Δευτέρα 21 Απριλίου 2014

ΘΑΥΜΑΣΤΟ ΓΕΓΟΝΟΣ ΚΑΤΑ ΤΗΝ ΔΙΑΡΚΕΙΑ ΜΙΑΣ ΘΕΙΑΣ ΛΕΙΤΟΥΡΓΙΑΣ

ΘΑΥΜΑΣΤΟ ΓΕΓΟΝΟΣ ΚΑΤΑ ΤΗΝ ΔΙΑΡΚΕΙΑ ΜΙΑΣ ΘΕΙΑΣ ΛΕΙΤΟΥΡΓΙΑΣ


Ο Νεομάρτυρας Άγιος Ιάκωβος ο Αγιορείτης διηγήθηκε κάποτε στο μαθητή του Μαρκιανό όσα θαυμαστά είδε στη διάρκεια μιας θείας λειτουργίας:
Καθώς φορούσε ο ιερέας την ιερατική του στολή, έφεξε μπροστά του το φως των αγγέλων, όπως φέγγει ο ήλιος την αυγή, πριν ανατείλει. Όταν άρχισε να προσκομίζει, τέσσερα αγγελικά τάγματα πήγαν και στάθηκαν στα τέσσερα σημεία του ναού.
Τελειώνοντας την προσκομιδή, σκέπασε με τα ιερά καλύμματα τα  τίμια Δώρα, που συνάμα καλύφθηκαν από μια λάμψη. Την ώρα της μεγάλης εισόδου, όταν βγήκαν τα Άγια, προπορευόταν ένα φως, που σκέπαζε το λαό.Το ίδιο φως περικύκλωσε αργότερα την αγία τράπεζα, όταν τοποθετήθηκε το δισκοπότηρο πάνω σ’ αυτήν. Έξω από τον φωτεινό αυτό κύκλο στέκονταν οι άγγελοι ευλαβικά, χωρίς να τολμούν να πλησιάσουν. Το φως δεν έφυγε από τον ιερέα σ’ όλη τη διάρκεια της λειτουργίας.
Από το στόμα του έβγαινε αόρατη φλόγα, όταν εκφωνούσε τις ευχές και διάβαζε το Ευαγγέλιο. Επίσης, όταν ύψωνε τα χέρια του, από τα δάχτυλά του ξεχυνόταν φως.
Μετά τον καθαγιασμό, είδα τον Κύριο, ως βρέφος καθισμένο στο δισκάριο μέσα σε φωτεινή δόξα. Ο ιερέας τον μέλισε σε τέσσερα μέρη, και το τίμιο Αίμα Του χύθηκε στο άγιο ποτήριο, από το οποίο μετάλαβε ο λειτουργός.
Όταν τελείωσε η μυσταγωγία, είδα πάλι το θείο Βρέφος ακέραιο ν’ ανεβαίνει με δόξα και τιμή στον ουρανό, συνοδευόμενο από τους αγίους αγγέλους.

Πηγή: Περιοδικό «Άγιος Κυπριανός»


ΓΕΡΩΝ ΙΑΚΩΒΟΣ ΤΣΑΛΙΚΗΣ Η ΕΠΙΣΤΗΜΗ ΤΗΣ ΣΥΓΧΩΡΕΣΗΣ

ΓΕΡΩΝ ΙΑΚΩΒΟΣ ΤΣΑΛΙΚΗΣ
Η ΕΠΙΣΤΗΜΗ ΤΗΣ ΣΥΓΧΩΡΕΣΗΣ

  

Η ΕΠΙΣΤΗΜΗ ΤΗΣ ΣΥΓΧΩΡΕΣΗΣ

Μορφωμένος άνθρωπος ο κ. Σταύρος. Με πτυχίο πανεπιστημίου και ξένες γλώσσες και πείρα ζωής. Δυσκολευόταν, όμως, στα πνευματικά. Δεν μπορούσε να καταλάβει και τα πιο απλά πράγματα. Όλα τα εξέταζε και τα πλησίαζε ορθολογιστικά. Είχε αναπτύξει το νου και όχι την καρδιά.
Δεν ήταν πρόθυμος να συγχωρήσει εύκολα τους άλλους. Ειδικά αυτούς που έβλεπε κατώτερους και εμπαθείς.
Καθόταν τώρα απέναντι από τον Γέροντα Ιάκωβο, έναν ασκητικό ιερομόναχο, με ροζιασμένα χέρια και ένοιωθε σαν μαθητούδι μπροστά στον δάσκαλο. Ερωτήσεις πολλές. Αντιρρήσεις περισσότερες. Αλλά και οι απαντήσεις σοφές και αποκαλυπτικές.
Ρώτησε τον Γέροντα για το σοβαρό (το σοβαρότερο;) θέμα της συγχωρήσεως των άλλων ανθρώπων, που δυσκολευόταν να το κατανοήσει:
—Αφού βλέπω καθαρά και ολοφάνερα τον άλλον να αμαρτάνει, πως να τον συγχωρήσω; Δεν έχω δίκιο;
—Όλους μας βλέπει ο Θεός αδιάκοπα και ξέρει καθαρά και ολοφάνερα ότι αμαρτάνουμε. Γιατί μας συγχωρεί και μας ανέχεται και μας περιμένει να μετανοήσουμε και να ζητήσουμε άφεση αμαρτιών;
—Πάλι δεν σας καταλαβαίνω, πάτερ μου. Τι πρέπει να κάνουμε; Να πούμε στην αμαρτία μπράβο; Να την επαινέσουμε σιωπώντας;
—Ποτέ δεν πρέπει να επαινούμε την αμαρτία, είπε ο π. Ιάκωβος. Συγχωρούμε τον αμαρτωλό και όχι την αμαρτία. Εάν δεν κάνουμε αυτήν την διάκριση, αυτό το διαχωρισμό μεταξύ αμαρτίας και αμαρτωλού, θα βρισκόμαστε πάντοτε σε λάθος δρόμο.
—Τότε, τι πρέπει να κάνουμε; Πώς να αντιμετωπίζουμε αυτό το θέμα;
—Έχεις δει τους σιδεράδες, που μαστορεύουν τα σίδερα; Δεν τα πιάνουν τα αναμμένα σίδερα με τα χέρια τους, γιατί θα καούν, εξήγησε ο Γέροντας. Έχουν ειδικές τσιμπίδες και δαγκάνες και έτσι τα πλησιάζουν και τα μαστορεύουν. Το ίδιο πρέπει να κάνουμε και για κάθε πρόβλημα και για κάθε θέμα, που πλησιάζουμε. Να έχουμε τα κατάλληλα εργαλεία και στα πνευματικά θέματα τις κατάλληλες προϋποθέσεις. Αυτό ισχύει και για το θέμα της συγχωρήσεως των άλλων.
—Μα, πάτερ μου, εγώ έθεσα ένα συγκεκριμένο ζήτημα. Πώς μπορούμε να συγχωρήσουμε κάποιον, που αμάρτησε φανερά και χωρίς καμία δικαιολογία; Εγώ θέλω να μάθω τι πρέπει να κάνω στην περίπτωση αυτή.
-Το «χωρίς καμιά δικαιολογία» πρέπει να το αφήσουμε στην άκρη, γιατί δεν μπορούμε να ξέρουμε, είπε ο π. Ιάκωβος. Μόνον ο Θεός γνωρίζει τα βάθη της ψυχής του κάθε ανθρώπου. Μόνον Εκείνος ξέρει τι συμβαίνει. Εμείς βλέπουμε απ' έξω. Εκείνος βλέπει το από μέσα. Ας θυμηθούμε και την διδασκαλία του Χριστού για τα ποτήρια, όταν μιλούσε για την υποκρισία των Γραμματέων και των Φαρισαίων. Απ' έξω φαίνονται καθαρά. Μέσα, όμως, είναι γεμάτα από βρωμιά και αδικία και αρπαγή. Να το πω και με ένα άλλο παράδειγμα. Όταν πηγαίνουμε στο γιατρό να μας θεραπεύσει, δεν του λέμε εμείς τι να κάνει. Εκείνος ξέρει τη δουλειά του. Εμείς απλώς του λέμε ότι πονάμε και σε ποιο μέρος υποφέρουμε. Τη στιγμή, που λέμε «εγώ θέλω» σταματούμε την διαδικασία της γνώσεως, για το θέμα, που πρέπει να μάθουμε. Η αλήθεια μας δίδεται όταν τη ζητήσουμε ταπεινά, όπως ζητούμε την υγεία μας από τον γιατρό. Δεν μπορούμε να διατάξουμε την αλήθεια, άλλα να την παρακαλέσουμε να μας δοθεί, να μας αποκαλυφθεί. Γιατί ή αλήθεια είναι ο Θεός, που δεν μπορούμε να τον διατάξουμε, άλλα μόνον να τον παρακαλέσουμε και να τον αγαπήσουμε.
—Ναι, πάτερ μου, αλλά τότε τι γίνεται; Αν δεν πω στο γιατρό εγώ τι θέλω πώς θα με εξετάσει και πώς θα με θεραπεύσει;
—Όχι, όχι, όχι, παιδί μου, αυτό είναι λάθος, ξανάπε ο Γέροντας. Ο γιατρός ξέρει τι θέλεις, όταν τον επισκέπτεσαι. Εσύ το μόνο, που μπορείς να πεις είναι ότι πονάς και σε ποιο σημείο νιώθεις τον πόνο σου. Τα υπόλοιπα είναι δική του δουλειά. Γι' αυτό και οι Άγιοι Πατέρες μας συμβουλεύουν να προσευχόμαστε σαν τα μικρά παιδιά, που κλαίνε όταν πονούνε. Και δείχνουνε το μέρος όπου πονάνε.
 
—Πάλι δεν το καταλαβαίνω, πάτερ μου, το νόημα των λόγων, που μου λέτε, απάντησε ο κ. Σταύρος. Δεν πονώ εγώ, αλλά θέλω να ξέρω τι στάση, να κρατήσω σε κάποιον, που αμάρτησε φανερά. Θα τον συγχωρήσω ή όχι;
—Τη συγχώρηση πρέπει να τη δίνουμε σε όλους, όπως κάνει και ο ίδιος ο Θεός. «Βρέχει επί δικαίους και αδίκους», λέγει το Ευαγγέλιον. Διότι όλοι είμαστε αμαρτωλοί και όλοι θα έπρεπε να καταδικασθούμε, για τις αμαρτίες μας, λίγες ή πολλές. Για αυτό πρέπει να συγχωρούμε και να ευχόμαστε στον Θεό να συγχωρήσει και τον αμαρτωλό και εμάς, που αμαρτάνουμε και πολύ συχνά δεν καταλαβαίνουμε τι κάνουμε ή τι δεν κάνουμε.
Αν, όμως, είμαστε αδύναμοι πνευματικώς και η συμπεριφορά του άλλου μας επηρεάζει αρνητικά, τότε πρέπει να μη τον κατηγορούμε, αλλά να τον αποφεύγουμε και να μην έχουμε μαζί του συναναστροφές και συνέπειες. Και αν είναι αιρετικός τότε να τον αποφεύγουμε τελείως και να μη τον δεχόμαστε. Γιατί η συντροφιά με τους αιρετικούς είναι επικίνδυνη, μπορεί να μας δηλητηριάσει και να μας θανατώσει πνευματικά. Γενικώς για τους αμαρτωλούς πρέπει να θυμόμαστε τα λόγια του Μ. Βασιλείου: «Φθείρουν ήθη χρηστά ομιλίαι κακαί». Δηλαδή ή συντροφιά με τους αμαρτωλούς μπορεί να φθείρει και τους καλούς χαρακτήρες.
—Αυτό το γνωρίζω, συνέχισε ο κ. Σταύρος, που επέμενε στην γνώμη του. Αυτό, που δεν ξέρω είναι το πώς και το γιατί της συγχωρήσεως των άλλων ανθρώπων.
—Το πώς μας το είπε ο Χριστός: «Χωρίς εμού ου δύνασθε ποιείν ουδέν» (Ιω. ιε' 5). Χρειάζεται η δική του βοήθεια, είπε ο Γέροντας. Για αυτό και πρέπει να ζητούμε συνεχώς την βοήθειά του. Αν εκείνος δεν βοηθήσει, τίποτε καλό δεν μπορούμε να κάνουμε. Όσον για το «γιατί», αυτό μας το λέγει το Ευαγγέλιο: «Εάν γαρ αφήτε τοις ανθρώποις τα παραπτώματα αυτών, αφήσει και υμίν ο Πατήρ υμών ο ουράνιος• εάν δε μη αφήτε τοις ανθρώποις τα παραπτώματα αυτών, ουδέ ο πατήρ υμών αφήσει τα παραπτώματα υμών» (Ματθ. στ' 14-15). Να γιατί πρέπει να συγχωρούμε τους άλλους, όσον και αν αμάρτησαν. Από την συγχώρηση, αγαπητέ μου, αρχίζει η αγάπη. Διάβασε το ιγ' Κεφάλαιο της Α' Επιστολής του Αποστόλου Παύλου προς Κορινθίους και τότε θα καταλάβεις το γιατί πρέπει να συγχωρούμε.
—Την έχω διαβάσει, πάτερ μου, αλλά πάλι αδυνατώ να κατανοήσω τι θέλετε να πείτε με το πώς και το γιατί...
—Τότε θα σου μιλήσω, φίλτατε, με άλλο παράδειγμα, για να γίνω πιο σαφής, ξανάπε ο π. Ιάκωβος. Άνοιξε την δεξιά σου παλάμη από το μέσα μέρος και τέντωσε την όσον μπορείς.
Ο κ. Σταύρος τέντωσε την παλάμη του δεξιού του χεριού και περίμενε. Τότε ο Γέροντας πήρε το ποτήρι με το νερό, που βρισκόταν πάνω στο τραπέζι και έριξε λίγο πάνω στην παλάμη του επισκέπτη του. Το νερό, καθώς ήταν φυσικό, κύλησε από το χέρι και χύθηκε κάτω και δεν έμεινε στην ανοιχτή παλάμη ούτε σταγόνα.
—Τώρα κάνε κούρμπα την παλάμη σου, είπε ο Γέροντας.
—Τι θα πει κούρμπα, πάτερ μου; Δεν ξέρω την λέξη...
—Κούρμπα στο χωριό μου λένε την καμπύλη, εξήγησε ο π. Ιάκωβος. Κάνε, λοιπόν, την παλάμη σου κυρτή, σαν λακκούβα, όπως παίρνεις το νερό, για να πλυθείς.
Υπάκουσε ο κ. Σταύρος και ο Γέροντας έριξε πάλι στην χούφτα του λίγο νερό από το ποτήρι και έμεινε το νερό στο χέρι του κ. Σταύρου.
—Αυτό είναι, που πρέπει να κάνουμε όταν θέλουμε να μάθουμε μιαν αλήθεια και πιο πολύ όταν θέλουμε να συγχωρήσουμε κάποιον αμαρτωλό, εξήγησε ο π. Ιάκωβος. Σκύβουμε το κεφάλι της λογικής μας μπροστά στην αλήθεια, ταπεινώνουμε τον εαυτό μας, που νομίζει ότι όλα τα ξέρει και όλα μπορεί να τα καταλάβει, ομολογούμε την αδυναμία μας και τότε ο Θεός μας δίνει άφθονη την χάρη του και για να καταλάβουμε και για να ενεργήσουμε σωστά. Αυτό κάνουμε και όταν θέλουμε να συγχωρήσουμε και να πλησιάσουμε τον Χριστό της αγάπης, που συγχωρεί και βοήθα όσους ζητούν ταπεινά την βοήθεια του. Χωρίς ταπείνωση, ούτε τον εαυτόν μας μπορούμε να συγχωρήσουμε και να τον αγαπήσουμε πραγματικά.
 
Αυτό μας δίδαξε ο Χριστός και με την ζωήν και με τον λόγον του. Και αυτό πρέπει να κάνουμε κι εμείς, αν θέλουμε να δούμε «Θεού πρόσωπον». Να ταπεινωθούμε πρώτα μπροστά στον Θεόν, ως αμαρτωλοί που είμαστε και Εκείνος θα μας βοηθήσει να ταπεινωθούμε και μπροστά στους ανθρώπους, να τους συγχωρήσουμε και να καταλάβουμε ότι αλλιώς δεν γίνεται τίποτα.
Ο κ. Σταύρος φαίνεται ότι κατάλαβε αυτήν τη φορά και έσκυψε το κεφάλι του μπροστά στον Γέροντα, σαν να ζητούσε συγχώρηση για την διανοητική του έπαρση και την ψυχική του αλαζονεία. Γιατί αυτό το νόσημα της έπαρσης και της αλαζονείας τυφλώνει και ξεστρατίζει την ψυχή του ανθρώπου. Τότε ο π. Ιάκωβος, που είδε διακριτικά την μεταστροφή του επισκέπτη του, θέλησε να βάλει, ωσάν περισπωμένη στο ρήμα «αγαπώ» τον επίλογο της κουβέντας τους, είπε:
—Ο Χριστός μας έδωσε τον λεγόμενον «χρυσόν κανόνα» ζωής ανάμεσα στους άλλους ανθρώπους: «Πάντα ουν όσα αν θέλητε ίνα ποιώσιν υμίν οι άνθρωποι, ούτω και υμείς ποιείτε αυτοίς ούτος γαρ εστίν ο νόμος και οι προφήται» (Ματθ. ζ' 12). Δηλονότι, αν θέλεις να σε συγχωρούν οι άλλοι, συγχώρησε τους άλλους πρώτος εσύ. Αμήν.
 

Σάββατο 19 Απριλίου 2014

Στα πρόθυρα μιας «θεολογίας» της ευθανασίας;

