Σάββατο 22 Νοεμβρίου 2014

Εὐχή καί μυστική ἕνωσις μέ τόν Θεό μέσα στήν καρδιά, μέρος β’ (τελευταῖο)


ΕΥΧΗΚΑΙΜΥΣΤΙΚΗΕΝΩΣΙΣΜΕΤΟΝΘΕΟΜΕΣΑΣΤΗΝΚΑΡΔΙΑ
μέρος
β΄ (τελευταῖο)
  Τί εἶναι ἔκστασις;
Εἶναι μία ἀκατάληπτος καί ὑπέρλογος ἔξοδος.
 Ὅταν ὁ Κύριος κατέβηκε ἀπό τόν οὐρανό στήν γῆ γιά νά συναντήση τόν ἄνθρωπο, «ἐκένωσε ἑαυτόν», δηλαδή ἔκανε “ἔξοδο”, ἀφοῦ ἔγινε ἄνθρωπος, χωρίς νά πάψη νά εἶναι καί τέλειος Θεός, μέ σκοπό ὡς Θεάνθρωπος Ἰησοῦς Χριστός νά συναναστραφῆ μέ τό πλάσμα Του καί νά τοῦ δείξη τήν ἀγάπη Του μέχρι θυσίας, ἀποβλέποντας στήν σωτηρία του καί μόνο.
 Καί ὅταν ὁ νοῦς φεύγη ἀπό τόν ἑαυτό του καί μπαίνη μέσα στήν καρδιά, κάνει μιά ἔξοδο, κάνει μιά ἔκστασι. Ἀλλά ἔκστασι ἑκούσια, θεληματική. Καί ἡ σωστική Χάρις, πού ἀπορρέει ἀπό τήν Σταυρική θυσία τοῦ Κυρίου, κάνει ἕνα εἶδος ἐξόδου, περνᾶ μέσα ἀπό τό ἅγιο Βάπτισμα καί ἀπό τό ἅγιο Χρῖσμα καί συναντᾶ τόν νοῦ μέσα στήν καρδιά σέ μιά προσωπική συνάντησι. Ἀπ᾿ αὐτή τήν συνάντησι ἀρχίζει ἡ πνευματική Λατρεία, ὅπου τήν πρωτοβουλία τήν ἔχει ὁ Θεός. Αὐτή ἡ συνάντησις-ἕνωσις λέγεται Νοερά καρδιακή προσευχή!Μέ τήν Νοερά προσευχή ζοῦμε μέσα στήν καρδιά μας τήν κοινωνία τῆς ἀγάπης τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ. Δρόμος γιά τήν ἑνωσι μέ τόν ἐν Τριάδι Θεό εἶναι ἡ ἀδιάλειπτος Εὐχή, διότι ἔτσι μόνο μπορεῖ καί ἀπολαμβάνει, ἀπλανῶς, ὁ ἀγωνιζόμενος χριστιανός τήν «νηφάλιον θεϊκήν μέθην».
 Καί τότε, κατά τόν ἅγιο Διονύσιο τόν Ἀρεοπαγίτη (Ἁγίου Διονυσίου τοῦ Ἀρεοπαγίτη, Περί θείων ὀνομάτων, P.G. 3,701), πλημμυρίζεται ὁ ἐσωτερικός κόσμος τοῦ προσευχομένου ἀπό τό ὑπερκόσμιο θαβώρειο Φῶς, τό ἁπλοῦν, τό ἀσχημάτιστο, τό ὑπερφυές… καί ὁ νοῦς ἀπό ἁπλός, ἀλλά ἀσφαλής θεατής καί μύστης, καθίσταται καί αὐτός ὅλος Φῶς!
