουδέ τι εκαινοτόμησα, ουδέ υπέρ αλλοτρίου τινός δόγματος
και νόμου ενίσταμαι, αλλ' εις την ακραιφνή δόξαν, τηρώ εμαυτόν».
Ο ΛΑΟΣ ΕΠΙΔΟΚΙΜΑΖΕΙ ΤΟΝ ΜΑΡΚΟΝ
Μετά
την προδοτική ένωση της Φερράρας - Φλωρεντίας οι Βυζαντινοί
εγκατέλειψαν την Ιταλίαν δια την επιστροφήν των εις την πολιορκουμένην
Πόλιν. Ο αυτοκράτωρ παρέλαβε τον άγιον Μάρκον εις το αυτοκρατορικόν
πλοίον. Ύστερα από ταξίδι τριών και ήμισυ μηνών έφθασαν τελικώς εις την
Κωνσταντινούπολιν. Εκεί οι κάτοικοι εδέχθησαν με αισθήματα εχθρικά και
απεδοκίμασαν τους υπογράψαντας την ένωση, αλλ' επεδοκίμασαν και ετίμησαν
τον άγιόν μας και ως αναφέρει ο υβριστής του γραικολατίνος επίσκοπος
Μεθώνης Ιωσήφ «ο Εφέσου είδε το πλήθος δοξάζων αυτόν ως μη υπογράψαντα
και προσεκύνουν αυτώ οι όχλοι παθάπερ Μωϋσεί και Ααρών και ευφήμουν
αυτόν και άγιον απεκάλουν»( PG 159, 992).
Ο απλός
λαός του Θεού προσέβλεπε εις τον άγιον Μάρκον ως τον μόνον ιεράρχη που
είχε το θάρρος και την ικανότητα να υπερασπίσει την Ορθόδοξον πίστη του.
Εγνώριζεν ήδη ότι αρκετοί που υπέγραψαν την ένωση είχαν δωροδοκηθεί από
τον πάπα, ενώ τα χέρια του Μάρκου ήταν καθαρά. Όταν ο αυτοκράτωρ
απεφάσισε να πληρώσει τον πατριαρχικό θρόνο, έστειλε αντιπροσώπους του
εις τον άγιον Μάρκον παρακαλών αυτόν να δεχθεί το υψηλόν αξίωμα του
Πατριάρχου, αλλ' ο άγιός μας ηρνήθη.
Η ΦΥΛΑΚΙΣΗΣ ΤΟΥ ΑΓΙΟΥ ΕΙΣ ΤΗΝ ΛΗΜΝΟΝ
Την 4ην
Μαΐου 1440 ο άγιος Μάρκος ηναγκάσθη να δραπετεύσει από την
Βασιλεύουσαν, διότι εκινδύνευε η ζωή του, και να πάει εις την
μητροπολιτική του περιφέρεια, την Έφεσον που ήτο κάτω από τους Τούρκους.
Εκεί αφού εποίμανεν έπ' ολίγον το λογικόν του ποίμνιον ηναγκάσθη πάλιν,
τώρα υπό των Τούρκων και των ενωτικών, να εγκαταλείψει την Έφεσον και
εμπήκεν εις πλοίον που επήγαινεν εις το Άγιον Όρος, όπου απεφάσισε να
διέλθει τον υπόλοιπο χρόνο της ζωής του. Όταν όμως το πλοίον έκαμε
σταθμό εις την Λήμνο ο άγιος ανεγνωρίσθει και αμέσως συνελήφθη, κατόπιν
αυτοκρατορικής εντολής και εφυλακίσθη εκεί επί διετία. Κατά την διάρκεια
της φυλακίσεώς του υπέφερε πολύ, αλλά ως έγραψε εις τον ιερομόναχο
Θεοφάνη τον εν Ευβοία «ο λόγος του Θεού και η της αληθείας δύναμης ου
δέδεται, τρέχει δε μάλλον και ευοδούται, και οι πλείονες των αδελφών τη
εμή εξορία θαρρούντες βάλλουσι τοις ελέγχοις τους αλιτηρίους και
παραβάτας της ορθής πίστεως...».
Από
την Λήμνο ο άγιος εξαπέλυσε την περίφημο εγκύκλιο επιστολή του προς
τους απανταχού της γης και των νήσων ευρισκομένους Ορθοδόξους
Χριστιανούς. Με αυτήν ελέγχει αυστηρώς τους Ορθοδόξους εκείνους που
απεδέχθησαν την ένωσιν και με αδιάσειστα στοιχεία αποδεικνύει ότι οι
λατίνοι είναι καινοτόμοι και δι' αυτό λέγει : «ως αιρετικούς αυτούς
απεστράφημεν, και δια τούτο αυτών εχωρίσθημεν». Καλεί δε ο άγιος τους
πιστούς να αποφεύγουν τους ενωτικούς, διότι αυτοί είναι «ψευδαπόστολοι
και εργάται δόλιοι».