Deutsch English Ελληνικά



Στα πρόθυρα μιας «θεολογίας» της ευθανασίας; 25 ερωτήματα ζητούν απάντηση.
Το θέμα των μεταμοσχεύσεων οργάνων είναι σπουδαίο και πρέπει να λειτουργήσει γύρω απ’ αυτό ουσιαστική θεολογική σκέψη και διάλογος, προκειμένου η Eκκλησία σε πανορθόδοξο επίπεδο, και όχι απλώς σε τοπικό, να καταθέσει λόγο ουσιαστικό.
Ο μέχρι σήμερα προβληματισμός είχε ως κεντρικό του άξονα το ζήτημα των κριτηρίων του εγκεφαλικού θανάτου. Είναι ισχυρά τα δεδομένα αυτού του κριτηρίου, όπως ορίστηκε στο Ηarvard; Γιατί υπάρχουν κατά τα νέα δεδομένα δύο θάνατοι, εγκεφαλικός και κλινικός; Γιατί λαμβάνονται τα όργανα του δωρητού πριν τον κλινικό θάνατο και μετά τον εγκεφαλικό; Είναι γνωστό πως τα όργανα, εκτός από εξαιρέσεις, δεν μπορούν να ληφθούν από πτωματικό δότη, αφού στις περισσότερες περιπτώσεις μετά την παύση της καρδιάς είναι άχρηστα. Είναι βέβαιο πως λαμβάνονται από ζωντανό οργανισμό, του οποίου δεν λειτουργεί ο εγκέφαλος, κατά τα διαβλητά κριτήρια του Ηarvard. Ποιος μπορεί να γνωρίζει την ώρα του χωρισμού της ψυχής από το σώμα; Ποιος μπορεί να ορίσει το μυστήριο του θανάτου; Μπορεί η Εκκλησία να συνηγορήσει στη λήψη των οργάνων πριν από την οριστική διάλυση της συναφείας ψυχής και σώματος; Η Εκκλησία δεν πρέπει να λάβει υπ’ όψιν της την αντίδραση πολλών επιστημόνων, στην Ελλάδα και το εξωτερικό, κατά των κριτηρίων του Ηarvard και κατά της καθιερώσεως διπλού θανάτου, εγκεφαλικού και κλινικού;
Όλα τα προαναφερόμενα αφορούν τα δεδομένα της μέχρι τούδε προβληματικής. Εμείς, προσωπικά, δεν δυνάμεθα να δεχτούμε παρέμβαση λήψεως οργάνων πριν τον οριστικό θάνατο, εφ’ όσον αντιστοιχεί σε αφαίρεση ζωής έστω κι αν ο σκοπός είναι η θεραπεία κάποιου ασθενούς. Ο σκοπός δεν αγιάζει τα μέσα. Το μυστήριο του θανάτου θα παραμείνει για πάντα μυστήριο. Κανείς δεν πρέπει να το αποσυνθέσει και να το ορίσει κατά τις προσωπικές του ιατρικές η θεολογικές αντιλήψεις.
Κι ενώ η όλη αναζήτηση βρίσκεται στα πλαίσια των προηγουμένων σκέψεων, ήρθε στην κυκλοφορία ένα βιβλίο που άλλαξε όλο το επίπεδο της ευρέσεως λύσεως, που στο τέλος θα προσκρούει στο μυστήριο του θανάτου.
Το βιβλίο είναι γραμμένο από τον αρχιμ. Νικόλαο Χατζηνικολάου και εκδόθηκε από το «Κέντρο Βιοϊατρικής και Ηθικής Δεοντολογίας» και έχει τίτλο «Ελεύθεροι από το γονιδίωμα». Στο κεφάλαιο «Πνευματική ηθική και παθολογία των μεταμοσχεύσεων» (σελ. 315-345) εμφανίζονται θέσεις που ξεπερνούν την μέχρι τούδε προβληματική. Τις καταθέτουμε, αναμένοντας και απάντηση στα ερωτήματα που υποβάλλονται μέσα από αυτό το κείμενο.
Στη σελίδα 318 αναφέρονται τα ακόλουθα: «Η ζωή είναι δώρο του Θεού, αλλά δεν είναι δώρο που ανήκει μόνο στον δωρητή. Ανήκει και στον αποδέκτη της. Είναι και δική μου. Αποτελεί το κατ’ εξοχήν πεδίο εξάσκησης του αυτεξουσίου μας. Δεν μας χαρίζεται για να βιώνουμε τη φιλαυτία και την κτητικότητά μας, αλλά μας προσφέρεται για να είναι τόσο δική μας ώστε να μπορούμε ακόμη και να την προσφέρουμε. Γι’ αυτό και την αγαπούμε και την προστατεύουμε περισσότερο από οτιδήποτε άλλο. Με περίσκεψη μεν γιατί είναι του Θεού, αυθόρμητα δε γιατί είναι δική μας. Ο καλύτερος τρόπος επιστροφής της στον Θεό είναι η προσφορά της στον πλησίον. “Ουκ έστιν άλλως σωθήναι ει μη δια του πλησίον”» (Άγιος Μακάριος Αιγύπτιος).
Ερώτημα 1.
Η ζωή μας και φυσικά είναι πεδίο εξασκήσεως του αυτεξουσίου μας. Αν όμως το αυτεξούσιο δεν μας οδηγεί στον Θεό, η προσφορά αυτή δεν είναι οριζόντια και απλώς ανθρωπιστική;
Ερώτημα 2.
Μήπως η φράση για τη ζωή που είναι «και δική μας» δώσει θεολογικό δικαίωμα για να κάνουμε τη ζωή μας ό,τι θέλουμε;
Ερώτημα 3.
Τί νόημα έχει η λειτουργική φράση «και πάσαν την ζωήν ημών Χριστώ τω Θεώ παραθώμεθα»;
Ερώτημα 4.
Μήπως ο συγγραφέας του κειμένου συγχέει τη λέξη διακονία «εις τούς αγίους» (Β΄ Κορ. 8,4) με τη λέξη παρατίθημι, όπως «εις χείρας σου παρατίθεμαι το πνεύμα» (Λουκ. 23,46) ή και το «παρέθεντο εαυτούς τω Κυρίω» (Πραξ. 14,23) ή και το «πιστώ κτίστη παρατιθέσθωσαν τας ψυχάς αυτών εν αγαθοποιία» (Α΄ Πετρ. 4,19);
Ερώτημα 5.
Πώς χρησιμοποιείται αυθαίρετα το χωρίο του Αγίου Μακαρίου για σκοπούς που δεν ήταν μέσα στις προοπτικές του όταν ζούσε;
Ερώτημα 6.
Η αυθαίρετη και αποσπασματική χρήση του χωρίου του Αγίου Μακαρίου δεν κινδυνεύει να ανοίξει το δρόμο για να θεωρηθεί η ανθρωπιστική προσφορά σωτηριολογική από μόνη της και να θεωρηθεί περιττή η εν τω μυστηρίω ζωή μέσα στην Εκκλησία; Μήπως η ισορροπία του χωρίου του Αποστόλου Πέτρου που προαναφέραμε στο ερώτημα 4 δίνει την ολοκληρωμένη απάντηση, χωρίς επικίνδυνες πολωτικές θέσεις;
Ερώτημα 7.
Αφού το κείμενο ομιλεί για προσφορά και αγάπη, μήπως ταυτόχρονα ομολογεί το γεγονός της λήψεως των οργάνων από ζωντανό άνθρωπο, εφ’ όσον οι νεκροί ή και οι, κατ’ αυτούς, εγκεφαλικά νεκροί, δεν έχουν τη δυνατότητα του αυτεξουσίου για προσφορά και αγάπη;
Ερώτημα 8.
Μήπως με ωραίες λέξεις προσπαθούμε να πείσουμε το λαό του Θεού για να κάνει μία προσφορά που δεν είναι προσφορά, ή αν είναι ζωντανός ο δότης δεν αφήνει το γεγονός του θανάτου του στον Κύριο της ζωής και του θανάτου;
Στη σελίδα 319 ομολογείται ευθαρσώς πως η λήψη των οργάνων θα γίνει από ζωντανό οργανισμό με τη φράση: «Ο σεβασμός και η αναγνώριση της αξίας της ζωής πού εκφράζονται περισσότερο· απέναντι στο δότη που αμετάκλητα αναχωρεί ή στον λήπτη που μπορεί να ζήσει;»
Ερώτημα 9.
Πώς ο συγγραφέας είναι σίγουρος για το αμετάκλητο; Ο Θεός δεν μπορεί να παρέμβει και στα δικά μας αμετάκλητα;
Ερώτημα 10.
Γιατί ο συγγραφέας διερωτάται για το «πού» εκφράζεται περισσότερος σεβασμός ανάμεσα στο δότη και στο λήπτη; Η Εκκλησία κάνει αξιολογήσεις στο μέτρο του σεβασμού προς οποιοδήποτε πρόσωπο;
Ερώτημα 11.
Ο συγγραφέας δέχεται και πάλι το γεγονός του ζωντανού δότη, εφ’ όσον ομιλεί για αμετάκλητη αναχώρηση. Δέχεται άρα την αφαίρεση της ζωής κάποιου; Μπορεί η Εκκλησία να συνεργήσει στην αφαίρεση μιας ζωής; Στην ίδια σελίδα 319 ο συγγραφέας κάνει λόγο περί «ενός απιθάνου θαύματος - διότι περί αυτού πρόκειται».
Ερώτημα 12.
Υπάρχει άρνηση και στη δυνατότητα του θαύματος; Μα όλα τα θαύματα είναι από τη φύση τους «απίθανα» γεγονότα. Πώς ο συγγραφέας προκαθορίζει την ελεύθερη παρέμβαση του Θεού για να κάνει θαύμα; Πώς αποκλείεται ο Θεός μια για πάντα από το θαύμα;
Φοβάμαι πως ο Λάζαρος, ο νεκρός της πόλεως Ναΐν και η κόρη του Ιαείρου δεν θα προλάβαιναν να αναστηθούν αν ζούσαν σήμερα, αφού και με τις ευλογίες των ποιμένων της Εκκλησίας θα τούς είχαν αφαιρεθεί τα όργανα για λόγους «προσφοράς».
Στη σελίδα 320 αναφέρεται η φράση: «Η ιατρική αντιμετωπίζει το δίλημμα και καλείται να τολμήσει την αγάπη μπροστά σε δυο ανθρώπους που πεθαίνουν. Σε δυο ανθρώπους που τελικά ο ένας μπορεί να οικοδομήσει τη ζωή του από τα ερείπια, τα απομεινάρια, της ζωής του άλλου».
Ερώτημα 13.
Τί είδους «αγάπη» είναι αυτή, αφού σκοτώνει κάποιον για να ζήσει ο άλλος; Επιτρέπεται να σκοτώσω εν ονόματι της αγάπης;
Ερώτημα 14.
Μήπως ανοίγει με όλα αυτά, ο δρόμος για μια «θεολογία» της ευθανασίας, ή και μεταγενέστερα της αυτοκτονίας;
Στη σελίδα 323 διαβάζουμε: «Η ‘συνειδητή συναίνεση’ για τη διάθεση του σώματος μετά θάνατον αποτελεί μία κατ’ εξοχήν ιερή πράξη αυταπάρνησης και αγάπης, διότι η παροχή της σημαίνει ότι ο δότης έχει την ευκαιρία:
Α... ...
Β… …
Ζ. Τέλος, να εκχωρήσει από τις στιγμές της ευδαίμονος νηφαλιότητός του το δικαίωμα, και συνεπώς την εμπιστοσύνη στους γιατρούς και τούς δικούς του, αντί να σταματήσει λίγο αργότερα από μόνη της, να του σταματήσουν αυτοί την καρδιά εκείνη τη στιγμή που αυτοί κρίνουν, βέβαιος πως μόνο το καλό του θέλουν».
Ερώτημα 15.
Το κείμενο δεν βρίσκεται σε καίρια νοηματική αντίφαση, αφού ενώ στην αρχή τονίζει το «μετά θάνατον», μετά ομιλεί για πράξη αγάπης; Υποβάλλεται και πάλι το ερώτημα για το πώς μπορεί κάποιος να αγαπά μετά θάνατον;
Ερώτημα 16.
Ο συγγραφέας δεν αυτοαναιρείται ομιλώντας μετά από λίγο για «ευδαίμονα νηφαλιότητα»; Ο νεκρός έχει νηφαλιότητα;
Ερώτημα 17.
Ποιος ορθόδοξος ορισμός ή σκέψη ή παράδοση δίνει το δικαίωμα σε κάποιον για να παρακαλέσει να του σταματήσουν την καρδιά «αντί να σταματήσει λίγο αργότερα από μόνη της»; Το κείμενο είναι πεντακάθαρο. Προτείνεται στην Εκκλησία να δώσει ευλογία για παρέμβαση σε ζωντανό οργανισμό. Ποιος θα πάρει τέτοια ευθύνη; Ποια «θεολογία» θα συντονιστεί με τα μέτρα των αθεολογήτων αυτών παραλογισμών;
Στη σελίδα 331 τα κείμενα είναι ξεκάθαρα: «Υπάρχει πάλι περίπτωση που σεβασμός στον άνθρωπο σημαίνει ότι όχι απλώς του επιτρέπουμε, αλλά ακόμη και τον διευκολύνουμε να πεθάνει».
Ερώτημα 18.
Πού διδάχθηκε ο συγγραφέας στο χώρο της ορθόδοξης Εκκλησίας τα περί «διευκολύνσεως» για να πεθάνει κάποιος;
Ο συγγραφέας, στη συνέχεια, προσπαθώντας να δώσει χροιά ορθόδοξη στην πρωτοφανή και απαράδεκτη «θεολογία» του, επικαλείται την «ευχή εις ψυχορραγούντα» του Μικρού Ευχολογίου. Επικαλείται, μάλιστα, την πρόταση: «Λύσον τον δούλον Σου της αφορήτου ταύτης οδύνης και της συνεχούσης αυτόν πικράς ασθενείας και ανάπαυσον αυτόν ένθα των δικαίων τα πνεύματα».
Ερώτημα 19.
Ποια σύγκριση υπάρχει μεταξύ της ευχής που παρακαλεί για «λύση της οδύνης» και της διαδικασίας της αφαιρέσεως οργάνων που, εφ’ όσον ο οργανισμός είναι ζωντανός κατά τις προηγηθείσες σκέψεις του συγγραφέα, θα επιφέρουν αφόρητο πόνο στο σώμα και θα κάνουν πιο οδυνηρό το γεγονός του θανάτου;
Ερώτημα 20.
Με τη βίαιη παρέμβαση για τη λήψη των οργάνων από τον ζωντανό δότη, δεν αναιρείται η προσευχή για «ειρηνικά τα τέλη της ζωής ημών»; Πώς η Εκκλησία προσεύχεται για ειρηνικά τέλη και ταυτόχρονα προτείνει βίαια τέλη;
Η αντιφατικότητα του κειμένου φαίνεται στις «καλές» στιγμές του. Στη σελίδα 330 αναφέρεται: «Στο σώμα παρεμβαίνουμε μόνο θεραπευτικά. Καθε κίνηση που συνηγορεί στη φθορά του, προσβάλλει και την ψυχή και είναι εφάμαρτη. Γι’ αυτό και η διαδικασία της φθοράς πρέπει να είναι εντελώς φυσική και ποτέ εξηναγκασμένη». Και στη σελίδα 329 διαβάζουμε: «Επ’ ουδενί λόγω πρέπει να επιταχύνεται ο θάνατος. Δεν δικαιούμεθα ούτε από το σώμα κάτι να πάρουμε, ούτε τη συζυγία της ψυχής με το σώμα της να διασπάσουμε, ούτε από το χρόνο της ψυχοσωματικής συμφυίας κάποια στιγμή να αφαιρέσουμε».
Ερώτημα 21.
Ο συγγραφέας πρέπει να ξεκαθαρίσει τί θέση έχουν αυτές οι γραμμές περί μη «επιταχύνσεως του θανάτου» και περί «φυσικής και ποτέ εξηναγκασμένης διαδικασίας φθοράς», αφού πριν από λίγο ομιλούσε για «διευκόλυνση» στο θάνατο; Ο συγγραφέας έχει θέσεις συγκεκριμένες που φαίνονται με τα τελευταία αυτά κείμενα να αυτοαναιρούνται. Μήπως γίνεται προσπάθεια αποπροσανατολισμού και με κάποιες σωστές θεολογικές σκέψεις;
Ερώτημα 22.
Με τη φράση «δεν δικαιούμεθα ούτε από το σώμα κάτι να πάρουμε» ο συγγραφέας αρνείται και τη μεταμόσχευση των διπλών οργάνων από ζωντανό δότη σε ζωντανό λήπτη; Αρνείται τη μεταμόσχευση μυελού οστών; Αρνείται τέλος και τη μετάγγιση του αίματος;
Στη σελίδα 325 αναφέρονται τα κάτωθι: «Η μεταμόσχευση δεν έχει τόση αξία για τον λήπτη -σ’ αυτόν δίνει βιολογική ζωή - όσον για τον δότη - αυτός ενώ δίνει όργανα, παίρνει χυμούς πνευματικής ζωής».
Ερώτημα 23.
Αφού η μεταμόσχευση δεν έχει τόση αξία για τον λήπτη, γιατί τόση επιχειρηματολογία περί αγάπης και προσφοράς; Μήπως θέλουμε να κερδίσει πνευματικά ο δότης;
Ερώτημα 24.
Τι σημαίνει η φράση: «παίρνει ο δότης χυμούς πνευματικής ζωής»; Εδώ διδάσκεται μία νέα ασκητική της Εκκλησίας; Πνευματική ζωή αποκτούμε δια της ασκήσεως μέσα στο χώρο της Χάριτος του Αγίου Πνεύματος. Δηλαδή, από τώρα και μετά ο άνθρωπος θα έχει πνευματική ζωή όταν δίνει ζωντανός τα όργανά του; Θα γίνεται πνευματικός άνθρωπος την ώρα που πεθαίνει;
Στη σελίδα 335 διαβάζουμε: «Ο ίδιος ο Κύριος, στις υποθήκες του στους αγίους Αποστόλους κατά τη διάρκεια του Μυστικού Δείπνου, που μείζονα έκφραση της αγάπης παρουσιάζει την προσφορά και αυτής της ζωής μας για τον άλλο: “Μείζονα ταύτης αγάπην ουδείς έχει, ίνα τις την ψυχήν αυτού θη υπέρ των φίλων αυτού” (Ιω. 15,13). Αλλά και ο Απόστολος Ιωάννης στην πρώτη του επιστολή λέγει κάτι ακόμη πιο ισχυρό· “Εν τούτω εγνώκαμεν την αγάπην ότι εκείνος υπέρ ημών την ψυχήν έθηκε. Και ημείς οφείλομεν υπέρ των αδελφών τας ψυχάς τιθέναι” (Α΄ Ιω. 3,16)».
Ερώτημα 25.
Επιτρέπεται να χρησιμοποιούμε τα χωρία για να εξυπηρετούν τις θεολογικές απαιτήσεις μας;
Ο Άγιος Ιωάννης ο Χρυσόστομος ερμηνεύοντας το «και την ψυχήν μου τίθημι υπέρ των προβάτων» (Ιω. 10,15) γράφει: «Συνεχώς αυτό λέγει δια να δηλώση ότι δεν είναι πλάνος» (ΕΠΕ 14,121).
Στο κείμενο του κατά Ιωάννην (10,17-18): «ότι εγώ τίθημι την ψυχήν μου ίνα πάλιν λάβω αυτήν, ουδείς αίρει αυτήν απ’ εμού, αλλ’ εγώ τίθημι αυτήν απ’ εμαυτού. Εξουσίαν έχω θείναι αυτήν και εξουσίαν έχω πάλιν λαβείν αυτήν», ο Άγιος Ιωάννης ο Χρυσόστομος γράφει: «Ας προσέχωμεν δε με όλην την προσοχήν μας εις το λεγόμενον· “Εξουσίαν έχω να θυσιάσω την ζωήν μου”, λέγει. Και ποίος δεν έχει εξουσίαν να θυσιάση την ζωήν του; Διότι ο καθένας που θέλει ημπορεί να θανατώση τον εαυτόν του. Αλλ’ όχι έτσι, λέγει, αλλά πώς; Έχω τέτοιαν εξουσίαν να θυσιάσω την ζωήν μου, ώστε κανείς να μην ημπορέση εάν δεν το θέλω εγώ, να το κάνη αυτό, πράγμα που δεν είναι δυνατόν να γίνη εις τον άνθρωπον· διότι ημείς δεν έχομεν εξουσίαν να θυσιάσωμεν την ζωήν μας κατ’ άλλον τρόπον, αλλά θανατώνοντες μόνον τον εαυτόν μας. Εάν δε ηθέλομεν πέσει εις ανθρώπους που μας επιβουλεύονται και που ημπορούν να μας φονεύσουν, δεν έχομεν τότε εξουσίαν να θυσιάσωμεν ή όχι την ζωήν μας, αλλά χωρίς να το θέλωμεν εκείνοι μας την αφαιρούν. Εις την περίπτωσιν του Κυρίου όμως δεν έχει το πράγμα έτσι, αλλά, αν και τον επεβουλεύοντο άλλοι, ο ίδιος ήτο κύριος να μη θυσιάση την ζωήν του. Αφού είπε λοιπόν, ότι “κανείς δεν ημπορεί να την αφαιρέση από εμένα”, τότε προσέθεσεν· “Έχω εξουσίαν να θυσιάσω την ζωήν μου”, δηλαδή “Μόνον εγώ είμαι κύριος να θυσιάσω αυτήν, πράγμα που σεις δεν ημπορείτε να το κάνετε· καθ’ όσον και πολλοί άλλοι είναι κύριοι να αφαιρέσουν την ζωήν σας από εσάς”.
Αλλ’ αυτό δεν το είπεν από την αρχήν (ούτε βέβαια επρόκειτο να πιστευθή ο λόγος), αλλά, όταν έλαβε την μαρτυρίαν από τα ίδια τα πράγματα, και τον επεβουλεύθησαν πολλές φορές και δεν ημπόρεσαν να τον συλλάβουν (καθ’ όσον έφυγεν από τα χέρια των μυρίας φοράς), τότε πλέον λέγει· “Κανείς δεν ημπορεί να αφαιρέση την ζωήν μου”. Εάν δε αυτό είναι αληθές, συνάγεται ότι και εκείνο είναι, το, όταν θελήση να την λάβη, θα ημπορέση και πάλιν· διότι εάν ο θάνατός του ήτο ανώτερος από τον θάνατον των ανθρώπων, μη αμφιβάλλης λοιπόν και δι’ εκείνο· καθ’ όσον, το ότι αυτός μόνος είναι κύριος να θυσιάση την ζωήν του, δείχνει ότι είναι κύριος από την ίδιαν εξουσίαν το να λάβη αυτήν. Βλέπεις πώς από το πρώτον απέδειξε και το δεύτερον, και από τον θάνατον έδειξεν και την ανάστασιν αναμφισβήτητον;» (ΕΠΕ 14, 125-127).
Στο «τιθέναι τας ψυχάς υπέρ των αδελφών», ο Άγιος Ιωάννης απαντά λέγοντας· «Αυτά σας τα είπα δια να αγαπάτε ο ένας τον άλλον, δηλαδή, δεν τα λέγω αυτά δια να σας κατηγορήσω, ότι θυσιάζω δηλαδή την ζωήν μου, ότι πρώτα επεδίωξα την γνωριμίαν μου με εσάς, αλλά δια να σας οδηγήσω εις την φιλίαν. Έπειτα, επειδή ο διωγμός εκ μέρους των πολλών και αι κατηγορίαι ήσαν κάτι το φοβερόν και ανυπόφορον και ικανόν να ταπεινώση και την υψηλόφρονα ψυχήν, δια τούτο, αφού τους προείπε πάρα πολλά, τότε πλέον ανέφερεν ο Χριστός αυτό· αφού δηλαδή προητοίμασε την ψυχήν των, τότε έρχεται εις αυτά και δείχνει με αφθονίαν ότι αυτά λέγονται δι’ αυτούς…». (ΕΠΕ 14, 481)
Με θεολογικούς ακροβατισμούς ή ακροβολισμούς δεν μπορούμε να πείσουμε το πλήρωμα της Εκκλησίας. Η ευθύνη είναι μεγάλη και κανείς δεν μπορεί να προκαλεί με αντιφατικές θέσεις, την αποδοχή ενός γεγονότος που, αν δεν αντιμετωπιστεί με θεολογική σύνεση, μπορεί να οδηγήσει σε δύσκολες στιγμές τη στάση της Ορθοδοξίας απέναντι στο σεβασμό του κάθε προσώπου και στο μυστήριο του θανάτου.

† π.Κ.Σ.
Από το Περιοδικό «Παρακαταθήκη, τεύχος 22, Ιανουάριος-Φεβρουάριος 2002.