 Καί σ᾿ αὐτή τήν ὑπερνοητή Θεολογία, πού ζοῦμε στήν Θεία Λειτουργία, προσευχόμενοι καί μεταλαμβάνοντες, ἡ ψυχή μας καθίσταται ὅλη νοῦς, ὅλη Φῶς. Καί ἡ θεολογική αὐτή αἴσθησις, εἶναι «ὑπερ αἴσθησιν καί νοῦν», διότι μέ τήν Νοερά Καρδιακή Προσευχή, τήν ψυχοσωματική νηστεία, τήν ἀποβολή τῶν παθῶν καί τήν ἐν Χριστῷ ζωή, γίνεται αἰσθητή ἡ θέα τοῦ αἰωνίου καί ἀνεσπέρου Φωτός! Δηλαδή ὁρατή πνευματική. Σέ ποιούς; στούς “χριστοειδεῖς”, διά μέσου τῶ ἀκτίστων ἐνεργειῶν τοῦ Ἁγίου Θεοῦ. Σ᾿ αὐτούς πού«ἐπαίρουν ὁσίας χεῖρας» πρός τόν οὐρανό καί κτεβάζουν τόν Θεό στήν γῆ.
  Στό βιβλίο τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης Ἆσμα Ἀσμάτων ὑπάρχει ὁ στίχος πού λέγει: «Καί ὀσμή μύρων σου ὑπέρ πάντα τά ἀρώματα· μῦρον ἐκκενωθέν ὄνομά σου· διά τοῦτο νεάνιδες ἠγάπησάν σε».
 Ἐπίσης, οἱ δύο Εὐαγγελισταί, ὁ Ματθαῖος καί ὁ Μάρκος, μᾶς λέγουν ὅτι στό σπίτι τοῦ Σίμωνος τοῦ λεπροῦ προσῆλθε μία γυναῖκα ἔχουσα ἀλάβαστρο μύρου πολυτίμου καί συντρίψασα τό ἀλάβαστρο,(ἀφοῦ τό ἔσπασε δηλαδή), κατέχεε τό πολύτιμο μῦρο ἐπί τῆς κεφαλῆς Αὐτοῦ (τοῦ Ἰησοῦ δηλαδή) (Ματθ. Κστ΄: 7, καί Μάρκ. Ιδ΄: 3).
 Ὅμως, ὁ Εὐαγγελιστής Λουκᾶς προσθέτει ἀξιόλογες λεπτομέριες, γράφοντας ἐπί λέξει τά ἑξῆς: προσῆλθεν ἡ ἁμαρτωλός γυνή «καί στᾶσα ὀπίσω παρά τούς πόδας αὐτοῦ κλαίουσα, ἤρξατο βρέχειν τούς πόδας αὐτοῦ τοῖς δάκρυσι καί ταῖς θριξί τῆς κεφαλῆς αὐτῆς ἐξέμασσε, (μέ τίς τρίχες τῆς κεφαλῆς της ἐσφόγγιζε τά πόδια τοῦ Ἰησοῦ, τά ὁποῖα εἶχε προηγουμένως βρέξει μέ τά δάκρυα της)καί κατεφίλει τούς πόδας αὐτοῦ καί ἤλειφε τῷ μύρῳ»(Λουκ. Ζ΄: 38).
 Ὁ δέ Εὐαγγελιστής καί ἠγαπημένος Μαθητής τοῦ Κυρίου, ὁἸωάννης, μᾶς λέγει ἐπιπλέον στό ΙΒ΄ κεφάλαιο ὅτι τήν ἴδια πρᾶξι τήν ἔκανε καί ἡ Μαρία, ἡ ἀδελφή τοῦ ἀναστημένου ἐκ νεκρῶν Λαζάρου: «ἤλειψε τούς πόδας τοῦ Ἰησοῦ καί ἐξέμαξε ταῖς θριξίν αὐτῆς τούς πόδας αὐτοῦ». Καί προσθέτει: «ἡ δέ οἰκία ἐπληρώθη ἐκ τῆς ὀσμῆς τοῦ μύρου» (Ἰωάν. Ιβ΄: 3).