ΣΥΝΕΧΙΣΗΣ ΤΟΥ ΑΓΩΝΟΣ ΑΠΟ ΤΗ ΜΟΝΗ ΜΑΓΓΑΝΩΝ
Μετά
την αποφυλάκισίν του άγιος Μάρκος πιεζόμενος υπό της ασθενείας του δεν
ηδυνήθη να αποσυρθεί εις το Άγιον Όρος, αλλ' επέστρεψεν εις την εν
Κωνσταντινουπόλει μονήν του, όπου εγένετο δεκτός μετά τιμών ως άγιος και
ομολογητής υπό του πιστού λαού. Από το μοναστήριον του Αγίου Γεωργίου
των Μαγγάνων ο νέος ομολογητής διηύθυνε τον αγώνα κατά των ενωτικών,
γράφων επιστολάς εις μοναχούς και κληρικούς ενθαρρύνων αυτούς να κρατούν
την ορθή πίστη και να μη συνεργάζονται μετά των ενωτικών.
Οι διωγμοί, αι εξουδενώσεις και αι πιέσεις επεδείνωσαν την κατάσταση της υγείας του οσίου πατρός, και ούτω την 23ην
Ιουνίου τω 1444, αφού είχε καλέσει πλησίον του τα πνευματικά του τέκνα
και ανέθεσε εις τον Γεώργιον Σχολάριον την αρχηγίαν του ανθενωτικού
αγώνος, απεδήμησεν εις Κύριον. Ήτο δε τότε 52 ετών.
ΤΙΜΑΙ ΑΓΙΟΥ ΜΕΤΑ ΤΟΝ ΘΑΝΑΤΟΝ ΤΟΥ
Ο
πιστός λαός του Κυρίου απορφανισθείς, εθρήνησε πολύ δια την απώλειαν
του πνευματικού του πατέρα. Ο δε Γεώργιος Σχολάριος, εξεφώνησεν
επικήδειον λόγον εις τον οποίον ανέφερε μεταξύ άλλων ότι ο όσιος «εν
ιερεύσει διέπρεψεν, εν αρχιερεύσιν διέλαμψεν, ήθλησεν υπέρ της Εκκλησίας
πάνυ καλώς αδάμαντος στερεώτερος ώφθη προς την μετάθεσιν...νυν γυμνή τη
ψυχή της μακαριότητος εμφορείται ήν επέγνω καλώς και λαβείν εντεύθεν
εσπούδασε την εν Χριστώ κεκρυμμένην ζήσας ζωήν και σύνεστι τοις ιεροίς
διδασκάλοις της πίστεως, πάντων είνεκα δίκαιος ών εκείνοις
συντάττεσθαι». Πνευματικός καρπός του αγίου είναι οι δύο άγιοι μαθηταί
του Πατριάρχαι Κωνσταντινουπόλεως Γεννάδιος και Διονύσιος. Αμέσως μετά την οσίαν κοίμησίν του ο Μάρκος ετιμήθη ως άγιος και ομολογητής. Αυτό
μαρτυρεί με πόνο και ο σύγχρονος και άσπονδος εχθρός του Ιωσήφ, ουνίτης
επίσκοπος Μεθώνης, λέγων, «ώσπερ πολλούς μεν και άλλους, και τον
καλούμενον Παλαμάν, και τον Εφέσου Μάρκον, ανθρώπους ούτ' άλλως
φρενήρεις, αλλά και δοξοσοφίας εμπεπλησμένους, μηδεμίαν αρετήν ή
αγιωσύνην εν εαυτοίς έχοντας, μόνον δια το λέγειν και συγγράφειν κατά
Λατίνων, δοξάζετε και υμνείτε, και εικόνας εγκοσμείτε αυτοίς και
πανηγυρίζοντες, στέργετε αυτούς ως αγίους και προσκυνείτε» ( PG 159,
1357)
Την πρώτη ακολουθία προς τιμήν του αγίου συνέθεσε ο αδελφός αυτού Ιωάννης ο φιλόσοφος. Κατ' αρχάς η μνήμη του εορτάζετο την 23ην Ιουνίου, αλλά βραδύτερον ωρίσθη η 19η
Ιανουαρίου - ημέρα προφανώς της ανακομιδής του λειψάνου του αγίου και
ταφής αυτού εις την μονήν του Λαζάρου εις τον Γαλατά. Οι αγώνες του
Μάρκου όσον και του μαθητού αυτού Γενναδίου ανεγνωρίσθησαν και
εδικαιώθησαν από την μεγάλη σύνοδο της Κωνσταντινουπόλεως που τελείωσε
το 1484 και κατέγραψε τα ονόματα αυτώ, ως πατέρων αγίων, εις το Συνοδικό
της Ορθοδοξίας.
ΟΡΘΟΔΟΞΟΝ ΚΕΝΤΡΟΝ ΠΑΤΕΡΙΚΟΝ ΜΕΛΕΤΩΝ
«Ο ΑΓΙΟΣ ΜΑΡΚΟΣ Ο ΕΥΓΕΝΙΚΟΣ», ΜΕΘΩΝΗ - ΠΙΕΡΙΑΣ