Πέμπτη 17 Απριλίου 2014

ΣΤΗ ΦΩΤΟΦΟΡΟ ΚΑΙ ΑΓΙΑ ΑΝΑΣΤΑΣΗ ΤΟΥ ΚΥΡΙΟΥ

ΣΤΗ ΦΩΤΟΦΟΡΟ ΚΑΙ ΑΓΙΑ ΑΝΑΣΤΑΣΗ ΤΟΥ ΚΥΡΙΟΥ

 Ἁγίου  Γρηγορίου Νύσσης
«Εὐλογητός ὁ Θεός» (Λουκ. 1, 68). Ἄς ἐπαινέσουμε σήμερα τόν Μονογενή Θεό τόν δημιουργό τῶν οὐρανίων, αὐτόν πού ἔσκυψε πάνω στίς μυστικές λαγόνες τῆς γῆς καί μέ τίς φωτοφόρες ἀκτίνες του φώτισε ὅλη τήν οἰκουμένη. Ἄς ὑμνήσουμε σήμερα τήν ταφή τοῦ Μονογενοῦς, τήν ἀνάσταση τοῦ Νικητῆ, τή χαρά τοῦ κόσμου, τή ζωή τῶν λαῶν (Ἰω. 16, 20. Λουκ. 2, 10). Ἄς ὑμνήσουμε σήμερα αὐτόν πού φόρεσε τήν ἁμαρτία (Β´ Κορ 5, 21). Ἄς εὐφημήσουμε σήμερα τόν Θεό Λόγο, πού ντρόπιασε τή σοφία τοῦ κόσμου (Α´ Κορ. 1, 20), ἐπιβεβαίωσε τήν ἀναγγελία τῶν προφητῶν, συγκέντρωσε τήν ὁμάδα τῶν ἀποστόλων, διάδωσε τήν κλήση τῆς Ἐκκλησίας καί τή χάρη τοῦ Πνεύματος. Γιατί νά, ἐμεῖς πού κάποτε ἤμαστε ξένοι ἀπό τήν ἐπίγνωση τοῦ Θεοῦ (Ἐφ. 2, 13.19), γνωρίσαμε τό Θεό καί ἐκπληρώθηκε ὅ,τι ἔχει γραφεῖ: «θά θυμηθοῦν καί θά στραφοῦν στόν Κύριο ὅλα τά πέρατα τῆς γῆς καί θά πέσουν νά τόν προσκυνήσουν ὅλες οἱ φυλές τῶν λαῶν» (Ψαλμ. 21, 28).
2. Τί θά θυμηθοῦν; Τήν παλαιά πτώση, τή νέα ἀνάσταση, τήν ἀρχαία παράβαση καί τήν κατοπινή διόρθωση, τό θάνατο τῆς Εὔας, τή γέννηση τῆς Παρθένου, τήν ἀποκατάσταση τῶν λαῶν, τή συγχώρηση τῶν ἁμαρτωλῶν, τήν προαναγγελία τῶν προφητῶν, τό κήρυγμα τῶν ἀποστόλων, τήν ἀναγέννηση ἀπό τήν κολυμβήθρα (Ἰω. 5, 1-30), τήν ἐπανεγκατάσταση στόν Παράδεισο, τήν ἐπιστροφή τῶν οὐρανῶν, τόν δημιουργό πού ἀναστήθηκε, ἐκεῖνον πού ἀπέθεσε ὅσα δέν τοῦ ταίριαζαν, ἐκεῖνον πού μέ τή θεϊκή μεγαλοσύνη του ξαναέχυσε σάν μέταλλο τό φθαρτό σέ ἀφθαρσία. Καί ποιά ἀπέθεσε πού δέν τοῦ ταίριαζαν; Ἐκεῖνα πού εἶπε ὁ Ἠσαΐας:«τόν εἴδαμε», λέει, «καί δέν εἶχε οὔτε εἶδος οὔτε κάλλος, ἀλλά τό πρόσωπό του ἦταν ἀτιμασμένο καί στεροῦσε ὡς πρός τήν ὡραιότητα ἀπό ὅλων τῶν ἀνθρώπων» (Ἠσ. 53, 2-3).
3. Πότε ἦταν ταπεινωμένος; Ὅταν συναναστρεφόταν μέ τούς ἀλιτήριους Ἰουδαίους καί τόν ἀποκαλοῦσαν Σαμαρείτη καί δαιμονισμένο (Ἰω. 8, 48). Ὅταν ὁ Ἰούδας ὁ Ἰσκαριώτης καί τά γεννήματα τοῦ σκότους κρατοῦσαν τόν ἀχώρητο γιά νά τόν θανατώσουν. Δέν ἔλεγε ἀδικαιολόγητα ὁ Ἰωάννης γι᾿ αὐτούς, «γεννήματα ἐχιδνῶν. Ποιός σᾶς συμβούλεψε νά ξεφύγετε τήν μελλοντική ὀργή;» (Ματθ. 3, 7). Γιατί πραγματικά ἡ ὀργή τοῦ Θεοῦ θά μείνει ἐπάνω τους.
4. Πότε ἦταν ταπεινωμένος; Ὅταν ἀντιμετώπιζαν τό βλαστό τῆς ἐπιείκειας μέ ραπίσματα καί ζητοῦσαν ἀπαντήσεις μέ ὅρκους ἀπό αὐτόν πού εἶναι δικαστής τῶν ὅρκων (Μαρκ. 14, 65).
5. Πότε ἦταν ταπεινωμένος; Ὅταν δίκαζαν τό δικαστή καί ἔκριναν τόν κριτή τοῦ κόσμου, ὅταν ὁ δοῦλος ρωτοῦσε καί ὁ Κύριος σώπαινε, τό φῶς ἡσύχαζε καί τό σκοτάδι γαυριοῦσε, τό πλάσμα ἔδειχνε θρασύτητα καί ὁ Δημιουργός ἔδειχνε ὑπομονή.
6. Πότε ἦταν ταπεινωμένος; Ὅταν οἱ ταῦροι χτυποῦσαν μέ τά κέρατα καί ὁ μόσχος στεκόταν, ὅταν τό λιοντάρι βρυχιόταν καί οἱ ταῦροι κοίταζαν ἀγέρωχοι, ὅπως ἔχει γραφτεῖ: «μέ περικύκλωσαν πολλά μοσχάρια καί μέ τριγύρισαν ταῦροι καλοθρεμμένοι· ἄνοιξαν τό στόμα τους καταπάνω μου σάν λιοντάρι ἁρπαχτικό» (Ψαλμ. 21, 12).
7. Πότε ἦταν ταπεινωμένος; Ὅταν ἀλυχτοῦσαν τά σκυλιά καί ὁ ἀφέντης ἔδειχνε ἀνοχή, ὅταν οἱ λύκοι εἶχαν βγεῖ γιά ν᾿ ἁρπάξουν καί τό πρόβατο ἦταν παρόν ἐκεῖ. Ὅταν ὁ ληστής δεχόταν πρόσκληση στή ζωή, ἐνῶ ἡ ζωή τοῦ κόσμου συρόταν στό θάνατο, ὅταν ἔβγαζαν τίς ἄτακτες καί θεοκτόνες ἐκεῖνες φωνές «ἆρον, ἆρον, σταύρωσον αὐτόν. Τό αἷμα του ἐπάνω σ᾿ ἐμᾶς καί τά παιδιά μας» (Ἰω. 19, 15. Ματθ. 27, 25), οἱ φονιάδες τοῦ Κυρίου καί τῶν προφητῶν, οἱ θεομάχοι, οἱ μισόθεοι, οἱ ὑβριστές τοῦ νόμου, οἱ πολέμιοι τῆς χάριτος, οἱ ἐχθροί τῆς πίστης τῶν πατέρων, οἱ συνήγοροι τοῦ διαβόλου, τά γεννήματα τῶν ἐχιδνῶν, οἱ ψιθυριστές, οἱ καταλαλητές, ἐκεῖνοι πού εἶχαν βουτηγμένο τό νοῦ τους στό σκοτάδι, ἡ ζύμη τῶν Φαρισαίων (Ματθ. 16, 6. Μάρκ. 8, 15. Λουκ. 12, 1), τό συνέδριο τῶν δαιμόνων, οἱ μιαροί, οἱ πάμφαυλοι, οἱ λιθοβολιστές, οἱ μισόκαλοι. Καί δικαιολογημένα φώναζαν, «ἆρον, ἆρον, σταύρωσον αὐτόν». Γιατί τούς καταπλάκωνε ἡ παρουσία τῆς θεότητας μέ σάρκα καί τούς δυσαρεστοῦσε ὁ ἔλεγχος γιά τόν τρόπο ζωῆς τους. Εἶναι συνήθεια πάγια τῶν ἁμαρτωλῶν νά μισοῦν τή συναναστροφή τῶν δικαίων.
8. Πότε ἦταν ταπεινωμένος; Ὅταν τόν φραγγέλωσαν καί βασάνιζαν τό Ἅγιο σῶμα ἐκείνου πού ὑπέφερε θεληματικά τά πάθη, γιά νά θεραπεύσει τίς παλιές πληγές τῶν ἁμαρτημάτων μας.ὅταν σήκωσε στούς ὤμους του τό ξύλο τοῦ σταυροῦ τό τρόπαιο κατά τοῦ διαβόλου· ὅταν ἔβαζαν στεφάνι ἀπό ἀγκάθια σ᾿ ἐκεῖνον πού στεφανώνει ὅσους πιστεύουν σ᾿ αὐτόν· ὅταν φόρεσαν τήν πορφύρα σ᾿ αὐτόν πού χαρίζει ἀφθαρσία σέ ὅσους ἀναγεννιοῦνται μέ νερό καί Πνεῦμα Ἅγιο (Ἰω. 3, 5. Ματθ. 27, 48)· ὅταν κάρφωσαν στό ξύλο αὐτόν πού εἶναι Κύριος τῆς ζωῆς καί τοῦ θανάτου.
9. Πότε ἦταν ταπεινωμένος; Ὅταν οἱ στρατιῶτες θριάμβευαν περιπαίζοντας τόν Κύριο τῆς στρατιᾶς τῶν οὐρανῶν.
10. Πότε ἦταν ταπεινωμένος; Ὅταν ἔδεσαν στό καλάμι σπόγγο γεμάτο μέ ξίδι καί τόν πότιζαν δίνοντας χολή, αὐτόν πού τούς ἔριξε τό μάννα σά βροχή (Ἐξ. 16, 13-15)· ὅταν ἔσπαζαν οἱ πέτρες καί σκιζόταν τό καταπέτασμα τοῦ ναοῦ κατάπληκτα ἀπό τό θράσος τῶν ἀλιτηρίων· ὅταν ὁ ἥλιος πενθοῦσε καί φοροῦσε τό σκότος σάν πένθιμο σάκκο πενθώντας τήν πτώση τῶν Ἰουδαίων. Γιατί ἡ ἡμέρα θρηνοῦσε τίς συμφορές τῶν Ἰουδαίων, ὅταν ἡ ζωή ἦταν κρεμασμένη ἀνάμεσα στούς ληστές καί ὁ ἕνας τόν χλεύαζε καί τόν κατηγοροῦσε, ἐνῶ ὁ ἄλλος μέ τή μετάνοιά του λήστευε τόν Παράδεισο (Λουκ. 23, 39-43).
11. Πότε ἦταν ταπεινωμένος; Ὅταν τό σῶμα παραδινόταν γιά τήν ταφή.
12. Πότε ἦταν ταπεινωμένος; Ὅταν οἱ στρατιῶτες φύλαγαν καί ἡ γῆ ἔκρυβε αὐτόν πού στήριξε τή γῆ πάνω στά νερά (Γεν. 1, 9)· ὅταν οἱ ἀπόστολοι κρύβονταν μή μπορώντας νά ὑποφέρουν τόν ὄγκο τῶν πειρασμῶν.
13. Ἀλλά πρόσεχε, ἀγαπητέ, τά θαύματα τοῦ Θεοῦ καί τά κατορθώματα τῆς χαρᾶς μετά τό πάθος. Ὁ περιφρονημένος μεταβαλλόταν σέ ἔνδοξο καί ἡ χαρά τοῦ κόσμου ἀνασταίνεται ἄφθαρτη μαζί μέ τό σῶμα. Τότε εἶχε ὠδίνες ἡ γῆ καί κυοφόρησε ἡ ἡμέρα καί ὁ θάνατος ἀπέβαλε τή ζωή τῶν ὅλων. Δέν ἦταν δυνατό νά κρατήσει ὁ θάνατος Ἐκεῖνον πού κρατεῖ τά πάντα μέ τό λόγο του.
14. Ἄς ἑορτάσουμε λοιπόν τήν τριήμερη ἀνάσταση πού ἔγινε πρόξενος αἰώνιας ζωῆς. Γιατί, ὅπως ἡ Θεοτόκος Μαρία δέ δοκίμασε παρθενικές ὠδίνες κόρης ἀνύμφευτης, ἀλλά μέ τή θέληση τοῦ Θεοῦ καί τή χάρη τοῦ Πνεύματος γέννησε τόν Δημιουργό τῶν αἰώνων, τόν Θεό Λόγο τοῦ Θεοῦ, ἔτσι καί ἡ γῆ ἀπό τίς λαγόνες της, ἀποφεύγοντας τίς ὠδίνες τοῦ θανάτου (Πράξ. 2, 24), ἄφησε ἐλεύθερο, ὅταν διατάχτηκε τόν Κύριο τῶν Ἰουδαίων· γιατί δέν μποροῦσε νά κατέχει ἕνα σῶμα πού εἶχε γίνει φορέας ἀθανασίας. Φέροντας λοιπόν στό νοῦ ὁ προφήτης Δαβίδ τήν ἀποκατάσταση τοῦ μεγαλείου, τήν κατάργηση τοῦ θανάτου, τήν ἐλευθερία ὅσων ἦταν κάποτε δοῦλοι, φωνάζει καί λέει:«ὁ Κύριος ἔγινε βασιλιάς, φόρεσε τό μεγαλεῖο του» (Ψαλμ. 92, 1).
15. Ποιό μεγαλεῖο ντύθηκε; Τήν ἀφθαρσία, τήν ἀθανασία, τή σύναξη τῶν ἀποστόλων, τό στεφάνι τῆς Ἐκκλησίας. Δέν προδίδει πιά ὁ Ἰούδας, δέν ἀπειλεῖ ὁ Καϊάφας, δέν ἁρματώνεται ὁ Ἡρώδης γιά τό φόνο τῶν παιδιῶν, δέν δικάζει ὁ Πιλάτος, οὔτε φυλακίζουν οἱ Ἰσραηλίτες. Τό φθαρτό ἔγινε ἄφθαρτο κι Ἐκεῖνος πού τόν θεωροῦσαν ἁπλό ἄνθρωπο μόνο, ἀποδείχτηκε Θεός ἀληθινός. Γι᾿ αὐτό φωνάζομε κι ἐμεῖς:«ποῦ εἶναι, θάνατε, τό κεντρί τῆς δύναμης; Ποῦ εἶναι, ἅδη, ἡ νίκη σου;» (Α´ Κορ. 15, 55). «Ὁ Κύριος ἔγινε βασιλιάς, ντύθηκε μεγαλεῖο, ντύθηκε καί ζώστηκε δύναμη» (Ψαλμ. 92, 1). Δύναμη ἐννοεῖ τήν οἰκονομία τῆς ἔνσαρκης παρουσίας του, γιατί δέν εἶναι τίποτα δυνατότερο ἀπό αὐτήν.μέ τό σῶμα του ὁ ἀσώματος νίκησε τούς δαίμονες, μέ τό σταυρό ὑποδούλωσε τίς ἀντίπαλες δυνάμεις.
16. Ἐπειδή δηλαδή στήν ἀρχή ἡ ἁμαρτία συγκλόνιζε τή γῆ, ἀφοῦ ἀναστήθηκε ὁ Κύριός μας Ἰησοῦς Χριστός ὅπως προεῖπε, τή στερέωσε μέ τό ξύλο τοῦ σταυροῦ, γιά νά μήν βαδίζει στόν γκρεμό τῆς ἀπώλειας οὔτε νά τήν δέρνουν οἱ ἄνεμοι τῆς πλάνης. Καί μάρτυρα τοῦ λόγου μας ἄς φέρουμε τόν μακάριο Παῦλο πού λέει τά ἑξῆς.«πρέπει τοῦτο τό φθαρτό νά ντυθεῖ ἀφθαρσία καί τό θνητό αὐτό νά ντυθεῖ ἀθανασία» (Α´ Κορ. 15, 53). Γι᾿ αὐτό κι ὁ ψαλμωδός λέει:«ἕτοιμος εἶναι ὁ θρόνος σου ἀπό τότε, ἐσύ ὑπάρχεις ἀπό τόν αἰώνα» (Ψαλμ. 92, 2) καί «ἡ βασιλεία σου εἶναι βασιλεία αἰώνια, πού δέ θά καταλυθεῖ» (Δαν. 7, 14). Καί πάλι.«ἡ βασιλεία σου εἶναι βασιλεία ὅλων τῶν αἰώνων» (Ψαλμ. 144, 13). Καί πάλι:«ὁ Κύριος ἔγινε βασιλιάς, ἄς ἀναγαλλιάσει ἡ γῆ, ἄς εὐφρανθοῦν νησιά πολλά» (Ψαλμ. 96, 1), γιατί σ᾿ αὐτόν ἀνήκει ἡ δόξα καί ἡ δύναμη στούς αἰῶνες τῶν αἰώνων. Ἀμήν.