 Ἐρμηνεύοντας τό συγκεκριμένο γεγονός οἱ Πατέρες τῆς Ἐκκλησίας μας, ἀναφέρουν τά ἑξῆς:
  • Τό ἀλάβαστρο, σάν σφραγισμένο μυροδοχεῖο, εἶναι ἡ καρδιά, πού ἀποσφραγίζεται ἀπό τό παντοδύναμο καί γλυκύτατον Ὄνομα τοῦ Ἰησοῦ, τό ὁποῖο εἰσχωρεῖ στά κατάβαθα της. Τότε, ἀφοῦ ξεκλειδωθῆ ἡ καρδιά μέ τό κλειδί τοῦ Ὀνόματος τοῦ Ἰησοῦ, ἐνεργοποιεῖται ἡ θεία Χάρις μέ τά μύρια χαρίσματά της, σκορπῶντας σ᾿ ὅλες τίς αἰσθήσεις καί σ᾿ ὅλα τά κύτταρα τοῦ σώματος τήν εὐωδία τοῦ Παναγίου Πνεύματος.
  • Τό δέ πανάγιο μῦρο τοῦ Ὀνόματος τοῦ Ἰησοῦ, περνάει σάν ὀσμή εὐωδίας κι ἀπό τούς ρώθωνες, ὅπως μᾶς βεβαιώνουν ὁ Ἅγιος Γρηγόριος ὁ Παλαμᾶς (Γέροντος Ἐφραίμ Φιλοθεΐτου, Πατρικαί νουθεσίαι,… σελ. 429) καί ἡ ἐμπειρία πολλῶν Γεροντάδων μέχρι τῶν ἠμερῶν μας. Πολλές φορές μάλιστα ἡ εὐωδία αὐτή ἐξέρχεται καί ἀπό τούς πόρους κάποιων μελῶν τοῦ σώματος, ὅπως πχ. Ἀπό τό δεξί χέρι, ἀπό τόν βραχίονα, ἀπό τό ἐσωτερικό τῆς παλάμης, ἀπό τό μέτωπο, τόν ἱδρῶτα καί ἰδίως ἀπό τό στόμα.
  Ἐπομένως, ὅταν ὁ ἀγωνιζόμενος χριστιανός καθαρίση καί ἁγνίση τό σῶμα καί τήν ψυχή του μέ τήν γενική ἐγκράτεια, ἐπιστρατεύοντας ὅλες τίς ψυχικές καί πνευματικές του δυνάμεις γιά τήν ἀπόκτησι καί καλλιέργια τῶν ἀρετῶν, μέ πρώτη τήν θεία ἀγάπη, καί παραστήση καθαρό τόν νοῦ του στόν θρόνο τοῦ Θεοῦ· τότε μέ τήν συνεχῆ ἐπίκλησι τοῦ Ὀνόματος τοῦ Ἰησοῦ, σπάζει τό μυροφόρο δοχεῖο τῆς καρδιᾶς του καί παραδόξη εὐωδία μυριάδων μύρων τῆς ἀκτίστου Χάριτος, τόν πλημμυρίζει ὁλόκληρο σωματικά καί πνευματικά. Ἄρα, τό Ὄνομα τοῦ Ἰησοῦ στά χείλη μας καί μέσα μας μέ τόν ἐνδιάθετο λόγο, στόν νοῦ μας καί στήν καρδιά μας, δέν εἶναι παρά ὀσμή πνευματικῆς εὐωδίας, ὅπως παρακλητικά τό ἀναφέρουμε σέ κάθε Θεία Λειτουργία, λίγο μετά τόν Καθαγιασμό τῶν Τιμίων Δώρων, στήν Ἐκτενῆ Δέησι.
 Ὁ δέ Γέροντά μου λέγει ὅτι: «Ἡ προσευχή εἶναι φῶς καί τριαδική εὐωδία κι ὅποιος ἔχει τήν Εὐχή μέσα του ἤ ἀκόμα καί στό στόμα του, ἔχει τό ἀνέσπερο ἄκτιστο Φῶς καί τό ὑπερακατάληπτο μῦρο τοῦ οὐρανοῦ. Καί τά δύο πηγάζουν ἐκ τῆς Νοερᾶς προσευχῆς μέσα στήν καρδιά».