Κατήχηση ιδ´

Κατήχηση ιδ´

Ἁγίου ΚΥΡΙΛΛΟΥ Ἱεροσολύμων
 Γιά τούς Φωτιζόμενους, πού ἔγινε στά ῾Ιεροσόλυμα, πάνω στό ἄρθρο τοῦ Συμβόλου τῆς πίστεως «ἀναστάντα ἐκ νεκρῶν τῇ τρίτῃ ἡμέρᾳ καί ἀνελθόντα εἰς τούς οὐρανούς καί καθίσαντα ἐκ δεξιῶν τοῦ Πατρός». Γίνεται καί ἀνάγνωση ἀπό τήν πρώτη ᾿Επιστολή πρός Κορινθίους: «Σᾶς ὑπενθυμίζω, ἀδελφοί, τό Εὐαγγέλιο πού σᾶς κήρυξα» (Α´ Κορ. 15, 1) κ.τ.λ. «῞Οτι ἀναστήθηκε τήν τρίτη ἡμέρα, σύμφωνα μέ τίς Γραφές» (Α´ Κορ. 15, 4) καί ὅσα σχετικά ἀκολουθοῦν στόν ἴδιο στίχο.
Α´ . Εἶναι καιρός νά εὐφρανθεῖς ῾Ιερουσαλήμ καί νά πανηγυρίσετε ὅλοι ὅσοι ἀγαπᾶτε τόν ᾿Ιησοῦ (῾Ησ. 66, 10), διότι ἀναστήθηκε! Χαρεῖτε ὅλοι, ὅσοι προηγουμένως εἴχατε πένθος ὅταν ἀκούσατε ὅσα παράνομα καί ἐγκληματικά τόλμησαν νά πράξουν οἱ ᾿Ιουδαῖοι. Διότι Αὐτός πού ἐκεῖνοι ἀτίμασαν ἀλαζονικά ἐδῶ δά, ἀναστήθηκε! Καί ὅπως τό νά ἀκούει κανείς γιά τή Σταύρωση εἶναι κάπως λυπηρό, ἔτσι ἡ καλή ἀγγελία τῆς ᾿Αναστάσεως ἄς εὐφραίνει τούς παρόντες. Τό πένθος ἄς γίνει εὐφροσύνη καί ὁ θρῆνος ἄς μεταστραφεῖ σέ χαρά. Καί ἄς γεμίσει τό στόμα μας χαρά καί ἀγαλλίαση, γιατί ᾿Εκεῖνος, μετά τήν ᾿Ανάστασή Του, μᾶς εἶπε.«Νά χαίρεσθε» (Ματθ. 28, 9). Διότι διεπίστωσα τή λύπη πού εἶχαν τίς προηγούμενες ἡμέρες ὅσοι ἀγαποῦν τόν ᾿Ιησοῦ. ᾿Επειδή ὅσα λέγονταν εἶχαν τέλος τό θάνατο καί τήν Ταφή καί δέν ἀκούστηκε ἡ καλή ἀγγελία τῆς ᾿Αναστάσεως, ἡ καρδιά τους περίμενε μέ ἱερή ἀγωνία νά ἀκούσει ἐκεῖνο πού ποθοῦσαν. ᾿Αναστήθηκε λοιπόν ὁ νεκρός, ὁ «ἐλεύθερος ἀνάμεσα στούς νεκρούς»¹ (πρβλ. Ψαλμ. 87, 5) καί ἐλευθερωτής τῶν νεκρῶν. ᾿Εκεῖνος πού μέ ὑπομονή δέχτηκε νά φορέσει τό ἀτιμωτικό ἀκάνθινο στεφάνι, Αὐτός, ἀφοῦ ἀναστήθηκε, φόρεσε τό διάδημα τῆς νίκης κατά τοῦ θανάτου.
Β´ . ᾿Αλλά ὅπως ἀκριβῶς παραθέσαμε τίς μαρτυρίες περί τοῦ Σταυροῦ, ἔτσι καί τώρα, ἔλα νά ἐπιβεβαιώσουμε καί νά παρουσιάσουμε τίς ἀποδείξεις περί τῆς ᾿Αναστάσεως. Διότι ὁ ᾿Απόστολος πού διαβάσαμε λέει: «ἐνταφιάστηκε καί ἀναστήθηκε τήν τρίτη ἡμέρα, σύμφωνα μέ τίς Γραφές» (Α´ Κορ. 15, 4). Καί ἐφόσον ὁ ᾿Απόστολος μᾶς παραπέμπει στίς μαρτυρίες τῶν Γραφῶν, εἶναι καλό γιά μᾶς νά γνωρίσουμε τήν ἐλπίδα τῆς σωτηρίας μας καί νά μάθουμε πρῶτα, ἄν οἱ θεῖες Γραφές μᾶς λένε ποιός εἶναι ὁ καιρός πού ἔγινε ἡ ᾿Ανάστασή Του. ῎Αραγε ἔγινε τό καλοκαίρι ἤ τό φθινόπωρο ἤ μετά τό χειμώνα καί σέ ποιό τόπο ἔγινε ἡ ᾿Ανάστασή Του καί ποιό εἶναι τό ὄνομα τοῦ τόπου πού διακηρύχτηκε ἀπό τούς λαμπρούς Προφῆτες ὡς τόπος τῆς ᾿Αναστάσεώς Του; Καί ἄν οἱ γυναῖκες, πού τόν ζητοῦσαν καί δέν τόν εὕρισκαν, ὅταν τόν βρῆκαν πάλι, χάρηκαν. ῞Ωστε ὅταν διαβάζεται τό ἅγιο Εὐαγγέλιο, νά μή θεωροῦνται ὅτι εἶναι μύθοι ἤ ἐπικά πολύλογα καί φανταστικά ἀφηγήματα αὐτά πού μᾶς ἐξιστορεῖ.
Γ´ . ῞Οτι λοιπόν ἐνταφιάστηκε ὁ Σωτήρας τό ἀκούσατε σαφῶς στήν προηγούμενη διάλεξη πού ὁ προφήτης ῾Ησαΐας ἔλεγε.«Θά ἐπικρατήσει εἰρήνη στήν ταφή Του» (῾Ησ. 57, 2). Διότι μέ τήν ταφή Του ἔφερε εἰρήνη ἀνάμεσα στόν οὐρανό καί στή γῆ, ὁδηγώντας τούς ἁμαρτωλούς στό Θεό. Καί ὅτι «ὁ δίκαιος πάρθηκε ἀπό τά χέρια τῶν ἀδίκων» (῾Ησ. 57, 1). «Θά ἐπικρατήσει εἰρήνη στήν ταφή Του καί θά παραδοθοῦν οἱ πονηροί ὡς ἀντάλλαγμα γιά τό θάνατό Του» (῾Ησ. 53, 9). ᾿Επίσης ἡ προφητεία τοῦ ᾿Ιακώβ πού μᾶς λέει: «῎Επεσε καί κοιμήθηκε ὅπως κοιμᾶται τό λιοντάρι καί τό λιονταρόπουλό του, ποιός θά τόν ξυπνήσει;» (Γέν. 49, 9). Εἶναι καί τό παραπλήσιο χωρίο πού ὑπάρχει στό βιβλίο τῶν ᾿Αριθμῶν: «Κατακλίθηκε καί ἀναπαύθηκε, ὅπως τό λιοντάρι καί τό λιονταρόπουλό του» (᾿Αριθ. 24, 9). ᾿Αλλά καί ὁ Ψαλμός τό λέει καί τό ἔχετε ἀκούσει πολλές φορές.«Καί ἐπέτρεψες νά καταπέσω στό χῶμα τοῦ τάφου καί τοῦ θανάτου» (Ψαλμ. 21, 16). Γιά τόν τόπο ἤδη τό ἐπισημάναμε μ᾿ αὐτό πού λέει: «Κοιτάξτε πρός τήν πέτρα πού λατομήσατε» (῾Ησ. 51, 1). Τώρα στή συνέχεια, ἄς παρουσιάσουμε τίς μαρτυρίες γι᾿ αὐτή τήν ᾿Ανάστασή Του.
Δ´ . Λέει λοιπόν πρῶτα-πρῶτα στόν ἑνδέκατο Ψαλμό.«᾿Εξαιτίας τῆς κακοπάθειας τῶν φτωχῶν καί τῶν στεναγμῶν τῶν στερημένων καί καταπιεζομένων, θά ἀναστηθῶ τώρα, λέει ὁ Κύριος» (Ψαλμ. 11, 16). ᾿Αλλά αὐτό τό χωρίο γιά μερικούς εἶναι ἀμφίβολο, ἐπειδή πολλές φορές ὁ Κύριος ξεσηκώνεται, γιά νά λάβει ἐκδίκηση ἀπό τούς ἐχθρούς.
῎Ελα ὅμως στό δέκατο πέμπτο Ψαλμό πού λέει σαφῶς: «Φύλαξέ με, Κύριε, διότι σέ Σένα στήριξα τίς ἐλπίδες μου» (Ψαλμ. 15, 1). Καί μετά ἀπό αὐτά.«Δέν θά συναθροίσω ποτέ λατρευτικές συνάξεις ἀπό ἀνθρώπους μολυσμένους μέ αἷμα ἀδικοχυμένο, οὔτε θά θυμηθῶ καί οὔτε θά ἀναφέρω μέ τά χείλη μου τά ὀνόματά τους» (Ψαλμ. 15, 4), διότι ἐμένα μέ ἀρνήθηκαν καί θεώρησαν βασιλιά τους τόν Καίσαρα. Καί συνεχίζει: «῎Εβλεπα τόν Κύριο πάντοτε μπροστά μου, πραγματικά ἦταν στά δεξιά μου, γιά νά μέ προστατεύει γιά νά μήν κλονιστῶ» (Ψαλμ. 15, 8). Καί λίγο παρακάτω: «᾿Ακόμη καί τή νύχτα μέ παιδαγωγοῦσαν οἱ νυγμοί τῆς συνειδήσεώς μου» (Ψαλμ. 15, 7). Μετά δέ ἀπό αὐτά σαφέστατα λέει: «Δέν θά ἐγκαταλείψεις τήν ψυχή μου στόν ἅδη, οὔτε θά ἐπιτρέψεις σ᾿ αὐτόν πού σοῦ εἶναι ἀφοσιωμένος νά δοκιμάσει τή φθορά καί τήν ἀποσύνθεση» (Ψαλμ. 15, 10). Δέν εἶπε, οὔτε θά ἐπιτρέψεις σ᾿ αὐτόν πού σοῦ εἶναι ἀφοσιωμένος νά δοκιμάσει θάνατο, γιατί τότε δέν θά πέθαινε, ἀλλά τί εἶπε; Τή φθορά καί τήν ἀποσύνθεση δέν βλέπω. ῞Οσο γιά τό θάνατο, δέν θά παραμείνω κάτω ἀπό τήν ἐξουσία του γιά πολύ. «Μέ ἔκανες νά γνωρίσω δρόμους ζωῆς μέσα στόν τάφο» (Ψαλμ. 15, 11). Καί νά, πού σαφῶς κηρύττεται ὅτι μετά τό θάνατο ἔρχεται ἡ ζωή.
῎Ελα καί στόν εἰκοστό ἔνατο Ψαλμό: «Θά σέ δοξάσω, Κύριε, διότι μέ προστάτευσες καί δέν ἔπεσα, ὥστε νά εὐφρανθοῦν οἱ ἐχθροί μου, βλέποντας τήν καταστροφή μου» (Ψαλμ. 29, 2). Τί εἶναι αὐτό πού σοῦ ἔκανε ὁ Κύριος; ᾿Από τούς ἐχθρούς γλύτωσες ἤ ἀπαλλάχτηκες ἀπό τίς μέλλουσες τιμωρίες; Αὐτός ὁ ἴδιος ὁ Ψαλμός σαφέστατα ἀναφέρει πιό κάτω: «Κύριε, ἔβγαλες ἀπό τόν ἅδη τήν ψυχή μου» (Ψαλμ. 29, 4). Προηγουμένως εἶπε «δέν θά ἐγκαταλείψεις στόν ἅδη τήν ψυχή μου», μέ προφητική ἐνόραση, καί ἐδῶ ἀναφέρει αὐτό πού πρόκειται νά γίνει, σάν νά ἔχει ἤδη γίνει: «῞Οτι ἔβγαλες τήν ψυχή μου ἀπό τόν ἅδη καί μέ ἔσωσες, γιά νά μήν εἶμαι ἀνάμεσα στούς νεκρούς πού κατεβαίνουν στό λάκκο τοῦ τάφου» (Ψαλμ. 29, 4). Πότε θά γίνει αὐτό τό γεγονός; «Τό ἑσπέρας θά διανυκτερεύσει μαζί μας ὁ κλαυθμός καί τό πρωί ἡ χαρά καί ἡ ἀγαλλίαση» (Ψαλμ. 29, 6). Καί πραγματικά. ᾿Αργά τό βράδυ οἱ μαθητές εἶχαν θλίψη καί πένθος καί τό πρωί ἦρθε ἡ χαρά καί ἡ εὐφροσύνη τῆς ᾿Αναστάσεως.
Ε´ . Θέλεις νά μάθεις καί τόν τόπο; Λέει λοιπόν στό ῏Ασμα: «Κατέβηκα στόν κῆπο πού εἶναι οἱ καρυδιές» (῏Ασμα 6, 11). ῏Ηταν κῆπος καί ἐκεῖ ὅπου σταυρώθηκε. Τώρα βέβαια μπορεῖ νά καλλωπίστηκε πάρα πολύ μέ τίς βασιλικές ἐπιχορηγήσεις καί δωρεές, ἀλλά ἦταν κῆπος πρίν καί ἀκόμη καί τώρα παραμένουν τόσα στοιχεῖα χαρακτηριστικά πού τό φανερώνουν. «Κῆπος περιφραγμένος, πηγή σφραγισμένη» (῏Ασμα 4, 12) ἀπό τούς ᾿Ιουδαίους, οἱ ὁποῖοι ἔλεγαν.«Θυμηθήκαμε ὅτι ᾿Εκεῖνος ὁ πλάνος εἶπε, ἐνῶ ζοῦσε ἀκόμη, ὅτι μετά ἀπό τρεῖς ἡμέρες θά ἀναστηθῶ, δῶσε λοιπόν διαταγή νά ἀσφαλίσουν τόν τάφο» (Ματθ. 27, 63-64) καί τά περαιτέρω. «Καί οἱ ᾿Ιουδαῖοι πῆγαν καί ἀσφάλισαν τόν τάφο, δηλαδή σφράγισαν τήν ταφόπετρα καί ἔβαλαν φρουρά» (Ματθ. 27, 66). Καλά εἶπε γι᾿ αὐτούς κάποιος, ἀπευθυνόμενος πρός τόν ᾿Ιησοῦ: «Καί Σύ Κύριε, θά τούς ἀφήσεις ν᾿ ἀναπαύονται στή σιγουριά τους» (᾿Ιώβ 7, 18). «Ποιά εἶναι τώρα ἡ πηγή ἡ σφραγισμένη; ῎Η ποιός εἶναι ἐκεῖνος πού ἑρμηνεύεται πηγή φρέατος μέ ζωντανό νερό;» (πρβλ. ῏Ασμα 4, 15). Αὐτός εἶναι ὁ Σωτήρας, γιά τόν ῾Οποῖο ἔχει γραφεῖ:«῞Οτι σέ Σένα ὑπάρχει ἀνεξάντλητη πηγή ζωῆς» (Ψαλμ. 35, 10).
ς´ . ᾿Αλλά τί λέει ὁ προφήτης Σοφονίας, σάν νά μιλάει ὁ ῎Ιδιος ὁ Κύριος στούς Μαθητές Του; «῾Ετοιμαστεῖτε λοιπόν, ὀρθρίζετε διότι καταστράφηκαν καί τά τελευταῖα ὑπολείμματά τους». Καί εἶναι φανερό ὅτι ἐννοεῖ τούς ᾿Ιουδαίους, οἱ ὁποῖοι δέν ἔχουν νά ἐπιδείξουν κανένα καρπό —κανένα ἔργο— πού νά φανερώνει ὅτι ἐπιθυμοῦν τή σωτηρία τους. Δέν ἔχουν νά ἐπιδείξουν οὔτε κάν κάποιους μικρούς καί ἀσήμαντους καρπούς πού θά μποροῦσαν νά θεωρηθοῦν ἀπομεινάρια —καμπανάρια— ἀπό τόν τρύγο τοῦ ἀμπελιοῦ, ἐφόσον ξεριζώνεται ὁλοκληρωτικά τό ἀμπέλι τους (ἡ φυλή τους βγαίνει ὁριστικά ἔξω ἀπό τό χῶρο τῆς σωτηρίας).
Καί συνεχίζει στό ἴδιο κείμενο τοῦ Προφήτη καί λέει.«Γι᾿ αὐτό ὑπόμεινέ με, λέει ὁ Κύριος, μέχρι τήν ἡμέρα πού θά ἀναστηθῶ στό Μαρτύριο» (Σοφον. 3, 8). Βλέπεις ὅτι ὁ Προφήτης προγνώριζε ὅτι καί ὁ τόπος τῆς ᾿Αναστάσεως θά ἐπονομαστεῖ Μαρτύριο; Γιά ποιό λόγο λοιπόν, κατά τίς ὑπόλοιπες ᾿Εκκλησίες, νά μήν καλεῖται καί ὁ τόπος αὐτός τοῦ Γολγοθᾶ καί τῆς ᾿Αναστάσεως «᾿Εκκλησία» ἀλλά Μαρτύριο; ῎Ισως ὅμως νά ὀνομάζεται ἔτσι γιατί καί ὁ Προφήτης ἔτσι τό ὀνόμασε ὅταν εἶπε.«Μέχρι τήν ἡμέρα πού θά ἀναστηθῶ στό Μαρτύριο» (Σοφον. 3, 8).
Ζ´ . Καί ποιός εἶναι ἄραγε αὐτός πού θά ἀναστηθεῖ καί ποιό ξεχωριστό καί θαυμαστό γνώρισμα θά μαρτυρεῖ τήν ᾿Ανάστασή Του; Σαφῶς στή συνέχεια, λίγο παρακάτω, ὁ Προφήτης λέει:«Τότε θά μεταβάλω τίς γλῶσσες τῶν λαῶν καί θά τίς ἑνοποιήσω» (Σοφον. 3, 9). Καί τό λέει αὐτό, ἐπειδή μετά τήν ᾿Ανάσταση, μέ τήν κάθοδο τοῦ ῾Αγίου Πνεύματος, δόθηκε στούς Μαθητές τό χάρισμα τῶν γλωσσῶν, (πρβλ. Πράξ. 2, 4), «ὥστε νά ὑπηρετοῦν ὅλοι τό ῎Ονομα τοῦ Κυρίου κάτω ἀπό ἕνα ζυγό ἑνωμένοι μέ τήν ἴδια πίστη καί τήν ἴδια λατρεία» (Σοφον. 3, 9). Καί ποιό ἄλλο ἱστορικό γεγονός, κατά τόν ἴδιο Προφήτη, θά φανερώνει ὅτι ὅλοι οἱ λαοί θά ὑπηρετοῦν τό ῎Ονομα τοῦ Κυρίου κάτω ἀπό ἕνα ζυγό; «᾿Από τούς πιό ἀπόμακρους ποταμούς τῆς Αἰθιοπίας οἱ λαοί θά μοῦ προσφέρουν θυσίες» (Σοφον. 3, 10). Γνωρίζεις αὐτό πού ἀναφέρεται στίς Πράξεις, τότε πού ἦλθε ὁ εὐνοῦχος ὁ Αἰθίοπας ἀπό τά πιό ἀπόμακρα ποτάμια τῆς Αἰθιοπίας (πρβλ. Πράξ. 8, 27). ῞Οταν λοιπόν, καί τήν ὥρα τῆς ᾿Ανάστασης καί τοῦ τόπου τό ἰδίωμα καί τά σημεῖα μετά τήν ᾿Ανάσταση, μᾶς ἀναφέρουν οἱ Γραφές, βεβαιώσου γιά τήν ᾿Ανάσταση καί κανένας νά μή σέ κλονίσει ἀπό τό νά ὁμολογεῖς ὅτι ὁ Χριστός ἦταν νεκρός καί ἀναστήθηκε.
Η´ . ῎Εχεις ὅμως καί ἄλλη μαρτυρία στόν ὀγδοηκοστό ἕβδομο Ψαλμό, ὅπου ὁ Χριστός λέει μέ τά λόγια τῶν Προφητῶν. Διότι αὐτός ὁ ῎Ιδιος πού τότε μιλοῦσε, μετά, ὅταν ἦρθε τό πλήρωμα τοῦ χρόνου, ἦρθε στή γῆ. «Κύριε, Σύ πού εἶσαι ὁ Θεός καί Σωτήρας μου, φώναξα πρός ᾿Εσένα ἱκετευτικά ὁλόκληρη τήν ἡμέρα καί κατά τή διάρκεια τῆς νύχτας» (Ψαλμ. 87, 2). Καί μετά ἀπό λίγο λέει:«Κατάντησα σάν ἕνας ἄνθρωπος ἀβοήθητος, ἐλεύθερος ἀνάμεσα στούς νεκρούς» (Ψαλμ. 87 5). Δέν εἶπε κατάντησα ἄνθρωπος ἀβοήθητος, ἀλλά σάν ἄνθρωπος ἀβοήθητος. Διότι σταυρώθηκε ὄχι ἀπό ἀδυναμία, ἀλλά μέ τή θέλησή Του. Καί ὁ θάνατος δέν προῆλθε ἀπό ἀκούσια ἀσθένειά Του. «Συγκαταριθμήθηκα μέ τούς νεκρούς πού κατεβαίνουν στό λάκκο τοῦ τάφου» (Ψαλμ. 87, 5). Καί ποιό εἶναι ἐκεῖνο τό σημεῖο, πού θά μποροῦσε αὐθεντικά νά μᾶς βεβαιώσει ὅτι ὅλα αὐτά ἀναφέρονται στόν Κύριο; Εἶναι τό «ἀπομάκρυνες τούς γνωστούς μου ἀπό κοντά μου» (Ψαλμ. 87, 9), διότι φύγανε μακριά οἱ Μαθητές τήν ὥρα τοῦ Πάθους. «Μήπως θά ἐπιτελέσεις τά θαύματά σου στούς νεκρούς;» (Ψαλμ. 87, 11). ῎Επειτα λίγο παρακάτω: «Γι᾿ αὐτό καί ἐγώ, Κύριε, φώναξα ἱκετευτικά πρός ἐσένα καί τό πρωί ἡ προσευχή μου θά σέ προφθάσει» (Ψαλμ. 87, 14). Βλέπεις πῶς μᾶς φανερώνουν οἱ Προφῆτες τόν ἁρμόδιο καιρό, πού ἦρθε τό πλήρωμα τοῦ χρόνου καί γιά τό Πάθος καί γιά τήν ᾿Ανάσταση τοῦ Κυρίου;
Θ´ . Καί ἀπό ποῦ ἀναστήθηκε ὁ Σωτήρας; Λέει στό ῏Ασμα ᾿Ασμάτων:«Σήκω, ἡ ἀγαπητή μου, καί ἔλα» (῏Ασμα 2, 10). Καί στά ἑπόμενα:«Στή στέγη τῆς πέτρας» (῏Ασμα 2, 14). «Στέγη τῆς πέτρας» ἐννοεῖ αὐτό τό βαθούλωμα, πού ἔμοιαζε σάν προστέγασμα καί ὑπῆρχε τότε μπροστά στή θύρα τοῦ σωτηρίου μνήματος, λαξευμένο πάνω στήν ἴδια τήν πέτρα, καθώς συνηθίζουν ἐδῶ νά κάνουν μπροστά στά μνήματα. Τώρα δέν φαίνεται, ἐπειδή ἀφαιρέθηκε αὐτό τό προστέγασμα, γιά νά ἔχουμε τήν παρούσα καλαισθησία. Διότι, πρίν νά τό ἐξωραΐσει ἡ καλή διάθεση τοῦ βασιλιᾶ αὐτό τό μνῆμα, ὑπῆρχε προστέγασμα μπροστά στήν πέτρα.
᾿Αλλά ποῦ εἶναι ἡ πέτρα πού ἔχει τό προστέγασμα; ῎Αραγε στά μέσα τῆς πόλεως βρίσκεται ἤ στά τείχη καί στά ἐξωτερικά περιτειχίσματα τῆς πόλεως; Καί σέ ποιό μέρος ἀπό τά δύο, στά ἀρχαῖα τείχη ἤ στό προτείχισμα πού ἔγινε ἀργότερα; Λέει λοιπόν στό ῏Ασμα: «Στό προστέγασμα τῆς πέτρας πού ἐφάπτεται στό προτείχισμα» (῏Ασμα 2, 14).
Ι´ . Ποιά ἐποχή ἀναστήθηκε ὁ Σωτήρας; ῎Αραγε ἦταν καλοκαίρι ἤ ἄλλη ἐποχή; Στό ἴδιο πάλι τό βιβλίο, στό ῏Ασμα ᾿Ασμάτων, λίγο πιό πρίν ἀπ᾿ αὐτά πού προηγουμένως ἀναφέραμε, λέει: «῾Ο χειμώνας πέρασε. Πέρασε πιά ἡ ἐποχή τῶν βροχῶν.τό νερό ξαναμαζεύεται στά σύννεφα. Τά λουλούδια ἔκαναν τήν ἐμφάνισή τους στή γῆ, ὁ καιρός τοῦ κορφολογήματος ἦρθε» (πρβλ. ῏Ασμα 2, 11-12). Αὐτή λοιπόν δέν εἶναι ἡ ἐποχή, πού ἡ γῆ εἶναι γεμάτη λουλούδια καί οἱ ἀμπελουργοί κορφολογοῦν τά ἀμπέλια; Βλέπεις ὅτι μᾶς λέει πώς εἶχε περάσει ὁ χειμώνας; ῾Ο μήνας λοιπόν, πού ἀναφέρει ὅτι ἦταν τότε, εἶναι ὁ ᾿Απρίλιος, ἑπομένως ἦταν ἄνοιξη. ῾Η ἐποχή ἦταν αὐτή καί ἦταν ὁ πρῶτος μήνας γιά τούς ῾Εβραίους, ὅπου γιορτάζεται ἡ ἑορτή τοῦ Πάσχα, πού τήν ἐποχή τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης, συμβολικά, προτύπωνε τό Πάσχα τῆς Καινῆς Διαθήκης, τό ὁποῖο εἶναι τό πραγματικό πέρασμα, ἀπό τή φθορά στήν ἀφθαρσία, ἡ πραγματική νίκη κατά τῆς ἁμαρτίας καί τοῦ θανάτου.
Μιά τέτοια ἐποχή δημιουργήθηκε ὁ κόσμος Τότε ἦταν πού εἶπε ὁ Θεός:«᾿Από τήν ξερή γῆ νά βγοῦν ὅλα τά εἴδη τῆς χλόης καί τῆς θαμνώδους βλάστησης καί τό κάθε εἶδος ἀπ᾿ αὐτά ἄς ἔχει τό δικό του σπόρο, ὥστε τό ἴδιο νά διαιωνίζεται, χωρίς νά χάνει τά ἰδιαίτερα γνωρίσματά του» (Γέν. 1, 11). Καί τώρα, ὅπως βλέπεις, κάθε φυτρωμένο φυτό σχηματίζει τούς σπόρους του. Καί ὅπως τότε ὁ Θεός δημιούργησε τόν ἥλιο καί τή σελήνη καί ὅρισε κατά τέτοιο τρόπο τήν τροχιά τους, ὥστε σέ μιά ὁρισμένη χρονική περίοδο νά ἔχουν ἴση διάρκεια τή νύχτα καί τήν ἡμέρα, ἔτσι καί πρίν λίγες ἡμέρες εἴχαμε ἰσημερία. Τότε εἶπε ὁ Θεός:«῎Ας δημιουργήσουμε ἄνθρωπο κατ᾿ εἰκόνα καί ὁμοίωσή μας» (Γέν. 1, 26). Καί ἔλαβε ὁ ἄνθρωπος τό «κατ᾿ εἰκόνα», ἀλλά τό «καθ᾿ ὁμοίωσιν» τό ἀμαύρωσε μέ τήν παρακοή. Τήν ἐποχή λοιπόν πού τό ἔχασε τοῦτο, τήν ἴδια ἐποχή ἔγινε καί ἡ διόρθωση. Τήν ἴδια ἐποχή δηλαδή πού ὁ ἄνθρωπος μέ τήν παρακοή διώχτηκε ἀπό τόν Παράδεισο, τήν ἴδια ἐποχή καί αὐτός πού πίστεψε, μέ τήν ὑπακοή, εἰσῆλθε πάλι στόν Παράδεισο. Τήν ἴδια λοιπόν ἔποχή πού ἔπεσε ὁ ἄνθρωπος, τήν ἴδια καί σώθηκε2, τήν ἄνοιξη, τότε πού ἀνθίζουν τά φυτά καί τότε πού γινόταν τό κορφολόγημα (πρβλ. ῏Ασμα 2, 12).
ΙΑ´ . ῾Ο τόπος τῆς ταφῆς3 ἦταν κῆπος, καί ῎Αμπελος ἦταν Αὐτός πού φυτεύθηκε. Μᾶς τό ἔχει πεῖ:«᾿Εγώ εἶμαι ἡ ῎Αμπελος» (᾿Ιωάν. 15, 1). Φυτεύθηκε φυσικά στή γῆ, γιά νά ἐκριζωθεῖ ἡ κατάρα πού δόθηκε ἐξαιτίας τοῦ ᾿Αδάμ, ὅτι ἡ γῆ θά φυτρώνει ἀγκάθια καί τριβόλια (πρβλ. Γέν. 3, 18). Βλάστησε ἀπό τή γῆ ἡ ἀληθινή ῎Αμπελος, γιά νά βρεῖ τόπο αὐτό πού ἔχει γραφεῖ: «᾿Αλήθεια ἀπό τή γῆ ἀνέτειλε καί ἀπό τόν οὐρανό κατέβηκε δικαιοσύνη» (Ψαλμ. 84, 12). Καί τί πρόκειται νά πεῖ ᾿Εκεῖνος πού ἐνταφιάστηκε στόν κῆπο; «Τρύγησα τήν εὐωδιαστή σμύρνα μου μέ τά ἀρώματά μου» (῏Ασμα 5, 1). Καί σέ ἄλλο σημεῖο: «Σμύρνα καί ἀλόη μέ ὅλα τά ἄλλα ἐξαίρετα ἀρώματα» (πρβλ. ῏Ασμα 4, 14). Αὐτά εἶναι βέβαια τά σύμβολα τοῦ ἐνταφιασμοῦ. Καί στό Εὐαγγέλιο ἔχει γραφεῖ.῏Ηλθαν οἱ γυναῖκες πρός τό μνῆμα, φέρνοντας μαζί τους τά ἀρώματα πού ἑτοίμασαν» (πρβλ. Λουκ. 24, 1). Καί ὁ Νικόδημος ἦλθε κρατώντας μίγμα σμύρνας καί ἀλόης (πρβλ. ᾿Ιωάν. 19, 39). Καί στή συνέχεια στό ἴδιο βιβλίο ἔχει γραφεῖ:  «῎Εφαγα τόν ἄρτο μου μαζί μέ τό μέλι μου» (῏Ασμα 5, 1). Τό πικρό τό ἔφαγε πρίν τό πάθος καί τό γλυκύ μετά τήν ᾿Ανάσταση. ῎Επειτα λέει: ᾿Αναστημένος πιά εἰσῆλθε ἀνάμεσα ἀπό τίς κλειστές πόρτες (πρβλ. ᾿Ιωάν. 20, 19. 26), ἀλλά ἀμφέβαλλαν γι᾿ Αὐτόν. «Διότι νόμιζαν ὅτι βλέπουν φάντασμα» (Λουκ. 24, 37). ᾿Εκεῖνος ὅμως τούς εἶπε: «Ψηλαφῆστε με καί θά δεῖτε» (Λουκ. 24, 39). «Βάλτε τά δάχτυλά σας στό σημάδι πού ἔχουν ἀφήσει τά καρφιά» (πρβλ. ᾿Ιωάν. 20, 25), πράγμα πού ἐπιζητοῦσε ἀργότερα ὁ Θωμᾶς νά κάνει. Καί ἐνῶ ἀκόμα αὐτοί ἀπιστοῦσαν ἀπό τή χαρά τους καί θαύμαζαν, τούς εἶπε: «῎Εχετε ἐδῶ, τίποτε φαγώσιμο; Καί αὐτοί τότε τοῦ ἔδωσαν ἕνα μέρος ἀπό ψητό ψάρι καί κηρήθρα ἀπό μελίσσι» (Λουκ. 24, 41-42). Βλέπεις πῶς ἐκπληρώθηκε αὐτό πού εἶπε: «ἔφαγα τόν ἄρτο μου μαζί μέ τό μέλι μου»; (῏Ασμα 5, 1).
ΙΒ´ . ᾿Αλλά πρίν νά εἰσέλθει «ἀνάμεσα ἀπό τίς κλειστές πόρτες» (᾿Ιωάν. 20, 19.26), οἱ θαυμάσιες ἐκεῖνες καί ἀνδρεῖες γυναῖκες Τόν ζητοῦσαν. Ζητοῦσαν τό Νυμφίο καί θεραπευτή τῶν ψυχῶν τους. ῏Ηλθαν οἱ εὐλογημένες ἐκεῖνες στόν τάφο (πρβλ. Ματθ. 28, 1) καί ζητοῦσαν τόν ᾿Αναστημένο4. Καί τά δάκρυα ἀπό τά μάτια τους ἀκόμα ἔσταζαν, ἐνῶ θά ἔπρεπε μᾶλλον νά εὐφραίνονται καί νά χορεύουν γιά τόν ᾿Αναστημένο Χριστό. ῏Ηρθε ἡ Μαρία (πρβλ. Ματθ. 28, 1) καί Τόν ζητοῦσε, κατά τό Εὐαγγέλιο, καί δέν Τόν εὕρισκε, ἀλλά στή συνέχεια ἄκουσε ἀπό τούς ᾿Αγγέλους ὅτι ἀναστήθηκε καί κατόπιν εἶδε τόν Χριστό. Μήπως ὅμως καί αὐτά τά βρίσκουμε κάπου γραμμένα; Λέει λοιπόν στό ῏Ασμα τῶν ᾿Ασμάτων: «Στήν κλίνη μου, τή νύχτα, ζήτησα Αὐτόν πού ἀγάπησε ἡ ψυχή μου» (῏Ασμα 3, 1). Ποιά ὥρα; «Στήν κλίνη μου, τή νύχτα, ζήτησα Αὐτόν πού ἀγάπησε ἡ ψυχή μου» (῏Ασμα 3, 1). ῾Η Μαρία, λέει, «ἦρθε ἐνῶ ἦταν ἀκόμη σκοτάδι» (πρβλ. ᾿Ιωάν. 20, 1). «Στήν κλίνη μου ἐνῶ ἤμουν, τή νύχτα τόν ζήτησα, ἀλλά δέν τόν βρῆκα πουθενά» (῏Ασμα 3, 1). Καί στό Εὐαγγέλιο λέει ἡ Μαρία.«Σήκωσαν τόν Κύριό μου, καί δέν ξέρω ποῦ τόν ἔβαλαν» (᾿Ιωάν. 20, 13). Οἱ ῎Αγγελοι ὅμως πού τότε βρίσκονταν στό κενό μνημεῖο, τίς βοήθησαν νά γνωρίσουν ὅσα ἀγνοοῦσαν. Τούς ἔλεγαν λοιπόν.«Τί ζητᾶτε τόν Ζωντανό ἀνάμεσα στούς νεκρούς;». ῎Οχι μόνο ἀναστήθηκε, ἀλλά ἀνέστησε μέ τή δύναμή Του καί ἄλλους νεκρούς. Αὐτή ὅμως τά ἀγνοοῦσε αὐτά καί γιά τό λόγο αὐτό τό ῏Ασμα τῶν ᾿Ασμάτων, θέλοντας νά τήν ἀντιπροσωπεύσει, παρουσιάζεται νά λέει στούς ᾿Αγγέλους: «Μήπως εἴδατε Αὐτόν πού ἀγάπησε ἡ ψυχή μου; ᾿Αλλά λίγο εἶχα, ὅταν ἀπομακρύνθηκα ἀπ᾿ αὐτούς» (῏Ασμα 3, 3-4), δηλαδή τούς δύο ᾿Αγγέλους, «καί βρῆκα Αὐτόν πού ἀγάπησε ἡ ψυχή μου. Τόν κράτησα καί δέν Τόν ἄφησα» (῏Ασμα 3, 4).
ΙΓ´ . Μετά ὅμως ἀπό τήν ὀπτασία τῶν ᾿Αγγέλων ὁ ᾿Ιησοῦς ἦρθε καί παρουσιάστηκε μόνος Του καί τούς εἶπε, ὅπως λέει τό Εὐαγγέλιο.«Καί νά, ὁ ᾿Ιησοῦς συνάντησε τίς γυναῖκες λέγοντας.Χαίρετε! Καί αὐτές ἔτρεξαν πρός Αὐτόν καί κράτησαν τά πόδια Του» (Ματθ. 28, 9). Κράτησαν Αὐτόν γιά νά ἐκπληρωθεῖ αὐτό πού εἶπε στό ῏Ασμα: «Θά Τόν κρατήσω καί δέν θά Τόν ἀφήσω πιά» (῏Ασμα 3, 4). ᾿Ασθενικό ἦταν τῆς γυναίκας τό σῶμα, ἀνδρεῖο ὅμως τό φρόνημά της. «Τό νερό πολύ, ἀλλά δέν ἔσβησε τήν ἀγάπη, οὔτε οἱ ποταμοί τήν ἔπνιξαν» (πρβλ. ῏Ασμα 8, 7). Νεκρός ἦταν ὁ Ποθούμενος, ἀλλά δέν σβήστηκε ἡ ἐλπίδα τῆς ᾿Αναστάσεως.
Καί ὁ ῎Αγγελος λέει πρός αὐτές πάλι: «Μή φοβᾶσθε ἐσεῖς» (Ματθ. 28, 5). Δέν λέω στούς στρατιῶτες μή φοβᾶσθε, ἀλλά σέ σᾶς. ᾿Εκεῖνοι ἄς φοβηθοῦν, ὥστε μέ τήν ἐμπειρία αὐτή νά μάθουν καί νά δώσουν μαρτυρία καί νά ποῦν.«᾿Αληθινά, ἦταν Υἱός Θεοῦ» (Ματθ. 27, 54). ᾿Εσεῖς δέν χρειάζεται νά φοβᾶσθε, «διότι ἡ τέλεια ἀγάπη διώχνει τό φόβο» (Α´ ᾿Ιωάν. 4, 18). «Πηγαίνετε νά πεῖτε στούς Μαθητές ὅτι ἀναστήθηκε» (Ματθ. 28, 7) κ.τ.λ. Καί ἀναχωροῦν ἐκεῖνες γεμάτες χαρά καί φόβο5 (πρβλ. Ματθ. 28, 8. Μάρκ. 16, 8). Μήπως καί αὐτό εἶναι κάπου γραμμένο; Λέει λοιπόν ὁ δεύτερος Ψαλμός πού ἐξαγγέλλει τό Πάθος τοῦ Χριστοῦ: «Δουλέψατε στόν Κύριο μέ φόβο καί ἄς ἀγαλλιάσει, ἡ ψυχή σας μέ τρόμο» (Ψαλμ. 2, 11). Νά ἀγαλλιάσει, δηλαδή ἡ ψυχή σας, γιά τόν ᾿Αναστημένο Κύριο, ἀλλά μέ τρόμο. Καί τό λέει γιά τό σεισμό πού ἔγινε καί τόν ῎Αγγελο πού φανερώθηκε σάν ἀστραπή.
ΙΔ´ . Σφράγισαν βέβαια οἱ ᾿Αρχιερεῖς καί οἱ Φαρισαῖοι τόν Τάφο μέ τήν ἄδεια καί τή βοήθεια τοῦ Πιλάτου, οἱ γυναῖκες ὅμως εἶδαν τόν ᾿Αναστημένο Χριστό. Καί γνωρίζοντας ὁ ῾Ησαΐας τήν ἀβάσιμη καί ἄκαρπη πίστη τῶν ᾿Αρχιερέων ἀπό τή μιά καί τή σταθερότητα τῆς πίστεως τῶν γυναικῶν ἀπό τήν ἄλλη, λέει: «᾿Ελᾶτε ἐδῶ ἐσεῖς, γυναῖκες πού εἴχατε τήν ἐμπειρία τῆς θέας τοῦ ᾿Ιησοῦ, διότι ὁ λαός αὐτός εἶναι λαός χωρίς σύνεση» (῾Ησ. 27, 11). Οἱ ᾿Αρχιερεῖς δέν συνετίζονται καί οἱ γυναῖκες βλέπουν μέ τά ἴδια τους τά μάτια τόν Κύριο6. ῞Οταν δέ πάλι γύρισαν στήν πόλη οἱ στρατιῶτες καί ἀνέφεραν στούς ᾿Αρχιερεῖς ὅσα εἶχαν γίνει (πρβλ. Ματθ. 28, 11), αὐτοί τούς ἀπάντησαν.«Νά πεῖτε πώς οἱ Μαθητές Του ἔκλεψαν τό σῶμα Του, ἐνῶ ἐμεῖς κοιμόμασταν» (Ματθ. 28, 13). ῾Επομένως πολύ καλά ὁ προφήτης ῾Ησαΐας προφήτεψε καί αὐτή τήν ἐνέργεια τῶν ᾿Αρχιερέων καί ἔβαλε στό στόμα τῶν στρατιωτῶν νά τούς λένε αὐτά τά λόγια.«᾿Εσεῖς μᾶς ζητᾶτε νά πλανήσουμε τό λαό τοῦ Θεοῦ μιά ἀκόμα φορά» (πρβλ. ῾Ησ. 30, 10).
᾿Εξεγέρθηκε ὁ ᾿Αναστάς καί μέ ἕνα ποσό χρημάτων ἐξαγόρασαν τούς στρατιῶτες. Δέν μποροῦν ὅμως νά πάρουν μέ τό μέρος τους καί τούς τωρινούς βασιλεῖς. Καί τότε βέβαια οἱ στρατιῶτες, χάρη τῶν χρημάτων, πρόδωσαν τήν ἀλήθεια. Οἱ τωρινοί ὅμως βασιλεῖς, χάρη τῆς εὐσέβειας, κόσμησαν μέ ἀργυρές καί χρυσές ἐγκόλλητες παραστάσεις τήν ἁγία αὐτή ᾿Εκκλησία τῆς ᾿Αναστάσεως τοῦ Θεοῦ, ὅπου βρισκόμαστε καί τή λάμπρυναν μέ κειμήλια ἀπό χρυσό καί ἀσήμι καί ἄλλους πολύτιμους λίθους.
«Καί ἄν τυχόν ἀκούσει ὁ ἡγεμόνας κάτι ἀπό αὐτά, ἐμεῖς θά τόν πείσουμε ὅτι δέν εἶναι ἔτσι» (Ματθ. 28, 14). Μπορεῖ ἐκείνους νά τούς πείθετε, τήν οἰκουμένη ὅμως ὁλόκληρη δέν μπορεῖτε νά τήν πείσετε! Γιατί, τότε πού ὁ Πέτρος βγῆκε ἀπό τή φυλακή, καταδικάστηκαν οἱ φύλακες, καί τώρα δέν καταδικάστηκαν παρόμοια αὐτοί πού φύλαγαν τόν Χριστό; Διότι τότε σ᾿ ἐκείνους ἔπεσε πάνω τους ἡ καταδίκη τοῦ ῾Ηρώδη, ἐπειδή δέν εὕρισκαν τρόπο νά ἀπολογηθοῦν λόγω τῆς ἄγνοιάς τους. Αὐτοί ὅμως τώρα, ἄν καί ἤξεραν τήν ἀλήθεια —καί τήν ἔκρυψαν, χάρη τῶν χρημάτων— διασώθηκαν ἀπό τούς ᾿Αρχιερεῖς. ᾿Αλλά λίγοι μόνο ἀπό τούς ᾿Ιουδαίους τότε πίστεψαν σ᾿ αὐτούς, ὁ κόσμος ὅμως, ἀπό τότε μέχρι σήμερα, ἔχει δεχτεῖ καί δέχεται τό γεγονός τῆς ᾿Αναστάσεως. Αὐτοί πού ἔκρυψαν τήν ἀλήθεια χάθηκαν καί ὅποιοι τή δέχτηκαν ἔζησαν7 μέ τή δύναμη τοῦ Σωτήρα, πού δέν ἀναστήθηκε μόνο ὁ ῎Ιδιος ἀπό τούς νεκρούς, ἀλλά συνανέστησε καί ἄλλους νεκρούς. Γι᾿ αὐτούς σαφῶς ὁ προφήτης ᾿Ωσηέ λέει: «Θά μᾶς θεραπεύσει σέ δύο ἡμέρες καί τήν τρίτη ἡμέρα θά ἐγερθοῦμε καί θά ζήσουμε μέσα στήν παρουσία καί τή Χάρη Του» (᾿Ωσ. 6, 2).