  «Μῦρον ἀκένωτον» τό ὌνομαΙΗΣΟΥΣ ”, δόξα καί χαρά ἀνερμήνευτος, κάλλος ἀμήχανον, τιμή ἀκατανόητος, θεία ἀγάπη ἀνέκφραστος. Νά, λοιπόν, τό ἔαρ τό μυροβόλον καί ἄκτιστον τῆς Νοερᾶς Καρδιακῆς προσευχῆς. Καί πάντα ταῦτα ἀπό τό«ἐκκενωθέν μῦρον» τοῦ Παναγίου Πνεύματος, τοῦ Ὀνόματος τοῦ Ἰησοῦ, τοῦ λαλουμένου ἐντός ἡμῶν ἐκ τῆς καθαρᾶς καρδίας, τῆς τετρωμένης ἐκ τοῦ θείου ἔρωτος…» Γι᾿ αὐτό καί ὁ ἐχθρός τῆς ψυχῆς μας πολεμᾶ τόν στόχο τῆς προσευχῆς, πού εἶναι νά φέρη καί νά ἐγκαθιδρύση τόν Χριστό μέσα στήν καρδιά μας. Αὐτό δέν συμφέρει καθόλου τήν ἀντιπολίτευσι, πού στήν προκειμένη περίπτωσι εἶναι ὁ διάβολος.
 Μά αὐτά –θά πῆτε οἱ περισσότεροι– δέν εἶναι γιά μᾶς!” Λάθος!!! Γιά μᾶς εἶναι! Καί νά ξέρετε ὅτι ὁ διάβολος περιμένει ν᾿ ἀκούση αὐτό τόν λόγο, γιά νά μᾶς ἀπογοητεύση, ὥστε νά ἐγκαταλείψουμε κάθε πνευματική προσπάθεια καί ἰδιαιτέρως τήν ἐργασία τῆς Νοερᾶς προσευχῆς, πού ἀπαιτεῖ πολλή καί μεγάλη ὑπομονή.
  Ὑστερα ἀπό ὅλα αὐτά, πού ἀποκαλύπτονται μπροστά στά ἔκπληκτα μάτια μας, μπορεῖ ὁ διάβολος νά καθίση μέ σταυρωμένα χέρια καί νά χειροκροτῆ καί νά λέγη: “μπράβο, ὡραία τά καταφέρνεις”; Ὄχι!
 Ἄρα, δέν πρέπει νά λέμε ὅτι αὐτά δέν εἶναι γιά μᾶς ἤ ὅτι ἐμεῖς δέν εἴμαστε γι᾿ αὐτά, ἀφοῦ ἀκόμη δέν κάναμε ἀρχή. Ἄς βάλουμε λοιπόν πρῶτα μιά ἀρχή καί τότε πολύ γρήγορα θά δοῦμε καί θά διαπιστώσουμε –πάντοτε μέ τήν Χάρι τοῦ Ἁγίου Θεοῦ– ὅτι ἀκόμη καί ἡ προφορική Εὐχούλα μέ τό στόμα ἤ ἀπό μέσα μας ἔχει τήν Χάρι, τήν δύναμί της, τήν εὐλογία τοῦ Θεοῦ, ἀκόμη καί –γιατί ὄχι;– τήν πνευματική της εὐωδία.
 Καί ὅταν περάση ἀρκετός καιρός καί ἡ Νοερά προσευχή “φυτευθῆ” μέσα στήν καρδιά μας, ὕστερα ἀπό κόπο, μόχθο καί πόνο πολύ, ὁ νοῦς γίνεται τόσο καθαρός, τόσο φαεινός, τόσο φωτεινός, τόσο ἀγγελικός, τόσο ἀνοιχτός, ὥστε ἀνέρχεται στά δυσθεώρητα ὕψη τῆς θεωρίας τοῦ Θεοῦ, ἀπολαμβάνοντας, ἐν Ἁγίῳ Πνεύματι, τά ἀπόρρητα κάλλη τῆς Βασιλείας Του. Ἐπαναλαμβάνουμε, πάντα «ἐν Ἁγίῳ Πνεύματι» καί μέ τίς ὁδηγίες ἀπλανοῦς Πνευματικοῦ , πού ἔχει τό μέγα χάρισμα διακρίσεως πνευμάτων, γιά νά φυλαχθοῦμε ἀπό τίς πλάνες, τίς διαστροφές, τίς παγίδες καί τά ψευδοοράματα.