ΙΕ´ . ᾿Επειδή λοιπόν δέν πείθουν οἱ θεῖες Γραφές τούς ἀντιδραστικούς καί ἀντιρρησίες ᾿Ιουδαίους, οἱ ὁποῖοι ξεχνοῦν ὅλα ὅσα εἶναι γραμμένα καί ἀντιλένε σχετικά μέ τήν ᾿Ανάσταση τοῦ ᾿Ιησοῦ, θά ἦταν καλό αὐτούς, κάπως ἔτσι νά τούς ἀντικρούσουμε.Γιά ποιό λόγο, ἐνῶ ὑποστηρίζετε ὅτι ὁ ᾿Ελισσαῖος καί ὁ ᾿Ηλίας ἀνέστησαν νεκρούς, γιά τήν ᾿Ανάσταση τοῦ Σωτήρα μας ἀντιδρᾶτε; ᾿Αντιδρᾶτε, διότι δῆθεν τώρα δέν ἔχουμε μάρτυρες νά μᾶς ἐπιβεβαιώσουν τά λεγόμενα; Φέρτε μας, λοιπόν, καί ἐσεῖς μάρτυρες γιά τά γεγονότα πού ἔγιναν τότε. ᾿Αλλά θά πεῖτε ὅτι ἐκεῖνο ἔχει γραφεῖ. Καί τοῦτο ὅμως ἔχει γραφεῖ! Γιατί λοιπόν τό ἕνα τό ἀποδέχεσθε καί τό ἄλλο τό ἀπορρίπτετε; Οἱ ῾Εβραῖοι τά ἔγραψαν ἐκεῖνα! Καί οἱ ᾿Απόστολοι, ὅλοι τους, ἦταν ῾Εβραῖοι! Γιατί λοιπόν δέν πιστεύετε στούς ᾿Ιουδαίους; ῾Ο Ματθαῖος πού ἔγραψε τό Εὐαγγέλιο τό ἔγραψε στήν ῾Εβραϊκή γλώσσα καί ὁ Παῦλος ὁ ἀπόστολος «ἦταν ῾Εβραῖος ἀπό ῾Εβραίους» (Φιλιπ. 3, 5). Καί οἱ δώδεκα ᾿Απόστολοι πάλι ἀπό τούς ῾Εβραίους κατάγονταν. ῎Επειτα δεκαπέντε ῾Ιεροσολυμίτες ἐπίσκοποι ἀπό τούς ῾Εβραίους διαδοχικά κατέλαβαν τό θρόνο αὐτῆς τῆς ᾿Επισκοπῆς. Γιά ποιό λόγο λοιπόν ἀποδέχεσθε τά δικά σας καί τά δικά μας τά ἀπορρίπτετε, ἐνῶ καί αὐτά εἶναι γραμμένα ἀπό τούς ῾Εβραίους, τούς δικούς σας;
ΙϚ´ . ᾿Αλλά εἶναι ἀδύνατο, λέει κάποιος, νά ἀναστηθοῦν νεκροί. Καί ὅμως ὁ ᾿Ελισσαῖος ἀνέστησε δύο φορές καί ἐνῶ ζοῦσε καί ὅταν πέθανε. ῎Επειτα πιστεύουμε ὅτι ἐνῶ ὁ ᾿Ελισσαῖος ἦταν νεκρός, μόλις τοῦ ἔριξαν ἐπάνω του ἐκεῖνον τόν ἄλλο νεκρό καί τόν ἀκούμπησε, ἀναστήθηκε καί ὁ Χριστός δέν μποροῦσε νά ἀναστηθεῖ ἀπό τούς νεκρούς; ᾿Αλλά στήν περίπτωση τοῦ ᾿Ελισσαίου, ὁ νεκρός, μόλις τόν ἀκούμπησε, ἀναστήθηκε καί αὐτός πού τόν ἀνέστησε ἔμεινε νεκρός. ᾿Εδῶ ὅμως καί ὁ ῎Ιδιος ὁ νεκρός ὁ δικός μας καί πολλοί ἄλλοι, πού οὔτε κάν τόν ἀκούμπησαν, ἀναστήθηκαν. «Διότι πολλά σώματα πεθαμένων ἁγίων ἀναστήθηκαν καί ὅταν βγῆκαν ἀπό τά μνήματα, μετά τήν ᾿Ανάστασή Του, ἦρθαν στήν ἁγία Πόλη» —ἐννοεῖ βέβαια αὐτή στήν ὁποία τώρα ἐμεῖς βρισκόμαστε— «καί παρουσιάστηκαν σέ πολλούς» (Ματθ. 27, 52-53). ᾿Ανέστησε λοιπόν καί ὁ ᾿Ελισσαῖος νεκρό, ἀλλά δέν ἔγινε κύριος τῆς οἰκουμένης. ᾿Ανέστησε καί ὁ ᾿Ηλίας νεκρό, ἀλλά δέν φεύγουν τά δαιμόνια στό ἄκουσμα τοῦ ὀνόματός του. Δέν δυσφημοῦμε τούς Προφῆτες, ἀλλά μέ αὐτά πού λέμε συμβάλλουμε στό νά δοξολογεῖται περισσότερο ὁ δικός τους Δεσπότης. Οὔτε πάλι ἐπιθυμοῦμε νά δώσουμε κύρος καί ἱεροπρέπεια σέ ὅσα λέμε ἐμεῖς, μέ τό νά θεωρήσουμε τίς δικές τους μαρτυρίες ἐπουσιωδέστερες καί ἀνίσχυρες —διότι καί τά δικά τους δικά μας εἶναι— ἀλλά ἀπό τίς μαρτυρίες πού ὑπάρχουν σ᾿ αὐτούς, ἐπιβεβαιώνουμε τίς δικές μας θέσεις.
ΙΖ´ . Μᾶς φέρνουν ὅμως καί ἄλλο ἐπιχείρημα ὅτι ὁ νεκρός, πού ἀνέστησε τότε ὄντας στή ζωή ὁ Προφήτης, εἶχε μόλις πεθάνει. ᾿Αποδεῖξτε μας λοιπόν, λένε, ὅτι ὑπάρχει περίπτωση νά ἀναστηθεῖ νεκρός τριήμερος. Καί ἄν εἶναι δυνατόν ποτέ ἄνθρωπος πού τόν ἔθαψαν νά ἀναστηθεῖ μετά ἀπό τρεῖς ἡμέρες. Καί τήν ἀπόδειξη πού ψάχνουμε νά βροῦμε γιά ὅλα αὐτά μᾶς τή δίνει ὁ ῎Ιδιος ὁ Κύριος ᾿Ιησοῦς στά Εὐαγγέλια, λέγοντας:«῞Οπως ὁ ᾿Ιωνᾶς ἦταν στήν κοιλιά τοῦ κήτους τρεῖς ἡμέρες καί τρεῖς νύχτες, ἔτσι θά μείνει καί ὁ Υἱός τοῦ ἀνθρώπου στήν καρδιά τῆς γῆς τρεῖς ἡμέρες καί τρεῖς νύχτες» (Ματθ. 12, 40. Πρβλ. ᾿Ιων. 2, 1). Καθώς δέ ἐξέταζα τή διήγηση αὐτή τοῦ ᾿Ιωνᾶ, βρῆκα ὅτι ἡ ζωή του ἔχει πολλά σημεῖα ὅμοια μέ τή ζωή τοῦ ᾿Ιησοῦ. Δηλαδή ὁ ᾿Ιησοῦς στάλθηκε ἀπό τόν Πατέρα νά κηρύξει μετάνοια καί ὁ ᾿Ιωνᾶς ἀνέλαβε μιά τέτοια ἀποστολή. Μόνο πού ὁ ᾿Ιωνᾶς προσπάθησε νά τήν ἀποφύγει ἀπό σχετική ἄγνοια, ἐνῶ ὁ Κύριος μέ τή θέλησή Του ἦρθε στή γῆ, γιά νά μετανοήσουμε καί νά σωθοῦμε. ῾Ο ᾿Ιωνᾶς κοιμότανε στό πλοῖο καί ροχάλιζε (πρβλ. ᾿Ιων. 1, 5), ἐνῶ στή θάλασσα εἶχε ξεσπάσει τρικυμία μεγάλη. Καί ὁ ᾿Ιησοῦς πάλι, ἐνῶ κατά τό σχέδιο τῆς θείας οἰκονομίας κοιμόταν, σήκωσε ἡ θάλασσα μεγάλα κύματα, γιά νά γνωρίσουν οἱ Μαθητές, μετά τή θαυμαστή κατάπαυση τῶν κυμάτων, τή δύναμη Αὐτοῦ πού κοιμόταν. Στόν ᾿Ιωνᾶ ἔλεγαν:«Σύ τί ροχαλίζεις; Σήκω νά παρακαλέσεις τόν Θεό σου μήπως καί μᾶς σώσει ἀπό τήν καταιγίδα» (᾿Ιων. 1, 6). Καί ἐδῶ λένε στό Δεσπότη:«Κύριε, σῶσε μας» (Ματθ. 8, 25). ᾿Εκεῖ «παρακάλεσε τό Θεό σου» καί ἐδῶ «σῶσε». Καί ὁ ᾿Ιωνᾶς τούς εἶπε.«Πάρτε με καί ρίξτε με στή θάλασσα καί θά κοπάσει ἡ τρικυμία» (᾿Ιων. 1, 12). «᾿Εκεῖνος δέ, ἐπέπληξε τούς ἀνέμους καί τή θάλασσα καί ἔγινε γαλήνη μεγάλη» (Ματθ. 8, 26). Καί ὁ ᾿Ιωνᾶς ρίχτηκε στήν κοιλιά τοῦ κήτους, ἐνῶ ὁ Σωτήρας μας κατέβηκε ἑκούσια ἐκεῖ πού εἶναι τό νοητό κῆτος τοῦ θανάτου, δηλαδή στόν ἅδη. Καί κατέβηκε ἑκούσια γιά νά ξαναδώσει στή ζωή ὁ θάνατος ὅσους εἶχε καταπιεῖ, σύμφωνα μ᾿ αὐτό πού βρίσκουμε στή Γραφή: «᾿Εγώ ἀπό τά χέρια τοῦ ἅδη θά τούς ἀπαλλάξω καί ἀπό τά χέρια τοῦ θανάτου θά τούς λυτρώσω» (᾿Ωσ. 13, 14).
ΙΗ´ . ᾿Αφοῦ ὅμως φτάσαμε σ᾿ αὐτό τό σημεῖο τοῦ λόγου, ἄς ἐξετάσουμε ποιό ἀπό τά δύο εἶναι δυσκολότερο.νά ἀναστηθεῖ ἄνθρωπος πού θάφτηκε στή γῆ ἤ ἄνθρωπος πού κατέβηκε στήν κοιλιά τοῦ κήτους νά μή σαπίσει, παρόλη τή μεγάλη θερμότητα πού ἐπικρατεῖ ἐκεῖ; Ποιός δέν τό ξέρει ἀπό τούς ἀνθρώπους ὅτι ἔχει τόση ὑψηλή θερμοκρασία τό ἐσωτερικό τῆς κοιλιᾶς ἑνός ζώου, ὥστε καί κόκκαλα, ἄν καταπιεῖ, νά σαπίσουν; Πῶς λοιπόν ὁ ᾿Ιωνᾶς, ὄντας στήν κοιλιά τοῦ κήτους τρεῖς ἡμέρες καί τρεῖς νύχτες, δέν σάπισε; ῎Η πῶς, ἀφοῦ εἶναι στή φύση ὅλων τῶν ἀνθρώπων νά μή μποροῦν νά ζήσουν, χωρίς νά ἀναπνέουν ἀέρα φυσικό καί καθαρό, ἐκεῖνος ἔζησε τρεῖς ἡμέρες, χωρίς νά ἀναπνέει τέτοιον ἀέρα;
᾿Αλλά τήν ἔχουν ἕτοιμη τήν ἀπάντηση οἱ ᾿Ιουδαῖοι καί λένε.Συνόδεψε τόν ᾿Ιωνᾶ ἡ δύναμη τοῦ Θεοῦ, καθώς κατέβαινε σπαράσσοντας πρός τόν ἅδη. Δηλαδή στό δοῦλο Του τόν ἀγαπητό, στέλνοντας τή δύναμή Του ὁ Κύριος, τοῦ παρέχει τή δυνατότητα νά ζήσει· καί Αὐτός ὁ ῎Ιδιος δέν μπορεῖ ἄραγε νά δώσει στόν ῾Εαυτό Του αὐτή τή δύναμη; ᾿Εάν εἶναι πιστευτό τό τοῦ ᾿Ιωνᾶ, τότε εἶναι πιστευτό καί τό τοῦ ᾿Ιησοῦ. ᾿Εάν τό τοῦ ᾿Ιησοῦ εἶναι ἀπίστευτο, τότε καί τό τοῦ ᾿Ιωνᾶ εἶναι ἀπίστευτο. Γιά μένα βέβαια καί τά δύο εἶναι πιστευτά. Διότι πιστεύω ὅτι καί ὁ ᾿Ιωνᾶς διαφυλάχτηκε, ἀφοῦ ὅλα εἶναι δυνατά στό Θεό (πρβλ. Ματθ. 19, 26), ἀλλά καί ὅτι ὁ Χριστός ἀναστήθηκε ἀπό τούς νεκρούς (Α´ Κορ. 15, 20 κ. ἄ.). Καί ἔχω πολλές μαρτυρίες γιά τήν ᾿Ανάσταση καί ἀπό τίς ἅγιες Γραφές καί ἀπό ὅσα μέχρι σήμερα ἔχει ἐνεργήσει ὁ ᾿Αναστημένος Χριστός. Αὐτός πού ἐνῶ κατέβηκε μονάχος στόν ἅδη, ἀνέβηκε πολλαπλάσιος, συντροφευμένος ἀπό πολλούς ἄλλους. Διότι ᾿Εκεῖνος καταδέχτηκε νά πεθάνει, γιά νά ἀναστήσει πολλά σώματα πεθαμένων ῾Αγίων (πρβλ. Ματθ. 27, 52).
ΙΘ´ . Τρομοκρατήθηκε ὁ θάνατος, βλέποντας ἕνα νεκρό, πού δέν ἔμοιαζε καθόλου στούς ἄλλους νεκρούς, νά ἔχει κατεβεῖ στόν ἅδη καί νά μήν εἶναι δεμένος μέ τά δεσμά μέ τά ὁποῖα ἦταν δεμένοι ὅσοι βρίσκονταν ἐκεῖ. «Γιά ποιό λόγο, θυρωροί τοῦ ἅδη, μόλις τόν εἴδατε ζαρώσατε ἀπό τό φόβο σας;» (Πρβλ. ᾿Ιώβ 38, 17). Τί φόβος ἀσυνήθιστος εἶναι αὐτός πού σᾶς κυρίεψε; ῎Εφυγε ὁ θάνατος καί μέ τή φυγή του καταντροπιάστηκε γιά τή δειλία του. ῎Ετρεχαν κοντά στόν Κύριο οἱ ἅγιοι Προφῆτες καί ὁ Μωυσῆς ὁ νομοθέτης, ὁ ᾿Αβραάμ, ὁ ᾿Ισαάκ, ὁ Δαβίδ, ὁ Σαμουήλ καί ὁ ῾Ησαΐας, καθώς καί ὁ ᾿Ιωάννης ὁ Βαπτιστής, ὁ ὁποῖος ἔδωσε κατά τήν ἐπίγεια ζωή του μαρτυρία σέ ὅλους γι᾿ Αὐτόν καί εἶπε.«Σύ εἶσαι Αὐτός πού πρόκειται νά ἔρθει ἤ περιμένουμε κάποιον ἄλλο σάν λυτρωτή μας;» (Ματθ. 11, 3). Λυτρώθηκαν ὅλοι οἱ δίκαιοι πού τούς εἶχε καταπιεῖ ὁ θάνατος. Διότι ἔπρεπε Αὐτός πού προφητεύθηκε καί κηρύχτηκε Βασιλιάς τοῦ οὐρανοῦ καί τῆς γῆς ἀπό τούς δικαίους αὐτούς καί τούς Προφῆτες, Αὐτός νά γίνει καί ὁ Λυτρωτής ὅλων αὐτῶν τῶν καλῶν καί πιστῶν κηρύκων Του. ῎Επειτα καθένας ἀπό τούς δικαίους ἐκείνους ἔλεγε: «Ποῦ εἶναι, θάνατε, ἡ νίκη σου, ποῦ εἶναι, ἅδη, τό κεντρί σου;» (Α´ Κορ. 15, 55). Μᾶς λύτρωσε λοιπόν Αὐτός, πού νικώντας ἐσένα χάρισε τή νίκη καί σέ ὅλους ἐμᾶς.
Κ´ . ῾Ο προφήτης ᾿Ιωνᾶς ὅταν προσευχόταν καί ἔλεγε μέσα ἀπό τήν κοιλιά τοῦ κήτους, «ἱκέτεψα τόν Κύριο στή θλίψη μου» (᾿Ιων. 2, 3) κ. τ. λ. «μέσα ἀπό τήν κοιλιά τοῦ ἅδη» (᾿Ιων. 2, 3), λειτουργοῦσε σάν προτύπωση προφητική τοῦ Κυρίου καί Σωτήρα μας ᾿Ιησοῦ. Καί εἶναι βέβαιο ὅτι αὐτά τά ἔλεγε βρισκόμενος μέσα στήν κοιλιά τοῦ κήτους. ᾿Αλλά, ἐνῶ βρισκόταν μέσα ἐκεῖ, λέει ὅτι βρίσκεται μέσα στόν ἅδη. ᾿Ακριβῶς γιατί προτύπωνε τόν Χριστό πού ἐπρόκειτο νά κατεβεῖ στόν ἅδη. ῞Υστερα, μετά ἀπό κάποια ἄλλα λόγια λέει, ἐκπροσωπώντας τόν Χριστό καί προφητεύοντας καθαρότατα.«Βυθίστηκε ἡ κεφαλή μου στό χάσμα δύο βουνῶν» (᾿Ιων. 2, 6). Καί ὅμως ἦταν στήν κοιλιά τοῦ κήτους! Σέ ποιά βουνά λοιπόν εἶσαι χωμένος; ᾿Αλλά γνωρίζω, λέει, ὅτι αὐτό, πού τώρα ζῶ, τό ζῶ σάν προφητική προτύπωση ἐκείνου πού θά ζήσει Αὐτός, ὁ ῾Οποῖος πρόκειται νά ταφεῖ στό μνῆμα τό λαξευτό, στήν πέτρα. Καί ὄντας στή θάλασσα ὁ ᾿Ιωνᾶς λέει:«Κατέβηκα στή γῆ» (᾿Ιων. 2, 7). Τό λέει ἐπειδή μέ τό πάθημά του προτύπωνε προφητικά τόν Χριστό πού κατέβηκε στήν καρδιά τῆς γῆς (πρβλ. Ματθ. 12, 40).
Καί ἐπειδή προεῖδε τά σχετικά μέ τούς ᾿Ιουδαίους, πού προσπάθησαν νά μεταπείσουν τούς στρατιῶτες νά ποῦν ψέματα, ὅτι δῆθεν ἔκλεψαν τό σῶμα Του οἱ μαθητές (πρβλ. Ματθ. 28, 13), λέει.«Αὐτοί πού προσκυνοῦν τά μάταια καί τά ψευδή ἐμπράκτως παραιτήθηκαν ἀπό τό νά ζητοῦν τό ἔλεος τοῦ Θεοῦ» (᾿Ιων. 2, 9). Διότι ἦλθε ᾿Εκεῖνος πού τούς ἐλεοῦσε καί σταυρώθηκε, δίνοντας τό Αἷμα Του τό τίμιο γιά τούς ᾿Ιουδαίους καί τούς ᾿Εθνικούς. Καί μετά ἀναστήθηκε καί ἐκεῖνοι εἶπαν, «πέστε τους ὅτι ἔκλεψαν τό σῶμα Του» (πρβλ. Ματθ. 28, 13), φανερώνοντας μέ αὐτόν τόν τρόπο ὅτι «πραγματικά λατρεύουν τήν ψευτιά καί τήν ἀτιμία» (᾿Ιων. 2, 9). Γιά τήν ᾿Ανάστασή Του ὅμως ἀναφέρει καί ὁ ῾Ησαΐας, λέγοντας:«᾿Εκεῖνος πού ἀνεβάζει ἀπό τή γῆ καί ἀνασταίνει τόν Ποιμένα τῶν προβάτων, τόν Μέγα» (πρβλ. ῾Ησ. 63, 11. ῾Εβρ. 13, 20). Πρόσθεσε, «τόν Μέγα» γιά νά μή θεωρηθεῖ ἰσότιμος μέ τούς προηγούμενους ποιμένες.
ΚΑ´ . ῎Εχοντας λοιπόν ἐμεῖς τίς προφητεῖες, ἄς εἴμαστε καλοστηριγμένοι στήν πίστη. ῎Ας πέφτουν ὅσοι πέφτουν ἐξαιτίας τῆς ἀπιστίας τους, ἀφοῦ ἔτσι τό θέλουν8. ᾿Εσύ ὅμως στηρίχτηκες πάνω στήν πέτρα τῆς πίστεως σχετικά μέ τήν ᾿Ανάσταση. Πρόσεξε νά μή σέ πείσει ποτέ αἱρετικός νά δεχτεῖς βλάσφημους λογισμούς γιά τήν ᾿Ανάσταση. Διότι μέχρι καί σήμερα οἱ Μανιχαῖοι λένε ὅτι εἶναι φανταστική καί ψεύτικη ἡ ᾿Ανάσταση τοῦ Σωτήρα καί δέν ἀκοῦνε τόν Παῦλο πού γράφει: «᾿Εκεῖνος πού γεννήθηκε ἀπό τό γένος τοῦ Δαβίδ κατά σάρκα» (Ρωμ. 1, 3). Καί παρακάτω.«᾿Αναστήθηκε ἐκ νεκρῶν Αὐτός, δηλαδή ὁ ᾿Ιησοῦς Χριστός, ὁ Κύριός μας» (Ρωμ. 1, 4). Καί πάλι ἀλλοῦ ἀποτείνεται πρός τούς ἴδιους καί τούς λέει: «Μήν πεῖς μέσα στήν καρδιά σου ποιός θά ἀνεβεῖ στόν οὐρανό» (Ρωμ. 10, 6 καί πρβλ. Παρμ. 30, 4) «ἤ ποιός θά κατεβεῖ στήν ἄβυσσο, γιά νά ἀνεβάσει δηλαδή τόν Χριστό ἀπό τούς νεκρούς» (Ρωμ. 10, 7). ᾿Αλλά καί ἀλλοῦ ἔχει γράψει παρόμοια, γιά νά μᾶς ἀσφαλίσει ἀπό τήν ἀπιστία: «Νά θυμᾶσαι ὅτι ὁ ᾿Ιησοῦς Χριστός εἶναι ἀναστημένος ἀπό τούς νεκρούς» (Β´ Τιμ. 2, 8). Καί πάλι.«῎Αν ὁ Χριστός δέν ἀναστήθηκε, τότε εἶναι χωρίς νόημα τό κήρυγμά μας καί ἡ πίστη μας ἔχει χάσει τό οὐσιαστικότερο περιεχόμενό της. Θά θεωρηθοῦμε δέ καί ψευδομάρτυρες τοῦ Θεοῦ, ἐπειδή δώσαμε μαρτυρία ὅτι ἀνέστησε τόν Χριστό, ἐνῶ δέν Τόν ἀνέστησε» (Α´ Κορ. 15, 14-15). Καί παρακάτω λέει: «῾Ο Χριστός ὅμως πραγματικά ἀναστήθηκε ἐκ νεκρῶν, ἡ ἀπαρχή ὅσων ἔχουν πεθάνει» (Α´ Κορ. 15, 20). Καί φανερώθηκε στόν Κηφᾶ καί ἔπειτα στούς δώδεκα Μαθητές (Α´ Κορ. 15, 5). ῎Αν λοιπόν δέν πιστεύεις τόν ἕνα μάρτυρα, ἔχεις δώδεκα μάρτυρες! ᾿Αλλά ἐμφανίστηκε μιά ἄλλη φορά καί «σέ ἄλλους περισσότερους ἀπό πεντακόσιους ἀδελφούς» (Α´ Κορ. 15, 6). ῎Αν δέν μποροῦν νά πιστέψουν τούς δώδεκα, τότε ἄς παραδεχτοῦν τή μαρτυρία τῶν πεντακοσίων. «Μετά φανερώθηκε στόν ᾿Ιάκωβο» (Α´ Κορ. 15, 7), πού ἦταν ἀδελφός Του καί πρῶτος ἐπίσκοπος τῆς παροικίας αὐτῆς. Σέ ἕναν τέτοιο ἐπίσκοπο, πού εἶδε ἄμεσα, προσωπικά καί πραγματικά τόν ᾿Ιησοῦ Χριστό ἀναστημένο, ἐσύ ὁ μαθητής του, μήν ἀπιστήσεις. Μήπως ὅμως ὑποστηρίζεις ὅτι ὁ ἀδελφός Του ὁ ᾿Ιάκωβος Τοῦ χαρίστηκε καί μᾶς ἔδωσε ἀβάσιμη μαρτυρία γιά τήν ᾿Ανάστασή Του; ῎Ακου λοιπόν: «Τελευταῖα ἐμφανίστηκε καί σέ μένα» (πρβλ. Α´ Κορ. 15, 8), στόν Παῦλο, τόν ἐχθρό Του. Ποιά τώρα μαρτυρία, ὅταν δίνεται ἀπό ἐχθρό γιά τέτοιο θέμα, θεωρεῖται ἀμφίβολη; «᾿Εγώ πού ἤμουν πρίν διώκτης Του, τώρα σᾶς φέρνω τήν καλή ἀγγελία τῆς ᾿Αναστάσεως».
ΚΒ´ . Πολλοί εἶναι οἱ μάρτυρες τῆς ᾿Αναστάσεως τοῦ Σωτήρα. ῾Η νύχτα καί τό φῶς τό πανσέληνο, διότι ἦταν ἡ δεκάτη ἕκτη νύχτα καί τό φεγγάρι ἦταν ὁλόγιομο. ῾Η ταφόπετρα πού δέχτηκε τόν Κύριο κάτω ἀπό τή σκέπη της καί ὁ λαξευτός βράχος πού θά ἐναντιωθεῖ καί θά ξεμπροστίσει τούς ᾿Ιουδαίους, διότι αὐτός εἶδε τόν Κύριο. ῾Ο λίθος πού κύλισαν τότε μπροστά στό μνῆμα, ὁ ὁποῖος βρίσκεται ἐκεῖ καί μέχρι σήμερα μαρτυρεῖ τήν ᾿Ανάσταση. Οἱ ῎Αγγελοι τοῦ Θεοῦ πού ἦταν παρόντες, ἔδωσαν καί αὐτοί μαρτυρία γιά τήν ᾿Ανάσταση τοῦ Μονογενοῦς. ῾Ο Πέτρος, ὁ ᾿Ιωάννης, ὁ Θωμᾶς καί ὅλοι οἱ ἄλλοι ᾿Απόστολοι, ἀπό τούς ὁποίους μερικοί ἔτρεξαν στό μνῆμα καί εἶδαν τά σάβανα τῆς ταφῆς, μέ τά ὁποῖα τόν εἶχαν τυλίξει προηγουμένως, νά βρίσκονται μέσα στόν τάφο μετά τήν ᾿Ανάσταση, ἐνῶ ἄλλοι ψηλάφησαν τά χέρια Του καί τά πόδια Του (πρβλ. Λουκ. 24, 39) καί εἶδαν τά σημάδια ἀπό τά καρφιά (πρβλ. ᾿Ιωάν. 20, 25). ῞Ολοι ὅμως ἀπόλαυσαν τό σωτήριο φύσημα καί καταξιώθηκαν νά συγχωροῦν ἁμαρτίες μέ τή δύναμη τοῦ ῾Αγίου Πνεύματος. Καί οἱ γυναῖκες πού κράτησαν τά πόδια Του, ὅταν τούς ἐμφανίστηκε, πού ἔζησαν τό μέγεθος τοῦ σεισμοῦ καί εἶδαν τή λάμψη τοῦ ᾿Αγγέλου, ὁ ὁποῖος παρευρισκόταν ἐκεῖ, εἶναι κι αὐτές μάρτυρες τῆς ᾿Αναστάσεως. ᾿Αλλά καί τά σάβανα πού φοροῦσε (πρβλ. Λουκ. 24, 12), τά ὁποῖα τά ἄφησε ἐκεῖ καθώς ἀναστήθηκε εἶναι μάρτυρες τῆς ᾿Αναστάσεως. Οἱ στρατιῶτες καί τά ἀργύρια πού δόθηκαν. ῾Ο τόπος αὐτός, πού ἀκόμα καί τώρα μπορεῖ κανείς νά τόν δεῖ, καί ὁ ἅγιος αὐτός Ναός πού οἰκοδομήθηκε ἀπό τή φιλόχριστη προαίρεση ἐκείνου τοῦ ἀξιομακάριστου Βασιλιᾶ Κωνσταντίνου καί πού, ὅπως καί τώρα τόν βλέπεις, ἔχει τόσο θαυμάσια διακοσμηθεῖ.
 ΚΓ´ . Μαρτυρεῖ τήν ᾿Ανάσταση τοῦ ᾿Ιησοῦ καί ἡ Ταβιθά, πού ἀναστήθηκε ἀπό τούς νεκρούς στό ῎Ονομά Του (πρβλ. Πράξ. 9, 40). Πῶς λοιπόν μπορεῖ κανείς νά ἀμφισβητήσει ὅτι ὁ Χριστός ἀναστήθηκε, ἀφοῦ ἀκόμα καί τό ῎Ονομά Του ἀνέστησε νεκρούς; Μαρτυρεῖ τήν ᾿Ανάσταση τοῦ ᾿Ιησοῦ καί ἡ θάλασσα, ὅπως καί προηγουμένως ἄκουσες. Τό μαρτυρεῖ καί ἡ ἄγρα τῶν ψαριῶν καί ἡ ἀνθρακιά, πού ἦταν ἀναμμένη στήν ἀκρογιαλιά καί τό ψάρι πού ἔβαλαν πάνω της νά ψηθεῖ. Τό μαρτυρεῖ καί ὁ Πέτρος, αὐτός πού τήν ὥρα τοῦ πάθους Τόν εἶχε ἀρνηθεῖ, μετά ὅμως, τρεῖς φορές ὁμολόγησε τήν ἀφοσίωσή του καί διατάχτηκε νά ποιμαίνει τά νοητά πρόβατα (πρβλ. ᾿Ιωάν. 21, 16). ῾Υπάρχει μέχρι σήμερα ὁ ᾿Ελαιώνας πού μέχρι τώρα δείχνει στούς πιστούς, ὄχι μόνο Αὐτόν πού ἀνέβηκε πάνω στίς νεφέλες, ἀλλά καί τήν πύλη τῆς ἀνόδου, τήν οὐράνια. Διότι εἶναι γνωστό πώς ἀπό τόν οὐρανό κατέβηκε στή Βηθλεέμ καί ἀπό τό ὄρος τῶν ᾿Ελαιῶν ἀνέβηκε στούς οὐρανούς. ᾿Από τή Βηθλεέμ ἄρχισε τούς ἀγῶνες, γιά χάρη τῶν ἀνθρώπων καί ἐδῶ στεφανώθηκε γιά τούς ἀγῶνες αὐτούς. ῎Εχεις λοιπόν πολλούς μάρτυρες. ῎Εχεις τόν τόπο αὐτό τῆς ᾿Αναστάσεως, ἔχεις καί τόν τόπο τῆς ᾿Αναλήψεως, πού βρίσκεται ἀνατολικά μας. ῎Εχεις μάρτυρες τούς ᾿Αγγέλους, πού ἔδωσαν τή μαρτυρία τους ἐκεῖ καί τή νεφέλη πάνω στήν ὁποία ἀναλήφθηκε. ῎Εχεις ἀκόμα καί τούς Μαθητές πού γύρισαν ἀπό ἐκεῖ, μετά τήν ᾿Ανάληψη.
ΚΔ´ . ῾Η συνέχεια τώρα τῆς διδασκαλίας τῆς πίστεώς μας μέ παρακινεῖ νά μιλήσω σχετικά μέ τήν ᾿Ανάληψη τοῦ Κυρίου. ᾿Αλλά ἡ Χάρη τοῦ Θεοῦ οἰκονόμησε νά ἀκούσεις πλήρη τή διδαχή χθές πού ἦταν Κυριακή —ὅσο μποροῦσε βέβαια νά τήν παρουσιάσει ἡ δική μου ἀδυναμία— στή Σύναξη πού εἴχαμε, κατ᾿ οἰκονομία τῆς θείας Χάριτος, πάνω στά ἀναγνώσματα τῆς ἀκολουθίας, ἡ ὁποία περιεῖχε τά σχετικά μέ τήν ἄνοδο τοῦ Σωτήρα μας στούς οὐρανούς. ῞Οσα λέγονταν ἦταν γιά ὅλους, γιά τό πλῆθος ὅλο τῶν πιστῶν, ἀλλά ὅμως ἰδιαίτερα καί γιά σένα πού εἶσαι Κατηχούμενος. ᾿Εκεῖνο πού ἔχει σημασία εἶναι τό κατά πόσο πρόσεχες σ᾿ αὐτά πού εἴπαμε χθές. Εἶναι βέβαιο ὅτι γνωρίζεις πώς τό Σύμβολο τῆς Πίστεως, σ᾿ ἕνα ἀπό τά ἄρθρα του, σέ διδάσκει νά πιστεύεις στόν Κύριο πού ἀναστήθηκε τήν τρίτη ἡμέρα καί ἀνέβηκε στούς οὐρανούς καί κάθισε στά δεξιά τοῦ Πατέρα. Νομίζω λοιπόν πώς θά θυμᾶσαι πολύ καλά ὅσα εἴπαμε. Παρά ταῦτα, σύντομα καί ἐπιγραμματικά καί τώρα θά σοῦ θυμίσω ὅσα εἴχαμε πεῖ. Νά θυμᾶσαι τό χωρίο τῶν Ψαλμῶν πού λέει μέ σαφήνεια.«᾿Ανέβηκε ὁ Θεός στόν οὐρανό μέσω ἀλαλαγμῶν» (Ψαλμ. 46, 6). Νά θυμᾶσαι ὅτι καί οἱ θεῖες Δυνάμεις τῶν ᾿Αγγέλων ἔλεγαν ἡ μιά στήν ἄλλη.«᾿Ανοῖξτε τίς πύλες, ὤ ἄρχοντες» (Ψαλμ. 23, 7) κ. τ. λ. Νά θυμᾶσαι ἀκόμα καί τόν Ψαλμό πού λέει: «᾿Ανέβηκε ψηλά καί αἰχμαλώτισε πλῆθος αἰχμαλώτων» (πρβλ. Ψαλμ. 67, 19. ᾿Εφεσ. 4, 8). Νά θυμᾶσαι καί τόν Προφήτη πού εἶπε γιά τόν Κύριο.«Αὐτός πού ἔχει ἑτοιμάσει τήν ἀνάβασή Του στόν οὐρανό» (᾿Αμ. 9, 6) καί ὅλα τά ἄλλα πού εἴπαμε χθές, γιά νά ἀπαντήσουμε στίς ἀντιρρήσεις τῶν ᾿Ιουδαίων.
ΚΕ´ . ῞Οταν λοιπόν ἀντιδροῦν καί παρουσιάζουν τήν ἀνάβαση τοῦ Σωτήρα στούς οὐρανούς σάν πράγμα ἀδύνατο, νά θυμᾶσαι ὅσα ἔχουν λεχθεῖ γιά τή μετάθεση τοῦ προφήτη ᾿Αββακούμ. ῎Αν τόν ᾿Αββακούμ τόν μετέφερε ῎Αγγελος ἀπό τήν ᾿Ιουδαία στή Βαβυλώνα, κρατώντας τον ἀπό τά μαλλιά τῆς κεφαλῆς του (πρβλ. Δαν. Βήλ 36), πολύ περισσότερο ὁ Δεσπότης τῶν Προφητῶν καί τῶν ᾿Αγγέλων εἶχε τή δυνατότητα νά κάνει τήν ἄνοδό Του πρός τόν οὐρανό ἀπό τό ῎Ορος τῶν ᾿Ελαιῶν, ἀνεβασμένος στή νεφέλη, μέ τή δική Του δύναμη. ῞Οταν ὅμως κάνεις αὐτές τίς συσχετίσεις, νά παρουσιάζεις ὅσα θαυμαστά στοιχεῖα εἶναι ὅμοια καί στίς δύο περιπτώσεις, ἀλλά νά προσέχεις καί νά τονίζεις μέ ἔμφαση ὅσα στοιχεῖα φανερώνουν τήν ὑπεροχή τοῦ Δεσπότη, στόν ῾Οποῖο ὀφείλονται τά θαύματα9. Διότι αὐτούς κάποιος ἄλλος τούς βαστοῦσε, ὁ Κύριος ὅμως βαστάζει τά πάντα. Νά θυμᾶσαι ὅτι τόν ᾿Ενώχ τόν μετέθεσε ὁ Θεός, ἐνῶ ὁ ᾿Ιησοῦς ἀναλήφθηκε μόνος Του, αὐτοδύναμα. Νά θυμᾶσαι ὅσα εἴπαμε χθές περί τοῦ ᾿Ηλία, ὅτι ὁ ᾿Ηλίας δηλαδή ἀναλήφθηκε μέ πύρινο ἅρμα (πρβλ. Δ´ Βασ. 2, 11), ἐνῶ τό ἅρμα μέ τό ὁποῖο ἀναλήφθηκε ὁ Χριστός δέν ἦταν τέτοιο, ἀλλά τό ἀποτελοῦσαν ἄπειρες στρατιές οὐρανίων Δυνάμεων, πού Τόν συνόδευαν δοξολογώντας Τον (πρβλ. Ψαλμ. 67, 18). Καί ἀκόμα νά παρατηρεῖς ὅτι ὁ ᾿Ηλίας ἀναλήφθηκε πρός τά ἀνατολικά τοῦ ᾿Ιορδάνη, ἐνῶ ὁ Χριστός πρός τά ἀνατολικά τοῦ χειμάρρου τῶν Κέδρων. Καί ὅτι «ὁ ᾿Ηλίας ἔφτασε μέχρι τόν οὐρανό» (Δ´ Βασ. 2, 11), ἐνῶ ὁ ᾿Ιησοῦς ἔφτασε «μέσα στόν οὐρανό καί πάνω ἀπό τόν οὐρανό» (Μάρκ. 16, 9. Πρβλ. Πράξ. 1, 11). Μιά ἄλλη διαφορά εἶναι ὅτι ὁ μέν ᾿Ηλίας εἶπε στό μαθητή του πώς «τό Πνεῦμα τό ῞Αγιο θά χαρίσει τά διπλᾶ χαρίσματα» (πρβλ. Δ´ Βασ. 2, 9), ἀπό ὅσα εἶχε ὁ ἴδιος ὁ προφήτης ᾿Ηλίας. ᾿Ενῶ ὁ Χριστός ἔδωσε στούς Μαθητές Του τή δυνατότητα νά λάβουν σέ τέτοια πληρότητα τό ῞Αγιο Πνεῦμα, ὥστε, ὄχι μόνο νά εἶναι οἱ ἴδιοι γεμάτοι ἀπό Αὐτό, ἀλλά μέ τήν ἐπίθεση καί μόνο τῶν χεριῶν τους, νά μεταδίδουν τό ῞Αγιο Πνεῦμα σέ ὅσους πιστεύουν (πρβλ. Πράξ. 8, 17-18).
ΚϚ´ . Καί ὅταν μ᾿ αὐτά τά ἐπιχειρήματα παλέψεις πρός τούς ᾿Ιουδαίους, ὅταν νικήσεις, προβάλλοντας μαρτυρίες παρόμοιας σπουδαιότητας πρός τίς δικές τους, τότε νά ἔλθεις πιά στίς μαρτυρίες πού δείχνουν τήν ὑπεροχή τῆς δόξας τοῦ Σωτήρα, ὅτι δηλαδή αὐτοί εἶναι δοῦλοι, ἐνῶ ᾿Εκεῖνος εἶναι Υἱός τοῦ Θεοῦ. ῞Ενας τρόπος γιά νά παρουσιάσεις αὐτή τήν ὑπεροχή εἶναι νά τούς θυμίσεις ὅτι ὁ δοῦλος τοῦ Χριστοῦ ἁρπάχτηκε μέχρι τόν τρίτο οὐρανό (πρβλ. Β´ Κορ. 12, 2). ῎Αν ὁ ᾿Ηλίας τώρα ἔφτασε μέχρι τόν πρῶτο καί ὁ Παῦλος ὡς τόν τρίτο οὐρανό (πρβλ. Β´ Κορ. 12, 2), ὁ Χριστός ἔχει βέβαια ἀξιωθεῖ νά ἀπολαύσει μεγαλύτερη τιμή ἀπό ἐκείνους. Μή ντρέπεσαι νά τονίσεις αὐτά πού ἀφοροῦν τούς ᾿Αποστόλους. Δέν εἶναι κατώτεροι αὐτοί ἀπό τόν Μωυσῆ, οὔτε ἔρχονται δεύτεροι, μετά ἀπό τούς Προφῆτες. ᾿Αλλά εἶναι καλοί ἀνάμεσα στούς καλούς καί ἀκόμα καλύτεροι ἀπό τούς καλούς. Διότι ὁ ᾿Ηλίας μπορεῖ νά ἀναλήφθηκε στόν οὐρανό, ἀλλά ὁ Πέτρος ἔχει τά κλειδιά τῆς Βασιλείας τῶν οὐρανῶν, ἀφοῦ εἶναι ἐκεῖνος πού ἄκουσε ἀπό τόν Κύριο.«῞Οσα λύσεις στή γῆ, θά εἶναι λυμένα καί στόν οὐρανό» (πρβλ. Ματθ. 16, 19). ῾Ο ᾿Ηλίας ἔφτασε μέχρι τόν οὐρανό μόνο, ὁ Παῦλος ὅμως στόν οὐρανό καί στόν Παράδεισο —διότι ἔπρεπε οἱ Μαθητές τοῦ ᾿Ιησοῦ νά πάρουν μεγαλύτερη Χάρη— «καί ἄκουσε ἀνέκφραστα λόγια, τά ὁποῖα δέν ἐπιτρέπεται νά τά ἐπαναλάβει ὁ ἄνθρωπος πού τά ἄκουσε σέ ἄλλο ἄνθρωπο» (Β´ Κορ. 12, 4). Κατέβηκε ὅμως ὁ Παῦλος ἀπό ἐκεῖ πάλι, ὄχι γιατί ἦταν ἀνάξιος νά παραμείνει στόν τρίτο οὐρανό, ἀλλά, ἀφοῦ ἔζησε ἐκεῖ ὅσα εἶναι πάνω ἀπό τήν ἀνθρώπινη δύναμη, κατέβηκε φορτωμένος μέ μιά τέτοια τιμή, δηλαδή νά κηρύξει τόν Χριστό καί νά πεθάνει γι᾿ Αὐτόν, ὥστε νά λάβει καί τό στεφάνι τοῦ μαρτυρίου. Παρέλειψα βέβαια τώρα τά ὑπόλοιπα, τά ὁποῖα κυρίως εἶχαν συγκροτήσει τή χθεσινή Κυριακάτικη Σύναξη. ᾿Αλλά γιά τούς συνετούς ἀκροατές εἶναι ἀρκετή καί μόνο ἡ ὑπενθύμηση ὁρισμένων στοιχείων, γιά νά ὁλοκληρώσουν μέσα τους τή σωστή ἀντίληψη τῶν πραγμάτων.
ΚΖ´ . Φέρε στό νοῦ σου καί ὅσα ἔχω πεῖ πολλές φορές γιά τό ὅτι «ὁ Υἱός κάθισε στά δεξιά τοῦ Πατέρα» (πρβλ. Ψαλμ. 109, 1. Ματθ. 22, 44), γιά νά συνεχίσουμε ἔτσι τήν ἀνάλυση τοῦ «Πιστεύω» μας πού λέει.«Καί ἀνέβηκε στούς οὐρανούς καί κάθισε στά δεξιά τοῦ Πατέρα». Δέν πρέπει καί δέν εἶναι ἀνάγκη καμιά, νά ἐξετάσουμε ἐξεζητημένα τό πῶς εἶναι ὁ θρόνος πού κάθεται ὁ Υἱός δεξιά τοῦ Πατέρα, διότι εἶναι κάτι τό ἀκατάληπτο. Οὔτε πάλι νά ἀνεχόμαστε αὐτούς πού κακῶς λένε ὅτι μετά τή Σταύρωση καί τήν ᾿Ανάσταση καί τήν ἄνοδό Του στόν οὐρανό, ἄρχισε νά κάθεται στά δεξιά τοῦ Πατέρα ὁ Υἱός. Διότι δέν πῆρε τό θρόνο ἐπειδή προόδευσε, ἀλλά τό θρόνο τόν εἶχε καί τόν ἔχει «ἀΐδια» καί μαζί μέ τήν ἄναρχη καί προαιώνια ὕπαρξή Του. Αὐτόν τό θρόνο10, πρίν νά γίνει ἀκόμα ἡ ἔνσαρκη παρουσία τοῦ Σωτήρα, τόν εἶχε δεῖ ὁ προφήτης ῾Ησαΐας καί εἶπε: «Εἶδα τόν Κύριο νά κάθεται σέ θρόνο ὑψηλό καί ὑπερυψωμένο» (῾Ησ. 6, 1) κ. τ. λ. Τόν Θεό-Πατέρα, ὅπως ξέρουμε, «κανείς δέν Τόν εἶδε ποτέ» (πρβλ. ᾿Ιωάν. 1, 18). Αὐτός λοιπόν πού ἐμφανίστηκε στόν Προφήτη ἦταν ὁ Υἱός. Καί ὁ Ψαλμωδός λέει: «῞Ετοιμος ἦταν ὁ θρόνος Σου ἀπό τότε. Πρίν τήν ἄναρχη αἰωνιότητα, Σύ ὑπάρχεις» (Ψαλμ. 92, 2). ᾿Αλλά ὅμως, ἄν καί ὑπάρχουν πολλές μαρτυρίες γι᾿ αὐτό τό θέμα, ἐπειδή προχώρησε ἡ ὥρα, θά ἀρκεστοῦμε μόνο σ᾿ αὐτές.