 Ἡ ἀπλανής πεῖρα τῶν ὁσίων Πατέρων μᾶς βεβαιώνει ὅτι ὄντως ὁ καθαρός ἀπό τήν Εὐχούλα νοῦς γεμίζει ἀπό πληθώρα ἀκτίστων δωρεῶν καί λούζεται μέσα σ᾿ αὐτές καί καθίσταται δεκτικός τῶν πνευματικῶν θεωριῶν, ὥστε νά ρωτᾶ ἐκστατικός: “Ποία ἐκ τῶν θεωριῶν νά διαλέξω;” Τονίζοντας μέ πολλή συστολή ὅτι θεωρία εἶναι ἡ ἀρπαγή τοῦ προσευχομένου ἀπλανῶς νοός στά ἀπόρρητα καί ἄρρητα μυστήρια τοῦ Θεοῦ.
 Ἐκεῖνος δέ ὁ ἀγωνιζόμενος πιστός, πού συνεχῶς προσεύχεται μέσα στήν γλυκειά ἀλλά νοερά ἡσυχία, κι ἄν ἀκόμη διέθετε μύριες ἀγγελικές φωνές, πάλι δέν θά μποροῦσε νά περιγράψη τά ἀπερίγραπτα σκηνώματα τοῦ παραδείσου, τά ἀνεκλάλητα κάλλη τῆς Βασιλείας τοῦ Θεοῦ, τά ὄντως ὑπάρχοντα καί βιούμενα μέσα μας, διότι «ἡ βασιλεία τοῦ Θεοῦ ἐντός ὑμῶν ἐστιν» κατά τό ἀψευδές ρῆμα τοῦ Κυρίου μας ( Λουκ. Ιζ΄: 21).
 Μήπως καταλαβαίνουμε, ὅταν ὁ Πέτρος λέγη στόν παραλυτικό: «ἐν τό ὀνόματι Ἰησοῦ Χριστοῦ τοῦ Ναζωραίου ἔγιρε καί περιπάτει»(Πράξ. Γ΄: 6) καί ἐγείρεται;
 Στούς ὀφθαλμούς τοῦ τυφλοῦ νά ἀνεωχθοῦν καί ἀνοίγονται, καί στόν κωφό ν᾿ ἀκούση καί ἀκούει;
 Ἤ μήπως εἶναι λίγες οἱ ἀνίατες ἀσθένειες, ἀκόμη καί ὄγκοι καρκίνου, πού θεραπεύονται μέ τό Ὄνομα τοῦ Χριστοῦ;
 Μήπως καί νεκρούς ἀκόμη δέν ἀνασταίνει τό Ὄνομά Του;
 Καί δαιμόνια βγάζει! Ἀφοῦ στό Ὄνομα τοῦ Ἰησοῦ «πᾶν γόνυ κάμψῃ ἐπουρανίων καί ἐπιγείων καί καταχθονίων»( Φιλ. Β΄ : 10).
 Τό Ὄνομα τοῦ Κυρίου ἐπιβάλλεται ἀκόμη καί στά ἄγρια θηρία καί τούς ὅρους τῆς φύσεως ἀντιστρέφει. Ἀλλά καί ὅλες οἱ εὐχές, πού διαβάζει ὁ ἱερεύς, στό Ὄνομα τοῦ Κυρίου Ἰησοῦ Χριστοῦ λέγονται καί ἀναφέρονται.
  Ὅσοι ἀπό μᾶς τούς χριστιανούς πού ζοῦμε στόν κόσμο ἀθλούμεθα στήν νοερά ἐργασία τῆς Εὐχῆς, ἀκόμη καί τῆς προφορικῆς, κατέχουμε τόν θησαυρό τῆς Βασιλείας τοῦ Θεοῦ, ὄχι μόνο μέσα στήν καρδιά μας, ἀλλά καί μέσα στά σώματά μας, ὡς«ἐν ὀστρακίνοις σκεύεσιν»(Β΄ Κορ. δ΄: 7), ἀφοῦ εἶναι καί αὐτά ναός τοῦ Παναγίου Πνεύματος. Ἔτσι μποροῦμε νά γνωρίσουμε βιωματικά –ἄν βέβαια τό θέλη ὁ Θεός– τήν δόξα καί τήν μακαριότητα τοῦ Ἁγίου Πνεύματος στήν καρδιά, στόν νοῦ ἀλλά καί στό σῶμα, καθιστάμενοι «Χριστοῦ εὐωδία» (Β΄ Κορ. β΄:15).