ΚΗ´ . Τώρα λοιπόν πρέπει νά σᾶς ἀναφέρω λίγα, ἀπό ἐκεῖνα τά πολλά πού ἔχουν λεχθεῖ, γιά τό ὅτι ὁ Υἱός κάθεται στά δεξιά τοῦ Πατέρα. Πρῶτα-πρῶτα ὁ ἑκατοστός ἔνατος Ψαλμός λέει μέ σαφήνεια: «Εἶπε ὁ Κύριος στόν Κύριό μου, κάθισε στά δεξιά μου, μέχρι νά θέσω τούς ἐχθρούς σου ὑποπόδιο στά πόδια σου» (Ψαλμ. 109, 1. Ματθ. 22, 44). ᾿Επικυρώνοντας δέ ὁ Σωτήρας μας αὐτά τά λόγια τοῦ Ψαλμοῦ, λέει στά ῾Ιερά Εὐαγγέλια ὅτι ὁ Δαβίδ δέν τά εἶπε, μονάχος του, ἀλλά ἀπό ἔμπνευση τοῦ ῾Αγίου Πνεύματος.«Πῶς λοιπόν ὁ Δαβίδ, ἐμπνευσμένος ἀπό τό ῞Αγιο Πνεῦμα, Τόν ὀνομάζει Κύριο καί λέει, εἶπε ὁ Κύριος στόν Κύριό μου, κάθισε στά δεξιά μου;» κ. τ. λ. (Ματθ. 22, 43-44). Καί πάλι στίς Πράξεις τῶν ᾿Αποστόλων, τήν ἡμέρα τῆς Πεντηκοστῆς «ὅταν σηκώθηκε ὁ Πέτρος μαζί μέ τούς ῞Ενδεκα» (Πράξ. 2, 14) καί συνομιλοῦσε μέ τούς ᾿Ισραηλίτες, αὐτή τή μαρτυρία, πού βρίσκεται στόν ἑκατοστό ἔνατο Ψαλμό, ἀνέφερε αὐτήν ἀκριβῶς τήν ἴδια, ὅμοια καί ἀπαράλλακτα.
ΚΘ´ . ῎Ας ἀναφέρουμε ὅμως μερικές μαρτυρίες ἀκόμα γιά τό ἴδιο θέμα, ὅτι δηλαδή ὁ Υἱός κάθεται στά δεξιά τοῦ Πατέρα. Λοιπόν βρίσκουμε στό κατά Ματθαῖο Εὐαγγέλιο: «᾿Αλλά σᾶς λέω ὅτι ἀπό τώρα θά δεῖτε τόν Υἱό τοῦ ἀνθρώπου νά κάθεται στά δεξιά τοῦ Παντοδύναμου Θεοῦ-Πατέρα» (Ματθ. 26, 64). Παρόμοια μ᾿ αὐτά μᾶς λέει καί ὁ ἀπόστολος Πέτρος, γράφοντας: «Διά τῆς ᾿Αναστάσεως τοῦ ᾿Ιησοῦ Χριστοῦ, ὁ ῾Οποῖος πῆγε στόν οὐρανό καί εἶναι στά δεξιά τοῦ Θεοῦ» (Α´ Πέτρ. 3, 21-22). Καί ὁ ἀπόστολος Παῦλος στήν ᾿Επιστολή πού ἔγραψε πρός τούς Ρωμαίους, λέει: «῾Ο Χριστός εἶναι ᾿Εκεῖνος πού πέθανε, μᾶλλον δέ ἀναστήθηκε, ὁ ῾Οποῖος εἶναι στά δεξιά τοῦ Θεοῦ» (Ρωμ. 8, 34). Στήν ᾿Επιστολή του ἐπίσης πρός τούς ᾿Εφεσίους εἶπε: «Σύμφωνα μέ τήν ἐνέργεια τῆς ἰσχυρῆς δυνάμεώς Του, τήν ὁποία ἔδειξε ἐνεργό στόν Χριστό, ὅταν Τόν ἀνέστησε ἀπό τούς νεκρούς καί Τόν θρόνιασε στά δεξιά Του» κ. τ. λ. (᾿Εφεσ. 1, 19-20). Καί τούς Κολασσαεῖς ἔτσι τούς δίδαξε: «῎Αν λοιπόν ἔχετε ἀναστηθεῖ μαζί μέ τόν Χριστό, νά ζητᾶτε τά ἄνω, ὅπου ὁ Χριστός κάθεται στά δεξιά τοῦ Θεοῦ» (πρβλ. Κολ. 3, 1). Στήν ᾿Επιστολή του δέ πρός τούς ῾Εβραίους λέει: «᾿Αφοῦ ἔκανε καθαρισμό τῶν ἁμαρτιῶν μας, κάθισε στά δεξιά τῆς Μεγαλοσύνης, στά ὕψη» (῾Εβρ. 1, 3). Καί πάλι σέ ἄλλο σημεῖο: «Σέ ποιόν ὅμως ἀπό τούς ᾿Αγγέλους εἶπε ποτέ ὁ Θεός, κάθισε στά δεξιά μου, μέχρι νά θέσω τούς ἐχθρούς σου ὑποπόδιο στά πόδια σου;» (῾Εβρ. 1, 13. Ψαλμ. 109, 1). Καί πάλι: «῾Ο Χριστός ὅμως πρόσφερε μία θυσία γιά τίς ἁμαρτίες ὅλων μας, γιά πάντα σ᾿ ὅλους τούς αἰῶνες καί κάθισε στά δεξιά τοῦ Θεοῦ καί περιμένει στό ἑξῆς, μέχρι νά γίνουν οἱ ἐχθροί ὑποπόδιο στά πόδια Του» (῾Εβρ. 10, 12-13). Καί ἀλλοῦ: «῎Εχοντας τά μάτια μας προσηλωμένα πρός τόν ἀρχηγό καί τελειωτή τῆς πίστεώς μας, τόν ᾿Ιησοῦ, ὁ ῾Οποῖος προκειμένου νά χαρεῖ τή σωτηρία μας, ὑπέμεινε Σταυρό καί ἀφοῦ καταφρόνησε τήν αἰσχύνη, κάθισε στά δεξιά τοῦ θρόνου τοῦ Θεοῦ» (῾Εβρ. 12, 2).
Λ´ . ῾Υπάρχουν βέβαια καί ἄλλες μαρτυρίες πού μαρτυροῦν ὅτι ὁ θρόνος τοῦ Μονογενοῦς Υἱοῦ εἶναι στά δεξιά τοῦ Θεοῦ-Πατέρα, ἀλλά πρός τό παρόν ἄς εἶναι ἀρκετές αὐτές, ἀφοῦ πάλι σᾶς ὑπενθυμίσω αὐτό πού σᾶς εἶπα καί προηγουμένως, ὅτι δηλαδή δέν πῆρε τήν ἀξία νά καθίσει σ᾿ αὐτόν τό θρόνο, μετά τήν ἔνσαρκη παρουσία Του ὁ Μονογενής Υἱός τοῦ Θεοῦ καί Κύριός μας, ὁ ᾿Ιησοῦς Χριστός, ἀλλά πάντοτε, πρό πάντων τῶν αἰώνων, κατεῖχε αὐτή τή θέση, στά δεξιά τοῦ Πατέρα.
Καί εἴθε λοιπόν Αὐτός ὁ Θεός, ὁ Πατέρας τοῦ Χριστοῦ καί ὁ Κύριός μας, ᾿Ιησοῦς Χριστός, Αὐτός πού κατέβηκε στή γῆ καί ἀνέβηκε πάλι στόν οὐρανό (πρβλ. ᾿Εφεσ. 4, 10) καί κάθεται στό θρόνο μαζί μέ τόν Πατέρα, νά φυλάξει τίς ψυχές σας, ὥστε νά διατηρήσετε ἀδιάσειστη καί ἀναλλοίωτη τήν ἐλπίδα σας στόν ᾿Αναστημένο Χριστό. Αὐτός, εἴθε νά συναναστήσει καί σᾶς ἀπό τή νέκρα τῶν ἁμαρτημάτων, νά σᾶς χαρίσει τήν ἐπουράνια Βασιλεία Του, νά σᾶς καταξιώσει νά ἁρπαγεῖτε μέσα σέ νεφέλες πρός προϋπάντηση τοῦ Κυρίου στόν ἀέρα (πρβλ. Α´ Θεσ. 4, 17), τόν κατάλληλο καιρό. Καί μέχρι νά ἔρθει ὁ καιρός ἐκεῖνος, τῆς Δεύτερης ἔνδοξης Παρουσίας Του, εἴθε νά γράψει τά ὀνόματα ὅλων στό βιβλίο τῶν σωσμένων καί ἀφοῦ τά γράψει, νά μήν τά σβήσει ποτέ πιά. Διότι πολλῶν τά ὀνόματα σβήνονται, αὐτῶν βέβαια πού ἀφήνουν τήν ὀρθή πίστη (πρβλ. Ψαλμ. 68, 29. ᾿Αποκ. 3, 5). Νά δώσει δέ σ᾿ ὅλους σας τό φωτισμό νά πιστεύετε σ᾿ ᾿Εκεῖνον πού ἀναστήθηκε καί νά περιμένετε ὅτι Αὐτός πού ἀνέβηκε, θά ἔρθει πάλι. Θά ἔρθει ὅμως, ὄχι ἀπό τή γῆ —πρόσεξε νά ἀσφαλίσεις τόν ἑαυτό σου ἀπό τούς πλάνους πού πρόκειται νά ἔρθουν μελλοντικά. Νά περιμένετε Αὐτόν πού κάθεται ἄνω καί συγχρόνως εἶναι παρών ἐδῶ, μαζί μέ μᾶς, ὁ ῾Οποῖος βλέπει τοῦ καθενός τήν τάξη καί τή σταθερότητα τῆς πίστεως (πρβλ. Κολ. 2, 5). Μή νομίσεις δηλαδή, ὅτι, ἐπειδή τώρα δέν εἶναι παρών μέ τό σῶμα, δέν εἶναι καί μέ τό πνεῦμα11. ᾿Εδῶ εἶναι ἀνάμεσά μας καί ἀκούει ὅσα λέγονται γι᾿ Αὐτόν καί βλέπει ὅσα ἐσύ σκέπτεσαι, καί γνωρίζει πολύ καλά ὅλες —καί τίς πιό κρυφές ἐπιθυμίες σου— καί ἐρευνάει τά βάθη τῆς καρδιᾶς σου (πρβλ. Ψαλμ. 7, 10. ᾿Αποκ. 2, 23). Αὐτός πού εἶναι καί τώρα ἕτοιμος ἐκείνους πού πλησιάζουν στό Βάπτισμα καί ὅλους ἐσᾶς νά σᾶς ὁδηγήσει στόν Πατέρα μέ τό ῞Αγιό Του Πνεῦμα καί νά πεῖ.«Νά, ἐδῶ εἶμαι ἐγώ καί τά παιδιά, πού μοῦ ἔδωσε ὁ Θεός» (῾Ησ. 8, 18). Σ᾿ Αὐτόν ἀνήκει ἡ δόξα στούς αἰῶνες. ᾿Αμήν.
ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ
1.῾Ο Κύριος ἡμῶν ᾿Ιησοῦς Χριστός χαρακτηρίζεται ὡς «ἐλεύθερος ἐν νεκροῖς» μέ δύο ἔννοιες.α) ἀδέσμευτος ἀπό τά δεσμά, τά ὁριστικά, τοῦ θανάτου, μέ τά ὁποῖα κάθε νεκρός μεταπτωτικός ἄνθρωπος κατέληγε στήν Κόλαση, στόν ῞Αδη καί β) διότι, ὡς «κυριεύων ζώντων καί νεκρῶν», ἀφέθηκε νά νικήσει μόνος τό διάβολο καί τό θάνατο καί νά πάρει ἀπό τά χέρια τους, αὐτούς πού δέχτηκαν τό κήρυγμα καί τή σωτηρία πού τούς πρόσφερε.
2. Συχνά, στά Πατερικά κείμενα, βλέπουμε αὐτή τήν τάση τῶν ἁγίων Πατέρων καί ᾿Εκκλησιαστικῶν συγγραφέων στό νά βρίσκουν τέτοιες ἀντιστοιχίες. Εἶναι μιά μυστική προσέγγιση πού καί τότε πού φαίνεται ὅτι δέν ἔχει τήν ἐπικουρία τοῦ κριτικοῦ λόγου καί τῆς ἐπιστημονικῆς ἱστορικῆς μαρτυρίας, μᾶς δίνει τήν αἴσθηση μιᾶς ὑπερβατικῆς πραγματικότητας, ἐντεταγμένης στό σχέδιο καί στό Μυστήριο τῆς θείας Οἰκονομίας.
3. Ταφή καί ὄχι καύση ἀκολουθεῖ τό θάνατο τοῦ ἀνθρώπου. ῾Η πίστη στή «μετά σώματος» ἀνάσταση τοῦ ἀνθρώπου δέν μπορεῖ ποτέ νά δεχθεῖ τήν καύση τοῦ σώματος, παρά τίς ἑκάστοτε προβαλλόμενες σκοπιμότητες.
4. Εἶναι δύο διαφορετικά ἐπίπεδα, πραγματικά καί τά δύο, ἀλλά στό ἕνα λειτουργεῖ ὁ ἄνθρωπος καί στό ἄλλο ὁ Θεός. ῾Η προσδοκία τους ἦταν νά ἐκδηλώσουν τή λατρεία τους στό Νεκρό. ῾Ο ᾿Ιησοῦς ὅμως ἤδη εἶχε ἀναστηθεῖ. Τό ἴδιο συμβαίνει καί κατά τήν κλιμάκωση τῆς πνευματικῆς ζωῆς μας. Τρέφουμε προσδοκίες μέ βάση τό ἐπίπεδο, στό ὁποῖο βρισκόμαστε, ἀλλά ὁ Θεός μᾶς ἀξιώνει νά λάβουμε δῶρα ὑψηλότερης στάθμης, κάθε φορά πού δέν φειδωλευόμαστε σέ ἀγαθή προαίρεση καί σέ ὀρθές ἐνέργειες.
5. ῾Η χαρά εἶναι παράγωγο βίωμα τῆς συνδρομῆς τῶν καταστάσεων πού βιώνει ὁ ἄνθρωπος μέσα στό πλαίσιο τῆς ᾿Αγάπης, τῆς ᾿Ελευθερίας καί τῆς Εἰρήνης. ῾Ο φόβος εἶναι διφυής.α) ῾Η στείρα ἀμυντική συρρίκνωση τοῦ συναισθηματικοῦ κόσμου μπροστά στόν κίνδυνο ἤ τήν ἀπειλή τῆς ὕπαρξης. Καί β) ῾Η ἔκσταση καί ἡ ἔκπληξη στήν αἴσθηση τοῦ ὑπερβατικοῦ. Τό πρῶτο εἶδος τοῦ φόβου αἰσθάνθηκαν οἱ στρατιῶτες τῆς φρουρᾶς τοῦ Μνήματος καί τό δεύτερο οἱ Μυροφόρες. Τό πρῶτο εἶδος δέν εἶναι συμβατό μέ τή χαρά.
6. ῎Εμμεση ἐλεγκτική εἰρωνεία τοῦ ἰσχυροῦ φύλου, τοῦ καταξιωμένου νά εἶναι φορέας καί τῆς ἱερωσύνης, καί ἀνάδειξη τῶν ἰδιαιτέρων χαρισμάτων πού πῆραν οἱ ἐκπρόσωποι τοῦ ἀσθενοῦς φύλου, χάρη στή λατρευτική ἀφοσίωσή τους στόν «κατ᾿ ὄψιν» ἐκμηδενισμένο ᾿Ιησοῦ.
7. ῾Η ἀλήθεια ἔχει αὐτή τή δύναμη.νά ἀναδεικνύει αὐτούς πού τή δέχονται καί τήν ὁμολογοῦν καί νά χαντακώνει ἐκείνους πού νομίζουν ὅτι μποροῦν ἤ θέλουν νά τή χαντακώσουν. Στή σκέψη τοῦ ἁγίου διδασκάλου, ἔχουμε τό παράδειγμα τῶν στρατιωτῶν πού συκοφάντησαν τήν ᾿Ανάσταση καί τῶν Μαθητῶν πού τήν κήρυξαν.
8. ῾Ο ἅγιος Διδάσκαλος δέν βιώνει σκληρά συναισθήματα γιά τούς ἄπιστους, ἀλλά προσπαθεῖ νά περισώσει προληπτικά τούς Κατηχούμενους ἀπό τήν ἐνδεχόμενη ἐπήρεια ἐκείνων πού θεληματικά παραμένουν στό χῶρο τῆς ἀπιστίας. Πιθανόν νά εἶναι μιά ἔμμεση ἀναφορά στό τῆς ᾿Αποκαλύψεως.«ὁ ἀδικῶν ἀδικησάτω ἔτι» (᾿Αποκ. 22, 11). Βλέπουμε πόσο συντονισμένοι εἶναι οἱ ῞Αγιοι μέ τόν Κύριο στό σεβασμό τῆς ἐλευθερίας τοῦ ἀνθρώπου.
9. Βαθύς ψυχολόγος καί παιδαγωγός ὁ ῞Αγιος κάνει αὐτή τήν ὑπόδειξη γιά νά βοηθήσει τούς Κατηχούμενους νά ἀποφύγουν ἕνα λάθος ἀνθρώπινο καί συχνό. Πρόκειται γιά τήν «κατ᾿ ὄψιν» κρίση καί γιά τή σύγκριση «ἐξ ἀναλογίας». ᾿Εντυπωσιαζόμαστε ἀπό τήν ὁμοιότητα τῶν ἐξωτερικῶν χαρακτηριστικῶν καί λησμονοῦμε ἤ ἀδυνατοῦμε νά βροῦμε τίς ἐσώτερες διαφορές. Καί δυστυχῶς αὐτό δέν τό παθαίνουμε μόνο στίς ἀνθρώπινες διαπροσωπικές σχέσεις, ἀλλά καί σέ ἀντιλήψεις γεγονότων ἤ καταστάσεων στίς ὁποῖες ἔχει παρεμβληθεῖ καί θεϊκή παρέμβαση, μέ ἀποτέλεσμα νά σμικρύνουμε τόν Θεό καί νά διογκώνουμε τόν ἄνθρωπο!
10. ῾Ο ῞Αγιος καί πάλι μᾶς φέρνει μπροστά σέ μιά ψυχική ἀδυναμία τοῦ παλαιοῦ ἀνθρώπου.νά καταγίνεται μέ τά «περί τήν οὐσίαν» καί νά χάνει τήν οὐσία. Σημασία δέν ἔχει τό πῶς εἶναι ὁ θρόνος, καί ἄν ἀκόμη ὑπάρχει θρόνος, ἀλλά τό νά μάθουμε ὅτι, κάτω ἀπ᾿ αὐτή τήν ἀνθρωποπαθή ἔκφραση, πού μᾶς παραπέμπει σέ εἰκόνες ζωῆς ἐπίγειου μονάρχη, κρύβεται τό Χριστολογικό δόγμα τῆς ἰσότιμης ἀϊδιότητας τοῦ Θεοῦ Λόγου πρός τόν Θεό-Πατέρα καί ὅτι αὐτή ἡ ἀϊδιότητα χαρακτηρίζει καί τό θεανδρικό Πρόσωπο τοῦ ᾿Ιησοῦ Χριστοῦ καί, κατά χαρισματική μέθεξη, δίνεται καί στόν «ἐν Χριστῷ» θεωμένο ἄνθρωπο ὡς αἰώνια ζωή.
11. Στό μεταπτωτικό καί μή ἀναγεννημένο ἄνθρωπο, ἡ ἀντίληψη τοῦ ὑπαρκτοῦ εἶναι σχετικῶς ἀνάλογη μέ τή λειτουργία τῶν αἰσθητηρίων. Στό θεούμενο, ἡ ἀντίληψη τοῦ ὑπαρκτοῦ σχετίζεται μέ τήν πνευματική αἴσθηση πού τοῦ χαρίζουν οἱ ἄκτιστες ἐνέργειες «τῆς Τριαδικῆς ἐν Μονάδι» Θεότητας. Προσγειωμένος ψυχολόγος ὁ Διδάσκαλος-Κατηχητής προασφαλίζει τούς μαθητές του ἀπό μιά ἐνδεχόμενη παγίδευσή τους, στό νά ζοῦν μέ αἴσθημα ἀπουσίας τοῦ Θεοῦ.
Δυστυχῶς, συμβαίνει καί τό βλάσφημο ὀλίσθημα πολλῶν ἀπό μᾶς, οἱ ὁποῖοι, μέσα στό ῾Ιερό Βῆμα, ζοῦμε μέ ἐνέργειες καί δραστηριότητες πού δίνουν τήν ἐντύπωση ὅτι δέν ἔχουμε αἴσθηση τῆς παρουσίας τοῦ Κυρίου. ῾Η εἴσοδος μή ἱερωμένων ἀνθρώπων στό ῞Αγιο Βῆμα ἔχει ἱεροκανονικά ἀπαγορευθεῖ καί γιά ἄλλους λόγους, ἀλλά καί γιά τόν τόσο σημαντικό αὐτό λόγο.