 Ἀλλά καί ὅσους κρατοῦν κομποσχοινάκι στό χέρι καί λένε τήν Εὐχούλα, εἴθε νά τούς ἀξιώση ὁ Κύριος, διά πρεσβειῶν τῆς Ὑπεραγίας Μητρός Του, νά γίνουν ψυχῇ τε καί σώματι «μῦρον ἐκκενωθέν», πανάγιο οὐράνιο μῦρο.
 Γιατί ὑπάρχουν κατ᾿ ἀλήθειαν οἱ ἄκτιστες ἐνέργειες τοῦ Θεοῦ, ὅπως ὑπάρχουν καί οἱ “ἀνασασμοί” τοῦ Παναγίου Πνεύματος καθώς καί τά χαρίσματα καί οἱ καρποί Του. Ὑπάρχουν ὄντως καί ἔκστασις καί θεία ἔλλαμψις καί θεωρία καί σωματικές κεχαριτωμένες ἀλλοιώσεις! Ὅλα αὐτά ὑπάρχουν, ἀλλά μόνο καί μόνο γιά νά τονώσουν τίς δυνάμεις τῆς ψυχῆς, νά κάνη ἀγῶνα μέχρις αἵματος καί μέχρι θανάτου γιά τήν σωτηρία της.
  Μιά ψυχούλα, στήν πρωϊνή Θεία Λειτουργία τοῦ Μ. Σαββάτου, τήν φοβερή στιγμή τοῦ Καθαγιασμοῦ τῶν Τιμίων Δώρων, πρίν ἀπό 40 περίπου χρόνια, ἔνοιωσε σάν νά φεύγη ἀπό τόν ἑαυτό της καί νά κατέρχεται μέ συνοδεία ἀκαταλήπτως στόν Ἅδη…
 Καί κεῖ ἄκουσε ὑπερφυῶς τό κήρυγμα τῆς σωτηρίας στούς κεκοιμημένους ἁπάντων τῶν αἰώνων, πού βρίσκονταν μέσα στήν φρίκη τῆς κολάσεως καί τοῦ Ἅδου. Καί εἶδε πῶς ἐλευθερώθηκαν καί συναναστήθηκαν οἱ ψυχές μαζί μέ τόν Χριστό… Καί ὅλα αὐτά «ἐν θεωρία καί Ἁγίῳ Πνεύματι!»
 Καί – ὦ, τοῦ θαύματος!– ἔνοιωθε καί βίωνε τό πῶς ὅλοι μαζί, μέ πρῶτον τόν Ληστή, πνευματικῷ τῷ τρόπῷ,εἰσήρχοντο στόν Παράδεισο!…
 Καί ἐπανῆλθε στόν ἑαυτό της ἡ ψυχή, μέ τήν ἐκπληκτική διαπίστωσι ὅτι κοινωνεῖ τῶν Ἀχράντων Μυστηρίων!
 Μπορεῖ νά ἦτο φορτισμένη ἡ ψυχή ἀπό τά συναισθήματα τῆς Μεγάλης Παρασκευῆς ἤ πιθανόν νά ἦταν ὅλα αὐτά μιά σειρά εἰκόνων καί φαντασιῶν ἀπό τίς ἀντίστοιχες εὐαγγελικές περικοπές ἤ καί ἀπό σχετικές ἀναφορές τῶν Πατέρων ἤ ἀκόμη νά ἦταν καί παιχνίδια πλάνης. Οἱ ἐμπειρώτεροι τῶν Ἁγιορειτῶν πατέρων θά μᾶς δώσουν τήν ἀπάντησι.
  ΤῷΘεῷπρέπειδόξατώρακαίπάντοτεκαί
στούς
αἰῶνεςτῶναἰώνων.
Ἀμήν!
 Ἀπότόβιβλίο:««Εὐχή μέσα στόν κόσμο«
 Πρωτ. Στεφάνου Κ. Ἀναγνωστόπουλου